ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΤΥΠΙΑ

Ε. Π. Παπανούτσου

 

(…) Κα­νεὶς δὲν ἀμ­φι­σβη­τεῖ τὴν ἀ­ξί­α τῆς πα­ρά­δο­σης. Ἀ­κό­μα καὶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ πι­στεύ­ουν ὅ­τι πρω­το­τυ­πί­α στὴν Τέ­χνη ση­μαί­νει ἀ­παγ­κί­στρω­ση ἀ­πὸ τὴν πα­λαι­ω­μέ­νη νο­μο­θε­σί­α της, ἀ­πο­κο­πή τοῦ νή­μα­τος, ἀ­να­γνω­ρί­ζουν ὅ­τι οἱ κα­τα­κτή­σεις τοῦ πα­ρελ­θόν­τος εἶ­ναι πο­λύ­τι­μες, ἐ­πει­δὴ προ­σφέ­ρουν λύ­σεις σὲ τε­χνι­κὰ προ­βλή­μα­τα ποὺ δὲν εἶ­ναι πιὰ ἀ­νάγ­κη νὰ μᾶς ἀ­πα­σχο­λή­σουν, ἀ­φοῦ ἔ­χουν μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α ἀν­τι­με­τω­πι­στεῖ ἀ­πὸ ἐμ­πνευ­σμέ­νους καὶ ἱ­κα­νοὺς μα­στό­ρους ἡ πνευ­μα­τι­κὴ πο­ρεί­α τοῦ ἀν­θρώ­που–λέ­γουν–δὲν ἀρ­χί­ζει ἀ­πὸ τὸ μη­δὲν σὲ κα­μμιὰ πε­ρι­ο­χὴ τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ του. Δὲν εἶ­ναι ὅ­μως μό­νο αὐ­τὸς ὁ ρό­λος τῆς πα­ρά­δο­σης. Τὸ πα­ρελ­θὸν εἰ­σχω­ρεῖ βα­θειὰ στὸ πα­ρών δι­α­μορ­φώ­νει καὶ κα­τευ­θύ­νει τὴν αἰ­σθαν­τι­κό­τη­τα καὶ τὴ «συ­νεί­δη­ση» κά­θε νε­ό­κο­που καλ­λι­τέ­χνη ποὺ ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ δι­α­κο­νή­ση τὴν Τέ­χνη τῆς ἐ­κλο­γῆς του μὲ τὴ φαν­τα­σί­α καὶ τὴ δε­ξι­ό­τη­τά του. Θέ­λον­τας καὶ μὴ ἀ­νή­κου­με στὴν πα­ρά­δο­ση ποὺ ἔ­χει συσ­σωρ­ρευ­τι­κὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ μέ­σα στὴν κί­νη­ση καὶ ἀ­πὸ τὴν κί­νη­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Δὲν ἀ­νοί­γου­με ἐ­μεῖς τὸ δρό­μο τὸν βρί­σκου­με ἀ­νοι­χτὸ μπρο­στά μας καὶ θὰ πο­ρευ­τοῦ­με πρὸς τὴ δι­εύ­θυν­ση ποὺ δη­λώ­νει, ἀ­κό­μα καὶ ὅ­ταν (ὅ­πως κά­νουν ὅ­λοι οἱ πα­θι­α­σμέ­νοι ρι­ζο­σπά­στες) ἀ­πο­φα­σί­ζου­με νὰ τὸν ἐγ­κα­τα­λεί­ψου­με πα­ρα­πέ­ρα.  