Η χοιροτροφία στην Ελλάδα

Ελένη-Παταπία Σκούπα-Ρούντα

Διδάκτωρ Γεωπονίας

    Η εκτροφή του χοίρου αποτελεί από την αρχαιότητα έναν από τους ζωτικούς τομείς της κτηνοτροφικής παραγωγής στην Ελλάδα. Στη μυθολογία ο χοίρος αναφέρεται ως ιερό ζώο, αφού με τους γρυλισμούς του είχε σώσει το Δία όταν ήταν στο Δικταίο Άντρο. Ο Ερυμάνθειος Κάπρος και οι καταστροφές που προκαλούσε ίσως αποτελούν ένδειξη ευρείας διάδοσης του αγριόχοιρου τότε. Από τον Όμηρο έγινε η πρώτη αναφορά για εκτροφή χοίρων στον ελλαδικό χώρο. Στη ραψωδία ξ’ της Οδύσσειας και συγκεκριμένα στους στίχους 13-17 αναφέρεται η οικόσιτη/οικογενειακή αγελαία εκτροφή 600 χοιρομητέρων:

    Στην κτηνοτροφική παραγωγή, οι χοίροι είναι εξαιρετικά ζώα. Όλες οι γνωστές φυλές χοίρων εξελίχθηκαν από τον ευρωπαϊκό και τον ασιατικό αγριόχοιρο, οι οποίοι αποτελούν υποείδη του άγριου είδους Sus scrofa.

    Το μικρό χρονικό διάστημα μεταξύ των γενεών και η υψηλή γονιμότητα του χοίρου συντέλεσαν στη δημιουργία ενός μεγάλου αριθμού φυλών εκεί όπου συνηθίζεται η κατανάλωση χοιρινού κρέατος, πλην όμως ο κύριος όγκος της παραγωγής πραγματοποιείται σήμερα από ένα μικρό σχετικά αριθμό φυλών. Οι φυλές αυτές διακρίνονται για την υψηλή τους παραγωγικότητα και έχουν διαδοθεί σε όλες τις χώρες με ανεπτυγμένη ζωική παραγωγή.

     Οι κυριαρχούσες σήμερα βελτιωμένες φυλές χοίρων μπορούν, ανάλογα με το βαθμό συγγένειας μεταξύ τους, να καταταχθούν σε τρεις ομάδες: α) την ομάδα των Μεγάλων Λευκών Φυλών με κύριο εκπρόσωπο την αγγλική LargeWhite, β) την ομάδα των Εξευγενισμένων Εγχώριων Φυλών με κύριο εκπρόσωπο τη δανική Landrace και γ) σε μια τρίτη ομάδα, διαφορετικού βαθμού γενετικής συγγένειας, η οποία περιλαμβάνει φυλές υψηλών αποδόσεων.

     Οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες οι οποίες επικρατούσαν στην Ελλάδα έως το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και η απροθυμία του καταναλωτή για το χοιρινό κρέας παλαιότερα, δεν επέτρεψαν τη δημιουργία μιας εγχώριας, σταθεροποιημένης και υψηλής παραγωγικότητας φυλής χοίρων. Η ελληνική χοιροτροφία δυστυχώς σήμερα στηρίζεται αποκλειστικά σε εισαγόμενα ζώα αναπαραγωγής βελτιωμένων φυλών.

     Στην Ελλάδα δεν υπήρχαν συστηµατοποιηµένες μορφές εκτροφής όπως στην Αγγλία, στην Γερμανία, στη Δανία, στις ΗΠΑ κ.α. Οι εκμεταλλεύσεις είχαν αγελαία μορφή. Το σύστημα αγελαίας εκτροφής του εγχώριου χοίρου υπήρχε σε πολλές περιοχές της Ελλάδος στις οποίες υπήρχε διαθεσιμότητα τροφής και κατάλληλο περιβάλλον για την διαβίωση των ζώων. Οι περιοχές αυτές χαρακτηρίζονται από παρουσία δασών βελανιδιάς και καστανιάς και από πλούσια θαμνώδη βλάστηση (σκίνοι και πουρνάρια). Η μορφολογία των ημιορεινών και ορεινών περιοχών εξασφαλίζει και τα απαραίτητα καταφύγια για την αναπαραγωγή και διαβίωση τους.

    Η ελληνική χοιροτροφία άρχισε να αναπτύσσεται σε συστηματική μορφή προς τα τέλη της δεκαετίας του ’50, με τη δημιουργία εκμεταλλεύσεων οικογενειακής μορφής (μεγέθους 10-20 χοιρομητέρων). Η παραγωγή χοιρινού κρέατος από τις εκτροφές αυτές ήταν μικρή, αλλά αρκετή για να καλύψει τις περιορισμένες και μάλλον εποχιακές καταναλωτικές ανάγκες της ζητήσεως.

    Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70, λόγω αλλαγής των καταναλωτικών συνηθειών και κυρίως, λόγω παροχής οικονομικών κινήτρων και ενισχύσεων από την Πολιτεία, άρχισε ταχεία ανάπτυξη του κλάδου τόσο με τη δημιουργία μεγάλων επιχειρηματικών εκμεταλλεύσεων (100-500 χοιρομητέρων) όσο και με τη δημιουργία συστηματικών οικογενειακών μονάδων ( 20-50 χοιρομητέρων), γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής και την κάλυψη του μεγαλύτερου μέρους των καταναλωτικών αναγκών σε χοιρινό κρέας. Η αύξηση όμως αυτή του μεγέθους του εκτρεφόμενου πληθυσμού δεν συνοδεύθηκε δυστυχώς και από παράλληλη αύξηση του παραγωγικού του επιπέδου, με αποτέλεσμα κύριο πρόβλημα της ελληνικής χοιροτροφίας να εξακολουθεί να παραμένει η χαμηλή της παραγωγικότητα.

     Σήμερα η ελληνική χοιροτροφία μετά από μία περίοδο τριών δεκαετιών ανάπτυξης αντιμετωπίζει κρίσιμες προκλήσεις τόσο σε επίπεδο παραγωγής όσο και σε επίπεδο διάθεσης του παραγόμενου χοίρειου κρέατος στην αγορά, εγείροντας σοβαρά ερωτηματικά για το μέλλον της και τις προοπτικές ανάπτυξής της. Πέραν της οικονομικής ύφεσης των τελευταίων τεσσάρων ετών, το υψηλό κόστος αγοράς των ζωοτροφών σε συνδυασμό με τις χαμηλές τιμές πώλησης χοιρείου κρέατος (τιμή πώλησης ανά χιλιόγραμμο ζωντανού βάρους) σε επίπεδο παραγωγού, έχουν επιφέρει σημαντική μείωση στον αριθμό των εκτροφών και κατ’ επέκταση στον αριθμό των γεννητόρων (χοιρομητέρων, κάπρων). Παράλληλα, πλήθος χοιροτροφικών εκμεταλλεύσεων μειώνουν τη δυναμικότητά τους, για να μπορούν να είναι βιώσιμες, με άμεσο αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση της παραγωγής. Υπολογίζεται ότι η παραγωγική δυναμικότητα της ελληνικής χοιροτροφίας αριθμεί λιγότερο από 60.000 χοιρομητέρες καλύπτοντας λιγότερο του 30% των αναγκών εγχώριας κατανάλωσης σε χοίρειο κρέας.

      Ωστόσο εξαιτίας της ευνοϊκής δομής του κλάδου-συστηματικής μορφής εκμεταλλεύσεις και καθετοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας-, οι δυνατότητες ανάπτυξης του, ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητά του και να γίνει ανταγωνιστικός, είναι ρεαλιστικές.

     Η αύξηση της παραγωγικότητας των χοιροτροφικών εκμεταλλεύσεων, μπορεί να επιτευχθεί, είτε με την καλυτέρευση του συστήματος εκτροφής των χοίρων, είτε με τη βελτίωση του εκτρεφόμενου ζωικού υλικού, είτε και με τους δύο ταυτόχρονα τρόπους.

  Βασική προϋπόθεση ωστόσο για κάθε βελτιωτική επέμβαση στην παραγωγική διαδικασία των χοιροτροφικών εκμεταλλεύσεων, είναι η γνώση του παραγωγικού τους επιπέδου και των παραγόντων που επιδρούν σε αυτό.

   Αντικειμενικές πληροφορίες για το επίπεδο των αποδόσεων στα ελληνικά χοιροστάσια, όμως, δεν υπάρχουν, παρόλο που το μεγάλο μέρος των χοιροτρόφων τηρεί αξιόπιστα στοιχεία κυρίως σε ό,τι αφορά τις αναπαραγωγικές αποδόσεις των χοιρομητέρων.

  Οι αναπαραγωγικές αποδόσεις των χοιρομητέρων είναι μια από τις σπουδαιότερες ζωοτεχνικές παραμέτρους που καθορίζει το οικονομικό αποτέλεσμα μιας χοιροτροφικής εκμετάλλευσης. Τα περισσότερα ποσοτικά χαρακτηριστικά των χοίρων, όπως το μέγεθος της τοκετοομάδας, ο αριθμός των γεννηθέντων ζωντανών, ο αριθμός των απογαλακτισθέντων χοιριδίων, η μέση ημερήσια αύξηση και το βάρος του σφαγίου είναι οικονομικά πολύ σημαντικά. Τα γενετικά χαρακτηριστικά των γεννητόρων που σχετίζονται με την αναπαραγωγική τους λειτουργία έχουν μικρό συντελεστή κληρονομικότητας και επομένως οι αποδόσεις μπορούν να αυξηθούν ταχύτερα με την βελτίωση των όρων του περιβάλλοντος στο οποίο διαβιούν, παρά με τις μεθόδους της γενετικής βελτίωσης.

     Οι χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις εκτατικής μορφής µπορούν να αποβούν βιώσιµες και κερδοφόρες και μάλιστα χωρίς να υπάρχει η ανάγκη αυξημένων κονδυλίων επένδυσης. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός όμως θα πρέπει όλοι όσοι εµπλέκονται να δραστηριοποιηθούν με συγκεκριµένες αρμοδιότητες. Βασικό μέλημα όμως θα πρέπει να είναι η διατροφή, η γενετική βελτίωση, η υγεία – βιοασφάλεια και η ζωοτεχνική διαχείριση.

    Όσο αφορά τη διατροφή, οι έρευνες πρέπει να εστιάσουν στην καλύτερη αξιοποίηση των θρεπτικών συστατικών της κάθε ζωοτροφής και στη δημιουργία σιτηρεσίων με βάση το γενετικό υλικό και τις αποδόσεις του χοίρου, διότι οι αλληλεπιδράσεις των επιμέρους θρεπτικών συστατικών των ζωοτροφών καθορίζεται από το γονιδίωμα του χοίρου. Επίσης θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην καταλληλότητα των πρωτογενών ζωοτροφών (πρέπει να είναι απαλλαγμένες από μυκοτοξίνες και να έχουν κατάλληλη/συγκεκριμένη υγρασία), στην έγκαιρη προμήθεια και κατάλληλη αποθήκευσή τους καθώς επίσης και στην ποιότητα και παροχή του νερού. Επίσης, απαιτείται η κατάρτιση εξειδικευμένου συµπληρωµατικού σιτηρεσίου. Αυτό προϋποθέτει ποιοτική και οικονοµική αξιολόγηση και επιλογή ζωοτροφών πριν από την αγορά αυτών. Διερεύνηση του βοσκότοπου ως προς τα θρεπτικά στοιχεία του και την ικανότητα βοσκοφόρτησης. Επίσης, συνίσταται η χρήση τροφών µε χαµηλό κόστος και υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη (π.χ. τυρόγαλο από γειτονικό τυροκοµείο).

