ΦΩΤΕΙΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΡΕΤΗΣ

areti-1024x7011. ΤΟ ΚΑΝΤΗΛΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΔΑΣ ΜΑΝΑΣ

Το 1952 πήγα για πρώτη φορά στην Αθήνα μετά τον πόλεμο. Η γερμανική πρεσβεία, όταν άκουσε ότι είχα την πρόθεση να πάω στην Κρήτη, μου συνέστησε, επειδή οι πληγές του πολέμου ήταν ακόμη ανοιχτές να λέω ότι είμαι Ελβετός. Όμως εγώ ήξερα τους Κρήτες και από την πρώτη στιγμή είπα ότι ήμουν Γερμανός και απόλαυσα και πάλι την κρητική φιλοξενία.

Ένα σούρουπο πήγα στο γερμανικό νεκροταφείο και εκεί νόμιζα ότι ήμουν μόνος. Όμως με μεγάλη έκπληξη είδα μια μαυροφορεμένη γυναίκα να ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών στρατιωτών πηγαίνοντας από τάφο σε τάφο. Την ρώτησα: Γιατί ανάβετε κεριά στους τάφους των Γερμανών; Αυτοί σκότωσαν τους Κρητικούς. Η απάντησή της ήταν απίστευτη:

-Παιδί μου φαίνεσαι ξένος από την προφορά σου και δεν θα γνωρίζεις τι έγινε εδώ το 1941—1944. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης και ο μονάκριβος γιος μου, που τον πήραν όμηρο, πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης το 1943. Δεν ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου και τώρα ανάβω ένα κερί στους τάφους αυτών των Γερμανών παιδιών επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να έλθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιου μου.

 

2. ΛΑΔΙ ΚΑΙ ΔΑΚΡΥ ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ

Ό,τι κι αν έκανε η μάνα για το παιδί της αυτό πήγαινε στα χαμένα. Όσες προσπάθειες κι αν έκανε να το φέρει στο δρόμο του Θεού, ήτανε άκαρπες. Άσπρο η μάνα, μαύρο ο γιος. Κι όσο έβλεπε να βγαίνουν απ’ τα χέρια της, με την χάρη του Θεού, παιδιά υπέροχα, έξυπνα, χρήσιμοι άνθρωποι στην κοινωνία, παιδιά περήφανα που την είχανε δασκάλα, και το δικό της το μοναδικό παιδί, που του αφοσιώθηκε ολότελα σαν έμεινε χήρα, να μην αποφασίζει για κάτι, της ερχότανε τρέλα.

Η παρέα του έβαλε κατά νου να ξεθεμελιώσει και να ρημάξει κράτος, ηθική, θρησκεία, πατρίδα. Έλα τώρα εσύ μάνα, που γαλουχήθηκες και γαλούχησες γενεές γενεών με ό,τι ωραιότερο υπάρχει σε ουρανό και γη, να συμφωνήσεις με το παιδί αυτό. Μέρες, εβδομάδες, μήνες έλειπε από το σπίτι, χωρίς σημάδια ζωής. Κι’ η μάνα, αχ, αυτή η μάνα! Ποιος θα γράψει ποτέ τους πόνους, τους μόχθους, τα δάκρυα αυτών των μανάδων, που δεν βλέπουν καμιά προκοπή, καμιά λαχτάρα στα παιδιά τους! Οι άλλες που δικαιώνονται, χορταίνουν τουλάχιστο με τους επαίνους και τα συχαρίκια των συγγενών. Η μάνα λοιπόν περίμενε. Πάντα περίμενε μια αλλαγή. Η προσευχή της, το λιβάνι που έκαιγε, το καντηλάκι που άναβε, ήταν όλα, μα όλα γι’ αυτό το παιδί. Όταν ήρθε ο καιρός του να πάει στρατιώτης, αναθάρρησε η μάνα. Ίσως εδώ βρει τον εαυτό του, είπε.

Αυτός όμως παρουσίασε πιστοποιητικό ψυχιάτρου και πήρε αναβολή. Και να βλέπει η μάνα τις επιτυχίες των άλλων παιδιών, τα πτυχία, τις υποτροφίες και το δικό της παιδί χαμένο στις ιδέες του, τις μηδενιστικές, τις καταστροφικές,. Κι αυτή εκεί, καντήλι και θυμίαμα, λάδι και δάκρυ. Σημάδια έκανε το πάτωμα. Κάποτε παρουσιάσθηκε στο σπίτι, γιατί πήρε την απόφαση να πάει στρατιώτης». Καλό σημάδι», είπε μέσα της η μάνα.

Πέρασε όλη την θητεία του σε φυλάκιο του Έβρου. Δεν ήρθε να τη δει ούτε μια φορά. Κι η μάνα δεν άφησε το εικονοστάσι χωρίς λάδι και δάκρυ ούτε ένα βράδυ. Κάποτε απολύθηκε. Μάιο μήνα ήρθε ίσια στο σπίτι. Χαρούμενος, κεφάτος, σα να μην έλειψε ούτε μια μέρα. Της ζήτησε χρήματα να πάει λίγες μέρες στη θάλασσα με κάτι φίλους. Του έδωσε αμέσως. Ένιωθε να παλεύει η μάνα με κάποιον στήθος με στήθος. Κι αυτός ο κάποιος δεν ήταν το παιδί της. Ήταν το πνεύμα του κακού που έπρεπε να το νικήσει το πνεύμα του Θεού.

Πέρασαν δέκα μέρες κι όλη η παρέα γύρισε. Γύρισαν χαρούμενοι. Είπανε τα νέα τους, φάγανε, ήπιανε καφέ και τότε ο γιος της τής φέρνει ένα δέμα.
-Μάνα, σου έφερα ένα δώρο. Είπα να μην έρθω με άδεια χέρια αυτή τη φορά. Άνοιξέ το να δούμε αν σου αρέσει.

-Δώρο από σένα αγόρι μου και δεν θα μου αρέσει; Και μόνο που με σκέφτηκες φτάνει.

-Άνοιξέ το, λοιπόν…

Η μάνα παίρνει το δέμα και το ανοίγει. Μόλις αντίκρισε το δώρο πάγωσε. Τα δάκρυά της αυλάκωσαν τα μάγουλά της. Ήταν ένα πανέμορφο καντηλάκι, σπάνιας τέχνης.

-Μάνα,σ’ έβλεπα πρωί και βράδυ να ανάβεις το καντήλι και ήξερα, ήμουνα βέβαιος πως τόκανες για μένα. Στη σκέψη μου, στη θύμησή μου, σ’ έφερνα πάντα μπροστά στο καντηλάκι.

Τίποτε δεν μου ξέφευγε απ’ όσα έκανες, απ’ όσα υπέφερες. Κάποιο μέρος ήθελα νάχω σ’ αυτή σου τη λαχτάρα. Άντε λοιπόν, σήκω. Έλα μπράβο, βάζω το καντηλάκι, βάζεις το λάδι και το… δάκρυ!….

Μα σούφερα ένα ακόμη δώρο. Άνοιξέ το!…

Πήρε η μάνα το δεύτερο δώρο, το ανοίγει και τι να δει! Ένα κ α ν τ ή λ ι !
-Κι άλλο παιδάκι μου; Δίδυμα ήτανε;

-Αυτό για το σαλόνι. Φωνάξαμε τον πατέρα Γρηγόριο να κάνει αγιασμό και βρήκε το σαλόνι χωρίς καντήλι. Ξέρεις πόσο ντροπιάστηκα; Ολόκληρο σαλόνι χωρίς καντήλι;

Μ ά ν ε ς… Μάνες που τα παιδιά σας γέμισαν την ποδιά σας με πτυχία, με διπλώματα κι εσείς οι άλλες, που πασχίζετε μαζί με μένα για νάβρουν τα παιδιά σας μια θέση στον ήλιο… Και σεις που πιστεύετε, και σεις που δεν πιστεύετε, πάρτε το λάδι και το δάκρυ σας κι ελάτε να ανάψουμε όλες μαζί το κ α ν τ η λ ά κ ι που έφερε ο γιος μου. Αφήστε όλους αυτούς, που θέλουν τάχα να προστατέψουν τα παιδιά μας από αρρώστιες κι αρχίζουν να διαφημίζουν στην τηλεόραση ανομολόγητους τρόπους, ελάτε λέω, να γονατίσουμε και να ζητήσουμε απ’ τον Θεό να σώσει τα παιδιά μας.

