ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΗΜΕΙΟΝ ΕΠΑΦΗΣ ΣΗΜΕΡΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ;

Ὑπό τοῦ πρωτ. Γεωργίου Χρ. Εὐθυμίου

ἐπικούρου καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς

τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Ὡς ἐφημέριος τοῦ πανεπιστημιακοῦ Ναοῦ τῶν εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου-Καπνικαρέας καί πνευματικός πατήρ ἑκατοντάδων φοιτητῶν καί νέων ἐπιστημόνων, ἐπιθυμῶ εἰς τήν ἀρχήν τῆς ἀπαντήσεως, νά καταθέσω τήν μαρτυρίαν μου, ʺὅτι ζῇ Κύριος ὁ Θεόςʺ καί ὅτι τό μυστήριον τῆς σωτηρίας τελεσιουργεῖται ἤρεμα καί ἀπαρατηρήτως εἰς τήν ʺμοιχαλίδα καί ἁμαρτωλόνʺ (Μαρκ. η΄, 38) ἐποχή μας, τῆς ʺπαγκοσμιοποιήσεωςʺ, τῆς ʺνέας ἐποχῆςʺ, τοῦ ἀμοραλισμοῦ, τοῦ κυνισμοῦ καί τῆς ὑποκρίσεως, ἐπιβεβαιώνοντας τό ἀποστολικόν λόγιον «οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. ε΄, 20).

ʺὉ ἀντίδικος ἡμῶν διάβολος, … ὁ ὁποῖος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃʺ (Α΄ Πέτρου ε΄, 8) καί οἱ «ὑποτακτικοί του», τά ʺτέκνα τοῦ διαβόλουʺ( Ἁγ. Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός), δηλαδή οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου τούτου, ὁ ὁποῖος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται (Α΄ Ἰωάν. ε΄, 19) πολεμοῦν λυσσωδῶς τόν ʺκατ’ εἰκόναʺ Θεοῦ κτισθέντα ἄνθρωπον, ἐπιχειροῦντες τόν ἐκμαυλισμόν καί ἀποπροσανατολισμόν αὐτοῦ, διά τῆς δολίας καί συστηματικῆς μαύρης προπαγάνδας καί πλύσεως τοῦ ἐγκεφάλου, μέσῳ τῶν ἀσφυκτικῶς ἐλεγχομένων Μ.Μ.Ε., ὑπό τῶν φορέων τῆς διαπλοκῆς.

Αὐτό ἔχει ὡς συνέπειαν νά φαίνεται, ὅτι δέν ὑπάρχει σημεῖον ἐπαφῆς ἀνάμεσα στήν Ἐκκλησία καί τούς νέους, πού ἀρνοῦνται τήν ἀναγκαιότητα κάθε ἠθικῆς στή ζωή τους.

Ἀλλά ποιά ἠθική ἀρνοῦνται οἱ νέοι σήμερα;

Ἄν πρόκειται διά τόν δυτικῆς, αἱρετικῆς ἐμπνεύσεως ἠθικισμόν, εὐσεβισμόν, τήν ἠθικολογίαν τοῦ ʺπρέπειʺ καί τοῦ ʺμηʺ, τήν στεῖρα καθηκοντολογίαν καί τόν καθωσπρεπισμόν, καλῶς κάνουν καί τά ἀρνοῦνται. Διότι ὅλα αὐτά τά σχήματα εἶναι ἀπλῶς θρησκευτικές, δηλαδή, ἐπιφανειακές ἀπομιμήσεις τοῦ ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους, χωρίς τήν παραμικρή οὐσιαστική σχέση πρός αὐτό.

Το ἦθος αὐτό, το ἐκκλησιαστικό, ὡς ἀπαύγασμα τῆς ἀγαπητικῆς κοινωνίας μεταξύ τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ καί τοῦ κατ’ εἰκόνα Αὐτοῦ κτισθέντος ἀνθρώπου, εἶναι ὁ φυσικός τρόπος ζωῆς, γιά τόν ὁποῖον σκιρτᾶ ἡ καρδιά τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί αὐτοῦ τοῦ ʺἀσώτουʺ ἀνθρώπου, ὅταν ἔλθῃ ʺεἰς ἑαυτόνʺ (Λουκᾶ ιε΄, 17).

Ἐπομένως ἡ Ἐκκλησία, οὖσα τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, φορεύς τῆς ἀληθείας καί χῶρος ἀσκήσεως τῆς κατά Χριστόν ζωῆς, ἤτοι χῶρος ἐλευθερίας καί ἀγάπης, τό κατοικητήριον τοῦ σύμπαντος κόσμου, ὀφείλει, παρακάμπτουσα τά ἀπατηλά καί παρερχόμενα φαινόμενα, νά μένῃ ἑδραία καί ἀμετακίνητος ʺἐν οἷς ἔμαθε καί ἐπιστώθηʺ (Β΄ Τιμ. γ΄, 14), διδάσκουσα ἀναλλοιώτως τήν ἅπαξ παραδοθεῖσαν ἀλήθειαν καί τήν συνακόλουθον αὐτῆς ζωήν, δεδομένου ὅτι ʺἸησοῦς Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶναςʺ (Ἐβρ. ιγ΄, 8).

Οὕτω πολιτευομένη ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία θα ἀποτελῇ τό παγκόσμιον καί παντοτινό σημεῖο ἀναφορᾶς καί ἐλπίδας, τόν ὁδοδείκτη γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος λαχταράει νά ἐπιστρέψῃ, ἐκ τῆς παρά φύσιν αὐτονόμου ζωῆς, εἰς τήν φυσικήν κατά Χριστόν ζωήν, δηλαδή, τήν ἐκκλησιαστικήν ζωήν, ʺἵνα ὦσιν ἕνʺ (Ἰωάν. ιζ΄΄, 11) πάντες οἱ ἄνθρωποι.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα