ΑΝΘΡΩΠΟΛΑΤΡΙΑ

Σπυρίδωνος K. Τσιτσίγκου

Ἀν. Καθ. Παν. Ἀθηνῶν

Δρ. Θεολογίας & Δρ. Ψυχολογίας

 Ἀνθρωπολατρία καλεῖται στὴν Ἱστορία τῶν Πολιτισμῶν, τὴ Θρησκειο-λογία, τὴν Κοινωνικὴ Ἀνθρωπολογία, τὴν Κοινωνιολογία τῆς Θρησκείας, τὴν Ψυχολογία τῆς Θρησκείας καὶ τὴ (φιλοσοφικὴ) Θεολογία τὸ φαινόμενο ἀπόδοσης ―ἀτομικὰ ἢ συλλογικὰ― Θείας λατρείας καὶ τιμῆς σὲ ἄνθρωπο ἢ ἀνθρώπους: προγόνους, φύλαρχους, μάγους, μύστες, «προφῆτες», αὐτοκράτορες ἢ βασιλεῖς κ. ἄ.

Ἡ ἀνθρωπολατρία θεωρήθηκε μάλιστα, ὅσο καὶ κατὰ τοὺς νεότερους χρόνους ὡς τὸ ἀρχικὸ στάδιο τοῦ φαινομένου τῆς θρησκείας. Ἀνθρωπολάτρες ὀνομάστηκαν ὑβριστικὰ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς οἱ Ἐθνικοί, ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους οἱ Χριστιανοί, ἀπὸ τοὺς Ὀρθόδοξους οἱ Ἀρειανοὶ κ.λπ. Ἀλλ’ ὡς γνωστό, τόσο ὁ Ἰουδαιοχριστιανισμός, ὅσο καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία δὲν λατρεύουν κανένα ἀνθρώπινο πρόσωπο, παρὰ μόνο τὴν ἄκτιστη Ἁγία Τριάδα· ὅλους τους Ἁγίους ἁπλῶς τοὺς τιμᾶ… Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ χριστιανικὴ ἀπέχθεια πρὸς τὸν ὁποιοδήποτε κοσμοκράτορα ποὺ θὰ ἀξιώσει νὰ περιβάλλεται μὲ Θεῖες ἰδιότητες.

Κατὰ τοὺς προϊστορικοὺς χρόνους, ἡ ἀνθρωπολατρία ἦταν διαδεδομένη στοὺς πρωτόγονους λαούς, ἀλλὰ καὶ σὲ πολλοὺς λαοὺς τῆς ἀρχαιότητας, ὅπως ἦταν οἱ Βαβυλώνιοι, οἱ Αἰγύπτιοι, οἱ Ἕλληνες καὶ οἱ Ρωμαῖοι. Ὁ θεοποιημένος «ἄνδρας» ἦταν Tabu, δηλ. ἕνα ἱερὸ μεσάζον μεταξύ του Numen καὶ τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπολάμβανε Θείων τιμῶν. Γιὰ παράδειγμα, δὲν ἐπιτρεπόταν κανεὶς νὰ τὸν ἀγγίξει ἢ ἀκόμα καὶ νὰ τὸν ἀτενίσει κατὰ πρόσωπο, γιατί θὰ ἔπεφτε νεκρὸς ἢ θὰ κεραυνοβολεῖτο. Μὲ τὴν ἴδια ἔννοια, πιστευό-ταν ὅτι οἱ θεοὶ μποροῦν νὰ μεταμορφωθοῦν σὲ ἀνθρώπους καὶ οἱ ἄνθρωποι σὲ θεοὺς.

Ἡ ἀνθρωπολατρία φιλοσοφικὰ πηγάζει βαθιὰ ἀπὸ τὴν ἰδέα τοῦ Ἀνθρωποκεντρισμοῦ. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἕνα κτιστό, πεπερασμένο καὶ θνητὸ ὄν, πιστεύεται ὅτι εἶναι ἡ πρωταρχικὴ Αἰτία, τὸ κέντρο καὶ ὁ σκοπὸς ὅλης της Δημιουργίας, ἄρα καὶ τοῦ ἑαυτοῦ του, δηλ. τὸ Ἀπόλυτο, Αὐθύπαρκτο καὶ Αὐθυπόστατο, τότε φυσικὸ εἶναι νὰ «εἰδωλοποιεῖται». Πρόκειται γιὰ τὸν ἰδεαλιστικὸ Ἀνθρωποθεϊσμὸ τοῦ Ὑπεράνθρωπου τοῦ F. Nietzsche καὶ ὄχι τὸν Θεανθρωπισμὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Μάλιστα δέ, στὴν περίπτωση αὐτήν, ὁ ἄνθρωπος δὲν «εἰδωλοποιεῖται» ὡς ἕνα ἑνιαῖο ὅλο, ἀλλ’ ὁρισμένα μέρη του, συνήθως ἐκεῖνα μόνο ποὺ φαίνονται ἐξωτερικά, ὅπως λ.χ. εἶναι ἡ οἰκονομικὴ ἐπιφάνεια, ἡ κοινωνικὸ-πολιτικὴ δύναμη καὶ ἡ κοσμικὴ δόξα. Ἔτσι, λ.χ. ἀναγνωριζόταν ὅτι ὁρισμένα ἄτομα, μὲ ἰδιαίτερα σωματικὰ ἢ πνευματικὰ προσόντα (χαρίσματα) ἢ ἄλλες ἱκανότητες, διαθέτουν ὑπερφυσικὲς ἰδιότητες καὶ ἐπηρεάζουν τὴν τύχη τῆς θρησκευτικῆς κοινότητας.

Ἡ ἐξιδανίκευση αὐτὴ ψυχολογικὰ λαμβάνει χώρα εἴτε ὡς προβολὴ δικῶν μας ἀνικανοποίητων ὁρμῶν, ἐπιθυμιῶν καὶ φιλοδοξιῶν πάνω σὲ κάποια πρόσωπα, εἴτε ὡς ἐνδοπροβολὴ, δηλ. ὡς ἐσωτερίκευση μέσα μας τῶν ξεχωριστῶν προσόντων ἢ καὶ ἐπιτυχιῶν τῶν ἄλλων ἀνθρώπων αὐτῶν, ἐπειδὴ οἱ τελευταῖοι αὐτοὶ ἀσκοῦν γοητεία καὶ θαυμασμὸ ―βασικὰ μέσω τῶν μηχανισμῶν τῆς μίμησης ἢ καὶ τῆς ταύτισης πρὸς τὰ πρόσωπα αὐτά―, συνθέτοντας πλέον μέσα μας τὸ Ἰδεῶδες του Ἐγὼ, δηλ. λειτουργώντας αὐτὰ τὰ πρόσωπα ὡς πρότυπα καὶ ἰνδάλματα γιά μας.

Κατ’ ἐπέκταση, ἀνθρωπολατρία θεωρεῖται σήμερα καὶ ἡ κάθε ―ἀσυνείδητη ἢ συνειδητὴ― ἄτυπη ἐκδήλωση «λατρείας» πρὸς πρόσωπα τοῦ δημοσίου βίου: ποδοσφαιριστές, μπασκετμπολίστες, μεγάλους ἀθλητές, τραγουδιστές, ἠθοποιούς, ἥρωες πολέμου, πολιτικοὺς ἡγέτες, διάσημους ἐπιστήμονες, ὀνομαστοὺς φιλοσόφους, φημισμένους «Γέροντες»/«Πνευματικοὺς» κ.α.

Εἰδικά, στὸ ἔργο τῆς ἐκκλησιαστικῆς διαποίμανσης, ἀλλὰ καὶ γενικότε-ρα ὅπου ἀναπτύσσονται στενὲς διαπροσωπικὲς σχέσεις, παρατηρεῖται συχνὰ τὸ φαινόμενο τῆς μεταβίβασης καὶ ἐξιδανίκευσης τοῦ ποιμενόμενου πρὸς τὸν πνευματικό του ποιμένα, ὁ ὁποῖος ―σὲ πολλὲς περιπτώσεις― ἐκμεταλλεύεται δεόντως τὸ ψυχοπνευματικὸ αὐτὸ κλίμα ποὺ ἀναπτύσσεται μέσα στὴ δυαδικὴ αὐτὴν σχέση, καλλιεργώντας ἔντεχνα μία μόνιμη καὶ ὁλοκληρωτικὴ ἐξάρτηση τοῦ πνευματικοῦ του τέκνου ἀπὸ τὸν ἴδιον. Τότε, βέβαια, ἡ ἀνθρωπολατρία μεταβάλλεται σὲ ἀληθινὴ προσωπολατρία, ποὺ σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις τοῦ βίου λειτουργεῖ τελικὰ ὡς προσωποκρατία.