Ο ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Ο ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

Τοῦ Τσιακούμη Παναγιώτη

Σχολικοῦ Συμβούλου Θεολόγων

Σέ μία ἐποχή πού ὅλα, χωρίς ἐξαίρεση καμία -ἰδέες, πράξεις, ρόλοι, ἀξιώματα καί λόγια- δοκιμάζονται χωρίς ἔλεος στό καμίνι τῆς ἀμφισβήτησης, πρέπει οἱ Ἐκπαιδευτικοί καί ἰδιαίτερα οἱ Θεολόγοι νά διεκδικοῦν καί νά διασῴζουν μέ ταπείνωση ἀλλά καί παρρησία τήν προσωνυμία «Δάσκαλοι» (ἀπό τήν Ἰαπετική ρίζα «δὰς» ποῦ σημαίνει πιάνω κάποιον ἀπό τό χέρι καί τόν ὁδηγῶ). Πρέπει ὡς παιδαγωγοί μέ τό ἔργο καί τή ζωή τους νά κρατᾶνε ζωντανή τήν εἰκόνα τοῦ δασκάλου πού ζεσταίνει τίς ψυχές τῶν μαθητῶν του, ὄχι μέ τά λόγια, ἀλλά μέ τή φλόγα τῆς ψυχῆς του καί τήν προθυμία του νά τούς προσφέρει ὅ,τι καλύτερο διαθέτει.

Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ παιδαγωγική ἐπιστήμη ἐξετάζει τό ἀναπτυσσόμενο ἄτομο ὑπό τό πρῖσμα τῆς διαδικασίας ἀγωγῆς καί μάθησης. Ἡ διαδικασία αὐτή συνιστᾶ τήν οὐσία καί τήν κύρια ἀποστολή τοῦ παιδαγωγοῦντος σχολείου.

Τόν 19ο αἰῶνα ἐπικρατοῦσε ἡ ἀντίληψη ὅτι τό σχολεῖο ἔχει ὡς βασικό ἔργο καί στόχο τή μετάδοση, διά μέσου τῶν διαφόρων μαθημάτων, συστηματικῶν, προκατασκευασμένων καί ὀργανωμένων κατά ἐνηλικοκεντρικό  τρόπο γνώσεων καί ἀξιῶν, ἐρήμην τῶν γνωρισμάτων τοῦ μαθητῆ καί τῶν πραγματικῶν συνθηκῶν τῆς κοινωνικῆς του ζωῆς.

Ἀντίθετα, ἡ σύγχρονη σχολική παιδαγωγική, ὡς ἐφαρμοσμένη ἀγωγή, ἔχει ὡς ἀφετηρία τή στενή σχέση σχολείου καί ζωῆς καί στοχεύει σέ μία ἀγωγή καί μάθηση προσανατολισμένη στά πραγματικά δεδομένα τοῦ μαθητῆ ὡς ἰδιοσυγκρασιακοῦ ΕΓΩ καί ὡς μέλους τῆς κοινωνίας, μέσα στήν ὁποία ζεῖ καί ἀναπτύσσεται.

Στά μέσα τοῦ 18ου αἰῶνα ὁ Rousseau διατύπωσε καί πρόβαλε τό σύνθημα: «γνωρίσατε τούς μαθητές σας, γιατί εἶναι σίγουρο ὅτι δέν τούς γνωρίζετε καθόλου», ὑπογραμμίζοντας ἔτσι κατά τρόπο πρωτοποριακό ὅτι ἡ ἀγωγή πρέπει νά συντελεῖται σύμφωνα μέ τή φύση τοῦ παιδιοῦ καί τίς δυνατότητές του. Στήν ἐποχή μας ἡ παιδοκεντρικότητα, ἐπιστημονικά καί ἐρευνητικά πλέον θεμελιωμένη, συνιστᾶ τό μεγάλο θετικό ἅλμα τῆς νέας ἀγωγῆς. Πρόκειται γιά τίς σχέσεις ἐκπαιδευτικοῦ – μαθητῶν πού βρίσκονται στό ἐπίκεντρό της παιδαγωγικῆς. Οἱ δύο βασικοί αὐτοί συντελεστές τῆς σχολικῆς ἀγωγῆς καί μάθησης δέν πρέπει νά προχωροῦν οὔτε παράλληλα οὔτε ὑποτακτικά ἀλλά συνεργατικά, μέσα σ’ ἕνα κλίμα ἀμοιβαιότητας καί ἀλληλοσεβασμοῦ. Στήν προκειμένη περίπτωση κάνουμε λόγο γιά καλλιέργεια προσωπικῶν σχέσεων.

Συγκεκριμένα οἱ προσωπικές σχέσεις συμβάλλουν ἀποφασιστικά στή μάθηση τῆς σχολικῆς ὕλης. Ἡ σχέση τοῦ μαθητῆ μέ τό περιεχόμενο τοῦ βοηθήματος δέν εἶναι ἄμεση. Διαμεσολαβεῖται ἀπό τό ἐπίπεδο τῶν σχέσεών του μέ τόν ἐκπαιδευτικό. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος ἀποκτᾶ γιά τό μαθητή τό πραγματικό του νόημα, ὅταν ἐνταχθεῖ σ’ αὐτή τή σχέση. Δέν λειτουργεῖ ὡς αὐτόνομη ὀντότητα.

Μέσα σ’ αὐτό τό πλαίσιο τῆς συνεργατικότητας ἐπιτυγχάνεται βαθύτερη κατανόησή τῆς πρός μάθηση ὕλης, ἱκανοποιοῦνται βασικές ἀνάγκες τοῦ μαθητῆ καί διευκολύνεται ἡ κοινωνικοποίησή του. Ἔτσι τό σχολεῖο δέν θεωρεῖται ἁπλῶς ὡς τόπος παροχῆς γνώσεων, ἀλλά ὡς κατεξοχήν χῶρος ὁλόπλευρης μόρφωσης. Ἄλλωστε ἡ σύγχρονη σχολική παιδαγωγική  ὑπογραμμίζει μέ ἔμφαση τήν ἀναγκαιότητα ὁλόπλευρης ἀνάπτυξης τοῦ ὑποκειμένου τῆς ἀγωγῆς καί ὄχι ἁπλῶς τήν παροχή σ’ αὐτό ἑνός σώματος γνώσης.

Μέ βάση τά ὅσα μέχρι τώρα ἀναπτύξαμε, θά προτείνουμε ὁρισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιᾶς σχολικῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς, ὥστε αὐτή νά ἀνταποκρίνεται στόν παιδαγωγικό ρόλο τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ καί νά ἔχει ὡς κύριο κριτήριο τό μαθητή, ἐνῷ ταυτόχρονα νά μπορεῖ νά δικαιωθεῖ τό πλαίσιο ἑνός σύγχρονου  δημόσιου δημοκρατικοῦ σχολείου μέσα σέ μία πολυπολιτισμική κοινωνία.

Στό νέο μαθησιακό περιβάλλον ὁ ρόλος τοῦ καθηγητῆ πού διδάσκει ἀποβαίνει: ὀργανικός, καθοδηγητικός, βοηθητικός, συμβουλευτικός, διευκολυντικός, συντονιστικός, ἀνατροφοδοτικός, ἀνθρώπινος, ἀντιαυταρχικός σέ σχέση μέ τό καθηγητοκεντρικό σχολεῖο τοῦ παρελθόντος, ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ μετωπική διδασκαλία.

Ἡ βαρύτητα τοῦ ρόλου του ὡς διδάσκοντος δέν ἐξαντλεῖται στόν στεῖρο ἐπαγγελματισμό ἀλλά στή σχέση του μέ τό ὑπέρτατο Ὄν καί τά πρόσωπα τῶν ἐφήβων μαθητῶν του. Ὁ τύπος αὐτός τοῦ θεολόγου εὐαγγελίζεται τήν «παγκοσμιότητα» τῆς Ἀλήθειας σύμφωνα μέ τήν προτροπή τοῦ Κυρίου «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη». Ὁ Θεολόγος Ἐκπαιδευτικός εἶναι ἐκεῖνος, τοῦ ὁποίου ἡ καρδιά «καίγεται γιά ὅλη τήν κτίση» καί ἑπομένως καί γιά τούς μαθητές, οἱ ὁποῖοι πρέπει ν’ ἀναπτυχθοῦν ἀπό κάθε πλευρά γνωστική, συναισθηματική, ψυχοκινητική.

