Μπαλάσης Ιερεύς και Νομοφύλαξ

Ἐμμανουὴλ Περσυνάκη

καθηγητοῦ – ἱεροψάλτου

Στὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 17ου αἰῶνα ἀκμάζει στὸ Φανάρι ὁ σπουδαῖος μελουργὸς Μπαλάσης ἱερεὺς καὶ Νομοφύλαξ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ἐξέχουσα προσωπικότητα τῆς περιόδου ἐκείνης, συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν σοφῶν καὶ λογίων τοῦ Γένους. Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴ μελέτη τῶν στοιχείων ποὺ ἔχουμε στὴ διάθεσή μας καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ Δοσιθέου Πατριάρχη Ἱεροσολύμων, γεννήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1610-1620 ἀπὸ γονεῖς Πελοποννησίους. Σπούδασε στὴν Πατριαρχικὴ Ἀκαδημία καὶ εἶχε δάσκαλο τὸν περίφημο Θεόφιλο Καριδαλλέα. Ὁ καθηγητὴς μουσικολογίας Γρηγόριος Στάθης, ἀναφερόμενος στὴν προέλευση τοῦ ὀνόματος Μπαλάσης, λέγει ὅτι αὐτὸ δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ Βαλάσιος Βλάσης, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ μεσαιωνικὴ λέξη μπαλάσι (τὸ) ποὺ σημαίνει πολύτιμος κατακόκκινος λίθος, ἕνα εἶδος ρουμπινιοῦ. Ἔτσι ἀπὸ τὸ προσηγορικὸ μπαλάσι προῆλθε τὸ Μπαλάσης, ὅπως ἀπὸ τὸ χρυσάφι ὁ Χρυσάφης ὑπαινισσόμενος μάλιστα ὅτι ἴσως τὸ ὄνομά του νὰ ἀνταποκρίνεται στὸν χαρακτῆρα του.

Ὁ Δοσίθεος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων σημειώνει γιὰ τὸν Μπαλάση: «Ἔστι δὲ αὐτὸς ὁ κύριος Μπαλάσης, ὁ ἐντιμότατος καὶ σοφώτατος ἄρχων μέγας Σκευοφύλαξ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας εὐλαβέστατος, Θεοφιλέστατος, φιλαληθέστατος, ἀδωροδόκητος, ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ὑπηρετῶν κατὰ πολλοὺς καὶ διαφόρους τρόπους τῇ διαληφθείσῃ μεγάλῃ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία… πᾶσαν τὴν ζωὴν αὐτοῦ κατηνάλωσε ὑπὲρ τῆς διατηρήσεως τῶν ὀρθῶν δογμάτων, τῶν ἁγίων κανόνων τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου…».

Ἀπὸ τὰ ἔγγραφα τοῦ Πατριαρχείου ποὺ ὑπέγραφε λόγῳ τῆς θέσεώς του διαπιστώνουμε ὅτι πέρασε ἀπὸ πολλὰ ἀξιώματα. Δομέστιχος, Πρωτονοτάριος, Μέγας ἐκκλησιάρχης, Μέγας ρήτωρ, Μέγας χαρτοφύλαξ, Μέγας οἰκονόμος εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ ἀξιώματα ποὺ κατέλαβε στὴν πατριαρχικὴ αὐλή. Εἶναι γνωστὸς ὅμως μὲ τὸ ὀφφίκιον τοῦ Νομοφύλακος τὸ πρῶτον Ὀφφίκιον «τῶν 79 ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατριάρχου καθεζομένων ἱερωμένων ἐν τοῖς Συνόδοις» καὶ μὲ τὸ Ὀφφίκιον αὐτὸ τὸν προσφωνεῖ ὁ συμφοιτητὴς του Κοσμᾶς ὁ Ἰβηρίτης τὸ 1686. Οἱ ἀντιγραφεῖς τῶν μουσικῶν κωδίκων ἀρέσκονται στὸν χαρακτηρισμὸ Νομοφύλαξ, ἴσως γιατί ἦταν θεματοφύλακας τῆς παραδόσεως καὶ πιστὸς τηρητὴς τῶν νόμων τῆς μελοποιΐας στὴν ψαλτικὴ τέχνη.

Ἱ. Μονὴ Ἰβήρων, Ἅγιον Ὄρος

Ὑπῆρξε λοιπὸν ὁ Μπαλάσης «ὁ συγγραφέας τῶν Πατριαρχικῶν γραμμάτων ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως», μία ἰδιότυπη συγγραφικὴ προσωπικότητα διόλου εὐκαταφρόνητη. Κατὰ συνέπεια τὸ ἔργο του εἶναι ἔργο μορφωμένου καλλιτέχνη καὶ φέρει τὴ σφραγῖδα τῆς πατριαρχικῆς παράδοσης τοῦ 17ου αἰῶνα τὴν ὁποία ἔζησε στὸ Φανάρι. Μαζὶ μὲ τὸν δομέστιχο τῆς Μονῆς Ἰβήρων μοναχὸ Κοσμᾶ σπούδασε τὴ μουσικὴ τέχνη κοντὰ στὸν Μητροπολίτη Νέων Πατρῶν Γερμανὸ πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου συνέθεσε καὶ μελοποίησε πολυχρονισμόν. Στὰ ἔτη 1650-1700 στὴν Κωνσταντινούπολη ὑπῆρχαν τέσσερις μεγάλοι μελωδοί: ὁ Χρυσάφης ὁ νέος πρωτοψάλτης στὸν πατριαρχικὸ ναό, ὁ ἐπίσκοπος Νέων Πατρῶν Γερμανός, ὁ Μπαλάσης ἱερεὺς καὶ νομοφύλαξ, καὶ ὁ Πέτρος Μπερεκέτης. Μεταξὺ αὐτῶν δύο εἶναι κληρικοί, δύο λαϊκοί. Ὁ Μπαλάσης ἦταν Δομέστιχος τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Δὲν φαίνεται νὰ ἐξελίχθηκε ὡς πρωτοψάλτης, γιατί τὴν πρωτοψαλτία τοῦ Πατριαρχικοῦ ναοῦ κατεῖχε ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ αὐτὸν σὲ ἡλικία Χρυσάφης ὁ νέος.

Ὅπως διαπιστώνουμε ἀπὸ μαρτυρίες, ὁ Μπαλάσης τηροῦσε τὸ «λάθε βιώσας». Τὴν μόρφωσή του τὴν εἶχε στὴ διάθεση τοῦ Πατριάρχη. Στὰ χειρόγραφα βρίσκουμε μία συγγραφὴ τοῦ Μπαλάση μὲ τὸν τίτλο «Ἀπόκρισις μικρά (τις) τοῦ μεγάλου Ρήτορος τῆς τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας κὺρ Μπαλασίου πρὸς τοὺς ἐρωτήσαντας ποῦ δεῖ τίθεσθαι τὴν μερίδα τῆς Παναγίας ἐν τῇ ἱερᾷ προσκομιδῇ». Ἡ «Ἀπόκριση» αὐτὴ συντάχθηκε ἀπὸ τὸν Μπαλάση καὶ ἐστάλη ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Παρθένιον τὸν Δ΄ πρὸς τοὺς Ἁγιορεῖτες πατέρες, γιατί, αὐτοὶ φιλονικοῦσαν γιὰ τὸν ἂν πρέπει νὰ τίθεται δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ τοῦ ἀμνοῦ ἡ μερίδα τῆς Παναγίας κατὰ τὴν προσκομιδή. Αὐτὴ ἡ συγγραφὴ δείχνει τὸν ὑψηλὸ βαθμὸ γνώσεως τῶν λειτουργικῶν θεμάτων τοῦ Μπαλάση καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ εἶχε ὁ Πατριάρχης στὸ πρόσωπό του. Δὲν φαίνεται νὰ συνέγραψε βιβλία, γιατὶ ἦταν ἐραστὴς τῆς σιωπῆς, ἀλλὰ «ἡ σιωπὴ αὐτοῦ προτιμητέα ἐστὶ πολλῶν συγγραμμάτων». Ἔχει ὅμως πλούσια μουσικὴ συγγραφικὴ δράση.

Τὸ ἔργο του στὸ σύνολό του εἶναι μαρτυρία τῆς Πατριαρχικῆς ψαλτικῆς τέχνης τοῦ δευτέρου ἡμίσεως τοῦ 17ου αἰῶνα. Ἀσχολήθηκε μὲ τὸν καλλωπισμὸ τοῦ Εἰρμολογίου τοῦ Πέτρου Πελοποννησίου. Διέπρεψε στὴ σύνθεση καλοφωνικῶν εἱρμῶν ποὺ ἦταν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη τὸ νέο εἶδος στὴ μελοποιΐα. Καλλώπισε τὶς συνθέσεις τοῦ δασκάλου τοῦ Ἐπισκόπου Νέων Πατρῶν Γερμανοῦ. Ἡ μελουργική του ἱκανότητα φαίνεται σὲ ὅλο τὸ ἔργο του ποὺ καλύπτει τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες τῆς νυχθημερὸν ἀκολουθίας. Μὲ τὸ ἔργο του θέλησε νὰ συμπληρώσει τὰ «ἐλλείποντα» στοὺς ὀκτὼ ἤχους. Ἀλλὰ καὶ ὡς ἐξηγητὴς διέπρεψε. Εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ τὸ πρόβλημα τῆς ἀναλύσεως καὶ ἐξηγήσεως τῆς παλαιᾶς συνεπτυγμένης σημειογραφίας. Γύρω στὰ 1670 ἐπιχειρεῖ τὴν προσπάθειά του αὐτὴ καὶ τὴν ἀποτυπώνει σὲ αὐτόγραφο κώδικα ποὺ ὑπάρχει σήμερα στὴ Μονὴ Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἀναφερόμενος σὲ κάποιο παλαιότερο μουσικὸ κείμενο εἶναι γραμμένη ἡ φράση «Τὸ αὐτὸ ἐξηγηθὲν παρ᾿ ἐμοῦ».

Αὐθεντικὴ ἀντιγραφὴ τῶν κωδίκων, ὅπου εἶναι γραμμένα τὰ ἔργα τοῦ Μπαλάση, ἔκανε ὁ φίλος του καὶ συμμαθητής του, ὁ μοναχὸς Κοσμᾶς ὁ Ἰβηρίτης. Ὁ 1052 κώδικας τῆς Μονῆς Ἰβήρων μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι περιέχει τὰ «Ἅπαντα» τοῦ Μπαλάση. Τὸ ἔργο του διακρίνεται ἀπὸ κρυστάλλινη ρυθμικότητα καὶ μεγαλοπρεπὲς θριαμβευτικὸ ὕφος, ἐξηγήθηκε στὴ νέα μέθοδο ἀπὸ τὸν Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα. Οἱ καλοφωνικοὶ εἱρμοί του διακρίνονται ἀπὸ ἕνα ἐλεύθερο μελισματικὸ χαρα­κτῆρα, γιατὶ ψαλλόταν μόνο κατὰ τὴ διανομὴ τοῦ ἀντίδωρου καὶ τὶς πανηγυρικὲς τράπεζες ἐξηγήθηκαν στὴ νέα μέθοδο ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Πρωτοψάλτη. Τὰ ἔργα τοῦ Μπαλάση ψάλλονται σήμερα στὶς ἀγρυπνίες ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνα ἀντιπροσωπευτικὸ δεῖγμα τῶν ἔργων τοῦ Μπαλάση παρουσίασε ὁ καθηγητὴς μουσικολογίας Γρηγόριος Στάθης μὲ τὸν χορὸ τῶν ψαλτῶν «Μαΐστορες τῆς ψαλτικῆς τέχνης» στὶς 21 Μαρτίου 1988 στὴν αἴθουσα τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ὁ «ποικίλαις ἀρεταῖς κεκοσμημένος» καὶ «ἐραστὴς ὢν τῆς σιωπῆς» Μπαλάσης ἱερεὺς καὶ νομοφύλαξ, ἀφοῦ «κατηνάλωσε τὴν ζωὴν αὐτοῦ» δοξολογῶντας τὸν Θεὸ ἀναχώρησε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ σὲ ἡλια 80 περίπου ἐτῶν στὰ 1700 μ.Χ.