Ἀλ­λὰ καὶ τό­τε, ἂν ἡ ἀ­πό­πει­ρά μας εὐ­ο­δω­θεῖ, ἂν ἡ δο­κι­μὴ ἐ­πι­τύ­χει, θὰ γί­νη καὶ τὸ δι­κό μας ἔρ­γο μέ­ρος τῆς πα­ρά­δο­σης καὶ μὲ τὸ δι­κό της ὄ­νο­μα καὶ κύ­ρος θὰ με­τα­δο­θῆ καὶ θὰ τι­μη­θῆ, θὰ ἀ­φο­μοι­ω­θῆ ἀ­πὸ τοὺς με­τα­γε­νέ­στε­ρους. Ἡ ἔν­τα­ξη στὴν πα­ρά­δο­ση, εἴ­τε τῆς Ἐθνι­κῆς, εἴ­τε τῆς Τέ­χνης ἑ­νὸς ἀλ­λοῦ πο­λι­τι­σμι­κοῦ χώ­ρου, δὲν ἐμ­πό­δι­σε προι­κι­σμέ­νους καλ­λι­τέ­χνες νὰ πα­ρα­γά­γουν προ­σω­πι­κὸ ἔρ­γο καὶ νὰ δι­α­κρι­θοῦν. Ἀ­πό­δει­ξη ὁ Turner ποὺ αἰ­σθά­νε­ται ἄ­νε­τα μέ­σα στὴν Ἀγ­γλι­κὴ το­πι­ο­γρα­φί­α καὶ ὁ Degas ποὺ ἡ ὀ­πτι­κή του ἐμ­πει­ρί­α ἐ­πη­ρε­ά­στη­κε βα­θειὰ ἀ­πὸ τὴν Ἰα­πω­νι­κὴ ζω­γρα­φι­κή. (Καὶ τὰ δύ­ο πα­ρα­δείγ­μα­τα τὰ ἀ­να­φέ­ρει ὁ Clive Bell). Ὁ Cezanne (καὶ τοῦ­το δι­κό του πα­ρά­δειγ­μα) λο­ξο­δρο­μεῖ ἀ­πὸ τὸν Γαλ­λι­κὸ ἐμ­πρε­σι­ο­νι­σμὸ καὶ παίρ­νει ἕ­να δι­κό του μο­νο­πά­τι, ἀλ­λὰ γρή­γο­ρα γί­νε­ται κι αὐ­τὸς πα­ρά­δο­ση γιὰ τοὺς με­τα­γε­νέ­στε­ρους.

Στὶς σχέ­σεις του μὲ τὴν πα­ρά­δο­ση ὁ δη­μι­ουρ­γὸς καλ­λι­τέ­χνης δι­α­τρέ­χει ἕ­να σο­βα­ρὸ κίν­δυ­νο: Νὰ αἰχ­μα­λω­τι­στῆ μέ­σα στὴν κα­θι­ε­ρω­μέ­νη μορ­φο­λο­γί­α καὶ τε­χνι­κὴ καὶ νὰ χά­ση τὴν πρω­το­τυ­πί­α του. Νὰ πε­ρι­ο­ρι­στῆ δη­λα­δὴ στὴν ἀ­να­πα­ρα­γω­γὴ ἑ­νὸς ἀ­πο­κρυ­σταλ­λω­μέ­νου ὕ­φους (μί­ας ἐ­πο­χῆς ἢ μί­ας σχο­λῆς) καὶ νὰ ἀρ­κε­στῆ σὲ ἐ­πα­να­λή­ψεις ποὺ ὅ­σο λαμ­πρὲς καὶ ἂν εἶ­ναι, δὲν παύ­ουν νὰ εἶ­ναι ἀλ­λό­τρι­ες ἐ­πι­τυ­χί­ες. Ὁ κίν­δυ­νος αὐ­τὸς εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρος σὲ χῶ­ρες ποὺ ἔ­χουν μα­κρὰ καὶ πλού­σια πα­ρά­δο­ση σὲ ὁ­ρι­σμέ­νη κα­λὴ Τέ­χνη, ὅ­πως λ.χ. ἡ Ἰ­τα­λί­α καὶ ἡ Γαλ­λί­α στὶς πλα­στι­κὲς τέ­χνες, ἡ Γερ­μα­νί­α στὴ μου­σι­κή, ἡ Ἀγ­γλί­α στὴν ποί­η­ση, ἡ Ρω­σί­α στὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Σ᾿ αὐ­τὲς τὶς πε­ρι­πτώ­σεις τὸ πα­ρελ­θὸν μὲ τὶς κα­τα­κτή­σεις καὶ τὴν αἴ­γλη του γί­νε­ται ζυ­γὸς ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο δύ­σκο­λα μπο­ροῦν νὰ ἐ­λευ­θε­ρω­θοῦν οἱ ἐ­πί­γο­νοι. Ἀ­κρι­βῶς ὅ­μως σ᾿ αὐ­τὸ τὸν σκλη­ρὸ «δι­ά­λο­γο» μὲ τὴν πα­ρά­δο­ση ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἡ δη­μι­ουρ­γι­κὴ δύ­να­μη μί­ας καλ­λι­τε­χνι­κῆς ἰ­δι­ο­φυ­ΐ­ας. Τὰ ἰ­σχνὰ τά­λαν­τα πα­ρα­δί­νον­ται χω­ρὶς ὅ­ρους καὶ ἀ­να­πό­φευ­κτα πιά, μοι­ραῖ­α με­τα­το­πί­ζον­ται στὶς τε­λευ­ταῖ­ες γραμ­μὲς τῆς φά­λαγ­γας ἢ καὶ ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται μέ­σα στὴν ἀ­νω­νυ­μί­α. Τὰ ἰ­σχυ­ρὰ ἐ­πι­κρα­τοῦν καὶ δι­α­κρί­νον­ται μέ­σα στὴν ὁ­μοι­ο­μορ­φί­α (τῆς ἐ­πο­χῆς ἢ τῆς σχο­λῆς). Κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο: Ἐ­πι­θέ­τουν τὴν προ­σω­πι­κή τους σφρα­γί­δα στὴν πα­ρά­δο­ση, ἑ­νώ­νον­ται μα­ζί της ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἀ­να­νε­ώ­νουν, πα­ρα­δο­σια­κοὶ μα­ζὶ καὶ και­νο­τό­μοι. Τὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­φθο­νοῦν. Τὸ Ὁλλαν­δι­κὸ πορ­τραῖ­το ἔ­χει ἀ­πο­κτή­σει μέ­σα στὴ μα­κρὰ καὶ λαμ­πρὴ ἱ­στο­ρί­α του ὁ­ρι­σμέ­νο τύ­πο στὴ μορ­φὴ καὶ στὴν ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α, στὴ σύν­θε­ση καὶ στὸ χρῶ­μα του, τό­σο ποὺ δὲν εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ τὸ πλη­σιά­σης σὲ μί­αν αἴ­θου­σα Μου­σεί­ου, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ μα­κριὰ τὸ ἀ­να­γνω­ρί­ζεις χω­ρὶς λά­θος. Μέ­σα στὸ πέ­λα­γος ὅ­μως τοῦ­το ξε­χω­ρί­ζεις ἀ­μέ­σως τὶς κο­ρυ­φὲς μο­να­χι­κῶν βρά­χων: Τὸν Franz Hals λ.χ. καὶ τὸν Rembrandt. Ζω­γρα­φί­ζουν «σὰν τοὺς ἄλ­λους» τῆς γε­νιᾶς καὶ τοῦ τό­που τους, ἀλ­λὰ καὶ «ὄ­χι σὰν τοὺς ἄλ­λους». Στὸ Μπα­ρό­κο ἀ­νή­κουν κι αὐ­τοὶ ἱ­στο­ρι­κά, ὅ­πως λ.χ. καὶ ὁ Velasquez ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια πα­ρά­δο­ση τρέ­φον­ται, δι­α­τη­ροῦν ὡ­στό­σο ἀ­πα­ρα­γνώ­ρι­στη τὴ ζω­γρα­φι­κή του προ­σω­πι­κό­τη­τα. Ἡ πε­ρί­πτω­ση τοῦ Θε­ο­το­κό­που­λου εἶ­ναι ἀ­κό­μα πιὸ δι­α­φω­τι­στι­κή. Ἐ­δῶ δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται δύ­ο πα­ρα­δό­σεις, ὅ­πως στὴν Κρη­τι­κὴ ζω­γρα­φι­κή τοῦ 17ου αἰ­ῶ­να: Ἡ Ἀ­να­γέν­νη­ση καὶ τὸ Βυ­ζάν­τιο. Ὁ Δο­μή­νι­κος ἀ­φο­μοί­ω­σε, αἰ­σθάν­θη­κε μέ­σα του τὸν παλ­μὸ καὶ τῆς μί­ας καὶ τῆς ἄλ­λης, γυ­μνά­στη­κε στὴν τε­χνι­κή τους, ἀλ­λὰ στὸ «δι­ά­λο­γο» μα­ζί τους δυ­νά­μω­σε τὸ δι­κό του μά­τι καὶ τὸ δι­κό του χέ­ρι, ἡ δι­κή του ἐμ­πει­ρί­α καὶ ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σί­α. Ἂν βρέ­θη­κε καὶ βρί­σκε­ται ἀ­κό­μα ἀ­πο­μο­νω­μέ­νος στὴν πα­ρά­δο­ση τῆς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς Τέ­χνης, σ᾿ αὐ­τὸ δὲν φταί­ει ὁ με­γά­λος Κρη­τι­κὸς ἔ­χει ἡ Ἱ­στο­ρί­α τὴ λο­γι­κή, ἀλ­λὰ ἔ­χει καὶ τὶς συγ­κυ­ρί­ες της. (…)

Τὸ γοῦ­στο μας, γιὰ νὰ λει­τουρ­γῆ σω­στὰ ἀ­πέ­ναν­τι στὰ πλά­σμα­τα τῆς Τέ­χνης, χρει­ά­ζε­ται ἢ ὄ­χι τὴ σπου­δή; Τὴ μύ­η­ση, τὴν καλ­λι­έρ­γεια, τὴν ἄ­σκη­ση; Ἢ μή­πως ἡ ἀ­γω­γὴ αὐ­τὴ κα­τα­στρέ­φει τὴ φυ­σι­κό­τη­τα καὶ τὴν αὐ­θορ­μη­σί­α του, ἐ­νερ­γεῖ πε­ρι­ο­ρι­στι­κά, τὸ εὐ­αι­σθη­το­ποι­εῖ μό­νο ἀ­πέ­ναν­τι σὲ καλ­λι­τε­χνι­κὲς μορ­φὲς καὶ δι­ερ­γα­σί­ες ὁ­ρι­σμέ­νου τύ­που, καὶ τὸ κά­νει ἀ­δι­ά­φο­ρο ἢ καὶ τυ­φλὸ ἀ­πέ­ναν­τι σὲ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες; Ἐ­ὰν τὸ ἐ­ρώ­τη­μά μας (στὴν πρώ­τη του δι­α­τύ­πω­ση) δὲν πε­ρι­εῖ­χε ἐ­κεί­νη τὴ βα­ριὰ λέ­ξη «σω­στὰ» πού, ἂν τὴ δε­χτοῦ­με, κιν­δυ­νεύ­ου­με νὰ πε­ρι­πέ­σου­με σὲ με­γά­λες πνευ­μα­τι­κὲς πε­ρι­πέ­τει­ες (ποι­ὸ εἶ­ναι σ᾿ αὐ­τοὺς τοὺς προ­βλη­μα­τι­κοὺς χώ­ρους τὸ μέ­τρο τοῦ «σω­στοῦ;») ἡ ἀ­πάν­τη­σή μας θὰ ἦ­ταν κα­τα­φα­τι­κή. Τὸ γοῦ­στο τοῦ «κα­τα­να­λω­τή», ὅ­πως καὶ τὸ τά­λαν­το τοῦ «πα­ρα­γω­γοῦ» τῶν καλ­λι­τε­χνι­κῶν προ­ϊ­όν­των, γιὰ νὰ ἀ­να­πτυ­χθῆ καὶ νὰ αὐ­το­βε­βαι­ω­θῆ, χρει­ά­ζε­ται καλ­λι­έρ­γεια καὶ ἄ­σκη­ση. Καὶ γιὰ πολ­λοὺς ἄλ­λους, κυ­ρί­ως ὅ­μως γιὰ τὸ λό­γο ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ ἀ­πο­φύ­γη τὴν ἀ­γω­γὴ–μό­λις δι­ε­γερ­θεῖ ἡ εὐ­αι­σθη­σί­α μας ἡ γύ­ρω μας Τέ­χνη, εἴ­τε ζω­γρα­φι­κὴ εἶ­ναι εἴ­τε μου­σι­κὴ εἴ­τε ποί­η­ση, εἰ­σβάλ­λει στὸν συ­νει­δη­σια­κό μας χῶ­ρο καὶ δι­α­μορ­φώ­νει μὲ τοὺς τρό­πους καὶ τοὺς τύ­πους της τὸ γοῦ­στο μας–ἑ­πο­μέ­νως ὅ­σο πιὸ ἐμ­πρό­σθε­τα καὶ με­θο­δι­κὰ γί­νει αὐ­τὴ ἡ δι­α­παι­δα­γώ­γη­ση, τό­σο θε­τι­κό­τε­ρα θὰ εἶ­ναι τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τά της. Ἐν­νο­οῦ­με καὶ ἀ­γα­ποῦ­με τὴν Τέ­χνη ποὺ συ­νη­θί­σα­με (πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­κεί­νη ποὺ δι­δα­χτή­κα­με) νὰ προ­σέ­χου­με καὶ νὰ τι­μοῦ­με. Μέ­σ᾿ ἀ­πὸ κεί­νη θὰ ζη­τή­ση καὶ θὰ βρῆ δι­έ­ξο­δο καὶ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση ἡ αἰ­σθαν­τι­κό­τη­τά μας. «Αὐ­το­δί­δα­κτος» (μὲ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­νε­πη­ρέ­α­στου) δὲν ὑ­πῆρ­ξε πο­τὲ κα­νέ­νας καλ­λι­τέ­χνης καὶ ὁ πιὸ «ἀ­θῶ­ος» ἔ­χει–εἴ­τε τὸ θέ­λει εἴ­τε ὄ­χι–δε­χτεῖ ἐ­πι­δρά­σεις ἀ­πὸ τὸ εὑ­ρύ­τε­ρο ἢ τὸ στε­νό­τε­ρο πε­ρι­βάλ­λον του. Ὁ Θε­ό­φι­λος λ.χ. ἀ­πὸ τὴ Βυ­ζαν­τι­νὴ εἰ­κό­να καὶ ἀ­πὸ τὴ λα­ϊ­κὴ χαλ­κο­μα­νί­α. Κα­τὰ τὸν ἴ­διο τρό­πο, ὅ­λοι μας «κου­βα­λοῦ­με» στὴν ὅ­ρα­ση καὶ στὴν ἀ­κο­ή, στὰ αἰ­σθή­μα­τα καὶ στὶς σκέ­ψεις μας τὴ ζω­γρα­φι­κή, τὴ μου­σι­κή, τὴν ποί­η­ση ποὺ εἴ­δα­με καὶ ἀ­κού­σα­με καὶ δι­α­βά­σα­με στὸ σπί­τι καὶ στὴ γει­το­νιά μας, στὸ Σχο­λεῖ­ο ποὺ φοι­τή­σα­με καὶ στὸ γρα­φεῖ­ο ποὺ ἐρ­γα­στή­κα­με, καὶ στὰ κέν­τρα (ψυ­χα­γω­γί­ας ἢ δι­δα­χῆς) ὅ­που ζη­τή­σα­με καὶ βρή­κα­με τὶς καλ­λι­τε­χνι­κὲς συγ­κι­νή­σεις μας, ἀ­πὸ τὰ τρυ­φε­ρά μας χρό­νια ἕ­ως σή­με­ρα. Ἐ­ὰν δὲν συ­νεν­νο­ού­μα­στε στὶς προ­τι­μή­σεις μας, ἐ­ὰν ἄλ­λος ἀ­πὸ μᾶς εἶ­ναι αὐ­στη­ρό­τε­ρος καὶ ἄλ­λος ἀ­νε­κτι­κό­τε­ρος στὶς ἀ­παι­τή­σεις του, τοῦ­το συμ­βαί­νει ἐ­πει­δὴ δὲν εἴ­χα­με ὅ­λοι τους ἴ­διους «δα­σκά­λους» καὶ τὰ ἴ­δια «βι­βλί­α». Φυ­σι­κὸς καὶ αὐ­θόρ­μη­τος στὶς κρί­σεις του δὲν εἶ­ναι κα­νέ­νας μό­νο ποὺ ἄλ­λος εἶ­ναι πιὸ εὐ­αί­σθη­τος, ἢ πιὸ φω­τι­σμέ­νος, ἢ πιὸ ἐ­κλε­κτι­κός, ἢ πιὸ συγ­χρο­νι­σμέ­νος, πιὸ συν­το­νι­σμέ­νος μὲ τὸ πνεῦ­μα τοῦ και­ροῦ του.