«Ἃς πιστεύει, καὶ ἂν δὲν θέλει, δὲν τὸν βιάζει κανένας…» Μακρυγιάννης

Λορεντζάτου Ζήσιμου

Στὰ Ἀπομνημονεύματα ὁ Μακρυγιάννης ἀναφέρεται κάποια στιγμὴ στὸ Λουδοβίκο-Φίλιππο, τὸν βασιλιὰ τῆς Γαλλίας πού, μὲ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Κωλέττη τὰ χρόνια ἐκεῖνα – γύρω στὰ 1845 περίπου – ἔστελνε ὁδηγίες «διὰ τὴν θρησκείαν· σκολειὰ γαλλικά, μοναστήρια, ἐκκλησίες καὶ πλῆθος ἄλλα μέσα καὶ κατήχησες εἰς τὸν κόσμο γιὰ νὰ προβοδέψουν αὐτὸ τὸ ἔργο».

Συνεχίζει ὁ Μακρυγιάννης: «Καὶ τί ἀγωνίζεται αὐτός; Ν’ ἀλλάξει τὴν θρησκείαν ἑνοῦ ξεψυχισμένου καὶ μικρούτζικου ἔθνους – νὰ πάρει μισὸ δράμι νερὸν νὰ τὸ ρίξει εἰς τὴν θάλασσα νὰ  τὴν γλυκάνει, νὰ πιεῖ νερὸ αὐτός».

Τελικὰ  τοῦ  λέει:

«Τώρα ὁ Θεός… θέλει νὰ δοξάζεται ἀπ’ αὐτὸ τὸ μικρὸ ὀρθόδοξο ἔθνος ὀρθοδόξως κι’ ἀνατολικῶς» – δυὸ ἐπιρρήματα, στοχάζομαι, ποὺ μᾶς πολιτογραφοῦν πνευματικὰ καί, μαζὶ μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ἀπαρτίζουν τὴν ταυτότητά μας. Μερικὰ χρόνια ἀργότερα ἕνας ἄλλος, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, θὰ πεῖ:

«Ἐγὼ εἶμαι τέκνον γνήσιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Δυὸ πνευματικοὶ βίοι παράλληλοι…

Ἀρχίζοντας τὸ τετράδιο, ὁ Μακρυγιάννης γράφει στὸν ἀναγνώστη «ὁποὺ θὰ λάβει τὸν κόπον νὰ διαβάσει, ἂς πιστεύει, καὶ ἂν δὲν θέλει, δὲν τὸν βιάζει κανένας». Ἀντηχάει παράξενα ὁ λόγος αὐτὸς μέσα στὸν κόσμο τῆς βίας ὅπου ζοῦμε: «καὶ ἂν δὲν θέλει, δὲν τὸν βιάζει κανένας».

Εἶμαι ἀπὸ τοὺς ἀναγνῶστες ποὺ θέλουν, δίχως νὰ τοὺς βιάζει κανένας. Μοῦ ἀρέσει νὰ πιστεύω πὼς εἴμαστε οἱ περισσότεροι.

Ἀπὸ τὸ δοκίμιο «Τὸ τετράδιο τοῦ Μακρυγιάννη»,

συλλογὴ «Μελέτες», ἐκδ. Δόμος.