Τό πρῶτο γνώρισμα ἀναφέρεται στήν ὀργάνωσή τῆς πρός μάθηση ὕλης. Αὐτή, πρῶτον, θά πρέπει νά εἶναι ἀρκετά χαλαρή καί ἐλαστική, ὥστε νά διευκολύνεται ἡ χρησιμοποίηση ἀπό τούς μαθητές ὅσο τό δυνατόν περισσότερων στρατηγικῶν μάθησης. Ἡ ὀργάνωση τοῦ τύπου αὐτοῦ καί τήν ἐνεργητικότητά του μαθητῆ παρωθεῖ καί στά ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός ἀνταποκρίνεται. Τό δεύτερο σημεῖο, ἀφορᾶ στόν ἐμπλουτισμό τῆς ὕλης μέ παρεμφερῆ στοιχεῖα ἀπό ἄλλες, ἐκτός της θρησκείας, περιοχές καί κυρίως ἀπό τήν προσωπική καί κοινωνική ζωή τοῦ μαθητῆ. Μέ τόν τρόπο αὐτό καλλιεργοῦμε στούς μαθητές τήν ἱκανότητα μεταβίβασης τῆς μάθησης, ἀνταποκρινόμαστε στήν ἀρχή τῆς διαθεματικότητας, ἐνῷ ταυτόχρονά τους διευκολύνουμε νά συνειδητοποιήσουν τήν ἐπικαιρότητα τῶν ἀληθειῶν τῆς Πίστης. Τέλος ἐπιβάλλεται τό προσφερόμενο πρός ἐπεξεργασία θρησκευτικό ὑλικό νά εἶναι ὀργανωμένο μέ τή μορφή προβλήματος καί ὄχι ἕτοιμων ἀπαντήσεων καί θέσεων, ὥστε νά ἐνισχύεται ἡ μάθηση μέ προσωπική ἀνακάλυψη.

Τό δεύτερο γνώρισμα ἀφορᾶ τή μορφή διδασκαλίας, πού πρέπει νά κυριαρχεῖ κατά τή διαδικασία ἀγωγῆς καί μάθησης. «Εἶναι πράγματι καταπληκτικό τό νά καθοδηγεῖς ἀνθρώπους, εἶναι τέχνη τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν», μᾶς ἐπισημαίνει ὁ Γρηγόριος  ὁ Θεολόγος, ἐνῷ ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμπληρώνει: «Δέν ὑπάρχει ἄλλη καλλιτεχνική δημιουργία πιό μεγάλη ἀπό τήν ἀγωγή, γιατί μέ τί ἄλλο μπορεῖ νά συγκριθεῖ ἡ διάπλαση τῆς ψυχῆς καί τῆς διάνοιας ἑνός ἀνθρώπου».

Ἀναφερόμαστε στή μορφή διαλογικῆς συζήτησης, διά μέσου της ὁποίας ἐπιδιώκεται ἤ γόνιμη συνάντηση τῶν μαθητῶν μέ τήν πρός μάθηση ὕλη. Πρόκειται γιά δουλειά συνεργατικῆς μορφῆς, κατά τήν ὁποία ὁ ἐκπαιδευτικός καί οἱ μαθητές παίζουν συμπληρωματικούς ρόλους μέσα σέ ἕνα κλίμα ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης, σεβασμοῦ καί ἀγάπης.

