Λούπινο

Λούπινο: το ελληνικότατο φυτό με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη όπως η σόγια. Η συστηματική του καλλιέργεια μπορεί να αναβαθμίσει την διατροφή του λαού μας. Μια εγχώρια άριστη ζωοτροφή για τις ανάγκες της κτηνοτροφίας μας.

Σε προηγούμενα κείμενά μας αναπτύξαμε πόσο σημαντική είναι για την Ελλάδα η ανάπτυξη της γεωργό-κτηνοτροφίας εδώ, μελετήσαμε το νούμερο ένα στρατηγικής σημασίας φυτό στον πλανήτη, την σόγια εδώ και είδαμε ότι η πατρίδα μας έχει την δυνατότητα όχι μόνον να την παράγει αλλά να γίνει και εξαγωγός στην λοιπή ευρωπαϊκή ήπειρο, που λόγω του ψυχρού κλίματος δεν μπορεί να την παράγει. Επιπλέον, μελετήσαμε τις ποικίλες δυνατότητες αξιοποίησης των παραπροϊόντων της ελιάς εδώ, πέραν του ελαιολάδου. 

Δεδομένου ότι η πατρίδα μας, με ευθύνες των κυβερνώντων των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών έμεινε τρομακτικά πίσω στην ανάπτυξη της βιομηχανίας της –ή καλύτερα υπέστη με ευθύνη των προαναφερομένων την διάλυση της βιομηχανίας της, που υπήρχε και αναπτύχθηκε θεαματικά (εδώ) την εικοσαετία 1952-1972 (περίπου)- θα πρέπει ως πρώτη και άμεση λύση να προσανατολιστεί στην ανάπτυξη της γεωργό-κτηνοτροφίας της.

***

Η ανάπτυξη βαρειάς βιομηχανίας είχε ξεκινήσει στην Ελλάδα –μετά τον εμφύλιο πόλεμο- και με την βοήθεια σπουδαίων επιστημόνων (Δ. Μπάτσης, Ν. Κιτσίκης, Ι. Παπαδάκης, Π. Κουβέλης, Στ. Κατράκης κ.α.) αλλά και οραματιστών επιχειρηματιών (Πρ. Μποδοσάκης, Αγγελόπουλοι, Μαλκότσης, Σοφιανόπουλος, Αλ. Αθανασιάδης, Δ.Σκαλιστήρης, Χρ.Κατσάμπας κ.α.) τέθηκαν τα θεμέλια της οικονομικής ανάπτυξης της. Η βαρειά βιομηχανία έβαλε τον θεμέλιο λίθο –μετά από χρόνια εκμετάλλευσης του ορυκτού μας πλούτου από ξένες πολυεθνικές (βλέπε το βιβλίο του Δ.Μπάτση ‘’Η Βαρειά Βιομηχανία στην Ελλάδα’’ εδώ)-. Η βαρειά βιομηχανία λοιπόν στην: σιδηρομεταλλουργία, χαλυβουργία, μεταλλουργία: αλουμινίου, μαγνησίου, χρωμίου, μαγγανίου, νικελίου κ.α., την βιομηχανική παραγωγή: χημική βιομηχανία, βιομηχανία: αζώτου και λιπασμάτων, ανθρακικής και καυστικής σόδας, ανθρακασβεστίου, τσιμέντου κ.α. και την αξιοποίηση του πολύτιμου ορυκτού μας πλούτου (εδώ): λιγνιτών, χρυσού, άργυρου, μαρμάρων, πετρελαίων κλπ) έκανε –αρχές του 1950 (χωρίς να σημαίνει ότι δεν είχαν προϋπάρξει επιτυχείς προσπάθειες και νωρίτερα) -τα πρώτα στιβαρά και σταθερά βήματα της.

Ωστόσο, όλα σταμάτησαν απότομα από το 1972 (περίπου) και μετά, ενώ οι μετέπειτα κυβερνήσεις έστησαν ένα κράτος-εχθρό σε κάθε ελληνική βιομηχανική –και όχι μόνον- επιχειρηματική προσπάθεια, που εξυπηρετούσε σχεδόν εμφανώς την παγκόσμια οικονομική ελίτ και τις πολυεθνικές αλλά όχι την Ελλάδα. Τα αποτελέσματα: σήμερα δεν παράγουμε ούτε… βίδα, η βαρειά βιομηχανία στην πατρίδα μας είναι ανύπαρκτη και όπου υπάρχει είναι στα χέρια ξένων επιχειρηματικών ομίλων, το εμπορικό ισοζύγιο (λόγω εισαγωγών) είναι μόνιμα ελλειμματικό, οι Έλληνες δεν έχουν εργασία με το ¼ του πληθυσμού να είναι άνεργοι, ο ‘’ανθός’’ του ελληνικού πληθυσμού, οι νέοι μας, το πιο παραγωγικό κομμάτι του πληθυσμού με πτυχία και μεταπτυχιακά ξενιτεύονται για ένα μισθό (άνω των 550.000 νέων έχουν φύγει στην ξενιτειά τα τελευταία 7 χρόνια) και το εξωτερικό χρέος έχει εκτιναχθεί (και τόσα άλλα…). Ιδιαίτερα μετά την υπογραφή των 2 πρώτων και ειδικά του 3ου μνημονίου όλες οι εκτάσεις και υποδομές της χώρας πέρασαν στο νέο ΥπερΤαμείο (περιλαμβάνει ΤΑΙΠΕΔ, ΤΧΣ, ΔΕΚΟ, ΕΤΑΔ) του οποίου τα μέλη επιλέγονται από τους δανειστές (ενδεικτικά βλέπε εδώ).  Όλα αυτά έγιναν τυχαία ή συντονισμένα για να καταντήσει η Ελλάδα καταναλώτρια χώρα των πολυεθνικών των δυτικών και με τα μνημόνια αποικία με τις υπογραφές πρωθυπουργών και βουλευτών;

***

Η ανάπτυξη της γεωργό-κτηνοτροφίας της πατρίδας μας θα δώσει το πρώτο διέξοδο στην τεράστια οικονομική ύφεση που βιώνει η χώρα μας (λόγω μνημονίων και εκχώρησης ουσιαστικά της εθνικής της κυριαρχίας με τις υπογραφές των κυβερνώντων) και εφόσον καταφέρει να αποκτήσει αυτάρκεια αγαθών θα ανοίξει ο δρόμος για την περαιτέρω ανάπτυξή της. Αυτά βέβαια από κάποιους μπορεί να ακούγονται ‘’γραφικά’’, γραφικό όμως δεν είναι ότι π.χ. η Ολλανδία με έκταση 3,2 φορές μικρότερη από την Ελλάδα διαθέτει τις μεγαλύτερες βιομηχανίες γάλακτος, 8 εκατομμύρια βοοειδή με εξαγωγές σε πολλές χώρες (με την Ελλάδα να διαθέτει μόνον 800.000), με τα ολλανδικά χοιρινά να έχουν κατακλύσει την ελληνική αγορά, την ολλανδική μπύρα Heineken (όμιλος) να ελέγχει μαζί με την δανέζικη Karlsberg  το 85% των πωλήσεων μπύρας στην Ελλάδα κλπ.

Εξίσου ‘’γραφικό’’ μάλλον δεν είναι το ότι  η Ρωσία όταν υπέστη τις κυρώσεις (λόγω Ουκρανίας) από την –δημοκρατικότατη κατά τα λοιπά…- Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Η.Π.Α. με τον αποκλεισμό εξαγωγών φρούτων, φρέσκων λαχανικών κλπ προς αυτή, αντέδρασε με την συντονισμένη αξιοποίηση παραγωγικών της συντελεστών προς την γεωργία προκειμένου να καλύψει το έλλειμμα των εισαγωγών. Μια τεράστια περιοχή στα νότια της Ρωσίας –προκειμένου ν’ αποφευχθεί το βόρειο ψυχρό κλίμα- (μεγέθους λίγο μικρότερης του Ιράκ) παραχωρήθηκε από το ρωσικό κράτος σε μεγάλες ρωσικές αγροβιομηχανίες προκειμένου επιτευχθεί –όσο το δυνατό μεγαλύτερη- αυτάρκεια σε ρωσικά αγροτικά προϊόντα. Σε συνδυασμό με άλλες παρόμοιες πολιτικές η Ρωσία μείωσε τις εισαγωγές της σε αγροτικά προϊόντα κατά 40% από το 2013 έως το 2015, εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα εξαγωγικά κράτη σε αγροτικά προϊόντα με κέρδη -από εξαγωγές των προϊόντων της σε 140 χώρες- περί τα 20 δις $ (ίσο με το 1/3 των εσόδων της από την πώληση φυσικού αερίου) κ.α. (εδώ). Προφανώς –όλα αυτά- για κάποιους είναι… ‘’γραφικές’’ αντιδράσεις.

***

Θα πρέπει –όσοι τουλάχιστον από εμάς αγαπάμε την πατρίδα μας- να ξεπεράσουμε την μικροψυχία και να στρέψουμε οριστικά την πλάτη μας στο ραγιάδικο ψευτοφρόνημα του ‘’…δεν γίνεται…’’, ‘’…δεν μπορούμε…’’ κλπ. Γράφει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης (εδώ) μεταξύ άλλων:

‘’Με Γραικισμόν και Νεογραικισμόν εννοούμεν όχι τον Νεοελληνισμόν, αλλά το μη ρωμαίϊκον μέρος του Νεοελληνισμού. Ο Νεογραικισμός είναι εκ της φύσεως του δουλεία χειροτέρα της Φραγκοκρατίας και Τουρκοκρατίας… Ο Γραικισμός και Νεογραικισμός είναι υποδούλωσις του πνεύματος… Ο Ρωμηός γνωρίζει σαφώς ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ συμμαχίας και δουλείας. Γίνεται σύμμαχος με οποιονδήποτε, εφ΄ όσον συμφέρει εις το Έθνος, αλλά ποτέ δούλος των συμμάχων. Ο Γραικύλος όμως νομίζει ότι συμμαχία σημαίνει πνευματική δουλείαν… Ο Γραικύλος τον ηγέτη κάμνει μόνον εντός της Ελλαδίτσας του, αφού τα ηγετικά του αισθήματα και την πολιτική του δύναμη αντλεί από πηγή έξω της Ρωμηοσύνης και εκτός της Ελλαδίτσας του. Ο Γραικύλος κάμνει το λεοντάρι εις τους Ρωμηούς με την βοήθειαν των ξένων, αλλά είναι φρόνιμο ποντικάκι εις τους ξένους. (σημ. θυμίζουν όλα αυτά σήμερα κάτι από την πολιτεία κυβερνώντων, πολιτικών, μεγαλοδημοσιογράφων και κρατικοδίαιτων ‘’επιχειρηματιών’’;)

Ο Ρωμηός είναι από την Ρωμηοσύνην του αετός. Οι Ρωμηοί είναι προς αλλήλους αετοί και προς τους ξένους αετοί.

Ο Ρωμηός είναι σκληρός και ελεύθερος και ουδεποτέ αφελής…’’

***

Επανερχόμαστε λοιπόν. Η ανάπτυξη της γεωργό-κτηνοτροφίας στην πατρίδα μας είναι αυτή που θα αποτελέσει την βάση:

-για την επίτευξη αυτάρκειας στις βασικές ανάγκες του λαού μας σε γεωργικά προϊόντα και σε τρόφιμα ζωικής προελεύσεως (γάλα, τυρί, κρέας κλπ). Υπενθυμίζουμε ότι σήμερα η Ελλάδα για να καλύψει το “ψωμί” των Ελλήνων εισάγει άνω του 62% των αναγκών της σε χοιρινό κρέας, άνω του 70% σε βόειο κρέας και άνω του 18% σε πουλερικά.

-την βάση για την ανάπτυξη των λοιπών τομέων της Ελληνικής Οικονομίας όπως -καθετοποιημένα- της δευτερογενούς παραγωγής (βιομηχανία, μεταποίηση, βιοτεχνία) αλλά και οριζόντια -των λοιπών τομέων της οικονομίας- της βαρειάς βιομηχανίας, ναυπηγίας, εμπορίου. 

Απόδειξη των ανωτέρω είναι ότι καμία χώρα της υφηλίου που έχει βαρειά βιομηχανία και ισχυρό εμπόριο δεν υστερεί στον γεωργό-κτηνοτροφικό τομέα, αλλά –πρώτα απ’ όλα- είναι υπερδυνάμεις σε αυτόν είτε με σύμπραξη κρατικών και ιδιωτικών εταιρειών (Ρωσία, Κίνα) είτε με την υποστήριξη σε πολυεθνικές αγροβιομηχανίες (το οποίο δεν πρέπει να κάνουμε πράξη εμείς) που έχουν την έδρα τους σε αυτές (Η.Π.Α., Ολλανδία, Γαλλία, Μ. Βρετανία κ.α.)  

***

Με την παρούσα ανάρτηση θα μελετήσουμε ένα εξίσου με την σόγια σημαντικό φυτό –που φύεται και καλλιεργείται στην πατρίδα μας- και μπορεί να αποτελέσει μια άμεση λύση στον περιορισμό των εισαγωγών της σόγιας και στην παρασκευή εγχώριων ζωοτροφών για την κτηνοτροφία μας. Πρόκειται για τα λούπινα. Η σόγια και τα λούπινα είναι τα μόνα φυτά στον κόσμο που ο καρπός τους περιέχει πρωτεΐνες άνω του 30%. Το γεγονός αυτό τα καθιστά σημαντική τροφή όχι μόνον ως βρώσιμη για τον άνθρωπο -όπως έγραφε ήδη από το 1947  στην σπουδαία μελέτη του ο Ιορδάνης Δημητριάδης- αφού άπτεται του προβλήματος υποσιτισμού της πατρίδας αλλά και για τα ζώα. Τα χοιρινά, τα πουλερικά αλλά και τα βοοειδή πρέπει να φάνε φυράματα τα οποία εμπεριέχουν σόγια και τα παραπροϊόντα της (σογιάλευρο, σογιέλαιο κλπ) διότι αλλιώς υστερούν σε πρωτεΐνες και δεν μπορούν να αναπτυχθούν. Άλλωστε οι άνω των 500.000 τόνων εισαγωγές σόγιας κατ’ έτος στην Ελλάδα, κυρίως από τη Βραζιλία και την Αργεντινή καταδεικνύουν το πόσο σημαντική είναι ως πρώτη ύλη για τα εργοστάσια ζωοτροφών στην Ελλάδα.

Στην πατρίδα μας υπάρχουν όλες εκείνες οι βασικές προϋποθέσεις (εδαφολογικές, κλιματικές, γεωγραφικές) να καλλιεργηθούν συστηματικά τόσο η σόγια όσο και το λούπινο. Αυτό –όπως προαναφέραμε- μπορεί να αποτελέσει μια σημαντική πηγή πλούτου και ως πρώτη ύλη ζωοτροφών.

Με το παρόν κείμενο μας θα μελετήσουμε τη σπουδαιότητά τους, θα δούμε την ανθελληνική πολιτική του Υπουργείου Γεωργίας το οποίο δεν έκανε απολύτως τίποτε για να προωθήσει τη συστηματική καλλιέργειά τους και τις προσπάθειες άλλων χωρών (βλέπε π.χ. Γερμανία) να το κάνουν, προκειμένου να καρπωθούν τα μεγάλα πλεονεκτήματα της καλλιέργειας αυτής.

Λούπινο

Κυανό λούπινο (εδώ)

 

Για την μελέτη του λούπινου θα βασιστούμε στο πόνημα του χημικού και φαρμακοβιομήχανου, ιδιοκτήτη της ΧΡΩ.ΠΕΙ. Σωτήρη Σοφιανόπουλου (βλέπε συνοπτικό βιογραφικό στο τέλος της ανάρτησης εδώ) ‘’Οι ΄΄Άγνωστες΄΄ πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ελλάδας και η πολιτική τους σημασία’’. Οι επισημάνσεις με bold και οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας ενώ στο τέλος της παρουσίασης του Σ.Σ. παραθέτουμε σημειώσεις που βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα το θέμα. Γράφει ο Σ.Σ. στην ενότητα του βιβλίου του για τα Λούπινα:

 

Λούπινα

‘’Όπως προανεφέρθη υπάρχουν δύο φυτά μόνο που έχουν πάνω από 30% πρωτεΐνες (βεβαίως ομιλούμε για τον καρπό). Το ένα είναι η γνωστότατη πλέον πρωτεϊνική πρώτη ύλη που ονομάζεται σόγια με 38% σε πρωτεΐνες, και το άλλο είναι το γνωστό σε ολίγους Έλληνες και σχεδόν καθόλου στον υπόλοιπο κόσμο, το λούπινο (1)με περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες περίπου 45%. Πρέπει ο αναγνώστης να γνωρίζει ότι το λούπινο παραμένει μία άγνωστη πρώτη ύλη σχεδόν σε όλον τον ελληνικό πληθυσμό και αυτό διότι το Υπουργείο Γεωργίας δεν κάνει τίποτε το ωφέλιμο για την ελληνική γεωργία (*). Πράγματι είναι λυπηρό για έναν Έλληνα να παραδέχεται την εγκληματική ανικανότητα και αβελτηρία του Υπ. Γεωργίας—ενός από τα σημαντικότερα υπουργεία— της χώρας του, αλλά ακόμη λυπηρότερο είναι ότι και το Υπουργείο Βιομηχανίας—το δεύτερο νευραλγικό υπουργείο— δεν έχει να επιδείξει τίποτε καλύτερο. Άλλωστε, όπως παρεδέχθη και ένας Γενικός Γραμματεύς του, αριστερών καταβολών, οι μελέτες που δεν έχουν καμία δυνατότητα να επιτύχουν είναι οι μόνες που εγκρίνονται, ενώ άλλες που μετά βεβαιότητας θα πετύχουν δεν εγκρίνονται! (**) 

Το δεύτερο φυτό του οποίου ο καρπός περιέχει πάνω από 40% πρωτεΐνες είναι το λούπινο. Αυτό το φυτό είναι γνωστό από την αρχαιότητα και ήταν το μέσον δια το οποίου γινόταν η χλωρολίπανση (βλ. αντίστοιχο κεφάλαιο). Το λούπινο είναι ένα θαμνώδες φυτό με καρπό που εμπεριέχεται σε κυψέλες όπως το μπιζέλι. Το φυτό αυτό υπάρχει πρωτίστως στην Πελοπόννησο και σήμερα σε καταστήματα οικολογικά μπορεί κάποιος να το βρει σε βάζα, το οποίο το συνιστώ, γιατί περιέχει πρωτεΐνες πάνω από 40% επί ξηρού και είναι μία υγιεινότατη τροφή.

Να σημειωθεί ότι η απόδοση του λούπινου ανά στρέμμα δεν ξεπερνάει τα 150 κιλά (2), και αυτή είναι μια άλλη απόδειξη της ανυπαρξίας του Υπουργείου Γεωργίας, διότι τίποτε δεν έχει κάνει για να εξευγενίσει αυτό το φυτό. Η περιεκτικότης του σε πρωτεΐνες φτάνει το 50%, αλλά ο καρπός του εμπεριέχει και κάτι αλκαλοειδή που τον καθιστούν μη βρώσιμο, εάν δεν γίνει η υδατοδιάλυσις των αλκαλοειδών. Τι σημαίνει αυτό;

 

(*) Είναι πολύ σκληρός αυτός ο χαρακτηρισμός αλλά αυτή είναι η πραγματικότης, διότι αν κάποιος ήθελε να παραγάγει μαλλί στην Ελλάδα, δεν υπάρχει ούτε ένα πρόβατο μερινός ή αίγα μοχαίρ στην Ελλάδα, γιατί το κράτος δεν έχει φροντίσει να εισαγάγει κανένα. Έτσι και στην περίπτωση της σόγιας, το Υπουργείο Γεωργίας δεν έχει φροντίσει να αγοράσει σπόρο, παρόλο που το κλίμα της Ελλάδας είναι ιδανικό. Ούτε έχει γίνει ποτέ επιστημονική έρευνα για τον αγριοβούβαλο της Μακεδονίας, ώστε να γίνει ένα μεικτό ζώο από τον αγριοβούβαλο της Μακεδονίας και το κοινό μοσχάρι, όπως έγινε στην Αμερική με το μπούφαλο. Και άλλα πολλά, τα οποία ξεφεύγουν της παρούσης.

(**) Όπως συνέβη και σε εμένα. Ενώ είχαμε πάρει θετικές απαντήσεις για εργοστάσιο ψαραλεύρων (από τις σαρδέλες του Εύξεινου Πόντου) στην περιοχή της Καβάλας, το Υπουργείο Γεωργίας απάντησε ότι η περιοχή έχει κριθεί αναδασωτέα και απέρριψε την αίτηση μας. Έχουν περάσει έκτοτε 30 χρόνια και δεν έχει φυτευτεί ούτε ένα δένδρο στην περιοχή που θα γινόταν το εργοστάσιο!

Καρπός Λούπινο

Καρπός του Λούπινου (εδώ)

Υδατοδιάλυση των αλκαλοειδών του λουπίνου

 

Τοποθετούμε ένα τσουβάλι λούπινα σε ένα ποτάμι ή ρυάκι ή σε μία μεγάλη σκάφη με νερό, το οποίο νερό το εναλλάσσουμε και μετά από 2-3 ημέρες, που είναι αρκετός χρόνος για να διαλυθούν τα υδατοδιαλυτά αλκαλοειδή το παίρνουμε, το ξεραίνουμε (στον ήλιο ή σε μηχανήματα) για να μην σαπίσει, και αυτό πλέον είναι βρώσιμο.

Επειδή ως γνωστόν το λίπασμα είναι το μέσον δια του οποίου εμπλουτίζουμε το χώμα, για να αναπτυχθεί το φυτό και να βγάλει καλούς καρπούς, γι’ αυτό και το λούπινο, επειδή περιέχει πολλές πρωτεΐνες, το χρησιμοποιούσαν από την αρχαιότητα ως φυσικό λίπασμα. Οι Γερμανοί, προπολεμικός είχαν προσπαθήσει και είχαν σχεδόν επιτύχει να παραγάγουν—σε συνεργασία με το επιστημονικό ίδρυμα Κανελλόπουλου— γλυκό λούπινο, δηλ. απηλλαγμένο των αλκαλοειδών και είχε γίνει και η προσπάθεια να αυξηθεί η παραγωγή του ανά στρέμμα. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ενώ το Υπουργείο Γεωργίας έπρεπε να συνεχίσει τις προσπάθειες και να δώσει μεγάλη έμφαση στο λούπινο, όχι μόνο το εξαφάνισε από προσώπου γης, αλλά δεν έκανε και καμία επιστημονική προσπάθεια. Έχουν περάσει έκτοτε 50 χρόνια και τίποτα δεν έγινε. Δεν ξέρω πού θα ήταν η πατρίδα μας σήμερα και ποιο ρόλο θα παίζαμε στον κόσμο, εάν είχαμε επιτύχει την παραγωγή του λούπινου σε μεγάλη κλίμακα και πρωτίστως σαν πρώτη ύλη παραγωγής και ζωοτροφών. Αυτό είναι μία άλλη απόδειξη της προδοτικής αμέλειας του Υπουργείου Γεωργίας και των ελληνικών κυβερνήσεων εν γένει.

 

Είναι ακόμη καιρός το λούπινο και αντίστοιχα φυτά να πάρουν την θέση που τους αξίζει στον ελλαδικό χώρο και να προσφέρουν αυτά τα οποία μπορούν. Υπάρχουν και άλλες ιδιομορφίες για το θέμα του λούπινου, ότι π.χ. δεν θέλει νιτρικά λιπάσματα και άλλα πολλά που ξεφεύγουν της παρούσης. Το λούπινο— λόγω της μεγάλης ποσότητας πρωτεϊνών που περιέχει όταν βγάλουμε τα αλκαλοειδή— είναι καταπληκτική τροφή για τα μονογαστρικά αλλά και για τα μυρηκαστικά. Εννοείται, βεβαίως, ότι κάνει και για τα κουνέλια και ό,τιδήποτε άλλο σπιτικό ζώο.

Προτρέπω τους Έλληνες καταναλωτές να γίνουν και εκείνοι χρήστες του λούπινου, να αρχίσει η διάδοση του (3). Από την πλευρά του το ελληνικό υπουργείο Γεωργίας αλλά και η Ανωτάτη Γεωπονική πρέπει να φτιάξει γάλα από το λούπινο, πρωτεϊνικές ίνες και ό,τι άλλο γίνεται παγκοσμίως και για την σόγια. Θα επρότεινα να μπεί και ένα 10% στο ψωμί, που μέχρι στιγμής έχει μόλις 11% πρωτεΐνες όταν προέρχεται από σιτάρι ολικής αλέσεως, ενώ προσθέτοντας 20% λούπινο διπλασιάζουμε τις πρωτεΐνες και κάνεις ένα ψωμί αισθητώς πιο υγιεινό.

Πιστεύω ότι η οποιαδήποτε νομοθετική κάλυψη που θα βοηθήσει την αξιοποίηση του λούπινου θα ήταν ευκταία και θα βοηθούσε τα μέγιστα την χώρα μας. Η προσπάθεια δε αναπτύξεως της αποδόσεως της καλλιέργειας του λούπινου θα ήταν ένα σοβαρό κίνητρο για τον παραγωγό ανεξαρτήτως των αλκαλοειδών που εμπεριέχει και θα έδινε και ώθηση στη βιομηχανία μας. Να λάβετε υπόψη σας ότι επί της αποδόσεως του λούπινου δεν ξέρουμε πολλά πράγματα. Ενδέχεται μία άλλου είδους καλλιέργεια να αποδώσει πολλά περισσότερα. Για αυτό και πρέπει να γίνουν επισταμένες έρευνες. Κάνω έκκληση στην Ανωτάτη Γεωπονική να ασχοληθεί με το θέμα. Επίσης αυτό το οποίο αυτήν την στιγμή δεν ξέρω είναι ποια είναι η περιεκτικότης των πρωτεϊνών στα φύλλα και στον κορμό, ώστε να χρησιμοποιηθεί και αυτό ως ζωοτροφή, καθώς και εάν τα αλκαλοειδή αυτά εμπεριέχονται και στο υπόλοιπο φυτό εκτός από τον καρπό.”

 

Σημειώσεις: 

 

Σημείωση (1): Εδώ σημειώνουμε κάποια στοιχεία σχετικά με το Λούπινο, ώστε να γνωρίσουμε πληρέστερα αυτό το φυτό. Η καλλιέργεια του Λούπινου είναι γνωστή από αρχαιότατων χρόνων. Καλλιεργήθηκε σαν όσπριο πάνω από 3.000 χρόνια στην Λεκάνη της Μεσογείου. Αναφέρεται από τον Θεόφραστο και άλλους αρχαίους συγγραφείς ως Θέρμος ή άγιος Θέρμος και είχε υπογραμμίσει την ικανότητα του Λούπινου να φυτρώ­νει σε φτωχά εδάφη καθώς και στην ωφελιμότητά του στην βελτίωση του εδάφους.

Καλλιεργούνται για τα σπέρματά τους και για χλωρή λίπαν­ση ιδίως στα ελαφρά μη ασβεστούχα εδάφη καθώς και για τροφή ζώων. Επίσης για καλλωπιστικό. Στη χώρα μας η οποία θεωρείται ως φυσικό τους περιβάλλον τείνουν να εξαφανι­στούν. Καλλιεργούνται ελάχιστα στην Πελοπόννησο και Κρή­τη.

Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν ελπίδες ότι τα προσεχή χρόνια τα Λούπινα θα πάρουν σημαντική θέση μεταξύ εκείνων των εγχώριων πηγών πρωτεϊνών οι οποίες μπορούν να υποκατα­στήσουν την εισαγόμενη σόγια.

Περιγραφή Λούπινο

Λούπινο: περιγραφή του φυτού (εδώ)

Σημείωση (2): Ας δούμε εδώ κάποιες τεχνικές λεπτομέρειες σχετικά με την καλλιέργεια του Λούπινου. Στα ημιορεινά και ορεινά η σπορά γίνεται νωρίς την άνοιξη, ενώ στις περιοχές µε ήπιο χειμώνα, το φθινόπωρο. Το λούπινο σε φτωχά εδάφη αποδίδει καλύτερα από βίκο, µηδική ή µπιζέλι. Αναπτύσσεται σε χονδρής υφής καλοστραγγιζόµενα και όξινα έως ουδέτερα εδάφη. Τα ελαφρά κοκκινοχώµατα είναι τα καλύτερα. Τα ασβεστούχα εδάφη είναι ακατάλληλα. Η σπορά γίνεται µε σπαρτική µηχανή σε γραµµές που απέχουν 30-40 εκ. Επί των γραµµών οι σπόροι τοποθετούνται ανά 10-15 εκ. και σε βάθος 2-3 εκ. Για παραγωγή καρπού χρειάζονται 6 έως 8 κιλά σπόρος το στρέµµα και για χλωρή νοµή ή χλωρή λίπανση 15-20 κιλά σπόρος το στρέµµα. Οι σπόροι του λούπινου έχουν το χαρακτηριστικό ότι µπορεί να σπαρθούν και σε έδαφος που έχει αναξεσθεί ελαφρώς ή καθόλου, λόγω της ικανότητάς τους να προσλαμβάνουν υγρασία από την ατμόσφαιρα και να φυτρώνουν βυθίζοντας το ισχυρό ριζίδιο στο σκληρό έδαφος. Τα λούπινα συγκομίζονται για καρπό µε θεριστική μηχανή, όταν το µεγαλύτερο ποσοστό των λοβών αρχίζει να δείχνει σηµεία ωρίµανσης. Για παραγωγή χλωρής µάζας για νοµή η συγκοµιδή γίνεται κατά την άνθηση. Για παραγωγή σανού η κοπή των φυτών γίνεται στο τέλος της άνθησής τους. Σε πολύ καλές συνθήκες η απόδοση µπορεί να φθάσει έως και 500 κιλά καρπό το στρέµµα. (βλέπε κι εδώ).

Σημείωση (3): Στροφή στα λούπινα για την κάλυψη των αναγκών σε ζωοτροφές προτείνουν επιστήμονες, που τα συνιστούν ακόμα και σε ανθρώπους, λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς τους σε πρωτεΐνες. Τη χρήση του λούπινου ως εναλλακτική καλλιέργεια στην Ελλάδα διερεύνησαν σε εργασία τους οι Σ.Λεοντόπουλος, Μ. Παπαδοπούλου, Α.Φώσκολος και Κ.Πετρωτός, με επικεφαλής τον καθηγητή του Τμήματος Ζωικής Παραγωγής του ΤΕΙ Λάρισας Χρήστο Μακρίδη. 

«Με την καλλιέργεια του λούπινου, που είναι αυτοφυές στη χώρα μας, μπορούμε να καλύψουμε, με μικρό κόστος, τις ανάγκες σε πρωτεΐνες που απαιτούνται στις ζωοτροφές και να περιορίσουμε τις εισαγωγές σόγιας που χρησιμοποιείται για τη διατροφή των ζώων» εξήγησε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο κ. Μακρίδης.

Παράλληλα, η εναλλακτική αυτή καλλιέργεια μπορεί να αξιοποιήσει όξινα εδάφη και να λειτουργήσει ως εδαφοβελτιωτικό εξαιτίας την αζωτοδέσμευσης.  «Χώρες της Ευρώπης όπως η Ιταλία και η Γερμανία έχουν μια αυξητική τάση στην καλλιέργεια του λούπινου και αναρωτιέμαι, γιατί όχι και η Ελλάδα που έχει το κατάλληλο περιβάλλον και μπορεί να αποτελέσει μια οικονομική λύση για τον πρωτογενή τομέα» ανέφερε ο κ.Μακρίδης διευκρινίζοντας ότι το φυτό δεν είναι απαιτητικό σε καλλιεργητικές φροντίδες, εισροές λιπασμάτων και φυτοπροστατευτικά προϊόντα και – κυρίως – αξιοποιεί φτωχά και άγονα εδάφη. 

Τα λούπινα, όπως λέει ο καθηγητής, από τους αρχαίους χρόνους καλλιεργούνταν για ποικιλία χρήσεων, όπως για τη βελτίωση των συστατικών του εδάφους, για τη βόσκηση των ζώων, την κατανάλωση από τους ανθρώπους και για διάφορες θεραπευτικές χρήσεις. Οι Ρωμαίοι αποπίκραιναν τα λούπινα σε αλμυρό νερό και τα πουλούσαν στους δρόμους, οι Ισπανοί στο «Νέο Κόσμο» παρατήρησαν ότι και οι λαοί των Άνδεων καλλιεργούσαν λούπινα και στην Ευρώπη, τα κίτρινα λούπινα, αναπτύχθηκαν ευρέως στα αμμώδη, όξινα εδάφη. 

Το μόνο μειονέκτημα του λούπινου είναι η λουπινίνη (lupinine), η οποία μπορεί να προκαλέσει στα βόσκοντα ζώα τη λουπίνωση, που εκδηλώνεται με συμπτώματα διάρροιας, γενικής κατάπτωσης και ίκτερο. Η λουπινίνη βρίσκεται στα φύλλα, στον κορμό, στους σπόρους και στις ρίζες και περιορίζει την χρήση του λούπινου στη διατροφή των ζώων και του ανθρώπου. 

«Οι καινούργιες όμως ποικιλίες περιέχουν μειωμένες συγκεντρώσεις της λουπινίνης, καθώς με γενετικές βελτιώσεις επιτυγχάνεται η μείωσή της σε ελάχιστα ποσοστά» εξήγησε ο κ.Μακρίδης. Όσον αφορά την χρήση των καρπών στην ανθρώπινη διατροφή, επειδή βγάζουν μια πικράδα, συνηθίζεται να ακολουθούνται διάφοροι τρόποι «ξεπικρίσματος», όπως στα κουκιά. 

«Πάντως, στην Ελλάδα, τα καταναλώνουν ακόμα, σε διάφορες περιοχές όπως στην Πελοπόννησο, την Κρήτη και τη Λακωνία λόγω της καλής διατροφικής ποιότητας, αφού πρόκειται για καρπούς πλούσιους σε πρωτεΐνη» τόνισε ο κ. Μακρίδης συμπληρώνοντας ότι βοηθούν και στην ανάπτυξη προϊόντων, όπως τα ζυμαρικά, τα πατατάκια, το ψωμί, τα μπισκότα και το κέικ. 

Η πτωτική πορεία της καλλιέργειας του λούπινου άρχισε στη χώρα μας τη δεκαετία του ΄70 αλλά τα τελευταία χρόνια, διαπιστώνει ο καθηγητής, παρατηρείται μια μικρή αύξηση στην καλλιέργεια και στην παραγωγή.  

«Είναι μια καλή λύση για τον περιορισμό των εισαγωγών σόγιας, για την αξιοποίηση των όξινων εδαφών αλλά και για την κάλυψη των διατροφικών μας αναγκών» καταλήγει προτείνοντας την επαναφορά του λούπινου στα τραπέζια μας. Άλλωστε, οι φυτικές ίνες που περιέχει ο πυρήνας των γλυκών λούπινων, αντιπροσωπεύουν το 40% του βάρους του, αποτελώντας το υψηλότερο επίπεδο από τα άλλα όσπρια.(βλέπε κι’ εδώ).

 

Για την Ενωμένη Ρωμηοσύνη,

Αντώνης Καλόγηρος

Εκπαιδευτικός-οικονομολόγος