ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΠΑΙΝΟΣ Κωνσταντῖνος Χολέβας Πολιτικός Ἐπιστήμων

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΠΑΙΝΟ

Ὁ μήνας Μάϊος προσφέρεται γιά μία ἀναβάπτιση στή Βυζαντινή Ἱστορία, στίς δόξες καί στίς περιπέτειες τοῦ Χριστιανικοῦ Ἑλληνισμοῦ, στά μεγαλεῖα καί στίς ἁλώσεις τῆς Ρωμανίας, ὅπως ἦταν τό πραγματικό ὄνομα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Τό κράτος τῆς Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης ὑπῆρξε τό πρῶτο εὐρωπαϊκό κράτος ὅπως συμφωνοῦν οἱ μεγαλύτεροι ἱστορικοί τῆς Δύσεως, διότι συνδύαζε τήν Ἑλληνική παιδεία καί πολιτιστική συνέχεια, τή Χριστιανική Πίστη καί τή Ρωμαϊκή νομική καί πολιτειακή συγκρότηση.

Τήν Ἅλωση τῆς Βασιλεύουσας στίς 29 Μαΐου 1453 τήν ἔκλαψε ὁ λαός μας μέ θρήνους καί τήν ἐμπλούτισε μέ θρύλους γιά νά ἀναπτερωθεῖ ἡ χαμένη αἰσιοδοξία. Ὅμως ὑπῆρξε καί μία ἄλλη σημαντική Ἅλωση, ἡ ὁποία προηγήθηκε κατά 23 χρόνια. Τό 1430 ἡ κατεχόμενη ἀπό τούς Βενετούς Θεσσαλονίκη, ἡ Συμβασιλεύουσα τῆς Βυζαντινῆς Ρωμηοσύνης, καταλαμβάνεται ἀπό τούς Ὀθωμανούς Τούρκους. Τήν καταστροφή καταγράφει συγκινητικά ὁ Ἰωάννης Ἀναγνώστης, πιθανόν λόγιος κληρικός τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Εἶχαν προηγηθεῖ ἄλλες δύο βαρειές ὑποδουλώσεις. Ἡ εἰσβολή τῶν Σαρακηνῶν Ἀράβων στήν πόλη τό 904 μ.Χ. , τήν ὁποία κατέγραψε τό Χρονικό τοῦ Ἰωάννη Καμινιάτη, ἑνός Θεσσαλονικέως εὐλαβεστάτου πού σύρθηκε αἰχμάλωτος στήν Τρίπολη τοῦ Λιβάνου. Καί ἡ κατάκτηση τῆς Θεσσαλονίκης ἀπό τούς Νορμανδούς τό 1185 μ.Χ., τήν ὁποία περιγράφει γλαφυρότατα ὁ αὐτόπτης μάρτυς Ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως Εὐστάθιος, ὁ Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας καί μέγας μελετητής τοῦ Ὁμήρου.

Γιά τήν Ἅλωση ἀπό τούς Τούρκους τό 1430 ὁ Ἰωάννης Ἁναγνώστης θρηνεῖ λέγοντας μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Ἡ πόλη εἶναι σάν καράβι πού παραδέρνει μέσα σέ ἕνα πέλαγος συμφορῶν. Εἶναι σάν νά τήν σφυροκοποῦν καθημερινά ἄνεμοι πού τήν ταράζουν καί τῆς προκαλοῦν ναυτία καί ἴλιγγο καί δέν τήν ἀφήνουν καθόλου νά ἠρεμήσει….. Ὁ μόνος πού θά μποροῦσε νά τό κάνει αὐτό εἶναι ὁ Θεός καί ἡ σοφή του καθοδήγηση. Αὐτός μπορεῖ νά ἠρεμήσει τά φουσκωμένα κύματα πού ἔρχονται, νά μᾶς ὁδηγήσει στή γαλήνη καί νά μᾶς χαρίσει σωτηρία….. μέ τίς μεσιτεῖες τοῦ συμπατριώτη μας Τροπαιούχου Μάρτυρα. Ὁ Μάρτυρας, λοιπόν, πρέπει ν΄ἀναλάβει πάλι τό τιμόνι τῆς πατρίδας μας καί νά τήν ὁδηγήσει μέ τή δύναμή του μέσα ἀπό τή θάλασσα τῶν ἀναρίθμητων συμφορῶν. Μακάρι αὐτό νά γίνει σύντομα μέ τήν ἐπίβλεψη τοῦ φιλεὐσπλαγχνου βλέμματος τοῦ Θεοῦ, πού συνήθως συγχωρεῖ τίς ἀμαρτίες μέ τίς ὁποῖες προκαλέσαμε τήν ὀργή του».(1)

Ὁ  συγγραφεύς τοῦ Χρονικοῦ θρηνεῖ, διότι οἱ Τοῦρκοι τοῦ Σουλτάνου Μουράτ κατέλαβαν ὅλους τούς Ὀρθοδόξους Ναούς καί τά μοναστήρια καί τά μετέτρεψαν σέ οἰκίες τους, ἐκτός ἀπό 4 Ναούς πού ἄφησαν στούς Χριστιανούς. Οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες κάτοικοι περιορίσθηκαν σέ μία συνοικία ὑπό μορφήν γκέττο καί ὁ Μουράτ ἔφερε ἐποίκους Μουσουλμάνους ἀπό τά ἤδη κατακτημένα Γιαννιτσά. Ἔτσι εἶναι φυσικό ὅλοι οἱ Θεσσαλονικεῖς νά στρέφουν τίς ἱκεσίες τους πρός τόν Μάρτυρα, τόν Ἅγιο Δημήτριο τόν Μυροβλήτη, ὁ ὁποῖος ἔσωσε πολλές φορές τήν πόλη του ἀπό ἐπιθέσεις Σλάβων καί ἄλλων ἐπιδρομέων. Ὁ Χριστιανικός χαρακτήρας τῆς πόλης ἄρχισε νά διαμορφώνεται ἤδη από τά μέσα τοῦ 1ου αἰῶνος μ. Χ μέ τό πέρασμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Γνωστές σέ ὅλους εἶναι οἱ δύο ἐπιστολές του πρός Θεσσαλονικεῖς. Τόν 9ο αἰῶνα τήν πόλη δοξάζουν οἱ δύο Ἱεραπόστολοι ἀδελφοί, ὁ Κωνσταντῖνος-Κύριλλος καί ὁ Μιχαήλ-Μεθόδιος. Ἐστάλησαν ἀπό τόν Πατριάρχη καί ἀπό τόν Αὐτοκράτορα στή Μεγάλη Μοραβία, σημερινή Τσεχία καί οἱ μαθητές τους δίδαξαν τόν Χριστιανισμό στούς Βουλγάρους καί σέ ἄλλους σλαβικούς λαούς. Τόν 14οαἰῶνα τήν πόλη τιμᾶ μέ τήν παρουσία του ὡς Ἀρχιεπίσκοπος ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς, κορυφαῖος θεολόγος καί ὑπερασπιστής τῶν Ἡσυχαστῶν.

Ὁ ἀείμνηστος Βρετανός βυζαντινολόγος Στῆβεν Ράνσιμαν γράφει γιά τήν σπουδαιότητα τῆς πόλεως: «Ὅλοι οἱ φιλόδοξοι ἦταν φυσικό νά ἐπιζητοῦν νά πᾶνε στήν Κωνσταντινούπολη, γιατί ἦταν τό ἀναμφισβήτητο κέντρο τῆς Αὐτοκρατορίας. Στήν Εὐρώπη μόνο ἡ Θεσσαλονίκη μποροῦσε κατά κάποιο τρόπο νά συγκριθεῖ μαζί της. … Ἦταν μεγα΄λη πόλη ἀπό τά πρῶτα κιόλας χρόνια τῆς Αὐτοκρατορίας. Στό τέλος τοῦ 9ου αῖῶνα εἶχε πάρει στά χέρια της μεγάλο μέρος τοῦ βουλγαρικοῦ ἐμπορίου καί παρά τή λεηλασία της ἀπό τούς Ἄραβες πειρατές τό 904 δέν ἔπαυε νά ἀναπτύσσεται…… Τήν ἐποχή τῶν Παλαιολόγων ἡ Θεσσαλονίκη ἔφθασε στό σημεῖο νά εὐημερεῖ περισσότερο καί ἀπό τήν ἴδια τήν πρωτεύουσα καί ἐπί πλέον ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν καί κέντρο πνευματικό».(2)

Αὐτήν τήν πνευματική ἀκτινοβολία τῆς Θεσσαλονίκης περιγράφει μέ τά ἀκόλουθα λόγια ὁ ἀκαδημαϊκός καί  βυζαντινολόγος Μανόλης Χατζηδάκης:  «Ἐπώνυμοι καλλιτέχνες ἀπό τήν πόλη ἐργάζονται στήν ἑλληνική ἀκόμη Ἀχρίδα, τό 1295, στήν Περίβλεπτο. Εἶναι ὁ ζωγράφος Μιχαήλ Ἀστραπᾶς, ἀπό γνωστή οἰκογένεια τῆς Θεσσαλονίκης καί ὁ συνεργάτης του Εὐτύχιος, φορεῖς τῆς μοντέρνας τότε «ὀγκηρῆς τεχνοτροπίας», ἡ ὁποία δέν ἐντοπίζεται μόνο στή Θεσσαλονίκη….. Ἀπό τή Θεσσαλονίκη θέλει ἡ παράδοση νά κατάγεται καί ὁ μυθικός Μανουήλ Πανσέληνος, ὁ ζωγράφος τοῦ Πρωτάτου στίς Καρυές στό Ἅγιον Ὄρος, ἴσως ὁ καλύτερος γύρω στά 1300, μέ τήν σπάνια ποιότητα στήν ἐμφαντικά δραματική, μέ τούς ρεαλιστικούς τόνους «ὀγκηρή» τεχνοτροπία του. Οἱ δύο ζωγράφοι τῆς Θεσσαλονίκης, ὁ Μιχαήλ Ἀστραπᾶς καί ὁ Εὐτύχιος, πού μνημονεύσαμε στήν Ἀχρίδα, ἐξαοκολουθοῦννά ἐργάζονται τίς δύο πρῶτες δεκαετίες τοῦ 14ου αἰώνα, στήν ὑπηρεσία τοῦ Σέρβου κράλη Μιλοῦτιν….. Τό μαρτυροῦν ἡ Παναγία στή Λιέβισκα στήν Πριζρένη τοῦ 1308/9, ὁ Ἅγιος Γεώργιος στό Στάρο Ναγορίτσινο ( 1317), ὁ Ἅγιος Νικήτας στό Τσούτσερ (1320), ὅλα ὡραῖα καί σημαντικά ἔργα ἐνυπόγραφα τῶν δύο ζωγράφων». (3)

Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι πολλοί ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καλλιτεχνικούς θησαυρούς τοῦ Κοσσυφοπεδίου-Κοσσόβου πού καταστράφηκαν ἤ κινδύνευσαν κατά τίς πρόσφατες ἐχθροπραξίες ἀνήκουν στήν εὐρύτερη Ἑλληνοβυζαντινή κληρονομιά, ἡ ὁποία μέσῳ τῶν Θεσσαλονικέων ἁγιογράφων ἔγινε πλέον ἐθνική κληρονομιά καί τοῦ Ὀρθοδόξου σερβικοῦ λαοῦ.

Ἀπό τό 315 π.Χ. ὅταν ἱδρύθηκε ἀπό τόν Κάσσανδρο πρός τιμήν τῆς συζύγου του Θεσσαλονίκης, θυγατέρας τοῦ Φιλίππου, μέχρι σήμερα ἡ Θεσσαλονίκη δέν ἔπαυσε νά ἀποτελεῖ σημαντικό κέντρο Ἑλληνισμοῦ ἐπί 2300 χρόνια καί ἐπίκεντρο Ὀρθοδόξου λατρευτικῆς, ἀσκητικῆς καί θεολογικῆς πνευματικότητος ἐπί 1950 χρόνια. Τό 2012, σέ δύο χρόνια, θά ἑορτασθοῦν τά 100 χρόνια ἀπό τήν ἀπελευθέρωσή της ἀπό τόν τουρκικό ζυγό (26-10-1912) καί ἤδη ἔχουν ἀρχίσει οἰ προετοιμασίες. Ἀξίζει, λοιπόν, νά κλείσουμε αὐτό τό σύντομνο ἀφιέρωμα μέ μία μαρτυρία τῶν πρώτων χρόνων τῆς Τουρκοκρατίας πού διαλαλεῖ τήν ἑλληνική συνείδηση τῶν Χριστιανῶν κατοίκων τῆς πόλης. Πρόκειται γιά τήν ταφική μαρμάρινη πλάκα τοῦ Λουκᾶ Σπαντυούνη, ὁ ὁποῖος ἐτάφη μέσα στόν Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ Μυροβλήτου τό 1481. Γράφει τό ἐπιτύμβιο ἐπίγραμμα μεταξύ ἄλλων:

Αὔχημα δεχθείς τοῦ τῶν Ἑλλήνων γένους…..

Ἔλαμψας λαμπρῶς τῷ τῶν ἀρετῶν κάλλει

Σωφροσύνην γάρ καί ἀνδρείαν ἀσκήσας……….

Φίλη κεφαλή, ἐλπίς, ζωή, φῶς τέρψις

Τοῦ Βυζαντίου καί τῶν Ἑλλήνων ὄρπηξ. (4)

Ἄς προσευχηθοῦμε στόν Ἅγιο Δημήτριο τόν Μεγαλομάρτυρα νά διαφυλάσσει τήν πόλη του καί νά τῆς χαρίζει εἰρήνη καί πνευματική προκοπή, ὥστε νά μποροῦν οἱ κάτοικοί της νά ἀξιοποιοῦν τά πανανθρώπινα διδάγματα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τίς οἰκουμενικές ἀξίες τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1)   Ἰωάννης Καμινιάτης, Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης, Ἰωάννης Ἀναγνώστης: ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ ΑΛΩΣΕΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, ἐκδόσεις ΑΓΡΑ, Ἀθήνα 2009, σελ. 351.

(2)   Ἀπό τό βιβλίο του «Βυζαντινός Πολιτισμός» πού ἀνθολογεῖται στό ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΥΜΝΟΛΟΓΙΟΝ τοῦ Συνδέσμου  Θεσσαλονικέων Ἀθήνας, Ἀθήνα 2007, ἐπιμέλεια Ἰωάννου Χολέβα, σελ. 99.

(3)   Περιοδικό «Νέα Ἑστία»: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, Χριστούγεννα 1985, σελ. 520.

(4)    Τό δημοσιεύει ὁ Διονύσιος Ζακυθηνός στή ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, ὅπως ἀνωτέρω, σελ. 513.