Λάδι και δάκρυ χρειάζονται τα παιδιά μας. Με λάδι και δάκρυ δεν χάνονται ποτέ!

 

3. ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Στο Μεσολόγγι ζούσε μία ευλαβέστατη γυναίκα, ονόματι Βασιλική (Κούλα την φώναζαν), παντρεμένη με τον Δημήτριο, ψαρά στο επάγγελμα. Ήταν και οι δυο πολύ πιστοί και πολύ απλοί άνθρωποι.

Όταν ή Βασιλική ήταν νέα, την ημέρα των Θεοφανείων «είδε τους ουρανούς ανεωγμένους» και τούς Αγγέλους τού Θεού να ψάλλουν. Γι’ αυτό έλεγε: «Αυτή την ημέρα μη φεύγεις από την εκκλησία, έστω και αν καίγεται το σπίτι σου, γιατί ανοίγουν οι ουρανοί».

Το σπίτι πού κατοικούσαν ήταν ισόγειο και για πάτωμα είχε τσιμέντο. Όταν έβρεχε γέμιζε νερό πού έφθανε τα είκοσι εκατοστά. Είχαν τοποθετήσει πέτρες για να πατάνε και με ένα “γκιούμι” άδειαζαν το νερό. Το χειμώνα δεν… έστρωναν κουρελούδες για να έχουν λίγη ζέστη, γιατί μούσκευαν από τα νερά. Αλλά μέσα σ’ αυτό το παγωμένο σπίτι ή καρδιά τους χτυπούσε πολύ ζεστά για τον Χριστό και τα πρόσωπά τους ήταν πάντα χαρούμενα και ειρηνικά. Ή θεία Χάρι τούς φύλαγε και δεν αρρώσταιναν.

Είχαν στο σπίτι τους μία εικόνα της Παναγίας θαυματουργή, μπρος στην οποία άναβαν ακοίμητο καντήλι και εκεί έκαναν τις προσευχές και τις μετάνοιες τους. Στην Εκκλησία πήγαιναν πάντα Κυριακές και εορτές.

Όταν εκοιμήθη ό Δημήτριος, ή σύζυγός του Βασιλική άρχιζε να μοιράζει  τα υπάρχοντά της. Κράτησε μόνο τα απολύτως απαραίτητα και τα υπόλοιπα τα έδωσε ελεημοσύνη. Άδειασε το σπίτι της. Γύριζε με το Ευαγγέλιο στη μασχάλη και το διάβαζε ευκαίρως – ακαίρως με πολλή ευλάβεια. Από την σύνταξή της κρατούσε ένα μικρό μέρος για τις ανάγκες της και τα υπόλοιπα τα μοίραζε στους φτωχούς. Την ρωτούσε ό γιός της τί τα κάνει τα χρήματα, και αυτή απαντούσε: «Τα ξόδεψα, παιδί μου».

Μία Κυριακή πήγε κατά τη συνήθειά της στην Εκκλησία και κοινώνησε. Όταν επέστρεψε και έφθασε έξω από το σπίτι της κατάλαβε ότι έφθασε το τέλος της. Εκεί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού γονάτισε, έκανε τον σταυρό της και φώναξε τη νύφη της πού έμενε δίπλα, λέγοντάς της ότι πεθαίνει. Και έτσι γονατιστή και σταυροκοπημένη παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο τον όποιον τόσο αγάπησε εκ νεότητας της και τήρησε πιστά τις εντολές Του. ‘Εκοιμήθη΄ περίπου το έτος 1970.

Όταν έγινε γνωστή ή κοίμησή της γέμισε το σπίτι της φτωχούς ανθρώπους. Ό ένας έλεγε «εμένα μού έδωσε κουβέρτα, Θεός σχωρέσ’ την», ό άλλος έλεγε «μού έδωσε πιάτα», ό άλλος «ποτήρια», ό άλλος «χρήματα». Έτσι αποκαλύφθηκε μετά την κοίμησή της πού πήγαιναν τα πράγματα και τα χρήματά της.

Όσο ζούσε την επισκεπτόταν ή αδελφή της Γεωργία με τον εγγονό της. Ή συμβουλή της ήταν: «Να διαβάζεις, παιδί μου, Ευαγγέλιο. Αυτό είναι το καλό το βιβλίο».

4. ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΙΣΤΗ ΑΛΛΟΙΩΣΕ ΤΟΝ ΑΣΩΤΟ ΑΝΔΡΑ ΤΗΣ

Μία ευλαβέστατη γυναίκα είχε άνδρα άσωτο, βλάσφημο και αυταρχικό.
Ή ίδια δυσκολευόταν ως σύζυγος αλλά έκανε πολλή υπομονή. Δεν ζήτησε σαν διέξοδο τον χωρισμό ούτε ανταπέδιδε όσα της έκανε ό δύστροπος σύζυγός της. Έκανε τάμα στην Παναγία να φορέσει σ’ όλη της την ζωή μαύρα, αρκεί να φωτίσει τον άνδρα της να έρθει στον δρόμο του Θεού.
Προσευχόταν συνεχώς και νήστευε για την μετάνοια του συζύγου της. Και ό φιλάνθρωπος Κύριος, «ό ποιών το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν και της δεήσεως αυτών επακούων», φώτισε τον άσωτο και έγινε υπόδειγμα καλού χριστιανού.

Μετανόησε, εξομολογήθηκε, έκοψε τα πάθη του και… τώρα δεν λείπει από την Εκκλησία. Κάθε χρόνο πηγαίνει για σαράντα ημέρες και εργάζεται χωρίς αμοιβή σε μοναστήρια. Είναι γεμάτος φλόγα και ζήλο για τον Χριστό.

Λέει συχνά: «Τώρα πού γνώρισα τον Χριστό, να μου πουν να βάλω το κεφάλι μου να μου το κόψουν για την αγάπη του Χριστού, το κάνω με όλη μου την καρδιά».

 

5. Η ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

Η ευχή των γονέων είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά για τα παιδιά.
Γι’ αυτό φροντίζουν να έχουν την ευχή των γονέων. Δεν είδατε ο Ιακώβ, μέχρι πού έφθασε, για να πάρει την ευλογία του πατέρα του; Και προβιά φόρεσε!
Ειδικά η ευχή της μάνας είναι μεγάλο πράγμα! Κάποιος έλεγε: «Κάθε λόγος της μητέρας μου είναι και μια λίρα χρυσή».

Να, και πριν από καιρό πόση εντύπωση μου έκανε κάποιος από το Γιοχάνεσμπουργκ! Ήρθε στο Καλύβι το φθινόπωρο. «Γέροντα, η μάνα μου αδιαθέτησε, μου λέει, και ήρθα να την δω». Τρεις μήνες δεν πέρασαν, τα Χριστούγεννα ξαναήρθε. «Πώς πάλι εδώ;», τον ρωτάω. «Έμαθα, μου λέει, πως πάλι αδιαθέτησε η μάνα μου και ήρθα να φιλήσω το χέρι της, γιατί… είναι ηλικιωμένη και μπορεί να πεθάνει. Για μένα η μεγαλύτερη περιουσία είναι η ευχή της μάνας μου». Εξήντα χρονών άνθρωπος ξεκίνησε από το Γιοχάνεσμπουργκ και ήρθε στην Ελλάδα, για να φιλήσει το χέρι της μάνας του! Και τώρα τέτοια ευλογία έχει, που σκέφτεται να κάνει ένα γηροκομείο μεγάλο για τους κληρικούς και να το χαρίσει στην εκκλησία. Δηλαδή τις ευλογίες δεν έχει πού να τις βάλει κατά κάποιον τρόπο.
Για μένα είναι φάρμακο μια τέτοια ψυχή. Είναι σαν να είμαι στην έρημο Σαχάρα και να βρίσκω ξαφνικά λίγο νερό. Αυτά χάνονται σιγά-σιγά.
Ένας άλλος ήρθε μια μέρα με κλάματα στο Καλύβι. «Πάτερ, με καταράστηκε η μάνα μου. Στο σπίτι έχουμε όλο αρρώστιες, στεναχώριες, η δουλειά μου δεν πάει καλά», μου είπε. «Κι εσύ δεν θα ήσουν εντάξει», του λέω. Δεν μπορεί η μάνα σου άδικα να σε καταράστηκε». «Ναι, μου λέει. Ήμουν κι εγώ». «Να πας να ζητήσεις συγχώρηση από την μάνα σου», του λέω. «Θα πάω, Πάτερ, μου λέει. Δώσε μου την ευχή σου». «Την ευχή μου την έχεις, του είπα, αλλά να πάρεις και την ευχή της μάνας σου». «Δύσκολο να μου δώσει την ευχή της», μου λέει. «Να πας, κι αν δεν σου την δώσει, να της πεις: “Μου είπε ένας Γέροντας πως κι εσύ θα παραδώσεις ψυχή”. Πήγε, και η μάνα του τού ευχήθηκε: “Παιδί μου, να έχεις την ευλογία του Αβραάμ!”.

Ήρθε μετά από λίγο καιρό στο Όρος με βυσσινάδες, με λουκούμια. Ήταν γεμάτος χαρά. Τα παιδιά του ήταν καλά, η δουλειά του πήγαινε καλά. Συνέχεια βούρκωνε και μου έλεγε: «Δόξα τω Θεώ». Άλλαξε η ζωή του και μιλούσε όλο πνευματικά. Πόσο μάλλον όταν κανείς έχει εξ αρχής σεβασμό προς τους γονείς! Πώς να μην έχει την ευλογία του Θεού;

π. Παΐσιος

6. Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ

Είναι αληθινή ιστορία που διαδραματίστηκε λίγες ώρες μετά από σεισμό στην Ιαπωνία, πριν λίγους μήνες. Θα μπορούσε να είναι και αυτή ένα παραμύθι, όμως… δεν είναι. Είναι η πραγματικότητα που μας θυμίζει πως τα παραμύθια δεν είναι πάντα μύθος.

Έχοντας πλέον ο σεισμός υποχωρήσει, διασώστες φτάνουν στα ερείπια του σπιτιού μιας νεαρής γυναίκας κι αντικρίζουν το πτώμα της μέσα στα χαλάσματα. Η στάση του σώματός της όμως ήταν σχετικά περίεργη, θυμίζοντας κατά πολύ την στάση που παίρνει πιστός έχοντας λυγίσει στα γόνατά του για να λατρέψει και να προσευχηθεί τον Θεό του. Τα συντρίμμια του σπιτιού, είχαν καταπλακώσει την πλάτη και το κεφάλι της. Αντιμετωπίζοντας όλες αυτές τις δυσκολίες, ο αρχηγός της ομάδας διάσωσης, αποφασίζει να βάλει το χέρι του μέσα από ένα στενό άνοιγμα στον τοίχο για να φτάσει το σώμα της άτυχης γυναίκας. Είχε ακόμη μέσα του την ελπίδα ότι αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να είναι ζωντανή. Ωστόσο, τόσο το κρύο δέρμα όσο και η ακαμψία του σώματος, μαρτυρούσαν πως η γυναίκα είχε σίγουρα πεθάνει. Ο ίδιος μαζί με την υπόλοιπη ομάδα άφησαν αυτό το σπίτι και κατευθύνθηκαν στα υπόλοιπα, αναζητώντας τα επόμενα υπό κατάρρευση κτίρια.

Κάποιοι ανεξήγητοι όμως λόγοι, παρακινούσαν τον αρχηγό της ομάδας να επιστρέψει στο κατεστραμμένο σπίτι της νεκρής γυναίκας, καθώς μια εντυπωσιακή δύναμη τον καλούσε πίσω… Έτσι κι έγινε. Πλησίασε, γονάτισε και έβαλε ξανά το χέρι του ανάμεσα στο άνοιγμα που είχε εντοπίσει πριν, αναζητώντας ένα μικρό κενό κάτω από το νεκρό σώμα.

Ξαφνικά, άρχισε να φωνάζει με ενθουσιασμό! «Είναι ένα παιδί! Υπάρχει ένα παιδί!». Όλη η ομάδα συγκεντρώθηκε γύρω του και προσεκτικά αφαίρεσε τις σωρούς των γκρεμισμένων τμημάτων του σπιτιού, γύρω από την άτυχη γυναίκα. Πράγματι, μπροστά τους πλέον, υπήρχε ένα τριών μηνών αγοράκι, τυλιγμένο σε μια κουβέρτα με μοτίβα άνθεων, κάτω από το νεκρό σώμα της μητέρας του. Προφανώς, η γυναίκα είχε πραγματοποιήσει μια υπεράνθρωπη θυσία για την διάσωση του γιου της. Όταν όμως αντιλήφθηκε πως το σπίτι κατέρρεε, χρησιμοποίησε το σώμα της για να δημιουργήσει ένα αυτοσχέδιο κάλυμμα προστασίας για τον γιο της. Το μικρό αγοράκι, κοιμόταν ακόμα ήρεμο και γαλήνιο, ενώ ο επικεφαλής της ομάδας διάσωσης το είχε πλέον στα χέρια του και το απομάκρυνε από τα χαλάσματα.

Ο γιατρός, κατέφθασε γρήγορα για να εξετάσει το μικρό αγόρι. Αφού άνοιξε την κουβέρτα, εντόπισε ένα κινητό τηλέφωνο. Υπήρχε ένα μήνυμα κειμένου στην οθόνη που έγραφε:

«Εάν καταφέρεις να επιζήσεις, να θυμάσαι μόνο ότι σ ‘αγαπώ».

7. ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΠΛΑΣΕ ΤΗ ΜΑΝΑ

Όταν ο καλός Θεός δημιουργούσε τις μητέρες, βρισκόταν στην έκτη μέρα συνεχούς δουλειάς, όταν ο άγγελος εμφανίστηκε και είπε: “Παιδεύεστε πολύ με αυτό το δημιούργημα.”

Και είπε ο Θεός: “Έχεις διαβάσει τις προδιαγραφές που πρέπει να έχει αυτό εδώ; Πρέπει να είναι εντελώς αδιάβροχο αλλά όχι πλαστικό, να έχει 180 μετακινούμενα μέρη που να μπορούν να αντικαθίστανται, να κινείται πάνω σε χυμένο καφέ και σε άλλα τροφικά κατάλοιπα, να έχει ποδιά που εξαφανίζεται όταν σηκώνεται, ένα φιλί που να θεραπεύει οτιδήποτε από ένα σπασμένο πόδι μέχρι μια ερωτική απογοήτευση, και να έχει έξι ζευγάρια χέρια.”

Ο άγγελος κούνησε το κεφάλι του αργά και είπε: “Έξι ζευγάρια χέρια…με κανέναν τρόπο.”

“Δεν είναι τα χέρια που μου δημιουργούν προβλήματα”, είπε ο Θεός. “Είναι τα τρία ζευγάρια μάτια που πρέπει να έχουν οι μητέρες.”

“Αυτά θα υπάρχουν στο στάνταρ μοντέλο;”, ρώτησε ο άγγελος.
Ο Θεός έγνεψε καταφατικά. “Το ένα ζευγάρι για να βλέπει μέσα από κλειστές πόρτες όταν αυτή ρωτάει, “Τι κάνουν τα παιδιά εκεί;” όταν ήδη αυτή ξέρει. Το άλλο ζευγάρι στο πίσω μέρος του κεφαλιού της για να βλέπει όσα δεν μπορούσε αλλά πρέπει να ξέρει, και φυσικά ένα τρίτο ζευγάρι εδώ μπροστά για να μπορεί να βλέπει πότε ένα παιδί κάνει γκάφες και να λέει, “Καταλαβαίνω και σ’ αγαπώ,” χωρίς να χρειάζεται να βγάλει λέξη.

“Κύριε,” είπε ο άγγελος αγγίζοντας ευγενικά το μανίκι του, “Ξεκουραστείτε τώρα. Αύριο είναι άλλη μέρα”.

“Δεν μπορώ,” είπε ο Θεός. “Είμαι πολύ κοντά στο να δημιουργήσω κάτι που μοιάζει τόσο πολύ με μένα. Ήδη έχω κάνει μία πού θεραπεύει μόνη της τον εαυτό της όταν είναι άρρωστη, που μπορεί να ταΐσει μια οικογένεια έξι ατόμων με μια μπουκιά ψωμί και που μπορεί να βάλει ένα εννιάχρονο παιδί να σταθεί κάτω από το ντους.”

Ο άγγελος περιτριγύρισε το μοντέλο της μητέρας πολύ αργά. “Είναι πολύ απαλή,” αναστέναξε”.

Αλλά και πολύ σκληρή!”, είπε ο Θεός με έμφαση. “Δεν μπορείς να φανταστείς τι μπορεί να κάνει ή τι μπορεί να αντέξει μια μητέρα”.

“Μπορεί να σκέφτεται;”

“Όχι μόνο σκέφτεται, αλλά μπορεί να λογικεύει και να συμβιβάζει,” είπε ο Δημιουργός.
Τελικά ο άγγελος έσκυψε πάνω της άγγιξε με το δάχτυλό του το μάγουλό της. “Εδώ υπάρχει μια διαρροή,” είπε. “Σας το είπα, προσπαθήσατε να τοποθετήσετε πάρα πολλά σ’ αυτό το μοντέλο.”

“Δεν είναι διαρροή,” είπε ο Θεός. “Είναι ένα δάκρυ.”

“Και σε τι χρησιμεύει;”

“Είναι για χαρά, λύπη, απογοήτευση, πόνο, μοναξιά και υπερηφάνεια.”

“Είστε μεγαλοφυΐα,” είπε ο άγγελος.

Ο Θεός κοίταξε μελαγχολικά, “Δεν το έβαλα εγώ εκεί.”

8. ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ ΜΑΜΑ

Όταν θα δεις ότι γερνάω, σου ζητάω να είσαι σε παρακαλώ υπομονετική, αλλά πιο πολύ από όλα να προσπαθήσεις να καταλάβεις τι περνάω.
Αν όταν μιλάμε, επαναλαμβάνω το ίδιο πράγμα χίλιες φορές, μη διακόπτεις για να πεις: «Είπες πάλι το ίδιο πριν από ένα λεπτό …». Απλά άκου σε παρακαλώ. Προσπάθησε να θυμηθείς τις φορές που ήσουν μικρή και σου διάβαζα την ίδια ιστορία κάθε μα κάθε βράδυ μέχρι να αποκοιμηθείς.
Όταν δε θα θέλω να κάνω μπάνιο, να μη θυμώνεις και να μη με κάνεις να αισθάνομαι άσχημα. Θυμάσαι τότε που ήσουν μικρό κορίτσι και έπρεπε να σε κυνηγάω λέγοντάς σου δικαιολογίες και προσπαθώντας να σε κάνω να κάνεις ντους;

Όταν δεις πόσο ανίδεη θα είμαι σχετικά με τη νέα τεχνολογία, δώσε μου χρόνο να μάθω και να μη με κοιτάς με αυτόν τον τρόπο … Θυμήσου γλυκιά μου, σε έμαθα υπομονετικά να κάνεις πολλά όπως να τρως σωστά, να ντύνεσαι, να χτενίζεις τα μαλλιά σου και να τα βγάζεις πέρα με τα καθημερινά θέματα της ζωής.

Την ημέρα που θα δεις ότι έχω γεράσει, σε παρακαλώ να είσαι υπομονετική, αλλά πιο πολύ να προσπαθήσεις να καταλάβεις τι περνάω.
Αν περιστασιακά τα χάνω και ξεχνάω για ποιο πράγμα μιλάγαμε, δώσε μου χρόνο να θυμηθώ και αν δεν τα καταφέρω, μη γίνεις νευρική, ανυπόμονη ή αλλαζονική. Να ξέρεις μέσα σου ότι το πιο σημαντικό πράγμα για μένα είναι να είμαι μαζί σου.

Και όταν τα γέρικα, κουρασμένα μου πόδια δεν με αφήνουν να μετακινούμαι τόσο γρήγορα όσο πριν, δώσε μου το χέρι σου όπως σου πρόσφερα εγώ το δικό μου όταν έκανες τα πρώτα σου βήματα.
Όταν αυτές οι μέρες έρθουν, να μην είσαι λυπημένη …απλά να είσαι μαζί μου, και να με καταλαβαίνεις καθώς προσπαθώ να φτάσω στο τέλος της ζωής μου με αγάπη. Θα εκτιμώ και θα σε ευχαριστώ για το δώρο του χρόνου και της χαράς που μοιραστήκαμε.

Με ένα μεγάλο χαμόγελο και την τεράστια αγάπη που πάντα είχα για σένα, απλά θέλω να πω, σε αγαπώ …γλυκιά μου κόρη.

Μου λείπεις, η μαμά.