Ὄταν  ἡ θρησκευτική ἀγωγή λαμβάνει χώρα μέ τή μορφή διαλογικῆς συζήτησης, ἀνταποκρίνεται θετικά στά ἐνδιαφέροντα, τίς ἀνάγκες καί τά θρησκευτικά προβλήματα τῶν μαθητῶν, διότι ὄχι μόνο παρέχονται σ’ αὐτούς περιθώρια ἀλλά καί παρωθοῦνται νά διατυπώνουν τίς ἀντιρρήσεις καί τούς προβληματισμούς τους. Ἡ ἱκανότητα τῶν καθηγητῶν νά ἐπικοινωνοῦν εἶναι πάρα πολύ σημαντική γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ ἔργου τους. Οἱ ἔφηβοι χρειάζονται ἐνήλικες πού θά κάνουν διάλογο μαζί τους. Θέλουν τούς ἐκπαιδευτικούς νά εἶναι κοντά τούς ἀλλά στό χρόνο καί μέ τόν τρόπο πού αὐτοί θέλουν. Τόσο ἡ ἀδιαφορία ὅσο καί ἡ συνεχής παρέμβαση του   (ἡ ὑπερπροστατευτικότητα) εἶναι στάσεις πού πρέπει νά ἀποφεύγονται. Γιά νά διαμορφωθεῖ μία σχέση ἀμοιβαίου σεβασμοῦ καί ἐμπιστοσύνης μέ τούς μαθητές μας, ἀσφαλῶς χρειάζεται οἱ ἐκπαιδευτικοί νά ἔχουμε ἀποδεχθεῖ τόν παιδαγωγικό ρόλο μας στό σχολεῖο. Ὁ δάσκαλος πρέπει κυρίως νά βοηθήσει τόν νέο νά ἀνακαλύψει πώς νά ζει  «κατά Θεόν», δηλαδή ἀληθινά. Ἐπιπλέον ἡ στάση τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συμβούλου ὀφείλει νά εἶναι στάση ὑποδοχῆς γιά ὅλους τους μαθητές, ζωηρούς καί ἥσυχους, ἄριστους καί μέτριους. Ἡ σπλαχνική ματιά τοῦ δασκάλου πρέπει νά ἀγκαλιάζει ὅλη τήν τάξη καί ὅλους τούς μαθητές τό ἴδιο. Ὅπως ὁ καλλιτέχνης ἁγιογράφος, ὁ παιδαγωγός πρέπει νά ἀνακαλύψει τήν ἐσωτερική ὀμορφιά πού κρύβει μέσα τοῦ ὁ κάθε μαθητής καί νά τήν   προβάλει.  Ἡ ἀρχή  τῆς  «φιλοκαλίας», δηλαδή ἡ ἀναζήτηση καί ἡ  ἀξιοποίηση τῆς ἐσωτερικῆς ὀμορφιᾶς καί τῶν ξεχωριστῶν προσόντων τοῦ κάθε μαθητῆ εἶναι ὁ σταθερός ἄξονας τοῦ παιδαγωγοῦ πού ἀκολουθεῖ τήν παράδοση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Σύμφωνα μέ αὐτή ὡς παιδαγωγός ὀφείλει νά ἀνακαλύψει τήν ὀμορφιά, δηλαδή τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού φέρει κάθε μαθητής του. Αὐτή ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ προσδιορίζει καί τίς δυνατότητές του νά ξεπεράσει τίς δυσκολίες καί τά ἐμπόδια πού ὀρθώνονται γύρω του.

Ἡ ἔλλειψη ἀποτελεσματικῆς ἐπικοινωνίας δημιουργεῖ χάσμα στίς διαπροσωπικές σχέσεις, μέ ἀποτέλεσμα νά δημιουργεῖται δυσαρέσκεια τῆς τάξης ἀπέναντι στόν καθηγητή καί τό ἀντίθετο. Ἡ ἐπικοινωνία μέ τούς μαθητές δέν συνίσταται σέ τεχνικές, προσποιητούς δηλαδή τρόπους συμπεριφορᾶς, ἀλλά εἶναι στάση ζωῆς. Μία τέτοια τακτική ἀποδεικνύει ὅτι ὁ παιδαγωγός συμμερίζεται καί ἱκανοποιεῖ τήν ἀνάγκη τους γιά γνήσια προσωπική ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας καί ὅτι τούς ἀντιμετωπίζει ὡς πρόσωπα ἐλεύθερα καί ὑπεύθυνα. Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τήν ψυχολογία τοῦ ἐφήβου, ἡ τάση γιά ἀμφισβήτηση, κριτική, πειρασμό καί προσωπική διερεύνηση, διά μέσου λογικῆς ἐπιχειρηματολογίας, εἶναι ἕνα χαρακτηριστικό του γνώρισμα πού ὀφείλεται στό στάδιο ἀνάπτυξής του. Ἀλλά καί ἀπό Θεολογικῆς πλευρᾶς, ἡ πίστη δέν προσφέρεται ὡς κάτι τό ἕτοιμο ἀλλά σέ σημαντικό βαθμό εἶναι τό ἀποτέλεσμα προσωπικῆς ἀναζήτησης καί ἐμπειρίας. Ἑπομένως μία τέτοια μορφή διδασκαλίας ἀποφεύγεται ἡ παροχή τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας, ἕτοιμης μέ ἀξιωματικό μάλιστα τρόπο, ὥστε νά μήν ἐπιδέχεται ἀντιρρήσεις ἤ ἄλλο τρόπο προσέγγισης. Ὁ ἐκπαιδευτικός πρέπει νά εἶναι σέ κάποιες περιπτώσεις αὐστηρός καί σέ κάποιες ἄλλες εὐέλικτος. Πότε τό ἕνα καί πότε τό ἄλλο. Χρειάζεται αὐτό πού ἔλεγαν οἱ Πατέρες μας διάκριση, γιά νά καταλαβαίνουν πότε οἱ μαθητές τους χρειάζονται τό ἕνα καί πότε τό ἄλλο. Παιδιά καί ἔφηβοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπό τήν ἀγάπη μας πού θά ἐκδηλώνεται πότε μέ ἔπαινο καί ἐνίσχυση καί πότε μέ ἔλεγχο καί πότε μέ καθοδήγηση. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ὅμως ἡ χαλαρότητα ἐκ μέρους μας καί ἡ μεγάλη ἐπιτρεπτικότητα μπορεῖ νά δώσουν τό μήνυμα τῆς ἀδιαφορίας.

Τό τρίτο χαρακτηριστικό γνώρισμα μιᾶς σύγχρονης παιδοκεντρικῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς ἀναφέρεται σέ ὁρισμένες πραγματικότητες πού πρέπει ὁ θεολόγος – ἐκπαιδευτικός ὡς παιδαγωγός νά λαμβάνει σοβαρά ὑπόψη κατά τή διδακτική διαδικασία. Συγκεκριμένα, εἶναι γεγονός ὅτι ἀπό τή μία μεριά οἱ μαθητές δέν παρουσιάζουν ὁμοιογένεια ὅσον ἀφορᾶ στή θρησκευτική τους ὑποδομή καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἐλευθερία τοῦ προσώπου βρίσκεται στό ἐπίκεντρό της χριστιανικῆς ἀλήθειας. Ἑπομένως, κάθε πίεση γιά ἀποδοχή της ἀντιφάσκει πρός τή φύση καί τό σκοπό τῆς ἀλήθειας αὐτῆς καί παρεμποδίζει τήν πορεία τοῦ μαθητῆ πρός τή φυσιολογική αὐτονομία. Οἱ δύο αὐτές πραγματικότητες ἐπιβάλλουν ὁρισμένους λεπτούς χειρισμούς. Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ διάκριση πού πρέπει νά γίνεται μεταξύ θρησκευτικῶν γεγονότων καί θρησκευτικῶν πεποιθήσεων. Οἱ θρησκευτικές πεποιθήσεις δέν μπορεῖ νά προβάλονται ὡς πέραν κάθε ἀμφισβήτησης ἀπό ὅλους τους μαθητές ἀλλά ὡς θέματα πρός συζήτηση. Δεύτερον, ἐκεῖνο πού πρέπει νά ἐπιδιώκεται εἶναι ἡ προβολή ἐπιχειρημάτων, μέσα στά πλαίσια ἑνός ἐπιχειρηματικοῦ, καθώς καί ἡ καλλιέργεια στούς μαθητές πνεύματος σεβασμοῦ τῶν πεποιθήσεων τοῦ ἄλλου, ἀκόμη καί ἄν δέν τίς συμμερίζονται.

Ἕνα τέταρτο βασικό γνώρισμα τῆς παιδοκεντρικῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς ἀποτελεῖ ἡ διαμόρφωση στή συνείδηση τοῦ μαθητῆ συνύφανσης μεταξύ μηνύματος καί ἐμπειρίας. Ἡ ζωντάνια καί  ἀποτελεσματικότητα τοῦ θείου μηνύματος σέ μία νέα κατάσταση, διαφορετική ἀπό ἐκείνη, στήν ὁποία ἀρχικά διατυπώθηκε, ἐξαρτᾶται ἀπό τό ἄν προσφέρεται μέ τή μορφή πού νά ταιριάζει στή νέα κατάσταση. Τό περιεχόμενο τοῦ μηνύματος διατηρεῖ τήν ἐπικαιρότητα καί ἀποτελεσματικότητά του στό βαθμό πού ἡ παρουσίαση τού  ἀνταποκρίνεται στή μαθησιακή καί ἐμπειρική ἑτοιμότητα τοῦ ἀποδέκτη. Αὐτό βέβαια δέ σημαίνει ὅτι ἡ δυναμική του θείου μηνύματος θεμελιώνεται ἀποκλειστικά στή βεβαιότητα τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας. Ἡ ἐμπειρική θρησκευτική ἀγωγή, ὅταν κατανοεῖται σωστά,  στοχεύει στό νά παράσχει στούς μαθητές εὐκαιρίες νά χτίζουν γέφυρες μεταξύ τῶν προσωπικῶν τους ἐμπειριῶν καί τῆς οὐσίας τοῦ βιβλικοῦ μηνύματος.

Τό πέμπτο τέλος, γνώρισμα τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς μέ παιδοκεντρικό προσανατολισμό εἶναι ἀπό τή μία μεριά ἡ ἀποφυγή κάθε ἐνέργειας ἀπό μέρους τοῦ παιδαγωγοῦ πού θά εἶχε ὡς συνέπεια τόν ἐγκλωβισμό τῶν μαθητῶν σέ ἠθικισμούς, θρησκοληψίες, φανατισμούς καί μισαλλοδοξίες, καί ἀπό τήν ἄλλη προσπάθεια καλλιέργειας, ἀνοιχτοῦ καί οἰκουμενικοῦ πνεύματος καθώς καί ἡ δημιουργία αἰσθήματος κοινωνικῆς εὐθύνης.

Σέ ὅλους ἐμᾶς τούς Θεολόγους Ἐκπαιδευτικούς καί γενικότερα στόν κάθε Δάσκαλο πού ὁ Θεός μᾶς παρέδωσε νέους ἀνθρώπους νά ἀναθρέψουμε καί νά ὁδηγοῦμε, πρέπει νά ἔχουμε σταθερά καί πάντα στό νοῦ μας πώς ὁ κόσμος θά στεριωθεῖ ἤ θά καταρρεύσει ἀπό δασκάλους πού κατάφεραν ἤ δέν κατάφεραν νά θεμελιωθοῦν στίς ψυχές τῶν μαθητῶν τους ὡς πρότυπα φλογερῆς ἀγάπης, στέρεης γνώσης καί ἀδιαπραγμάτευτης συνέπειας λόγων καί πράξεων. Στά πρόσωπά τους, στά δικά μας πρόσωπα, οἱ νέοι ἄνθρωποι θά μετρήσουν τό νόημα τῆς ζωῆς καί θά γεμίσουν εἴτε μέ κουράγιο γιά ἀγῶνα δημιουργικῆς ζωῆς, εἴτε μέ ἀπόγνωση καί ἐπιθυμία τυφλῆς καί ἀνέλπιδης κατεδάφισης.

Τελειώνοντας θά ἤθελα νά τονίσω τοῦτο μόνο: Ὁ Θεολόγος Παιδαγωγός πρέπει νά ἔχει τό μεγάλο χάρισμα νά βλέπει τήν ἰδανική εἰκόνα τοῦ κάθε ἐφήβου, ἄς ποῦμε τό θεῖο ἀρχέτυπό του, ὅπως ἐπίσης καί ἕνα ἀκόμη μεγαλύτερο χάρισμα τήν ἱκανότητα δηλαδή νά κατεργάζεται ὑπομονετικά, μέ  μεράκι γεμάτος ἀγάπη, σοφία καί «φόβον Θεοῦ» τόν ἔφηβο συμφωνα  μ’ αὐτό τό ἀρχέτυπο, ὅπως ἕνας γλύπτης φτιάχνει μέ βάση τό μοντέλο του, τό ἄγαλμα βγάζοντας τό μέσα ἀπό τήν ἄμορφη μᾶζα τοῦ λίθου. Τότε καί μόνο τότε θά ὁδηγήσουμε ἐλεύθερά τους μαθητές μας νά γίνουν ἀληθινά πρόσωπα, τέλειες εἰκόνες τοῦ Ἀληθινοῦ καί Τέλειου Τριαδικοῦ Θεοῦ μας.

 

Περ. ‘Ἅγιος Σεραφείμ’, Ἰαν.-Μάρτ. 2010