Γεώργιος Καραϊσκάκης (1782 στό Μαυρομμάτι Καρδίτσας-23 Ἀπριλίου 1827 Φάληρο)

«Ἐγώ πεθαίνω, ὅμως ἐσεῖς νά εἶστε μονιασμένοι καί νά βαστήξετε τήν πατρίδα». Ἡ τελευταία παραίνεση τοῦ Γεωργίου Καραϊσκάκη πρός τούς ἄνδρες του.

Ιωάννου Κρασσά

22 Ἀπριλίου 1827 μεταμεσημβρινές ὧρες, στρατόπεδο τῶν Ἑλλήνων στό Φάληρο.

ΠΑΝΟΜΑΡΑΣ: Κατέβα κάτω Στρατηγέ.

ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ: Τί λές ὠρέ Γιαννούση ;

ΠΑΝΟΜΑΡΑΣ: Κατέβα κάτω σοῦ λέγω.

ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ: Ὠρέ ἄφησε τό ἄλογο.

ΠΑΝΟΜΑΡΑΣ: Κατέβα ἤ τό σφάζω.( Βαστάει τά χαλινάρια καί εἶναι ἕτοιμος νά σχίσει τήν κοιλία τοῦ ἀλόγου μέ τό γιαταγάνι του)

ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ: Μή τό χαλάσεις ὠρέ τό ζωντανό.[1]

Ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης ξεκινᾶ νά μεταβεῖ στήν γραμμή ἀντιπαραθέσεως τῶν στρατευμάτων, λόγῳ συμπλοκῆς πού ξέσπασε, μετά ἀπό ἀντεγκλήσεις μεταξύ Ἑλλήνων καί Τούρκων. Τό ἄλογό του ὅμως, ἔχει στυλώσει τά πόδια του καί ἀρνεῖται νά προχωρήσει. Ὁ ὑπασπιστής του καί ἔμπειρος ἱππέας Γιαννούσης Πανομάρας πι-στεύει ὅτι τό ζῶο ἀπό ἔνστικτο προσπαθεῖ νά προστατεύσει τόν ἀναβάτη του καί τοῦ ζητάει νά παραμείνει στό στρατόπεδο, ἀπειλώντας ὅτι θά φονεύσει τό ἄλογο. Ὁ Καραϊσκάκης γνωρίζει ὅτι ὁ τραχύς καί ὀρεσίβιος ὑπασπιστής του ἦταν ἱκανός νά πραγματοποιήσει τήν ἀπειλή του καί ἀφίππευσε. Τελικά διέλαθε τῆς προσοχῆς του, ἵππευσε τό ἄλογό του καί μετέβη στήν περιοχή τῆς ἁψιμαχίας, ὅπου τραυματίσθηκε στήν κοιλιακή χώρα. Ἐξέπνευσε τήν 08:00 τῆς ἑπομένης, ἀνήμερα τῆς ὀνομαστικῆς του ἑορτῆς (23 Ἀπριλίου).

Ὁ Γιός τῆς Καλόγριας

Ἡ ζωή τοῦ Καραϊσκάκη ἔχει ὅλα τά χαρακτηριστικά ἀρχαίας ἑλληνικῆς τρα-γωδίας καί Σαιξπηρικού δράματος ταυτοχρόνως. Ἀποτελεῖ ἕναν ἀπό τούς πλέον ξε-χωριστούς πρωταγωνιστές τοῦ 1821. Συγκεντρώνει στό πρόσωπό του, σέ ὑπέρτατο βαθμό, τά κυριότερα χαρακτηριστικά τῆς ἰδιοσυστασίας τοῦ Ἕλληνος. Ἡ διαδρομή του ἀπό τήν γέννησή του ἕως τόν ἡρωϊκό θάνατό του, ὑπῆρξε μία ἐναλλαγή δραμα-τικῶν περιστατικῶν καί καταστάσεων. Ὁ Καραϊσκάκης γεννήθηκε τό 1782 στό Μαυ-ρομμάτι Καρδίτσας καί κατ’ ἄλλους στήν Σκουληκαριά τῆς Ἄρτας.[2] Ἡ μητέρα του Ζωή Διμιτσκῆ ἔμεινε χήρα σέ νεαρή ἡλικία δίχως νά τεκνοποιήσει. Παρεῖχε ὑπηρε-σίες νεωκόρισσας στό μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου κοντά στό Μαυρομμάτι, δέν ἐκάρη ὅμως μοναχή. Ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης ὑπῆρξε καρπός τῆς σχέσεώς της μέ τόν ἀρματολό Δημήτριο Καραΐσκο

Τά Δύσκολα Χρόνια

Ἡ Ζωή ἐκδιώχθηκε ἀπό τό μοναστήρι καί γέννησε σέ ἕνα σπήλαιο τῆς περιοχῆς. Στό παιδί της ἔδωσε τό ὄνομα τοῦ προστάτη Ἁγίου τῆς μονῆς καί τόν παρέδωσε νήπιο σέ μία ὁμάδα Σαρακατσάνων κτηνοτρόφων, ἀδυνατώντας νά τό συντηρήσει. Ὁ ὀκτάχρονος Καραϊσκάκης ἐγκαταλείφθηκε στήν τύχη του, ὅταν ἡ μητέρα του ἀποβίωσε. Στερήθηκε τά στοιχειώδη βιώνοντας τό πιό ἀπάνθρωπο πρόσωπο μιᾶς κοινωνίας δομημένης μέ τούς δικούς της ἰδιαίτερους κανόνες. H ἐπιβίωσή του ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα τῆς θείας πρόνοιας καί ἀποτελεῖ ἀπό μόνη της ἕνα θαῦμα. Σέ μία ἰδιαίτερα δύσκολη ἐποχή, ἡ ἀπουσία οἰκογενειακῆς προστασίας καί θαλπωρῆς ἐνίσχυσαν τήν ἀγωνιστικότητά του καί τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως. Σέ ἡλικία 15 χρόνων εἶχε τήν δική του ὁμάδα παρανόμων. Συνελήφθη καί φυλακίσθηκε ἀπό τόν Ἀλῆ πασᾶ, ἀλλά στήν συνέχεια ἐντάχθηκε στά ἔνοπλα τμήματά του. Τό 1804 ἐγκατέλειψε τόν Ἀλῆ πασᾶ καί ἀκολούθησε τόν περίφημο κλέφτη Ἀντώνη Κατσα-ντώνη. Τό 1809 μετά τόν μαρτυρικό του θάνατο ἐπανῆλθε στήν ὑπηρεσία τοῦ Ἀλῆ πασᾶ. [3] Τήν ἴδια χρονιά νυμφεύθηκε τήν Ἐγκολπία (Γκόλφω) Ψαρογιαννοπούλου μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε ἕναν υἱό, τόν Σπύρο[4] καί δύο θυγατέρες (Ἑλένη καί Πηνε-λόπη). Ἡ γυναῖκα του ἀπεβίωσε μετά τήν γέννηση τοῦ τρίτου παιδιοῦ τους. Ἀπό νε-αρή ἡλικία ὑπέφερε ἀπό φυματίωση, τήν ὁποία ἀντιμετώπιζε μέ ἀξιοθαύμαστη καρτερικότητα καί θέληση.

Ἡ Δίκη τοῦ Καραϊσκάκη

Μέχρι τήν ἔκρηξη τῆς ἐπαναστάσεως ἡ φιλοδοξία τοῦ Καραϊσκάκη ἦταν νά διαφεντεύει τά Ἄγραφα. Ἐξέλαβε τό ρευστό περιβάλλον τῆς ἐπαναστάσεως σάν τήν εὐκαιρία γιά τήν πραγμάτωση τῶν μύχιων πόθων του.

Τόν Μάρτιο τοῦ 1824, συγκρούσθηκε μέ τόν Ἀλέξανδρο Μαυροκορδᾶτο, ὁ ὁποῖος τόν παρέπεμψε σέ δίκη μέ τήν κατηγορία ὅτι προετοίμαζε τήν παράδοση τοῦ Μεσολογγίου στόν Ὀμέρ Βρυώνη, μετά ἀπό καταγγελία τοῦ Κωνσταντίνου Βουλπιώτη. Ἡ Συγκροτηθεῖσα γιά τήν ἐξέταση τῶν κατηγοριῶν ἐπιτροπή ἐξέδωσε ἀπόφαση διοικητική καί ὄχι δικαστική. Ἔκρινε τόν Καραϊσκάκη ἔνοχο ἐσχάτης προδοσίας, τοῦ στέρησε τούς βαθμούς καί τά ἀξιώματά του, ἐκδιώχθηκε ἀπό τό Μεσολόγγι καί οἱ πολῖτες διατάχθηκαν νά ἀποφεύγουν κάθε ἐπικοινωνία μέ τόν «ἐχθρό τῆς πατρίδος». Μετέβη στό Ναύπλιο, ἀπ’ ὅπου ἔστειλε ἀναφορά ἐκφράζοντας τήν μεταμέλειά του στόν Μαυροκορδᾶτο, τήν ὁποία ὅμως δέν ἀποδέχθηκε.

Τά Χρόνια τῆς Δόξας

Τόν Ἰούνιο τοῦ 1824 ἡ κυβέρνηση τοῦ ἀνέθεσε νά ἐκστρατεύσει στήν Ἀνατολική Στερεά Ἑλλάδα. Ὁ Καραϊσκάκης κέρδισε τήν ἀποδοχή ὅλων, μέ ἀποτέλεσμα νά τόν ἀναγνωρίσουν ὡς γενικό ἀρχηγό. Τό ἑπόμενο ἔτος συμμετεῖχε στόν δεύτερο ἐμφύλιο καί δυστυχῶς σπατάλησε τήν ἐνεργητικότητά του καί τό ταλέντο του κατά τῶν «Ἑλλήνων Ἀνταρτῶν τῆς Πελοποννήσου». Τόν Ἰούλιο τοῦ 1826 ἔφθασε ἡ ὥρα τοῦ Καραϊσκάκη. Ὁ Ἀνδρέας Ζαΐμης ὡς πρόεδρος τοῦ Ἐκτελεστικοῦ (Πρωθυπουργός) τόν διόρισε Ἀρχιστράτηγο τῆς Ρούμελης καί τοῦ ἀνέθεσε τήν ἀπελευθέρωσή της σέ μία περίοδο πού ὅλα φαίνονταν χαμένα. Ὁ Ζαΐμης μέ τήν πράξη του αὐτήν ἔδειξε ἀνωτερότητα, παραβλέποντας τήν λεηλασία ἀπό τόν Καραϊσκάκη τῆς οἰκίας του στήν Κερπινή Ἀχαΐας κατά τήν ἐπονείδιστη ἐποχή τοῦ ἐμφυλίου πολέμου. Ὁ φίλερις, βωμολόχος, πανοῦργος, μηχανορράφος καί εὐέξαπτος ἑαυτός παραμέρισε, γιά νά ξεδιπλωθεῖ μία ἄλλη πτυχή τοῦ χαρακτῆρος του, μέ τήν ὁποία κέρδισε τήν ἀθανασία καί τήν εὐγνωμοσύνη τοῦ ἔθνους. Στά 44 χρόνια του ἀνέδειξε τό στρατηγικό του ταλέντο, τό πολυμήχανο τοῦ μυαλοῦ του καί τόν εἰλικρινῆ πατριωτισμό του. Ἐγκαινίασε μία νικηφόρα πορεία κατά τῶν τουρκικῶν δυνάμεων τοῦ Κιουταχῆ, μέ ἀποκορύφωμα τήν νίκη τῆς Ἀράχωβας (18-24 Νοεμ. 1826), ἡ ὁποία ὑπῆρξε ἡ δεύτερη σέ μέγεθος ἧττα τῶν Τούρκων μετά τά Δερβενάκια, ὅπου οἱ ἀπώλειές τους ἀνῆλθαν σέ 1.700 νεκρούς.

Τό Τέλος

Ὁ Καραϊσκάκης ἐκστράτευσε στήν Ἀττική, μέ σκοπό νά λύσει τήν πολιορκία τῶν Ἀθηνῶν. Στίς 2 Ἀπριλίου τοῦ 1827 ἡ Ἐθνοσυνέλευση ἀνέθεσε στόν Στρατηγό Ρίτσαρντ Τσώρτς (Richard Church) τήν διοίκηση τοῦ στρατοῦ καί στόν Ναύαρχο Τόμας Κόχραν (Thomas Cohrane) τοῦ ναυτικοῦ. Οι δύο Βρετανοί ἀποφάσισαν τήν διε-νέργεια ἐπιθέσεως κατά τῶν τουρκικῶν δυνάμεων πού πολιορκοῦσαν τήν Ἀθήνα τήν νύκτα 22ας πρός 23η Ἀπριλίου, ἐνέργεια μέ τήν ὁποία διαφώνησε ὁ Καραϊσκάκης καί κατέληξε τελικά σέ ἧττα τῶν Ἑλλήνων.

Τό ἀπόγευμα τῆς 22ας Ἀπριλίου κρητικοί ἐθελοντές μετά ἀπό λεκτικές προκλήσεις ἄρχισαν νά πυροβολοῦν πρός τίς τουρκικές θέσεις, μέ ἀποτέλεσμα τήν γενίκευση τῆς συμπλοκῆς. Ὁ Γεώργιος μετέβη στήν περιοχή τῆς ἁψιμαχίας, ὅπου τραυματίσθηκε θανάσιμα, μέ ἀποτέλεσμα νά ὑποκύψει τήν ἑπομένη. Ὁ Καραϊσκάκης ἐνταφιάσθηκε στόν Ἱερόν Ναό τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στήν Σαλαμῖνα μέσα σέ πάνδημο πένθος.

Τήν 22α Ἀπριλίου τοῦ 1835, σέ μία τελετή παρουσία ὅλων τῶν ἀρχῶν μέ καθολική συμμετοχή λαοῦ καί στρατοῦ, τά ὀστᾶ του μεταφέρθηκαν σέ μνημεῖο στό Φάληρο,[5] στήν θέση ὅπου τραυματίσθηκε μαχόμενος. Ὁ Βασιλεύς Ὄθωνας ἐναπόθεσε ἐπί τῆς νεκρικῆς λάρνακος τόν Μεγαλόσταυρο τοῦ Τάγματος τοῦ Σωτηρός, ἐνῷ ἀνέλαβε τά τέκνα του ὑπό τήν προστασία του.[6]

Ὁ Καραϊσκάκης πέρασε τήν πύλη τῶν Ἠλυσίων Πεδίων[7] μέ τό σπαθί του, δέν τοῦ χαρίσθηκε τίποτα καί ἀπό κανέναν. Ἐάν δέν προσέφερε τίποτα στήν Ἐπανάσταση δέν θά ἐξέπληττε κανένα, ἀλλά μᾶς ἄφησε ὅλους ἔκθαμβους μέ τά κατορθώματά του. Τήν κρίσιμη στιγμή, βροντοφώναξε παρών καί ἐπέλεξε νά κάνει τό σωστό. Τό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του ὑπῆρχε πάντα ἐκεῖ, σάν ἕνα διαμάντι τό ὁποῖο εἶχε κρυφτεῖ κάτω ἀπό τίς «λάσπες» τῆς συμπεριφορᾶς του.

Οἱ ἀγωνιστές τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 δέν ἦσαν ἅγιοι, ἀλλά ἄνθρωποι. Δέν πρέπει νά τούς συγκρίνουμε μέ τά κριτήρια τοῦ δικοῦ μας κοινωνικοῦ καθωσπρεπισμοῦ, γιατί ἔζησαν σέ ἕναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Ἡ συνολική ὅμως προσφορά τους ὑπερκάλυψε τά σφάλματά τους, τά ὁποῖα δέν πρέπει νά ἀποκρύβονται. Στήν ἱστορική μνήμη ἔμειναν ὡς οἱ ἐλευθερωτές τῆς Ἑλλάδος. Πῶς θά μᾶς θυμοῦνται ἐμᾶς οἱ μελλοντικές γενεές;

[1] Ὁ παραπάνω διάλογος διεξήχθη σέ μεγάλη ἔνταση, μεταξύ τῶν δύο ἀν-δρῶν. (Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάστασις , Διονύσιος Κόκκινος 6ος Τόμος σελ. 26)

[2] Τόπος καταγωγῆς τῆς μητέρας του. Ἡ κοινότητα Σκουληκαριᾶς ἀνήκει στόν Καποδιστριακό Δῆμο Γεωργίου Καραϊσκάκη.

[3] Ὁ Ἀλῆ πασᾶς τόν ρώτησε. Τί θέλεις νά σέ κάμω ὠρέ Καραϊσκάκη ;

Πασᾶ μου, ἄν μέ γνωρίζεις ἄξιον γιά ἀφέντη, κάμε με ἀφέντη. Ἄν μέ γνωρί-ζεις ἄξιον γιά χουσμεκιάρη (δοῦλο), κάμε με χουσμεκιάρη. Ἄν δέν μέ γνωρίζεις ἄξιον γιά τίποτα, ρῖξε με στήν λίμνη.

[4] Ὑποστηρίζεται ὅτι ἀπέκτησε τόν υἱό του μέ τήν Ἐγκολπία Σκυλοδήμου.

[5] Τό μνημεῖο βρίσκεται ἐκτός τοῦ γηπέδου ποδοσφαίρου τοῦ Ὀλυμπιακοῦ στόν Πειραιᾶ.

[6] Τόν υἱό του Σπυρίδωνα τόν σπούδασε στό Ἑλληνικό Λύκειο τοῦ Μονάχου καί στήν συνέχεια στήν Στρατιωτική Σχολή Εὐελπίδων. Ὑπηρέτησε ὡς διαγγελέας τοῦ Ὄθωνος καί τόν ἀκολούθησε στό Μόναχο μετά τήν ἐκθρόνισή του. Προικοδό-τησε τίς θυγατέρες του μέ 500 στρέμματα γῆς καί 6.000 δραχμές.

[7] Σύμφωνα μέ τήν ἑλληνική μυθολογία τά Ἠλύσια Πεδία ἦταν ὁ προορι-σμός τῶν ἐνάρετων ψυχῶν καί τῶν ἡρώων στόν Ἅδη.