Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ

Ἡ δύναμη του σαρανταλείτουργου

 

 

Ὁ Γε­ρό-Δα­νι­ήλ ὁ ἁ­γιο­ρεί­της (+1929), ὁ σο­φός ἡ­συ­χα­στής τῶν Κα­του­να­κί­ων, ἔ­χει κα­τα­χω­ρι­σμέ­νο στά χει­ρό­γρα­φά του καί τό ἀ­κό­λου­θο πε­ρι­στα­τι­κό, πού συ­νέ­βη τό 1869 στήν πα­τρί­δα του, τή Σμύρ­νη. Κά­ποιος ἐ­νά­ρε­τος χρι­στια­νός κά­λε­σε στά τε­λευ­ταῖ­α της ζω­ῆς τοῦ τόν πνευ­μα­τι­κό του πά­πα-Δη­μή­τρη καί τοῦ εἶ­πε:-Ἐ­γώ σή­με­ρα πε­θαί­νω. Πές μου, σέ πα­ρα­κα­λῶ, τί πρέ­πει νά κά­νω τήν κρί­σι­μη τού­τη ὥ­ρα; Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, γνω­ρί­ζον­τας τήν ἀ­ρε­τή του καί τή μυ­στη­ρι­α­κή προ­ε­τοι­μα­σί­α του, τοῦ πρό­τει­νε τό ἑ­ξῆς:-Δῶ­σε ἐν­το­λή νά σοῦ κά­νουν με­τά τό θά­να­τό σου τα­κτι­κό σα­ραν­τα­λεί­τουρ­γο σ’ ἕ­να ἐ­ξωκ­κλή­σι. Ἔ­τσι κι ἔ­γι­νε. Ὁ κύρ-Δη­μή­τρης -αὐ­τό ἦ­ταν τό ὄ­νο­μά του- ἄ­φη­σε ἐν­το­λή στό γιό του νά κά­νει με­τά τήν κοί­μη­σή του σα­ραν­τα­λεί­τουρ­γο. Κι ἐ­κεῖ­νος, ὑ­πα­κού­ον­τας στήν τε­λευ­ταί­α ἐ­πι­θυ­μί­α τοῦ κα­λοῦ του πα­τέ­ρα, ἀ­νέ­θε­σε χω­ρίς κα­θυ­στέ­ρη­ση τήν ἐ­κτέ­λε­σή της στόν πά­πα-Δη­μή­τρη. Ὁ σε­μνός λευ­ΐτης δέ­χτη­κε νά κά­νει τό σα­ραν­τα­λεί­τουρ­γο, πού ὁ ἴ­διος εἶ­χε προ­τεί­νει στό μα­κα­ρί­τη, καί ἀ­πο­σύρ­θη­κε γιά ὅ­λο αὐ­τό τό δι­ά­στη­μα στό ἐ­ξωκ­κλή­σι τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων. Οἱ τρι­άν­τα ἐν­νέ­α λει­τουρ­γί­ες ἔ­γι­ναν ἀ­πρό­σκο­πτα. Ἡ τε­λευ­ταί­α ἔ­πρε­πε νά γί­νει ἥ­με­ρα Κυ­ρι­α­κή. Τό βρά­δυ ὅ­μως τοῦ Σαβ­βά­του πιά­νει τόν πα­πά ἕ­νας δυ­να­τός πο­νό­δον­τος καί τόν ἀ­ναγ­κά­ζει νά ἐ­πι­στρέ­ψει στό σπί­τι του. Ἡ πρε­σβυ­τέ­ρα τοῦ πρό­τει­νε νά βγά­λει τό δόν­τι, μά ἐ­κεῖ­νος ἀρ­νή­θη­κε, για­τί ἔ­πρε­πε τήν ἑ­πο­μέ­νη νά τε­λέ­σει τήν τε­λευ­ταί­α λει­τουρ­γί­α. Τά με­σά­νυ­χτα ὁ πό­νος κο­ρυ­φώ­θη­κε, καί τε­λι­κά ὁ πα­πάς ἀ­ναγ­κά­στη­κε νά βγά­λει τό δόν­τι. Ἐ­πει­δή ὅ­μως πα­ρου­σι­ά­στη­κε αἱ­μορ­ρα­γί­α, ἀ­νέ­βα­λε τήν τε­λευ­ταί­α λει­τουρ­γί­α γιά τή Δευ­τέ­ρα. Στό με­τα­ξύ, τό ἀ­πό­γευ­μα τοῦ Σαβ­βά­του, ὁ Γε­ώρ­γι­ος, ὁ γιός τοῦ μα­κα­ρι­στοῦ Δη­μη­τρί­ου, ἑ­τοί­μα­σε με­ρι­κά χρή­μα­τα γιά τόν κό­πο τοῦ ἱ­ε­ρέ­α, μέ σκο­πό νά τοῦ τά δώ­σει τήν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα. Τά με­σά­νυ­χτα ξύ­πνη­σε γιά νά προ­σευ­χη­θεῖ. Ἀ­να­κά­θι­σε στό κρε­βά­τι κι ἄρ­χι­σε νά φέρ­νει στό νοῦ τοῦ τίς ἀ­ρε­τές, τά χα­ρί­σμα­τα καί τά σο­φά λό­γι­α του πα­τέ­ρα του. Κά­ποια στιγ­μή πέ­ρα­σε ἀπ’ τό μυα­λό του ἡ ἀ­κό­λου­θη σκέ­ψη: «Ἄ­ρα­γε ὠ­φε­λοῦν τά σα­ραν­τα­λεί­τουρ­γα τίς ψυ­χές τῶν κε­κοι­μη­μέ­νων, ἤ τά κα­θι­έ­ρω­σε ἡ ἐκ­κλη­σί­α γιά πα­ρη­γο­ριά τῶν ζών­των;»Τό­τε ἀ­κρι­βῶς τόν πῆ­ρε ἕ­νας ἐ­λα­φρός ὕ­πνος, καί εἶ­δε πώς βρέ­θη­κε σέ μί­α πε­δι­ά­δα μέ ὀ­μορ­φιά ἀ­πε­ρί­γρα­πτη. Ἐ­νί­ω­θε ἀ­νά­ξι­ο τόν ἑ­αυ­τό του νά βρί­σκε­ται σέ τέ­τοιο ἱ­ε­ρό καί πα­ρα­δει­σέ­νιο χῶ­ρο. Μπρο­στά του ἁ­πλω­νό­ταν ἕ­να ἀ­πέ­ραν­το καί κα­τά­φυ­το πε­ρι­βό­λι, πού μο­σχο­βο­λοῦ­σε μέ μί­α ἀ­νέκ­φρα­στη εὐ­ω­διά.«Αὐ­τός ὁ­πωσ­δή­πο­τε θά εἶ­ναι ὁ πα­ρά­δει­σος!», μο­νο­λό­γη­σε. «Ώ, τί μα­κα­ρι­ό­τη­τα πε­ρι­μέ­νει ὅ­σους ζοῦν ἐ­νά­ρε­τα στή γῆ!»Ἐ­ξε­τά­ζον­τας ἔκ­πλη­κτος τά ὑ­περ­κό­σμι­α κάλ­λη, εἶ­δε ἕ­να λαμ­πρό ἀ­νά­κτο­ρο μέ ἔ­ξο­χη ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή χά­ρη, ἐ­νῶ οἱ τοῖ­χοι τοῦ ἔ­λαμ­παν ἀπ’ τά δια­μάν­τια καί τό χρυ­σά­φι. Ἡ ὀ­μορ­φιά τοῦ ἦ­ταν ἀ­νέκ­φρα­στη. Πλη­σι­ά­ζει πι­ό κον­τά, καί τό­τε -τί χα­ρά! -βλέ­πει στήν πόρ­τα τοῦ πα­λα­τιοῦ τόν πα­τέ­ρα τοῦ ὁ­λο­φώ­τει­νο καί λαμ­προ­φο­ρε­μέ­νο.-Πῶς βρέ­θη­κες ἐ­δῶ, παι­δί μου; τόν ρω­τά­ει μέ πρα­ό­τη­τα καί στορ­γή.-Οὔ­τε κι ἐ­γώ ξέ­ρω, πα­τέ­ρα. Κα­τα­λα­βαί­νω πώς δέν εἶ­μαι ἄ­ξι­ος γι’ αὐ­τόν τόν τό­πο. Ἀλ­λά πές μου, πῶς τά περ­νᾶς ἐ­δῶ; Πῶς ἦρ­θες; Τί­νος εἶ­ναι αὐ­τό τό πα­λά­τι;-Ἡ φι­λαν­θρω­πί­α τοῦ Σω­τή­ρα Χρι­στοῦ μέ τίς πρε­σβεῖ­ες τῆς Πα­να­γί­ας, πού τῆς εἶ­χα ἰ­δι­αί­τε­ρη εὐ­λά­βει­α, μέ ἀ­ξί­ω­σε νά κα­τα­τα­χθῶ σ’ αὐ­τό τό μέ­ρος. Ἦ­ταν μά­λι­στα νά μπῶ σή­με­ρα μέ­σα στό πα­λά­τι. Ὁ οἰ­κο­δό­μος ὅ­μως, πού τό χτί­ζει, πέ­ρα­σε μί­α τα­λαι­πω­ρί­α -ἔ­βγα­λε ἀ­πό­ψε τό δόν­τι του – κι ἔ­τσι δέν τε­λεί­ω­σαν οἱ σα­ράν­τα μέ­ρες τῆς οἰ­κο­δο­μῆς του. Γιά τό λό­γο αὐ­τό θά μπῶ αὔ­ρι­ο. Ὕ­στε­ρα ἀπ’ αὐ­τό ὁ Γε­ώρ­γι­ος ξύ­πνη­σε δα­κρυ­σμέ­νος καί ἔκ­πλη­κτος, ἀλ­λά καί μέ ἀ­πο­ρί­ες. Πέ­ρα­σε τήν ὑ­πό­λοι­πη νύ­χτα ἀ­να­πέμ­πον­τας αἴ­νους καί δο­ξο­λο­γί­ες στό Θε­ό. Τό πρω­ί, με­τά τή θεί­α λει­τουρ­γί­α, πῆ­ρε πρό­σφο­ρα, νά­μα καί ἁ­γνό κε­ρί καί ξε­κί­νη­σε γιά τό ἐ­ξωκ­κλή­σι τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων. Ὁ πά­πα-Δη­μή­τρης τόν ὑ­πο­δέ­χθη­κε μέ χα­ρά:-Τώ­ρα μό­λις τε­λεί­ω­σα κι ἐ­γώ τή θεί­α λει­τουρ­γί­α. Ἔ­τσι ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε τό σα­ραν­τα­λεί­τουρ­γο. Αὐ­τό τό εἶ­πε γιά νά μήν τόν λυ­πή­σει. Ὁ ἐ­πι­σκέ­πτης τό­τε τοῦ δι­η­γή­θη­κε τό νυ­χτε­ρι­νό του δρά­μα. Ὅ­ταν ἔ­φτα­σε στό ση­μεῖ­ο πού ὁ πα­τέ­ρας του δέν μπῆ­κε στό πα­λά­τι, για­τί ὁ οἰ­κο­δό­μος ἔ­βγα­λε τό δόν­τι του, ὁ πά­πα-Δη­μή­τρης ἐ­νί­ω­σε φρί­κη, ἀλ­λά καί θαυ­μα­σμό.-Ἐ­γώ εἶ­μαι, ἀ­γα­πη­τέ μου, ὁ οἰ­κο­δό­μος πού ἐρ­γά­στη­κε στήν οἰ­κο­δο­μή τοῦ πα­λα­τιοῦ, εἶ­πε μέ χα­ρά. Σή­με­ρα δέν λει­τούρ­γη­σα, για­τί ἔ­βγα­λα τό δόν­τι μου. Θά λει­τουρ­γή­σω ὅ­μως τή Δευ­τέ­ρα, κι ἔ­τσι θά ὁ­λο­κλη­ρώ­σω τό πνευ­μα­τι­κό πα­λά­τι τοῦ πα­τέ­ρα σου.