Τό λιοντάρι τῆς ἐρήμου

«Οὗτος ἦλθεν ἳνα μαρτυρήσῃ περὶ τοῦ Φωτὸς» (Ἰωάν. 1, 8)

 

Τὸν Πρόδρομο Ἰωάννη, τὸ πιὸ λαμπερὸ ἀστέρι πρὶν ἀπ’ τὸν Ἥλιο, τὸ «πρῶτο φῶς τῆς αὐγῆς», τὸν πιὸ ξεχωριστὸ ἀνάμεσα στοὺς φίλους τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστὸς ὁ Ἴδιος ἀνυπέρβλητα ἐγκωμίασε, λέγοντας πὼς «εἶν’ ὁ πιὸ σπουδαῖος ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ γυναίκα» (Ματθ. 11, 11). Ἡ συμμετοχή του στὸ σχέδιο τῆς Θείας Οἰκονομίας γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων ἀποδείχτηκε καθοριστική. Μετὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, ἡ Καινὴ Διαθήκη γιὰ ἐκεῖνον μιλᾶ πιὸ συχνά.

Τὰ τάγματα τῶν Ἀγγέλων τὸν θαυμάζουν, ἀφοῦ ἐπέδειξε ζωὴ «ἐφάμιλλον τοῖς ἀσωμάτοις», καὶ τὸν «ἐκ μήτρας Προφήτην» σέβονται ὡς ἀνώτερο ὅλοι οἱ Προφῆτες! Πολλὲς φορὲς μνημονεύεται μέσα στὸ ἐκκλησιαστικὸ ἔτος: Στὶς 24 Ἰουνίου ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴ θαυμαστὴ γέννησή του, στὶς 7 Ἰανουαρίου τὴ σύναξή του καὶ στὶς 29 Αὐγούστου τὴν ἀποτομή τῆς τιμίας κεφαλῆς του. Ἅγιοι σὰν τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ τὸν Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ στολίζουν τὴ μορφή του μὲ κείμενα γλαφυρὰ καὶ ποιητικά. Ὁ ὑμνογράφος ἀναρωτιέται, πῶς ἄραγε ἀξίζει νὰ τὸν ἀποκαλέσει: Προφήτη, Ἄγγελο, Ἀπόστολο ἢ Μάρτυρα; «Ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου», ὅπως εἶπε ὁ Γαβριὴλ στὸν Ζαχαρία, κατὰ τὴν ἀναγγελία τῆς ἐγκυμοσύνης τῆς Ἐλισάβετ. Καταλήγει πὼς ὅλα αὐτὰ μαζὶ εἶναι κατάλληλα γι’ αὐτὴν τὴν πραγματικὰ μοναδικὴ προσωπικότητα, τὸν κατεξοχὴν Δίκαιο, ποὺ ἐργάστηκε γιὰ τὸν πιὸ σημαντικὸ σκοπό: νὰ γίνει Ἀγγελιοφόρος τοῦ Μεσσία καὶ νὰ προετοιμάσει ὡς ἐπίγειος ἄγγελος τὸν δρόμο Ἐκείνου. Ἔγινε μύστης τῆς Χάριτος καὶ «ἔνσαρκος Λύχνος» ποὺ ἔκαιγε ὁ ἴδιος, σκορπίζοντας γύρω του φῶς (Ἰωάν. 5, 35), τραβώντας σὰν μαγνήτης χιλιάδες ψυχές. Βρέθηκε νωρὶς ὁ Ἰωάννης πολὺ μακριὰ ἀπ’ τοῦ κόσμου τὸ φθοροποιὸ πνεῦμα: «Ἦν ἐν τοῖς ἐρήμοις ἕως ἡμέρας ἀναδείξεως αὐτοῦ πρὸς τὸν Ἰσραήλ». Ὡρίμασε μὲ σκληρότατους ἀγῶνες. Ἑτοίμασε τὸν ἑαυτό του, δαμάζοντας σχεδὸν ἀπόλυτα κάθε βιολογικὴ ἀνάγκη. Ὑπῆρξε ἀληθινὰ πρόδρομος τῆς ἀσκητικῆς παράδοσης, πατέρας τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τοῦ ἀναχωρητισμοῦ. Σὲ διαρκῆ, ἀπ’ εὐθείας σύνδεση μὲ τὸν Οὐρανό, μελέτησε τὸ μέσα του καὶ τὴ φύση, σπούδασε βαθιὰ τὴ Γραφὴ καὶ ὅταν ἔφτασε ὁ καιρός, μὲ παρρησία, σθένος καὶ φλόγα ἄρχισε νὰ μαρτυρεῖ τὰ περὶ τοῦ Ἰησοῦ, νὰ κηρύττει τὴν ἀλήθεια ἀνόθευτη καὶ νὰ προτρέπει σὲ μετάνοια. Θαυμάζουμε μαζὶ μὲ τὸν Χρυσόστομο τὴν ἀκλόνητη καὶ ἀσάλευτη σταθερότητα τοῦ Ἰωάννη: ἀναφέρει ὁ ἱερὸς πατὴρ ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἔτρεχαν κοντὰ στὸν Πρόδρομο προσδοκώντας ν’ ἀντικρίσουν κάποιον πιὸ σταθερὸ καὶ ἀπὸ πέτρα!

Διέθετε αὐτοσυνειδησία καὶ ταπείνωση σὲ ὕψιστο βαθμό, ὥστε νὰ προσελκύσει τὸ θαυμασμὸ τοῦ Κυρίου. Ἀρνήθηκε τὸ «ἐγώ» του, δὲν ἔκανε ἐπιδίωξή του τὴν προσωπικὴ προβολή. Ἀντίθετα, ἔθεσε ὅρια στὸν ὑπερβολικὸ θαυμασμὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ ἔβλεπε νὰ ἔχει πρὸς τὸ πρόσωπό του ὁ λαός. «Δὲν εἶμαι αὐτὸ ποὺ νομίζετε…», εἶπε πολλὲς φορές. Δὲν ἔπαψε νὰ τονίζει ὅτι δικός του ρόλος εἶναι μόνο νὰ προετοιμάσει τὴν ὁδό γιὰ τὸν ἐρχομὸ Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος θὰ σηκώσει τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου καὶ θὰ βαπτίσει μὲ τὸ οὐσιαστικὸ βάπτισμα, τὸ πύρινο βάπτισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου» (Μάρκ. 1,7), βροντοφώναζε. Ἀποκαλυπτικό τῆς γνήσιας ταπείνωσής του εἶναι ὅτι νιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ βαπτιστεῖ ἐκεῖνος ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τὸ ὁμολογεῖ καθὼς διαμαρτύρεται ὅταν Ἐκεῖνος τοῦ ζητᾶ νὰ Τὸν βαπτίσει. Θεωρώντας τὸν ἑαυτὸ του ἀνάξιο καὶ τὰ σανδάλια ἀκόμη τοῦ Χριστοῦ νὰ λύσει (Πράξ. 13, 25), ἀξιώθηκε νὰ διακονήσει καὶ νὰ λειτουργήσει τὸ μυστήριο τῆς φανέρωσης τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Ἰωάννης ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὸ ἂν θὰ εἶναι εὐχάριστος στὸν κόσμο. Ἤθελε νὰ εἶναι ἀληθινός. Δὲν δίστασε νὰ ἐλέγξει καυστικά, συχνὰ καὶ δημόσια τὴν κοσμικὴ ἐξουσία, στηλιτεύοντας παράνομες πράξεις καὶ ἐνέργειές της. Κανεὶς δὲν τὸν ὑποχρέωνε, παρὰ ἡ βαθιὰ συνείδηση τῆς ἀποστολῆς του. Ὁδηγήθηκε ἔτσι στὸ μαρτυρικό του τέλος, μὲ τὸ δραματικὸ σκηνικό τοῦ ἀποκεφαλισμοῦ, καὶ ὑπῆρξε πρόδρομος καὶ τῆς Σταυρικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ πιστὸς λαὸς βαθιὰ εὐλαβεῖται καὶ τιμᾶ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή, συχνὰ βιώνει τὴν εὐλογία καὶ τὴν προστασία του, καθὼς καὶ τὰ συγκλονιστικὰ θαύματά του. Ἡ μεσιτεία του πρὸς τὸν Θεὸ εἶναι πολὺ ἰσχυρή, μετὰ τὴν Παναγία μας. Τὸ δεξὶ χέρι του φυλάσσεται στὸ Ἅγιον Ὂρος, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Διονυσίου.

Ἡ εἰκόνα του βρίσκεται τοποθετημένη στὸ τέμπλο κάθε Ναοῦ, πλάι στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Παρουσιάζεται συνήθως σὲ τοπίο βραχῶδες, ἰδιαίτερα ἀσκητικός, μὲ ἄγρια μαλλιὰ καὶ γένια. Φοράει μιὰ προβιὰ καὶ κρατᾶ τὸν Σταυρὸ καὶ τὸ πινάκιο μὲ τὴν ἀποτμηθεῖσα κεφαλή. Τὰ χαρακτηριστικά του θυμίζουν τὸ Πρόσωπο τοῦ Κυρίου καὶ μαρτυροῦν πὼς ἔζησε σὰν «υἱός τῆς ἐρήμου». Τὸ βλέμμα του εἶναι αὐστηρὸ καὶ καρτερικὸ καὶ ἔχει φτερὰ ἀγγελικά. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, κατὰ τὴ Δευτέρα Παρουσία ὅλοι οἱ μοναχοὶ καὶ ἀσκητές, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο θὰ ἀντικαταστήσουν τὸ ἐκπεσὸν δέκατο ἀγγελικὸ τάγμα καὶ θὰ δοξάζουν αἰώνια ὡς ἰσάγγελοι τὸν Θεό.

Ἂς ζητοῦμε πάντοτε τὶς πρεσβεῖες του!

Ρωμνιὸς

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα