ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΑΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Τοῦ Φω­τί­ου Κα­τσά­ρου, θε­ο­λό­γου

Ἡ Ἁ­γί­α καὶ Με­γά­λη Τεσ­σα­ρα­κο­στή, ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να « πνευ­μα­τι­κὸ τα­ξί­δι» ποὺ προ­ο­ρι­σμὸς του εἶ­ναι τὸ Πά­σχα. Ἡ λει­τουρ­γι­κὴ αὐ­τὴ πε­ρί­ο­δος ἀ­πο­τε­λεῖ τὴν κο­ρύ­φω­ση καὶ τὴν ἔν­τα­ση τῆς προ­ε­τοι­μα­σί­ας τῶν πι­στῶν μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς ἄ­σκη­σης  καὶ τὴν καλ­λι­έρ­γει­α τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς.

Στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ἡ πνευ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν εἶ­ναι κά­τι ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὔ­τε κά­τι ποὺ συν­δέ­ε­ται μὲ τὴ λο­γι­κή, τὸ συ­ναί­σθη­μα, τὴν αἰ­σθη­τι­κή, ἀλ­λὰ ἡ ἑ­νό­τη­τα τοῦ Χρι­στια­νοῦ μὲ τὸν Χρι­στὸ καὶ ἡ κοι­νω­νί­α του μὲ τὸ Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα. Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι συ­νώ­νυ­μη μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὴ πνευ­μα­τι­κὴ ζω­ή. Ἡ πνευ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν εἶ­ναι κά­τι ποὺ πα­ρεμ­βάλ­λε­ται με­τα­ξύ του Χρι­στια­νοῦ καὶ τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἔκ­φρα­ση τῆς ἕ­νω­σης τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸν Θε­ό, δὲν εἶ­ναι κά­τι ποὺ γί­νε­ται ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λὰ ἡ ζω­ὴ μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α.

Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα ταυ­τί­ζε­ται καὶ ἐκ­φρά­ζε­ται μὲ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­σκη­ση. Ἡ αὐ­θεν­τι­κὴ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ζω­ὴ δὲν εἶ­ναι κά­ποια πα­θη­τι­κὴ – ψυ­χο­λο­γι­κὴ κα­τά­στα­ση, ἀλ­λὰ πρό­ο­δος πνευ­μα­τι­κὴ καὶ ἀ­γώ­νας γιὰ τὴν ἐρ­γα­σί­α ὅ­λων τῶν ἀ­ρε­τῶν. Ἡ ἄ­σκη­ση συ­νι­στᾶ τὸ ἐμ­πει­ρι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πνευ­μα­τι­κό­τη­τας. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι ἡ ἴ­δια ἡ ἀ­σκη­τι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μὲ τὴν ἐ­λεύ­θε­ρη ἄ­σκη­ση καὶ τὴ χά­ρη τῶν Μυ­στη­ρί­ων ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­χει τὴν δυ­να­τό­τη­τα νὰ βρεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ τὸν προ­ο­ρι­σμό του, νὰ γί­νει «εἰ­κό­να» τοῦ Θε­οῦ. Ὁ Χρι­στι­α­νι­σμὸς ὡς ὀρ­θό­δο­ξο ἦ­θος καὶ δόγ­μα εἶ­ναι ἡ κλή­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν ἄ­σκη­ση τῆς ἐν Χρι­στῷ ζω­ῆς, ποὺ ἐκ­φρά­ζε­ται κυ­ρί­ως μὲ τὴν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ. Μὲ τὴν ἐ­λεύ­θε­ρη ἄ­σκη­ση ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­πι­στρέ­φει στὴν πλη­ρό­τη­τα τῆς θε­αν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς καὶ χά­ρης, στὸ πλή­ρω­μα τῆς θεί­ας ἀ­γά­πης, στὴν εὐ­αγ­γε­λι­κὴ κλή­ση, γε­γο­νὸς ποὺ ἀ­παι­τεῖ ἀ­πὸ τὴ δι­κή μας πλευ­ρὰ αὐ­το­γνω­σί­α καὶ ἐ­πί­γνω­ση, ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ εὐ­θύ­νη.

Ἡ ἄ­σκη­ση ὅ­πως ὁ­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δὲν εἶ­ναι ἕ­να σύ­στη­μα ἀ­πὸ ἀρ­χὲς ἢ ἠ­θι­κὴ φι­λο­σο­φί­α. Μὲ ἐ­πι­μο­νὴ καὶ ὑ­πο­μο­νὴ ὁ ἄν­θρω­πος στρέ­φε­ται πρὸς τὸν Θε­ό, πα­ρὰ τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες τῆς ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νης φύ­σης του, γιὰ νὰ βι­ώ­σει τὴν ἀ­πό­λυ­τη με­τα­βο­λὴ τῆς ὕ­παρ­ξής του μὲ τὴ χά­ρη καὶ τὴν ἀ­γά­πη τοῦ θε­οῦ.

Αὐ­τὸ ἐ­πι­τυγ­χά­νε­ται ὄ­χι μὲ βί­α τῶν «ἠ­θι­κῶν ἀρ­χῶν», ποὺ μὲ ἀ­πρό­σω­πο καὶ δύ­σκαμ­πτο τρό­πο ὁ­δη­γοῦν πολ­λὲς φο­ρὲς στὴν ὑ­πο­κρι­σί­α, στὴ δου­λεία τοῦ κα­θή­κον­τος καὶ στὴν ἀ­το­μι­κὴ ἠ­θι­κή.

Ὁ ἄν­θρω­πος προ­κει­μέ­νου νὰ ξα­να­βρεῖ μὲ τὴν ἄ­σκη­ση τὸν ἑ­αυ­τὸ του μέ­σα στὸν κό­σμο τοῦ Θε­οῦ, νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὴ σχέ­ση του μὲ τὸν Θε­ὸ δὲν ἀρ­κεῖ νὰ ἐκ­πλη­ρώ­νει ἁ­πλῶς ὁ­ρι­σμέ­να ἠ­θι­κὰ ἀ­ξι­ώ­μα­τα καὶ νὰ συμ­μορ­φώ­νε­ται μὲ ἐ­ξω­τε­ρι­κοὺς ἠ­θι­κοὺς κα­νό­νες. Ἔ­χει ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ τὴν με­τα­μορ­φω­τι­κὴ καὶ ζω­ο­ποι­ὸ δύ­να­μη τῆς θεί­ας χά­ρης, τὴν καρ­πο­φο­ρί­α τῶν χα­ρι­σμά­των τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δας. Μέ­τρο καὶ κρι­τή­ρι­ο τῆς ἄ­σκη­σης δὲν εἶ­ναι ἡ ἀ­το­μι­κὴ δι­ά­θε­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λὰ ἡ θέ­λη­ση καὶ ἡ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως δι­α­σώ­ζε­ται καὶ ἐκ­φρά­ζε­ται στὴν κα­θο­λι­κὴ ἀ­λή­θει­α καὶ στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ πράτ­τει ὡς κα­θο­λι­κὸς ἄν­θρω­πος, ὡς ἄν­θρω­πος ποὺ ἡ ἀ­το­μι­κή του συ­νεί­δη­ση ἔ­χει ἀ­φο­μοι­ω­θεῖ στὴν κα­θο­λι­κὴ συ­νεί­δη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.  Ἡ ἄ­σκη­ση δὲν ἀ­πο­σκο­πεῖ ἁ­πλὰ στὴν βελ­τί­ω­ση τοῦ χα­ρα­κτή­ρα τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λὰ στὴν προ­σω­πι­κὴ με­το­χὴ στὴ χά­ρη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ στὴν ἔμ­πρα­κτη κοι­νω­νί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἡ ἄ­σκη­ση εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη μὲ τὴν ἴ­δια τὴ ζω­ὴ καὶ τὴ ζω­ὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἂν χω­ρί­σου­με τὴ ζω­ὴ ἀ­πὸ τὴν ἄ­σκη­ση, τό­τε ἡ ζω­ὴ ἐκ­πί­πτει σ’ ἕ­να κα­θα­ρὰ βι­ο­λο­γι­κὸ ἢ ἐν­στι­κτῶ­δες ἢ στα­τι­κὸ φαι­νό­με­νο. Ἀλ­λὰ κι ἂν χω­ρί­σου­με  τὴν ἄ­σκη­ση ἀ­πὸ τὴ ζω­ή, τό­τε ἡ ἄ­σκη­ση γί­νε­ται ἕ­νας κα­θα­ρὰ ἀν­τι­κει­με­νι­κὸς καὶ τυ­ραν­νι­κὸς κα­νό­νας. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη χρι­στια­νι­κὴ ἄ­σκη­ση δὲν ἀρ­νεῖ­ται τὴ ζω­ή, ἀλ­λὰ τὴ με­τα­μορ­φώ­νει  καὶ τὴν ὁ­λο­κλη­ρώ­νει μέ­σα στὴ χά­ρη τῆς μυ­στη­ρι­α­κῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Στὴν σύγ­χρο­νη ἐ­πο­χὴ τῶν τέ­λει­ων μέ­σων καὶ τῶν συγ­κε­χυ­μέ­νων σκο­πῶν, μέ­σα στοὺς θο­ρύ­βους, στὸν εὐ­δαι­μο­νι­σμὸ καὶ τὴν κρί­ση, ὅ­που ἀ­που­σι­ά­ζει ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ ἡ ἐν Χρι­στῷ ἀ­γά­πη, ἡ χρι­στια­νι­κὴ ἄ­σκη­ση μπο­ρεῖ νὰ ξα­να­δώ­σει νό­η­μα στὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ στὴν ἀ­γά­πη. Ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος μὲ τὸν ἐ­γω­ι­σμὸ ποὺ ἀν­τλεῖ ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἐ­πι­στή­μης καὶ τῆς τε­χνο­λο­γί­ας, ἐγ­κλω­βί­ζε­ται στὸν ἀ­το­μι­κι­σμὸ καὶ τὴ μα­ται­ο­δο­ξί­α του. Οἱ ἀ­νάγ­κες του καὶ τὰ προ­βλή­μα­τα πολ­λα­πλα­σι­ά­ζον­ται σὲ τέ­τοιο ση­μεῖ­ο, ὥ­στε νὰ ὑ­πάρ­χει ὁ­ρα­τὸς κίν­δυ­νος γιὰ τὰ ἀν­θρώ­πι­να ἐ­πι­τεύγ­μα­τα καὶ φό­βος γιὰ τὸ μέλ­λον τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας. Ἡ ἀ­λα­ζο­νεί­α καὶ ἡ φρε­νί­τι­δα χα­ρα­κτη­ρί­ζουν κά­θε πτυ­χὴ καὶ κά­θε δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που σή­με­ρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ποιὸς εἶ­ναι καὶ ποῦ πη­γαί­νει. Ἡ σω­τη­ρί­α ἀ­πὸ τὸ ἀ­δι­έ­ξο­δό τοῦ σύγ­χρο­νου πο­λι­τι­σμοῦ, μπο­ρεῖ νὰ ἔρ­θει ὑ­πὸ τὴν ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­σκη­ση μὲ τὴν ὑ­πεύ­θυ­νη καὶ ὥ­ρι­μη στά­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πέ­ναν­τι στὸν πο­λι­τι­σμὸ τοῦ ὑ­πε­ραν­θρώ­που, τῆς ἐκ­με­τάλ­λευ­σης, τῆς ἀ­δι­κί­ας, ποὺ ὑ­πο­δου­λώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο στὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τά του.

Ἡ ἄ­σκη­ση ἀ­πο­τε­λεῖ ἔκ­φρα­ση τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης ἀ­πό­φα­σης καὶ ἐ­κλο­γῆς τοῦ ἀν­θρώ­που νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὴν ὁ­δὸ πρὸς τὴν τε­λει­ό­τη­τα. Μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, στὴν ἐν­σω­μά­τω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στὸ μυ­στι­κὸ καὶ μυ­στη­ρι­α­κὸ σῶ­μα της, δί­νε­ται τὸ μέ­τρο καὶ τε­λει­ώ­νε­ται ὁ σκο­πὸς τῆς ἄ­σκη­σης, ποὺ εἶ­ναι ἡ ἕ­νω­ση τοῦ ἀ­σκού­με­νου πι­στοῦ μὲ τὴν Ἁ­γί­α Τρι­ά­δα ἐν Χρι­στῷ.

Ἡ ἄ­σκη­ση εἶ­ναι ἀ­γώ­νας ποὺ γί­νε­ται συ­νει­δη­τὰ καὶ ἀ­δι­ά­λει­πτα. Ἂν ἡ ἐ­νέρ­γει­α τῆς χά­ρης δὲν ἔρ­θει μὲ τὰ μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νὰ σφρα­γί­σει τὸν πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να, νὰ τὸν ὑ­ψώ­σει στὴν ἐκ­πλή­ρω­ση τοῦ ἐ­πι­δι­ω­κό­με­νου σκο­ποῦ, δη­λα­δὴ στὴν κοι­νω­νί­α μὲ τὸν Θε­ὸ καὶ τὸν ἁ­γι­α­σμό, τό­τε ὁ ἀ­γώ­νας αὐ­τὸς εἶ­ναι δί­χως ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α. Αὐ­τὸς ὁ ἀ­γώ­νας πα­ρα­μέ­νει στὸ χῶ­ρο τῶν ἀν­θρώ­πι­νων πε­ρι­ο­ρι­σμῶν καὶ δυ­να­το­τή­των, τῶν πό­νων καὶ τῶν κό­πων, γε­γο­νό­τα ποὺ μαρ­τυ­ροῦν τὴν ἀν­θρώ­πι­νη πε­ρι­πέ­τει­α καὶ ἀ­πο­τυ­χί­α. Ἀ­κό­μα κι ἂν ὁ ἄν­θρω­πος θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κα­τορ­θώ­σει τὴ νη­στεί­α, τὴν ἐγ­κρά­τει­α, τὴν ἀ­γρυ­πνί­α καὶ ὅ­λη τὴν ἄ­σκη­ση καὶ κά­θε ἀ­ρε­τή, ἀλ­λὰ ἡ μυ­στι­κὴ ἐ­νέρ­γει­α τοῦ πνεύ­μα­τος στὸ θυ­σι­α­στή­ρι­ο τῆς καρ­διᾶς του δὲν θὰ ἐ­πι­τε­λοῦ­σε αἰ­σθη­τὰ μὲ τὴ χά­ρη τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­νά­παυ­ση, τό­τε ὅ­λοι αὐ­τὴ ἡ συ­νο­δεί­α τῆς ἄ­σκη­σης  θὰ ἦ­ταν ἀ­τε­λὴς καὶ σχε­δὸν ἀρ­γή, για­τί δὲν ἔ­χει τὴν ἀ­γαλ­λί­α­ση τοῦ πνεύ­μα­τος, ποὺ ἐ­νερ­γεῖ­ται μυ­στι­κὰ στὴν καρ­διά. Εἶ­ναι κα­λὸ πράγ­μα ἡ νη­στεί­α, ἡ ἀ­γρυ­πνί­α, ἡ ἄ­σκη­ση καὶ ἡ ἀ­να­χώ­ρη­ση. Ἀλ­λὰ ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι κά­ποια ἀρ­χὴ καὶ τὸ προ­οί­μι­ο μί­ας πο­λι­τεί­ας ποὺ ἀ­γα­πᾶ­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ὥ­στε νὰ μὴ θε­ω­ρεῖ­ται ἐμ­φυ­ὲς τὸ νὰ στη­ρι­ζό­μα­στε ἁ­πλῶς σ’ αὐ­τὰ τὰ πράγ­μα­τα. Θε­με­λι­ώ­δης ἀρ­χὴ τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ εἶ­ναι ὅ­τι,  κι ἂν ἀ­κό­μη κά­ποιος ἐρ­γα­σθεῖ ὅ­λα τὰ ἔρ­γα τῆς δι­και­ο­σύ­νης, δὲν θὰ πρέπει νὰ ἀρκεῖται  σ’ αὐ­τά, οὔ­τε νὰ ἐλ­πί­ζει οὔ­τε νὰ θε­ω­ρεῖ ὅ­τι ἔ­κα­με κά­τι με­γά­λο. Ὁ δυ­να­μι­κὸς χα­ρα­κτή­ρας τῆς χρι­στια­νι­κῆς τε­λεί­ω­σης βρί­σκε­ται κυ­ρί­ως στὴν τε­λει­ω­τι­κὴ καὶ θε­ο­ποι­ὸ ἐ­νέρ­γει­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ποὺ ὑ­πη­ρε­τεῖ τὰ ἔρ­γα ἢ τὰ μέ­σα τῆς ἄ­σκη­σης. Τὸ τέ­λος τῆς ἄ­σκη­σης δὲν εἶ­ναι τὸ ἀν­θρώ­πι­νο ἐ­πί­τευγ­μα, ἀλ­λὰ ἡ ἐ­πι­στρο­φὴ στὴ φυ­σι­κή, ὀρ­γα­νι­κὴ ἀ­να­φο­ρὰ καὶ σχέ­ση μὲ τὸν Θε­ό. Ἡ πρό­σκλη­ση ποὺ ἀ­πευ­θύ­νει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α στὴ θύ­ρα τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, ἀ­να­κε­φα­λαι­ώ­νει τὴν ὀρ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γί­α καὶ τὸ σκο­πὸ τῆς ἄ­σκη­σης: «τὸν τῆς νη­στεί­ας και­ρόν, φαι­δρῶς ἀ­παρ­ξώ­με­θα, πρὸς ἀ­γώ­νας πνευ­μα­τι­κοὺς ἑ­αυ­τοὺς ὑ­πο­βάλ­λον­τες/ἁγνί­σω­μεν τὴν ψυ­χήν, τὴν σάρ­κα κα­θά­ρω­μεν/ νη­στεύ­σω­μεν ὥ­σπερ ἐν τοῖς βρώ­μα­σιν ἐκ παν­τὸς πά­θους, τὰς ἀ­ρε­τὰς τρυ­φῶν­τες  τοῦ πνεύ­μα­τος/ ἐν αἷς δι­α­τε­λοῦν­τες πό­θω, ἀ­ξι­ω­θεί­η­μεν πάν­τες, κα­τι­δεῖν τὸ πάν­σε­πτον  πά­θος τοῦ Χρι­στοῦ τοῦ Θε­οῦ, καὶ τὸ Ἅ­γι­ον Πά­σχα, πνευ­μα­τι­κῶς ἀ­γαλ­λι­ώ­με­νοι». (Κα­τα­νυ­κτι­κὸ στι­χη­ρὸ ἑ­σπε­ρι­νοῦ Κυ­ρι­α­κῆς τῆς Τυ­ρινῆς ).

Ἡ ἄ­σκη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δὲν ἐ­πι­δι­ώ­κει τὴν τι­μω­ρί­α καὶ τὸν βα­σα­νι­σμό, δὲν ἀ­περ­γά­ζε­ται τὴν ἄρ­νη­ση καὶ τὴν κα­τά­λυ­ση τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης, ἀλ­λὰ τὴ θε­ρα­πεί­α καὶ τὴν κά­θαρ­σή της, τὴν ἀ­πο­δέ­σμευ­ση καὶ τὴν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σή της, ἀ­πὸ κά­θε πρᾶγ­μα ποὺ ἐμ­πο­δί­ζει τὴν ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ή, ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὰ πά­θη. Εἶ­ναι ὁ προ­σα­να­το­λι­σμὸς τῆς ζω­ῆς, ποὺ ἀ­παι­τεῖ δι­αρ­κῆ ἀ­πάρ­νη­ση καὶ συ­νε­χῆ ὑ­πέρ­βα­ση, ὁ εὐ­αγ­γε­λι­κὸς δρό­μος τῆς με­τα­μόρ­φω­σης καὶ ἀ­πο­κα­τά­στα­σης τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Εἶ­ναι ἡ πο­ρεί­α μα­ζὶ μὲ τὸν Χρι­στό, γιὰ νὰ ἀ­πο­κτή­σει τὶς ἀ­ρε­τές, νὰ οἰ­κει­ω­θεῖ τὶς με­γά­λες δω­ρε­ὲς τοῦ Θε­οῦ, νὰ γί­νει τὸ ἄ­φθαρ­το δο­χεῖ­ο τῶν πνευ­μα­τι­κῶν χα­ρι­σμά­των, νὰ πλη­ρω­θεῖ μὲ τὸ Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα.

Ἡ ἄ­σκη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι μαρ­τυ­ρι­κή, ἀλ­λὰ καὶ χα­ρο­ποι­ὸς πο­ρεί­α τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ πι­στοῦ μέ­σα στὴν ἐ­σχα­το­λο­γι­κὴ πλη­ρό­τη­τα τῆς χά­ρης, μὲ τὴν ὁ­ποί­α δη­μι­ουρ­γεῖ πραγ­μα­τι­κὲς σχέ­σεις μὲ τὸν Θε­ό. Ἡ ἄ­σκη­ση κα­τα­ξι­ώ­νε­ται καὶ κο­ρυ­φώ­νε­ται στὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Θε­ό. Αὐ­τὴ ἡ ἀ­γα­πη­τι­κὴ ἕ­νω­ση μὲ τὸν Θε­ὸ ση­μαί­νε­ται μὲ τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο. Ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν Θε­ὸ  καὶ ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο ἀλ­λη­λο­πε­ρι­χω­ροῦν­ται  καὶ συ­νι­στοῦν ταυ­τό­χρο­να ἀ­νο­δι­κὴ καὶ κα­θο­δι­κὴ κί­νη­ση. Οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας συμ­φω­νοῦν ὅ­τι ἡ ἀ­λη­θι­νὴ ἄ­σκη­ση δὲν ἀλ­λο­τρι­ώ­νει καὶ δὲν ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­πο­μό­νω­ση, για­τί ἔρ­γο της δὲν εἶ­ναι μό­νο νὰ ἑ­νώ­νει τὸν ἄν­θρω­πο μὲ τὸν Τρι­α­δι­κὸ Θε­ό, ἀλ­λὰ καὶ νὰ κα­ταλ­λάσ­σει καὶ νὰ ἑ­νώ­νει τοὺς ἀν­θρώ­πους με­τα­ξύ τους. Σκο­πὸς τῆς ἄ­σκη­σης εἶ­ναι νὰ ὑ­περ­βοῦ­με τὴν ἀ­δυ­να­μί­α τοῦ ἀ­το­μι­σμοῦ καὶ τὰ ὅ­ρι­α τῆς μο­να­ξιᾶς, τὴν ἀ­το­μι­κὴ ἐ­πι­θυ­μί­α καὶ αὐ­θαι­ρε­σί­α καὶ νὰ φθά­σου­με στὸ ἐ­πί­πε­δο, ὅ­που ὁ ἄν­θρω­πος δὲν κά­νει θε­ω­ρί­ες, ἀλ­λὰ με­τα­βάλ­λε­ται καὶ γί­νε­ται ἡ πρά­ξη τῆς εὐ­αγ­γε­λι­κῆς ἀ­γά­πης. Αὐ­τὸς ὁ ὀ­ξυ­δερ­κὴς ρε­α­λι­σμὸς τῆς ἄ­σκη­σης μαρ­τυ­ρεῖ ὅ­τι κα­μί­α ἄ­σκη­ση χω­ρὶς τὴν ἀ­γά­πη δὲ φέρ­νει κον­τὰ στὸν Θε­ό. Θὰ κρι­θοῦ­με γιὰ τὸ κα­κὸ ποὺ κά­να­με, ἀλ­λὰ προ­παν­τὸς, για­τί ἀ­με­λή­σα­με τὸ κα­λὸ καὶ δὲν ἀ­γα­πή­σα­με τὸν πλη­σί­ον μας.

Κά­θε ἄ­σκη­ση εἶ­ναι προ­ε­τοι­μα­σί­α τῆς κα­τὰ Θε­ὸν ἀ­γά­πης καὶ αὐ­τὴ ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι τὸ κί­νη­τρο καὶ τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀ­λη­θι­νῆς ἄ­σκη­σης, ὅ­πως τὴ συ­ναν­τᾶ­με στοὺς βί­ους τῶν Ἁ­γί­ων καὶ τῶν με­γά­λων ἐ­ρη­μι­τῶν καὶ ἀ­να­χω­ρη­τῶν. Ο Μ. Βα­σί­λει­ος δι­δά­σκει κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὰ ὅ­τι, κι ὅ­ταν ἀ­κό­μα τη­ροῦν­ται τὰ προ­στάγ­μα­τα καὶ οἱ ἀ­παι­τή­σεις καὶ φυ­λάσ­σον­ται οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ καὶ ἐ­νερ­γο­ποι­οῦν­ται τὰ με­γά­λα χα­ρί­σμα­τα, χω­ρὶς τὴν ἀ­γά­πη, ὅ­λα αὐ­τὰ λο­γί­ζον­ται ὡς ἔρ­γα ἀ­νο­μί­ας. Για­τί προ­σπα­θοῦ­με νὰ δι­α­στρέ­ψου­με τὸ νό­η­μα καὶ τὸ σκο­πό τους καὶ νὰ τὰ ταυ­τί­σου­με μὲ τὴν ἀ­το­μι­κή μας θέ­λη­ση καὶ τὴν ἰ­δι­ο­τέ­λει­α, ἀλ­λο­τρι­ώ­νον­τὰς τα ἀ­πὸ τὴν μο­να­δι­κό­τη­τα καὶ τὴ τε­λεί­ω­σή τους, ὅ­πως ἐκ­φρά­ζε­ται στὴν ἀ­γά­πη γιὰ τοὺς ἀν­θρώ­πους, ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή τους δι­ά­στα­ση καὶ προ­ο­πτι­κή. (PG. 31,1568B).

Στὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη δὲν κα­τα­πι­έ­ζε­ται τὸ σῶ­μα τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ εἶ­ναι «εἰς δό­ξαν καὶ εὐ­χα­ρι­στί­αν Θε­οῦ». Ὁ ἄν­θρω­πος κα­λεῖ­ται νὰ ἀ­παρ­νη­θεῖ ὄ­χι τὸ σῶ­μα, ἀλ­λὰ τὸ «ἐν σαρ­κὶ πε­ρι­πα­τεῖν καὶ ζῆν καὶ ἐρ­γά­ζε­σθαι τὰ ἔρ­γα τῆς σαρ­κός», ποὺ εἶ­ναι ση­μεῖ­α θα­νά­του, για­τί ἐκ­φρά­ζουν τὴν ἀλ­λο­τρί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη ἄ­σκη­ση δὲν σχε­τί­ζε­ται μὲ τὴν πλα­τω­νι­κὴ  ἢ μα­νι­χα­ϊ­κὴ πε­ρι­φρό­νη­ση τοῦ σώ­μα­τος. Ἡ ἄ­σκη­ση ἔ­χει ἄ­με­ση ἀ­να­φο­ρὰ στὸ ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα, ἀ­πο­βλέ­πει στὴ συμ­με­το­χὴ τοῦ σώ­μα­τος, στὴν ἄ­σκη­ση τοῦ πνεύ­μα­τος, γιὰ νὰ γί­νει ἁ­γνὴ « ἁ­γνὴ ἡ γῆ τοῦ σώ­μα­τος». Ἡ σω­μα­τι­κὴ ἄ­σκη­ση ὁ­ρί­ζει καὶ ἐκ­φρά­ζει τὴν ἄ­με­ση καὶ ἔμ­πρα­κτη ὑ­πο­τα­γὴ τοῦ σώ­μα­τος στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, τὸν πε­ρι­ο­ρι­σμὸ τῆς ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νης φυ­σι­κῆς ἐ­πι­θυ­μί­ας, μί­α φά­ση τῆς κα­θο­λι­κῆς με­το­χῆς τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν και­νὴ ζω­ὴ ἐν Χρι­στῷ. Σκο­πὸς τῆς σω­μα­τι­κῆς ἄ­σκη­σης εἶ­ναι νὰ κα­τα­στεί­λει τὴν ἀν­ταρ­σί­α τοῦ σώ­μα­τος, νὰ ὑ­ψώ­σει ἀ­πὸ τὴν πτώ­ση καὶ τὴν ἀλ­λο­τρί­ω­σή του καὶ νὰ τὸ κά­νει συ­νερ­γὸ στὴν κα­τὰ χά­ρη με­τα­μόρ­φω­ση καὶ θέ­ω­σή του. Νὰ βο­η­θή­σει τὸ σῶ­μα νὰ ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ στὴ θεί­α κλή­ση καὶ νὰ φα­νε­ρω­θεῖ οἶ­κος τῆς δό­ξας τοῦ Θε­οῦ καὶ να­ὸς τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Τὸ ὀρ­θό­δο­ξο νό­η­μα τῆς σω­μα­τι­κῆς ἄ­σκη­σης συ­νο­ψί­ζει ὁ ἀ­σκη­τι­κὸς λό­γος: «ἡ­μεῖς οὐκ ἐ­δι­δά­χθη­μεν σω­μα­το­κτό­νοι, ἀλ­λὰ πα­θο­κτό­νοι» (Ἀβ­βὰς Ποι­μήν, Γε­ρον­τι­κόν).

Ἡ νη­στεί­α εἶ­ναι μί­α ἀ­πὸ τὶς κλα­σι­κὲς μορ­φὲς τῆς ἄ­σκη­σης καὶ ἡ κύ­ρι­α ἔκ­φρα­ση τῆς σω­μα­τι­κῆς ἄ­σκη­σης. Σκο­πὸς τῆς νη­στεί­ας εἶ­ναι ἡ ἔμ­πρα­κτη ἄρ­νη­ση τοῦ σώ­μα­τος νὰ ἀ­πο­τε­λεῖ αὐ­το­σκο­πό, αὐ­τὸ καὶ οἱ ἐ­πι­θυ­μί­ες του, ἡ ἄ­με­ση σχέ­ση τοῦ σώ­μα­τος μὲ τὸν Θε­ό, ἡ με­το­χή του στὴν κα­θο­λι­κὴ ὑ­πα­κο­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που στὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, ἡ προ­σω­πι­κὴ ἀ­να­φο­ρὰ τῆς προ­σπά­θει­ας τοῦ ἀν­θρώ­που γιὰ τὴν ἄ­με­ση ὑ­πο­τα­γή της στὸν Θε­ό.  Ἡ νη­στεί­α, ποὺ γί­νε­ται μὲ δι­ά­κρι­ση, εἶ­ναι θαυ­μά­σι­α οἰ­κο­δο­μὴ σὲ κά­θε ἀ­γα­θό. Ἐ­κεῖ­νος ποὺ ἀ­δι­α­φο­ρεῖ γι’ αὐ­τὴν εἶ­ναι νω­θρὸς καὶ στὰ ἄλ­λα ἀ­γω­νί­σμα­τα καὶ ἀ­με­λής. Ἀν­τί­θε­τα, ἐ­κεῖ­νος, ποὺ ἀ­σκεῖ­ται δι­αρ­κῶς σ’ αὐ­τήν, ἀ­πο­κτᾶ ἀ­σά­λευ­τη δι­ά­νοι­α, ἕ­τοι­μη γιὰ ἀ­πάν­τη­ση καὶ ἱ­κα­νὴ γιὰ τὴν ἀ­πο­τρο­πὴ ὅ­λων τῶν δυ­σχε­ρῶν πα­θῶν.

Σή­με­ρα ἡ νη­στεί­α θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι ἄρ­νη­ση τοῦ πε­ριτ­τοῦ, τῆς πλη­σμο­νῆς καὶ τῆς σπα­τά­λης τῶν κα­τα­να­λω­τι­κῶν ἀ­γα­θῶν. Εἶ­ναι τὸ ἀν­τί­θε­το της γα­στρι­μαρ­γί­ας καὶ τῆς μέ­θης, ποὺ ἀ­πο­βλέ­πουν στὴν ἀ­πο­λυ­το­ποί­η­ση τῆς φύ­σης καὶ στὴν ἀλ­λο­τρί­ω­σή της μέ­σα στὴν αἰ­σθη­σι­α­κὴ ἡ­δο­νὴ καὶ στὸ φρό­νη­μα τῆς σάρ­κας. Ἔ­τσι ἡ νη­στεί­α γί­νε­ται εὐ­ερ­γε­σί­α καὶ με­τά­δο­ση ἀ­γά­πης.

 

Περ. «Ἅγιος Σε­ρα­φείμ»