     Η σωστή επιλογή του γενετικού υλικού το οποίο θα φέρει υψηλές αποδόσεις, θα µπορεί να προσαρµοστεί στις περιβαλλοντικές και µορφολογικές συνθήκες της κάθε περιοχής και θα δίνει προϊόντα υψηλής ποιότητας, µε οργανοληπτικά χαρακτηριστικά που θα ικανοποιούν και τον ποιο απαιτητικό καταναλωτή. Σχετικά με το γενετικό δυναμικό και την ποιότητα αυτού των γεννητόρων λόγω της παντελούς έλλειψης εθνικού προγράμματος γενετικής βελτίωσης, θα πρέπει να γίνει μια προσπάθεια δημιουργίας πυρήνα εθνικής φυλής βελτιωμένου χοίρου αλλά και διατήρησης του εγχώριου μαύρου χοίρου. Μπορεί το γενετικό υλικό των ελληνικών χοιροτροφικών εκμεταλλεύσεων να είναι αποτέλεσμα υβριδίων υψηλών αποδόσεων και επιθυμητών χαρακτηριστικών διαφόρων οίκων του εξωτερικού, ωστόσο δεν είναι εγκλιματισμένα στα ελληνικά δεδομένα και δεν παράγουν γεννήτορες αλλά μόνο χοίρους προς κατανάλωση. Παράλληλα, προτείνεται η ίδρυση σταθμού ελέγχου κάπρων για την ποιοτική παραγωγή σπέρματος συμβάλλοντας έτσι στην ποιοτική αναβάθμιση του παραγόμενου προϊόντος. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα με διπλάσιο αριθμό γεννητόρων από αυτόν της Κύπρου δεν υφίσταται σταθμός ελέγχου κάπρων, ενώ στην Κύπρο λειτουργούν σε πλήρη ανάπτυξη δύο.

     Ένας ακόμη σημαντικός πυλώνας είναι η υγεία και η βιοασφάλεια. Είναι απαραίτητο να υπάρχει σε κάθε εκτροφή πρόγραμμα εμβολιασμών των χοίρων, καθώς και ειδικοί χώροι (χώρος απομόνωσης άρρωστων, χώρος ταφής θανόντων). Επιπρόσθετα, όλα τα ζώα και ειδικότερα τα νεοεισαχθέντα θα πρέπει να συνοδεύονται από πιστοποιητικά υγείας. Τα οχήματα και οι επισκέπτες θα πρέπει να τηρούν συγκεκριμένο πρωτόκολλο βιοασφάλειας, ενώ η απεντόμωση και τα προγράμματα μυοκτονίας τρωκτικών και πτηνών είναι σημαντικά για την αποφυγή εισόδου παθογόνων μικροοργανισμών στην εκτροφή.

     Ιδιαίτερα σημαντική καθίσταται η επιμόρφωση και η τεχνογνωσία τόσο των ίδιων των παραγωγών όσο και του προσωπικού που απασχολούν, ως προς τη ζωοτεχνική διαχείριση και την τήρηση αρχείων παραγωγής. Η ζωοτεχνική διαχείριση απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή στη φροντίδα τόσο των νεογέννητων όσο και των απογαλακτιζόμενων χοιριδίων, στις σπερματοληψίες των κάπρων και στις σπερματεγχύσεις των χοιρομητέρων, κυρίως τους καλοκαιρινούς και χειμερινούς μήνες, όπου οι θερμοκρασίες είναι ακραίες και σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανίζονται φαινόμενα «εποχικής υπογονιμότητας». Η εποχική υπογονιμότητα, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες, σε επίπεδο εκτροφής αντιμετωπίζεται με τη λήψη δραστικών μέτρων μόνωσης και επαρκούς αερισμού των σταβλικών εγκαταστάσεων, όπως επίσης με την αυστηρή τήρηση ωραρίου ως προς τον προγραμματισμό του κύκλου εργασιών της αναπαραγωγικής διαχείρισης των γεννητόρων. Ειδικότερα, η ανίχνευση οίστρου των χοιρομητέρων και οι προγραμματισμένες συζεύξεις ή τεχνητές σπερματεγχύσεις θα πρέπει να πραγματοποιούνται στις πρώτες πρωϊνές ή/και απογευματινές ώρες της ημέρας για την αποφυγή των υψηλών ατμοσφαιρικών θερμοκρασιών, ενώ πρέπει να πραγματοποιείται ενδελεχής έλεγχος ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του σπέρματος.

      Επιπλέον είναι σημαντικό για την ευζωία των γεννητόρων ο χώρος που μεγαλώνουν να είναι άνετος και τα ζώα να ομαδοποιούνται με βάση το σωματότυπο και το βάρος τους ώστε να αποφεύγονται οι μεταξύ τους τραυματισμοί. Επίσης, σημαντική είναι η κατά βούληση (adlibitum) χορήγηση τροφής στις χοιρομητέρες μετά τον απογαλακτισμό (flushing) ή κατά την περίοδο της γαλουχίας. Επίσης, η παρουσία Γεωπόνου Ζωοτέχνη ή/και Κτηνιάτρου εκτροφής είναι επιβεβλημένη για την επίβλεψη της παραγωγικής διαδικασίας και την προώθηση προγραμμάτων εφαρμοσμένης έρευνας, διασφαλίζοντας έτσι την παραγωγή προϊόντων υψηλής ποιότητας, την ανάπτυξη και την οικονομική ευρωστία αυτών των εκτροφών.

    Τέλος, προτείνεται η συστηματοποίηση της εκτροφής και η πιλοτική δημιουργία προτύπου µε απώτερο σκοπό τη δημιουργία προϊόντων Π.Ο.Π. (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης) και Π.Γ.Ε. (Προστατευόμενη Γεωγραφική Ένδειξη). Οι Έλληνες χοιροτρόφοι πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι το πλεονέκτημά τους είναι η ποιότητα του χοιρινού κρέατος που παράγουν και διαθέτουν στην αγορά. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη σύνθεση ενός σταθερού και ισορροπημένου σιτηρεσίου που θα προέρχεται από δημητριακά καλής ποιότητας. Με αυτό τον τρόπο θα αποφευχθούν δυσμενείς κίνδυνοι στην τροφική αλυσίδα και το παραγόμενο προϊόν θα είναι πρωτίστως υγιεινό και αντάξιο των προσδοκιών του καταναλωτικού κοινού. Θα πρέπει λοιπόν να γίνει έρευνα στις υπάρχουσες χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις ώστε να εντοπιστούν αδυναµίες και να λυθούν προβλήματα της χρόνιας παθογένειας που επικρατεί στην ελληνική αγορά κρέατος. Να μελετηθούν τα πρότυπα εκτροφής που ήδη χρησιμοποιούνται µε επιτυχία στο εξωτερικό και να προσαρµοστούν στις ελληνικές συνθήκες επιχειρηματικής παραγωγής. Με μικρά βήματα και με σωστή στρατηγική που θα βασίζεται σε όσα προαναφέρθηκαν με στόχο την υψηλή παραγωγικότητα και την ασφάλεια του καταναλωτή, η ελληνική χοιροτροφία μπορεί υπό προϋποθέσεις, να αποτελέσει ένα σημαντικό κλάδο του πρωτογενούς τομέα διότι έχει προοπτική για περαιτέρω ανάπτυξη.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα