ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΦΥΣΗ. ΑΛΛΑ ΠΩΣ

EPISTROFH STHN FYSH

Νι­κο­λά­ου Κα­τσια­βριᾶ

Καθηγητοῦ­

 

Κα­λο­καί­ρι 2002. Μὲ τὰ τρί­α πρῶ­τα μας παι­διὰ ἐ­πι­σκε­φθή­κα­με τοὺς γο­νεῖς τῆς συ­ζύ­γου μου στὸ χω­ριό, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­πέ­χει πε­ρὶ τὰ 20 χι­λι­ό­με­τρα ἀ­πὸ τὸν Βό­λο. Ἐ­κεῖ οἱ γο­νεῖς εἶ­χαν, καὶ ἔ­χουν ἀ­κό­μα, κό­τες, κο­τό­που­λα, χῆ­νες, πά­πι­ες, πε­ρι­στέ­ρια καὶ λοι­πά. Ἡ για­γιὰ πῆ­ρε τὰ δύ­ο με­γα­λύ­τε­ρα παι­διά, τὰ ὁ­ποῖα ἦ­ταν γύ­ρω στὰ 5 χρό­νια τους καὶ πῆ­γαν στὸν κῆ­πο. Τὰ μι­κρά, βλέ­πον­τας τὶς ντο­μά­τες, τὶς πι­πε­ρι­ὲς καὶ τὰ κο­λο­κυ­θά­κια στὰ φυ­τά, ἀ­να­φώ­νη­σαν: Πώ, Πώ, Ψώ­νια!!!

50 χρό­νια πρίν, τὸ 1952, οἱ δι­κοί μου γο­νεῖς, νο­μά­δες Σα­ρα­κα­τσα­ναῖ­οι, ἐγ­κα­τέ­λει­ψαν τὴ νο­μα­δι­κὴ ζω­ὴ καὶ ἐγ­κα­τα­στά­θη­καν σὲ χω­ριὰ στὸν κάμ­πο. Ἕ­ως τό­τε ζοῦ­σαν σὲ κα­λύ­βες, τὸν χει­μῶ­να στὰ χει­μα­διὰ καὶ τὰ κα­λο­καί­ρια στὰ ψη­λὰ βου­νά. Σὰν τὰ πε­τει­νὰ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ σὰν τὰ ἀ­γρί­μια τοῦ δά­σους. Μὲ ἐ­λά­χι­στες ἀ­νάγ­κες, κα­λὴ παι­δεί­α καὶ μόρ­φω­ση καὶ με­γά­λη ἀ­γά­πη στὰ γράμ­μα­τα.

Ἐ­γὼ γεν­νή­θη­κα τὴν πρώ­τη δε­κα­ε­τί­α τῆς μό­νι­μης ἐγ­κα­τά­στα­σης. Με­γά­λω­σα σὲ χω­ριό. Οἱ γο­νεῖς μου ἦ­ταν γε­ωρ­γοὶ καὶ κτη­νο­τρό­φοι. Χαί­ρον­ταν τὴ δου­λειὰ τους ἀλ­λὰ ἐ­μᾶς μᾶς προ­ω­θοῦ­σαν, ὅ­πως ὅ­λοι οἱ Σα­ρα­κα­τσα­ναῖ­οι, στὰ γράμ­μα­τα. Ἔ­τσι ἀ­πὸ 10 ἐ­τῶν βρέ­θη­κα στὴν πό­λη …

Θαύ­μα­ζα τοὺς παπ­ποῦ­δες μου καὶ τὸν πα­τέ­ρα μου, ποὺ ἔ­στρω­ναν μί­α κά­πα καὶ ξά­πλω­ναν καὶ κοι­μό­ταν ὅ­που νἆ ᾿ναι. Ἐ­γὼ φο­βᾶ­μαι τὰ φί­δια, τοὺς σκορ­πιοὺς τὰ πάν­τα. Ἄ­μα­θος βλέ­πεις. Ἐ­κεῖ­νοι ὡς βο­σκοὶ γνώ­ρι­ζαν νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σουν τὸν λύ­κο, τὴν ἀ­λε­ποῦ, τὸ κου­νά­βι …

Τὰ ἕρ­μα τὰ παι­διά μου δὲν εἶ­ναι οὔ­τε ὅ­πως ἐ­γώ. Εὐ­τυ­χῶς εἶ­χαν τοὺς παπ­ποῦ­δες ἀ­πὸ τὴ μά­ννα τους καὶ εἶ­δαν τὸ ἀ­γρο­τι­κὸ σπί­τι καὶ τὴν οἰ­κια­κὴ οἰ­κο­νο­μί­α ποὺ τὸ χα­ρα­κτη­ρί­ζει.

Κά­θε φο­ρά ποὺ βρί­σκο­μαι στὴν ὕ­παι­θρο καὶ βλέ­πω τὰ δέν­τρα καὶ τὰ φυ­τά, τὰ βου­νὰ καὶ τὶς θά­λασ­σες ἀ­νοί­γει ἡ καρ­διά μου καὶ χαί­ρε­ται ἡ ψυ­χή μου. Θε­ω­ρῶ αὐ­το­νό­η­το ὅ­τι ὁ Θε­ὸς μὲ ἔ­πλα­σε νὰ ζή­σω σὲ αὐ­τὸ τὸ πε­ρι­βάλ­λον. Νὰ χαί­ρο­μαι τὸν ἀ­έ­ρα, τὴ θά­λασ­σα, τὸν ἥ­λιο, τὰ ἀ­στέ­ρια. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ἐ­γὼ σὲ αὐ­τὸ τὸ πε­ρι­βάλ­λον δὲν εἶ­μαι μό­νι­μος κά­τοι­κος. Εἶ­μαι πάν­τα ἐ­πι­σκέ­πτης. Δὲν εἶ­μαι μέ­ρος του ἁ­πλὰ καὶ φυ­σι­κὰ ὅ­πως οἱ γο­νεῖς μου. Τὰ παι­διά μου μά­λι­στα δὲν γνω­ρί­ζουν κἄν, ὅ­τι αὐ­τὸ εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ γί­νει.

Πῶς κλει­στή­κα­με στὰ κα­βού­κια μας καὶ ἀλ­λά­ξα­με τρό­πο ζω­ῆς σὲ 50 χρό­νια; Πῶς ἀ­πο­ξε­νω­θή­κα­με ἀ­πὸ τὴ φύ­ση καὶ τὴ ζω­ὴ στὴ φύ­ση καὶ τώ­ρα κά­νου­με λό­γο γιὰ «ἐ­πι­στρο­φὴ στὴ φύ­ση;».

Καὶ τί θὰ πεῖ ἐ­πι­στρο­φὴ στὴ φύ­ση;

Ἕ­νας γεί­το­νάς μας, Γυ­ναι­κο­λό­γος, ἔ­κτι­σε σὲ μί­α πλα­γιὰ ἕ­να πα­λά­τι. Ἔ­χει θέ­α στὴ θά­λασ­σα καὶ γύ­ρω πε­ρι­βό­λι. Στὸ σπί­τι ἔ­χει ὅ­λες τὶς ἀ­νέ­σεις τοῦ σπι­τιοῦ στὴν πό­λη: Πλυν­τή­ρια, ζε­στὸ–κρύ­ο νε­ρό, τη­λε­ό­ρα­ση καὶ ὑ­πο­λο­γι­στὴ καὶ δι­α­δί­κτυ­ο. Στὸ σπί­τι μέ­σα δὲν ὑ­πάρ­χει κόκ­κος σκό­νης. Τὸ πε­ρι­βό­λι τὸ φρον­τί­ζουν δύ­ο Ἀλ­βα­νοί. Τὸ ὅ­λο πε­ρι­βό­λι εἶ­ναι φραγ­μέ­νο μὲ ψη­λὸ πέ­τρι­νο τοῖ­χο, πά­νω σὲ αὐ­τὸν ὑ­πάρ­χει συρ­μά­τι­νος φρά­χτης καὶ μέ­σα πε­ρι­φέ­ρον­ται με­γα­λό­σω­μα σκυ­λιά. Ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τα γιὰ τὴν ἀ­σφά­λεια τοῦ για­τροῦ καὶ τῆς οἰ­κο­γέ­νειάς του ἀλ­λὰ καὶ γιὰ νὰ εἶ­ναι ἀ­σφα­λή τὰ ὑ­πάρ­χον­τά του. Ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­τι γιὰ νὰ κι­νη­θοῦν ὅ­λοι ἔ­χουν αὐ­το­κί­νη­τα!

Πολ­λὲς φο­ρὲς δι­ε­ρω­τῶ­μαι: Ὅ­ταν αὐ­τοὶ οἱ ἄν­θρω­ποι πᾶ­νε στὸ ἐ­ξο­χι­κό τους χαί­ρον­ται τὴ φύ­ση; Ἐ­πι­στρέ­φουν στὴ φύ­ση ἔ­στω καὶ λί­γο;

Ἕ­νας φί­λος μου φι­λό­λο­γος Κα­θη­γη­τής εἶ­ναι καὶ ἐ­πί­μο­να κυ­νη­γός. Τὰ Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα βγαί­νει μὲ πα­ρέ­ες στὰ βου­νὰ καὶ κυ­νη­γοῦν. Τὶς νύ­χτες μέ­νουν σὲ εἰ­δι­κὰ δι­α­μορ­φω­μέ­να βα­νά­κια στὰ ὁ­ποῖ­α ἔ­χουν ὅ­λα τὰ κα­λά. Πο­τὲ ἔ­ξω. Χαί­ρον­ται αὐ­τοὶ οἱ ἄν­θρω­ποι τὴ φύ­ση; Ἢ τὴ φο­βοῦν­ται;

Ἕ­νας ξά­δελ­φός μου, ποὺ βγά­ζει ἀ­κό­μα τὰ πρό­βα­τα στὰ βου­νά, λέ­ει ὅ­τι αὐ­τοὶ οἱ ἄν­θρω­ποι συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται σὰ χα­ζοὶ καὶ γε­λά­ει ὅ­ταν τοὺς θυ­μᾶ­ται: Δε­κά­δες τζὶπ σταθ­μεύ­ουν σὲ κά­ποι­ο χω­μα­τό­δρο­μο τοῦ βου­νοῦ καὶ οἱ «κυ­νη­γοὶ» ξα­μο­λι­οῦν­ται πρὸς δι­ά­φο­ρες κα­τευ­θύν­σεις μὲ τό­σο βάρ­βα­ρο τρό­πο, ποὺ φαί­νον­ται σὰν ξέ­νο σῶ­μα στὸ βου­νό. Ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­τι δὲν βγαί­νει οὔ­τε που­λὶ πε­τού­με­νο μπρο­στά τους.

Κά­τι μᾶς λεί­πει, λοι­πόν, καὶ ὅ­ταν βγαί­νου­με στὴ φύ­ση εἴ­μα­στε ἄν­θρω­ποι τῶν πό­λε­ων; Μπο­ρεῖ νὰ ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ἐ­κεῖ εἶ­ναι ὁ φυ­σι­κὸς τό­πος τῆς ζω­ῆς μας, νὰ χαι­ρό­μα­στε κά­πως τὴ φύ­ση ὅ­ταν βρι­σκό­μα­στε ἐ­κεῖ ἀλ­λὰ κά­που χά­νου­με τὸ παι­χνί­δι καὶ πα­ρα­μέ­νου­με ξέ­νοι στὴ φύ­ση.

Στὴν παγ­κό­σμια λο­γο­τε­χνί­α ὑ­πάρ­χουν τρί­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἔρ­γα, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­να­φέ­ρον­ται στὴ ζω­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που στὴ φύ­ση καὶ στὴ σχέ­ση του μὲ αὐ­τή.

Α΄. Τὸ γνω­στό­τε­ρο ἀ­π᾿ ὅ­λα εἶ­ναι ὁ Ρο­βιν­σών Κροῦσ­σος τοῦ Δα­νι­ὴλ Ντε­φό­ε. Εἶ­ναι ἐμ­πνευ­σμέ­νο ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρί­α κά­ποι­ου Εὐ­ρω­παί­ου ναυα­γοῦ ὁ ὁ­ποῖ­ος σώ­ζε­ται σὲ ἕ­να νη­σὶ στὸν ὠ­κε­α­νὸ μὲ ἕ­να ὅ­πλο, φυ­σίγ­για καὶ κά­ποι­α ἐ­φό­δια καὶ ὀρ­γα­νώ­νει ἐ­κεῖ τὴ ζω­ὴ του … Χαί­ρε­ται τὴ φύ­ση ἀλ­λὰ δὲν τὴν ἀ­γα­πά­ει. Ζεῖ μὲ τὴν προ­σμο­νὴ τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς στὴν «πό­λη» πρᾶγ­μα ποὺ κά­νει μό­λις βρεῖ τὴν πρώ­τη εὐ­και­ρί­α νὰ φύ­γει ἀ­πὸ τὸν φυ­σι­κὸ πα­ρά­δει­σο στὸν ὁ­ποῖ­ο ζοῦ­σε.

Β΄. Ἕ­να ἄλ­λο λι­γό­τε­ρο γνω­στὸ εἶ­ναι τὸ Οὐῶνλ­ντεν τοῦ Χέν­ρι Ντέ­ϊ­βιντ Θό­ρο­ου (1817-1862). Σὲ αὐ­τὸ ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἐγ­κα­τα­λεί­πει τὴν «πό­λη» καὶ ἐγ­κα­τα­βι­ώ­νει σὲ μί­α κα­λύ­βα, στὴν ὄ­χθη τῆς λί­μνης Οὐ­ῶν­λντεν στὶς Ἡ­νω­μέ­νες πο­λι­τεῖ­ες, ὅ­που ζεῖ ἐ­ρη­μη­τι­κὸ βί­ο γιὰ δύ­ο χρό­νια καὶ δύ­ο μῆ­νες. Καὶ αὐ­τὸς ἐ­πι­στρέ­φει στὸν πο­λι­τι­σμὸ καὶ κα­τα­γρά­φει τὴν ἐμ­πει­ρί­α του.

Αὐ­τὸς εἶ­ναι σὲ κα­λύ­τε­ρο δρό­μο καὶ ζεῖ φυ­σι­κό­τε­ρη ζω­ή.

Ὁ Θό­ρο­ου (Thoreau) ξε­κί­νη­σε μὲ τὴν ἀ­πό­λυ­τη θέ­ση «ἐ­πι­στρο­φὴ στὴ φύ­ση», ἀλ­λὰ κα­τέ­λη­ξε σὲ μί­α ἰ­σορ­ρο­πί­α με­τα­ξὺ φύ­σε­ως καὶ πο­λι­τι­σμοῦ. Ἡ στά­ση του καὶ τὰ γρα­πτά του ἐ­νέ­πνευ­σαν τὸ κί­νη­μα τῶν χί­πυς καὶ τῆς οἰ­κο­λο­γί­ας.

Δι­κό του ἦ­ταν καὶ τὸ ἀ­πό­φθεγ­μα «μεῖ­νε στὸν τό­πο σου σὰν τα­ξι­δι­ώ­της».

Γ΄. Ἕ­να ἄλ­λο πο­λὺ ἐν­δι­α­φέ­ρον ἔρ­γο εἶ­ναι τὸ Πα­πα­λάγ­κι. Σὲ αὐ­τὸ εἶ­ναι γραμ­μέ­νες οἱ ἐν­τυ­πώ­σεις ἑ­νὸς σο­φοῦ φυ­λάρ­χου τῶν νη­σι­ῶν Σα­μό­α τοῦ Εἰ­ρη­νι­κοῦ Ὠ­κε­α­νοῦ ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­σκε­ψή του στὴν Εὐ­ρώ­πη στὶς ἀρ­χὲς τοῦ 20ου αἰ­ῶ­να. Ὁ σο­φὸς φύ­λαρ­χος γρά­φει γιὰ νὰ προ­στα­τέ­ψει τοὺς «ἀ­δελ­φούς του» τῶν νη­σι­ῶν ἀ­πὸ τὴν ἀρ­ρώ­στια τοῦ Πα­πα­λάγ­κι. Πα­πα­λάγ­κι εἶ­ναι ὁ Εὐ­ρω­παῖ­ος καὶ τὸ ὅ­λο ἔρ­γο εἶ­ναι μί­α θαυ­μά­σια κρι­τι­κὴ στὸν Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὸ πο­λι­τι­σμό.

Ἀ­ξί­ζει αὐ­τὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο νὰ τὸ δι­α­βά­σει κα­νείς. Δί­νω ἐ­δῶ ἕ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ δεῖγ­μα. Ὁ φύ­λαρ­χος προ­σπα­θεῖ νὰ ἐ­ξη­γή­σει στοὺς συμ­πα­τρι­ῶ­τες του, τί εἶ­ναι τὸ «ἐ­πάγ­γελ­μα», ἡ ἐρ­γα­σί­α ποὺ κά­θε κα­θὼς πρέ­πει Εὐ­ρω­παῖ­ος πρέ­πει νὰ ἀ­σκεῖ διὰ βί­ου. Λέ­ει: Ἐ­μεῖς θὰ ξυ­πνή­σου­με τὸ πρω­ΐ, θὰ πᾶ­με γιὰ κυ­νή­γι, θὰ κό­ψου­με λί­γα φροῦ­τα, θὰ ἑ­τοι­μά­σου­με τὸ φα­γη­τό μας … «Δου­λειὰ» εἶ­ναι νὰ κά­νεις κά­τι ἀ­πὸ αὐ­τὰ (πα­ρά­δειγ­μα: νὰ μα­γει­ρεύ­ει) ὅ­λη τὴν ἡ­μέ­ρα σὲ ὅ­λη του τὴ ζω­ή!

Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρη ἐ­πι­σή­μαν­ση τοῦ φυ­λάρ­χου εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Εὐ­ρω­παῖ­ος εἶ­ναι ἄ­σπλα­χνος καὶ ἄ­καρ­δος καὶ κα­τα­κτη­τι­κὸς πρὸς τὴ φύ­ση τὴν ὁ­ποί­α δὲν ἀ­γα­πά­ει, ἀλ­λὰ κοι­τά­ει νὰ τὴν ἐκ­με­ταλ­λευ­τεῖ, νὰ τὴν «ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σει», θὰ λέ­γα­με σή­με­ρα.

Φαί­νε­ται ὅ­τι καὶ ἐ­μεῖς ἔ­χου­με υἱ­ο­θε­τή­σει τὶς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὲς ἀ­ξί­ες καὶ τρό­πο ζω­ῆς καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἔ­χου­με ἀ­πο­ξε­νω­θεῖ ἀ­πὸ τὴ φύ­ση. Γι᾿ αὐ­τὸ δὲν κα­τα­νο­οῦ­με τὴ ζω­ή μας ὡς μέ­ρος τῆς φύ­σης, ἀλ­λὰ σὰν κά­τι ξε­χω­ρι­στό, κά­τι ποὺ βρί­σκε­ται ἀ­πέ­ναν­τι στὴ φύ­ση καὶ ἔρ­γο του εἶ­ναι νὰ τὴν κα­τα­κτή­σει. Γι᾿ αὐ­τὸ ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ μί­α βόλ­τα στὴ φύ­ση σπεύ­δου­με στὰ σπί­τια ἢ στὰ ξε­νο­δο­χεῖ­α –καὶ ξε­νο­δο­χεῖ­α μέ­σα στὰ ἔ­λα­τα!!!– σὲ «ἀ­σφα­λὲς» πε­ρι­βάλ­λον!!!

Γί­νε­ται λό­γος γιὰ ἐ­πι­στρο­φὴ στὴ φύ­ση, ἐ­πει­δή, ὑ­πο­τί­θε­ται, μᾶς ἔ­χει ἀλ­λο­τρι­ώ­σει καὶ μᾶς ἔ­χει κά­νει ἀ­φύ­σι­κους ἀν­θρώ­πους ὁ πο­λι­τι­σμός. Αὐ­τὸ ὡς ἕ­να ση­μεῖ­ο εἶ­ναι σω­στό.

Στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ὁ πο­λι­τι­σμὸς ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς ἔρ­γο τῶν ἀ­πο­γό­νων τοῦ Κά­ϊν. Ὁ Θε­ὸς με­τὰ τὴν πτώ­ση τῶν πρω­το­πλά­στων ἔ­βα­λε τὸν Ἀ­δὰμ «ἀ­πέ­ναν­τι τοῦ Πα­ρα­δεί­σου» καί, ἐν­νο­εῖ­ται, ἐ­κεῖ ἔ­ζη­σε καὶ ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του. Ὁ Ἄ­βελ ἀ­σχο­λοῦν­ταν μὲ τὴν ποι­με­νι­κὴ ζω­ὴ, ἐ­νῶ ὁ Κά­ϊν μὲ τὴ γε­ωρ­γι­κή. Καὶ οἱ δύ­ο προ­σέ­φε­ραν θυ­σί­α στὸν Θε­ὸ (κα­λῶς), ἀλ­λὰ μό­νο ὁ Ἄ­βελ δι­αί­ρε­σε κα­λῶς, καὶ πρό­σφε­ρε τὰ κα­λύ­τε­ρα. Ἡ θυ­σί­α του ἔ­γι­νε δε­κτὴ, ἐ­νῶ τοῦ Κά­ϊν ὄ­χι. Αὐ­τὸ εἶ­χε σὰν ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὁ Κά­ϊν νὰ τὸν φθο­νή­σει καὶ νὰ τὸν σκο­τώ­σει. Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ πῆ­ρε τὴν «κα­τά­ρα» τοῦ Θε­οῦ καὶ τὸ «ση­μά­δι» καὶ «ἧν οἰ­κο­δο­μῶν πό­λιν» … (Γέ­νε­ση 4, 17 καὶ ἑ­ξῆς).

Θε­ο­λο­γι­κῶς, λοι­πόν, τὸ ζή­τη­μα δὲν εἶ­ναι αὐ­τὴ κα­θ᾿ αὐ­τὴ ἡ «πό­λις» καὶ ὁ πο­λι­τι­σμὸς ἀλ­λὰ ἡ στά­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πέ­ναν­τι σὲ αὐ­τά: Ἂν χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸν πο­λι­τι­σμὸ γιὰ νὰ αὐ­το­νο­μη­θεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ νὰ λύ­σει τὰ προ­βλή­μα­τά του μό­νος του καὶ νὰ αὐ­το­θε­ω­θεῖ, τό­τε σα­φῶς ἔ­χει λα­θε­μέ­νη στά­ση καὶ ὁ­δη­γεῖ­ται στὴ δι­α­φθο­ρὰ καὶ τὸν κα­τα­κλυ­σμό, ὅ­πως ἔ­γι­νε τό­τε, ἢ στὴ σύγ­χυ­ση τῆς Βα­βέλ, ὅ­πως ἔ­γι­νε λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα. Πα­ρό­μοι­α σύγ­χυ­ση σὲ με­γα­λει­ώ­δη ἔ­κτα­ση βλέ­που­με καὶ σή­με­ρα: Ὑ­περ­βο­λι­κὴ τε­χνο­λο­γί­α, ἀ­πί­στευ­τη γνώ­ση, ἄ­με­τρος πλοῦ­τος καὶ χλι­δὴ καί, ταυ­τό­χρο­να, ἄ­θλια φτώ­χεια, ψυ­χα­σθέ­νει­ες, ναρ­κω­τι­κὰ καὶ πα­ροι­μι­ώ­δης ἐκ­με­τάλ­λευ­ση ἀν­θρώ­που ἀ­πὸ ἄν­θρω­πο.

Αὐ­τὰ εἶ­ναι τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῆς ἀ­πο­μά­κρυν­σης τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ τῆς συ­νει­δη­τῆς αὐ­το­νό­μη­σής του.

Ἂν ὁ πο­λι­τι­σμὸς ἦ­ταν κά­τι κα­κὸ δὲν θὰ ἔ­με­νε τό­σα χρό­νια ὁ π. Πορ­φύ­ριος στὸ πα­ρεκ­κλή­σιο τῆς Πο­λυ­κλι­νι­κῆς στὴν Ὁ­μό­νοι­α. Πα­ράλ­λη­λα, κά­θε ἀ­γροῖ­κος καὶ ἀ­μόρ­φω­τος, θὰ ἦ­ταν ἅ­γιος.

Ἐ­νῶ ἡ πό­λις τοῦ Κάϊν χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν ἄρ­νη­ση τοῦ Θε­οῦ, ἡ πό­λις τῶν Ἑλ­λή­νων εἶ­ναι ὁ χῶ­ρος συ­νάν­τη­σης, ὁ­λο­κλή­ρω­σης καὶ κα­τα­ξί­ω­σης τῶν πο­λι­τῶν. Μὲ τὸν ἐρ­χο­μὸ μά­λι­στα τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης ἡ ζω­ή, ἡ ἐν Χρι­στῷ ζω­ὴ «πο­λι­τεύ­ε­ται» καὶ πο­λί­ζε­ται ἀ­κό­μα καὶ ἡ ἔ­ρη­μος ἀ­πὸ ἁ­γί­ους ἀ­σκη­τές, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­γω­νί­ζον­ται νὰ εἶ­ναι εὐ­ά­ρε­στοι στὸν Θε­ὸ καὶ κά­ποι­οι εἶ­ναι καὶ προ­φα­νῶς θε­ο­φό­ροι ὁ­δη­γοὶ τοῦ πο­λι­τεύ­μα­τος – ἔ­τσι ὀ­νό­μα­ζαν τὸ κρά­τος τους. Ἡ με­τά­βα­ση ἀ­πὸ τὴν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὴ πό­λη στὸ πο­λί­τευ­μα τῆς Ρω­μη­ο­σύ­νης ἔ­γι­νε διὰ τῶν ἀ­γώ­νων τῶν μαρ­τύ­ρων καὶ τῶν ἀ­σκη­τῶν.

Ὅ­ταν ἡ πλα­νε­μέ­νη Δύ­ση κυ­ρι­άρ­χη­σε ὡς πο­λι­τι­σμὸς στὸν κό­σμο δη­μι­ουρ­γή­θη­καν οἱ πό­λεις, ὅ­πως τὶς γνω­ρί­ζου­με. Ὁ δυ­τι­κὸς ἄν­θρω­πος κα­τα­νο­εῖ ὅ­τι κά­τι πά­ει στρα­βὰ ἀλ­λὰ δὲν ἔ­χει βο­η­θη­θεῖ ἀ­πὸ ἐ­μᾶς νὰ κα­τα­νο­ή­σει τὴν αἰ­τί­α τῆς ἀλ­λοί­ω­σής του.

Ὅ­πως εἶ­χε κα­τα­λή­ξει καὶ ὁ Θό­ρο­ου ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἀ­παι­τεῖ­ται εἶ­ναι ἡ ἰ­σορ­ρο­πί­α με­τα­ξύ τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ καὶ τῆς φύ­σης. Ἐν­νο­εῖ­ται ὅ­τι αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ ἐ­πι­τευ­χθεῖ χω­ρὶς τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, χω­ρὶς πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ή, χω­ρὶς τὴν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ. Ἡ ἄρ­νη­ση στὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ ἔλ­λει­πε ἀ­πὸ τὸν Κά­ϊν καὶ ὁ­δη­γή­θη­κε σὲ ἀ­δι­έ­ξο­δο. Κα­τά­φα­ση στὴ χά­ρη εἶ­χε ὁ Ἄ­βελ καὶ ἦ­ταν εὐ­λο­γη­μέ­νος. Αὐ­τὸ εἶ­ναι ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζει τὸν κά­θε Κά­ϊν καὶ Ἄ­βελ στὴν ἱ­στο­ρί­α.

Ἔ­τσι, λοι­πόν, τὸ ζή­τη­μα ἐ­πι­στρο­φῆς στὴ φύ­ση εἶ­ναι πρῶ­τα ἀ­π᾿ ὅ­λα καὶ ζή­τη­μα ἐ­πι­στρο­φῆς μας στὸν Θε­ὸ καὶ στὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τό μας. Ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος τῶν Γερ­γε­ση­νῶν ὅ­σο εἶ­χε μέ­σα του τὴν λε­γε­ώ­να τῶν δαι­μο­νί­ων ἦ­ταν ἐ­κτὸς ἑ­αυ­τοῦ ἔ­τρε­χε στὰ μνή­μα­τα καὶ ξέ­σχι­ζε τὸν ἑ­αυ­τό του μὲ πέ­τρες. Ὅ­ταν ὅ­μως ὁ Χρι­στὸς ἐ­ξέ­βα­λε τὰ δαι­μό­νια, λέ­ει τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, «εἰς ἑ­αυ­τὸν δὲ ἐλ­θῶν» κά­θον­ταν κον­τὰ στὸ Χρι­στὸ «ἱμα­τι­σμέ­νος καὶ σω­φρω­νῶν» – εἶ­χε σώ­ας τὰς φρέ­νας καὶ ἦ­ταν ντυ­μέ­νος (Μτ. 8, 28-34, Μρκ. 5, 1-20, Λκ. 8, 26-39).

Ἀ­π᾿ ὅ­σα γνω­ρί­ζω αὐ­τὴ ἡ ἰ­σορ­ρο­πί­α με­τα­ξὺ φύ­σε­ως καὶ πο­λι­τι­σμοῦ, ὅ­που ὁ­δη­γὸς καὶ κρι­τή­ριο εἶ­ναι ἡ χά­ρις τοῦ Θε­οῦ καὶ προ­ϋ­πό­θε­ση εἶ­ναι ἡ ἐν Χρι­στῷ ζω­ή, εἶ­ναι ὁ­ρα­τὴ σα­φέ­στα­τα στὰ Ὀρ­θό­δο­ξα Μο­να­στή­ρια στὰ ὁ­ποῖα­ καλ­λι­ερ­γεῖ­ται ἡ ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κὴ πα­ρά­δο­ση ἀ­σκη­τι­κῆς καὶ ἁ­γι­ό­τη­τας.

Σὲ γε­νι­κὲς γραμ­μὲς στὸ «πῶς» τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς στὴ φύ­ση ἔ­χου­με νὰ προ­τεί­νου­με τὰ ἀ­κό­λου­θα:

* Νὰ βροῦ­με τὴν ἁ­πλὴ καὶ λι­τὴ ζω­ή, ὥ­στε νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦ­με τὶς βα­σι­κὲς ἀ­νάγ­κες μας. Τὰ πα­ρα­πά­νω δη­μι­ουρ­γοῦν κιν­δύ­νους ἐ­ξαρ­τή­σε­ων.

* Νὰ πε­ρι­ο­ρί­σου­με τὶς «εἰ­κό­νες» καὶ τὶς «πλη­ρο­φο­ρί­ες» μὲ τὶς ὁ­ποῖ­ες μᾶς βομ­βαρ­δί­ζουν σή­με­ρα. Αὐ­τὰ μᾶς ζα­λί­ζουν καὶ χά­νου­με τὴ ζω­ή, τὸν χρό­νο καὶ τὶς συ­ναν­τή­σεις μὲ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους μας.

* Νὰ εἴ­μα­στε πάν­το­τε σὲ συμ­φω­νί­α μὲ τὴ φύ­ση. Σὲ αὐ­τὴ τὴ συμ­φω­νί­α θὰ μᾶς ὁ­δη­γή­σουν οἱ πα­ρα­δο­μέ­νες νη­στεῖ­ες καὶ ἡ τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ γε­νι­κῶς.

   Εἶ­ναι πρά­ξη ἐ­λευ­θε­ρί­ας νὰ φᾶ­με λί­γο κρεμ­μυ­δά­κι, με­ρι­κὲς ἐ­λί­τσες καὶ λί­γα φροῦ­τα. Ἂν ἀ­νέ­βω στὸ βου­νὸ καὶ κου­βα­λή­σω ἐ­κεῖ τὸν «κό­σμο» καὶ φά­ω κα­λα­μά­ρια τη­γα­νη­τὰ, ποι­ὸ τὸ ὄ­φε­λος;

* Νὰ μα­θη­τεύ­σου­με σὲ ἀν­θρώ­πους, οἱ ὁ­ποῖ­οι ζοῦν ἁ­πλὰ στὴ φύ­ση καὶ εἶ­ναι μέ­ρος της λει­τουρ­γι­κό. Ἂν εἶ­ναι καὶ εὐ­σε­βεῖς ἀ­κό­μα κα­λύ­τε­ρα.

* Νὰ μά­θου­με πῶς φυ­τεύ­ον­ται τὰ μα­ρού­λια καὶ οἱ ντο­μά­τες, πῶς ἀ­να­πτύσ­σον­ται καὶ μα­γει­ρεύ­ον­ται τὰ κο­τό­που­λα καὶ ἄλ­λα πρα­κτι­κά.

* Νὰ συν­δυ­ά­ζου­με τὴν ἔ­ξο­δο στὴ φύ­ση μὲ στρο­φὴ τοῦ νοῦ μας στὸν πλά­στη μας, μὲ Δο­ξο­λο­γί­α καὶ Εὐ­χα­ρι­στί­α γιὰ ὅ­σα γνω­ρί­ζου­με καὶ ὅ­σα δὲν γνω­ρί­ζου­με, φα­νε­ρὰ καὶ ἀ­φα­νῆ εὐ­ερ­γε­τή­μα­τά Του.

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ι΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΑΠΡ.-ΙΟΥΝ. 2012

 

 

 

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα