Τὸ Ξυπόλητο Τάγμα

«Θὰ σοῦ πῶ μιὰ μικρὴ ἱστορία, κι ὕστερα κρίνε κι ἀπὸ μοναχός σου. Πᾶνε χρόνια ἀπὸ τότε, μὰ τὸ θυμᾶμαι σὰν νὰ ‘ναι τώρα…»

Εἶναι κρίμα ποὺ ἡ ἐγχώρια κινηματογραφικὴ παραγωγὴ δὲν συνηθίζει νὰ προβάλλει ἀρχὲς καὶ ἀξίες, ἢ πρόσωπα ποὺ νὰ ἀποτελοῦν πρότυπο μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τους. Εἰδικά τὰ τελευταῖα χρόνια οἱ ἑλληνικὲς ταινίες μᾶλλον συμπορεύονται μὲ τὸ γενικότερο κλίμα ἠθικῆς σήψης καὶ παρακμῆς, ἐνῷ θὰ μποροῦσαν εὔκολα νὰ ἀντλήσουν σπουδαία θέματα ἀπὸ τὴν πρόσφατη καὶ παλαιότερη ἱστορία μας ποὺ νὰ ἐμπνέουν καὶ νὰ διδάσκουν, ἀφοῦ, ὡς γνωστόν, “τὰ καλύτερα σενάρια τὰ γράφει ἡ ἴδια ἡ ζωή”. Μία τέτοια ἀληθινὴ καὶ ὠφέλιμη ἱστορία ἀφηγεῖται ἡ ταινία τοῦ 1954 “Τὸ Ξυπόλητο Τάγμα” τοῦ ἑλληνοαμερικανοῦ σκηνοθέτη Γκρὲγκ Τάλλας (Γρηγόρη Θαλασσινοῦ), μὲ θέμα τὴ δράση τῶν παιδιῶν ἀπὸ τὰ ὀρφανοτροφεῖα τῆς Θεσσαλονίκης κατὰ τὴ διάρκεια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς.

Μὲ ἐλάχιστα τεχνικὰ μέσα, μὲ ἠθοποιοὺς ἐρασιτέχνες στὴν πλειοψηφία τους καὶ μὲ τὰ 63 ἀπὸ τὰ 66 παιδιὰ ποὺ συμμετεῖχαν νὰ προέρχονται ἀπὸ ἱδρύματα τῆς Ἀθήνας καὶ τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ σκηνοθέτης στήνει ἕνα ἔργο γιὰ τὴν ἀντίσταση, τὸ θάρρος καὶ τὴν ἀγάπη στὸν Χριστὸ καὶ τὴν πατρίδα. Καμβὰς γιὰ τὸ ἔργο του εἶναι ἡ παλιὰ Θεσσαλονίκη μὲ εἰκόνες νοσταλγικές, σχεδὸν βγαλμένες ἀπὸ γκραβούρα ἐποχῆς. Ἥρωες εἶναι τὰ ὀρφανὰ ποὺ ἔμειναν στὸν δρόμο, ὅταν οἱ Γερμανοὶ ἔκλεισαν τὰ ἱδρύματα ὅπου διέμεναν. Σύντομα, τὰ παιδιὰ δημιούργησαν μία ἰδιότυπη συμμορία ποὺ εἶχε ὡς ἔργο της νὰ κλέβει τρόφιμα ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς καὶ τοὺς μαυραγορίτες προκειμένου νὰ ἐπιβιώσει, ἐνῷ παράλληλα βοηθοῦσε καὶ ἄλλους ἀνθρώπους, καθὼς καὶ τὸ ἔργο τῆς Ἀντίστασης.

Μὲ ἕναν ἁρμονικὸ συγκερασμὸ ἱστορίας καὶ μυθοπλασίας ἡ ταινία παρουσιάζει σκηνὲς καὶ εἰκόνες ποὺ συγκινοῦν, προβληματίζουν καὶ διδάσκουν: ὁ ὅρκος τῶν παιδιῶν στὸν Χριστὸ γιὰ νὰ γίνει κάποιος δεκτὸς στὸ Τάγμα, ἡ θυσιαστικὴ τους διάθεση νὰ βοηθήσουν κι ἄλλους, τὸ θάρρος τους, ἡ ἀντοχή τους στὶς στερήσεις κ.ἂ. Χωρὶς οἱ χαρακτῆρες νὰ ὡραιοποιοῦνται -πόσο μᾶλλον νὰ ἡρωοποιοῦνται-, μᾶς μεταφέρουν ἕνα ἦθος καὶ μιὰ ἀγωνιστικότητα ποὺ φαντάζει παράταιρη μὲ τὸ σημερινὸ κλίμα παραίτησης καὶ ἀποχαύνωσης.

Ἡ ταινία εἶναι γεμάτη ἀπὸ συμβολισμοὺς κι ἔτσι χρειάζεται ὁ θεατὴς νὰ τὴν δεῖ μὲ προσοχή, καθὼς ἀκόμα καὶ στὶς λεπτομέρειές της εἶναι προσεγμένη καὶ διδακτική. Ὁ πιὸ ἀδυσώπητος διώκτης τῶν παιδιῶν τοῦ Τάγματος δὲν εἶναι οἱ Γερμανοί, ἀλλὰ ὁ ἑλληνόφωνος -ὅμως ὄχι ἑλληνόψυχος- μαυραγορίτης, ποὺ ψάχνει μὲ λύσσα νὰ ἀνακαλύψει τὸ λημέρι τῶν παιδιῶν, ἐπειδὴ τοῦ ἔκλεψαν τὸ λάδι -τὸ ὁποῖο λημέρι, σύμφωνα μὲ τὸν «Νίκο», ἦταν κάποτε κατακόμβη κρυπτοχριστιανῶν. Ὁ μικρὸς Δημήτρης ἔχει πάνω ἀπὸ τὸ προσκεφάλι τῆς ἀδερφούλας του μία εἰκόνα μὲ τὶς μορφὲς δύο Ἀγίων, ἐνῷ ὁ Γερμανὸς διοικητὴς ἔχει στὸ γραφεῖο του τὸ πορτρέτο τοῦ ἄθεου Νίτσε… Κι ὁ παπποὺς μὲ τὴ λατέρνα ὄχι μόνο δὲν καταδίδει τὰ παιδιὰ στὸν μαυραγορίτη, ἀλλὰ τοῦ ἐπιστρέφει καὶ τὸ τσιγάρο ποὺ ἀρχικὰ εἶχε δεχτεῖ ἀπ’ αὐτόν.

Ἦταν ἡ πρώτη ἑλληνικὴ ταινία ποὺ βραβεύτηκε σὲ διεθνὲς φεστιβάλ, συγκεκριμένα στὸ Ἐδιμβοῦργο τὸ 1955, ἐνῷ ἡ διεθνὴς κριτικὴ ἐγκωμίασε τόσο τὶς καλλιτεχνικὲς ὅσο καὶ τὶς τεχνικές της ἀρετές. Τὰ μηνύματά της παραμένουν ζωντανὰ καὶ ἐπίκαιρα, καθὼς εἶναι εὔκολο νὰ παρατηρήσουμε τὶς ἀναλογίες ποὺ παρουσιάζει ἡ πλοκὴ τῆς ταινίας μὲ τὴν κατάσταση ποὺ βιώνει ἡ χώρα μας σήμερα: τὴν ἀνέχεια, τὴν ἔξωθεν ἐπιβολή, τὴν ἀνάγκη γιὰ ἀλληλεγγύη καὶ ἐπιστροφὴ στὶς πατροπαράδοτες ἀρχὲς καὶ ἀξίες μας, κυρίαρχες ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας καὶ ἡ φιλοπατρία. Ἡ ἱστορία τῶν παιδιῶν τοῦ Τάγματος εἶναι ἀληθινὴ καὶ ἀλληγορικὴ μαζί, καὶ τὰ διδάγματά της ἂς ἀποτελέσουν ἔμπνευση καὶ παράδειγμα γιὰ ὅλους μας.

ΡωμΝιός