Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ, ὁ Προφήτης, ὁ Πρόδρομος καὶ ὁ Βαπτιστὴς τοῦ Κυρίου

Μανουσαρίδη Γεωργίου

 Ἱεροψάλτου

Τὴν 7η Ἰανουαρίου, τὴν ἑπομένη τῆς μεγάλης Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴ σύναξη τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου προφήτου, Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ τοῦ Κυρίου Ἰωάννου. Τοῦ προσώπου ποὺ ἡ θεία Οἰκονομία ἐπρονόησε νὰ παίξει τὸν ρόλο τοῦ συνδέσμου τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, νὰ προετοιμάσει τὴν ὁδὸν γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴ βάπτισή Του καὶ τὴν ἔναρξη τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ Του ἔργου.

Σὲ ἕνα τροπάριο τῆς ἕκτης ὠδῆς τοῦ κανόνος γιὰ τὴ Σύναξη τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου, ὁ ἱερὸς ὑμνωδὸς περιγράφει ὡς ἑξῆς τὸν ἃγιο Ἰωάννη: «Προφητῶν σε σφραγῖδα γινώσκομεν, ὡς τῇ Παλαιᾷ καὶ Καινῇ μεσιτεύσαντα, καὶ Βαπτιστὴν καὶ Πρόδρομον, τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καταγγέλομεν», δηλ. «σὲ ἀναγνωρίζουμε ὡς ἐπισφράγισμα καὶ τελείωμα ὅλων τῶν Προφητῶν, ὡς σύνδεσμο καὶ γέφυρα τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης καὶ σὲ κηρύττουμε φανερὰ ὡς Βαπτιστὴ καὶ Πρόδρομο τοῦ Σωτήρα μας Χριστοῦ».

Ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ τὴν ἑπομένη ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὡς τὸ πρόσωπο ποὺ ἔπαιξε πρωταγωνιστικὸ ρόλο στὸ μεγάλο γεγονός, ἔτσι καὶ γιὰ τὰ Ἅγια Θεοφάνεια, ἡ Ἐκκλησία τὴν ἑπομένη καλεῖ σύναξη τῶν πιστῶν πρὸς τιμὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ποὺ πρωταγωνίστησε στὴ βάπτιση τοῦ Κυρίου «ὡς τῷ μυστηρίῳ τοῦ θείου Βαπτίσματος ὑπουργήσαντος».

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝOY

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ὑπῆρξε μία θαυμαστὴ (γιὰ κάθε πιστὸ) μορφὴ ἁγίου, ἀλλὰ καὶ μία τραγικὴ καὶ ἀσκητικὴ προφητικὴ προσωπικότητα. Ἡ ζωὴ του μία συνεχὴς ἄσκηση μέσα στὴν ἀπαραμύθητη ἔρημο καὶ ὁ θάνατός του μαρτυρικός.

  1. 1.      Σύλληψη καὶ Γέννηση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου

Ἡ γέννησή του ἔγινε μὲ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ δύο πιστοὺς ἀλλὰ ὑπέργηρους γονεῖς, τὸν Ζαχαρία καὶ τὴν Ἐλισάβετ, οἱ ὁποῖοι σὲ ὅλη τους τὴ ζωὴ ζητοῦσαν μὲ θερμὰ δάκρυα νὰ τοὺς χαρίσει ἕνα παιδί.

Ἡ γέννησή του προαναγγέλθηκε ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριὴλ στὸν πατέρα του Ζαχαρία, ἐνῷ αὐτὸς θυμιάτιζε στὸ θυσιαστήριο θυμιαμάτων τοῦ Ναοῦ. Ἐκεῖ ὁ ἀρχάγγελος ἀνήγγειλε στὸν γέροντα Ζαχαρία, πὼς ἡ προσευχὴ του εἰσακούστηκε καὶ  ἡ στείρα καὶ γερόντισσα Ἐλισάβετ θὰ γεννήσει υἱὸν «καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννην· καὶ ἔσται χαρὰ σοι καὶ ἀγαλλλίασις καὶ πολλοὶ ἐπὶ τῇ γεννήσει αὐτοῦ χαρήσονται· ἔσται γὰρ μέγας ἐνώπιον Κυρίου».

Ὁ γέρων Ζαχαρίας ἀντέτεινε ὅτι ἦτο καὶ αὐτὸς καὶ ἡ Ἐλισάβετ σὲ προχωρημένη ἡλικία καὶ ζήτησε σημεῖο γιὰ νὰ γίνει πιστευτὸ αὐτὸ τὸ ἀπίθανο γεγονός. Ὁ ἄγγελος τοῦ ἀπήντησε ὅτι ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ τοῦ ἀναγγείλει τὸ μεγάλο αὐτὸ γεγονὸς καὶ, ἀφοῦ ζητᾶ σημεῖο, θὰ μείνει κωφὸς καὶ ἄλαλος μέχρις ὅτου γεννηθεῖ τὸ παιδὶ καὶ τοῦ δοθεῖ ὄνομα. Πράγματι, ὅταν ὁ Ζαχαρίας τελείωσε τὴ διακονία του στὸν  Ναὸ καὶ ἐπέστρεψε, ἡ σύζυγός του Ἐλισάβετ συνέλαβε καὶ ἔκρυβε ἀπὸ ντροπὴ τὴν ἐγκυμοσύνη της γιὰ πέντε μῆνες.

Τότε τὴν ἐπισκέφθηκε  ἡ Μαρία (ἡ ἀνιψιά της) ποὺ εἶχε ἤδη συλλάβει τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Μόλις ἀντάλλαξαν τὸν καθιερωμένο ἀσπασμὸ μεταξύ τους, τὸ ἔμβρυο Ἰωάννης ἐσκίρτησε μέσα στὴν κοιλιὰ τῆς Ἐλισάβετ ἀπὸ ἀγαλλίαση. Τότε ἡ Ἐλισάβετ «ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου» (Λουκ. α΄41) καὶ ἀνεφώνησεν φωνῇ μεγάλῃ καὶ εἶπεν· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου. Καὶ πόθεν μοι τοῦτο ἳνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρὸς με; ἰδοὺ γὰρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνὴ τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τὰ ὦτά μου, ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τὴ κοιλίᾳ μου. Καὶ μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου» (Λούκ. ἃ΄ 39-45). Πραγματοποιήθηκε δηλ. αὐτό ποὺ εἶχε προαγγελθεῖ ἀπὸ τὸν ἄγγελο στὸν Ζαχαρία, ὅτι «Πνεύματος Ἁγίου πλησθήσεται ἔτι ἐκ κοιλίας  μητρὸς αὐτοῦ» (Λουκ. α΄15).

Εἶναι θαυμαστὸ ἐπίσης πὼς ἡ Ἐλισάβετ, χωρὶς νὰ ἔχει πληροφορηθεῖ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου καὶ τὴν ἐκ πνεύματος Ἁγίου σύλληψή της, ἀναγνωρίζει στὸ πρόσωπο τῆς Μαρίας τὴ μητέρα τοῦ Κυρίου της καὶ τῆς προλέγει ὅτι στὸ ἑξῆς θὰ τὴν μακαρίζουν ὅλες οἱ γενεὲς τῶν ἀνθρώπων.

Μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Ἰωάννη καὶ ἐνῷ εἶχαν μαζευτεῖ (τὴν 8η ἡμέρα) στὸ σπίτι τοῦ Ζαχαρία καὶ τῆς Ἐλισάβετ πολλοὶ συγγενεῖς γιὰ νὰ τοὺς συγχαροῦν καὶ νὰ δώσουν ὄνομα στὸ παιδί, ζήτησαν ἀπὸ τὸν Ζαχαρία νὰ τοὺς γράψει σὲ πινάκιο τὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ. Μόλις ὁ Ζαχαρίας ἔγραψε τὸ ὄνομα Ἰωάννης (ποὺ σημαίνει στὰ Ἑβραϊκὰ δῶρο τοῦ Θεοῦ, Θεοδώρητος) λύθηκε ἡ γλώσσα τοῦ Ζαχαρία καὶ «ἐλάλει εὐλογῶν τὸν Θεόν». Τότε ἔπεσε φόβος ἀπὸ τὸ θαῦμα αὐτὸ σὲ ὅσους κατοικοῦσαν στὴν ὀρεινὴ περιοχὴ τῆς Ἰουδαίας καὶ διερωτῶντο τί ἄραγε θὰ γίνει τὸ παιδὶ αὐτό, στὸ ὁποῖο μὲ τόσο θαυμαστὸ τρόπο φανερώθηκε ἡ εὔνοια τοῦ Θεοῦ. «Καὶ χεὶρ Κυρίου ἦν μετ’ αὐτοῦ» (Λουκ. α΄66).

Ἀπὸ πολὺ νωρὶς ὁ Ἰωάννης ἔφυγε στὴν ἔρημο, ὅπου ζοῦσε μόνος μὲ τὸν Θεό, μὲ φοβερὴ ἄσκηση, τρεφόμενος ἀπὸ ἀκρίδες (βλαστάρια ἀπὸ τὰ λιγοστὰ φυτὰ ποὺ φύτρωναν στὴν ἔρημο) καὶ μέλι ἄγριο (ἀπὸ ἀγριομέλισσες). Οἱ σχολιαστὲς λένε ὅτι λόγῳ τῆς λειψυδρίας στὴν ἔρημο φυτρώνουν πολὺ λίγα φυτὰ καὶ ἀκόμα λιγότερα ἄνθη. Τὸ μέλι ἑπομένως ποὺ παράγουν οἱ ἄγριες μέλισσες εἶναι ἄγευστο καὶ ἀηδές. Ἄρα καὶ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ χλιδὴ γιὰ τὸν ἀσκητὴ Ἰωάννη. Ἡ ἐνδυμασία του ἦταν ἀπέρριτη καὶ ἀσκητική. Φοροῦσε ἔνδυμα ἀπὸ τρίχες καμήλας (ἔνδυμα χονδροκομμένο καὶ τραχὺ στὴν ἐπαφὴ μὲ τὸ σῶμα του) καὶ ζώνη δερμάτινη «περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ». Ἡ δερμάτινη ζώνη, ποὺ συνηθίζουν καὶ σήμερα νὰ φοροῦν οἱ μοναχοὶ, εἶναι σύμβολο ἐγκράτειας. Ἦτο δὲ ἀνυπόδητος. Ἐκεῖ στὸ καμίνι τῆς ἐρήμου, ὅπου δοκιμάζονται οἱ δυνατὲς ψυχές, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἄρχισε τὸ κήρυγμα μετανοίας πρὸς τὸν λαὸ τοῦ Ἰσραήλ.

  1. 2.      Θαυματουργικὴ σωτηρία τοῦ βρέφους Ἰωάννη, ἀπὸ τὴν σφαγὴ τοῦ Ἡρώδη.

Πράγματι ὅταν ὁ Ἡρώδης διέταξε τὴ σφαγὴν τῶν νηπίων κάτω τῶν δύο ἐτῶν στὴν περιοχὴ τῆς Βηθλεέμ, ἡ Ἐλισάβετ πῆρε στὴν ἀγκαλιὰ της τὸν Ἰωάννη καὶ ἔφυγε στὸ βουνὸ ὅπου τὴν κυνήγησαν οἱ στρατιῶτες τοῦ Ἡρώδη. Φθάνοντας στὴ ρίζα τοῦ βουνοῦ, καὶ μὴ μπορώντας νὰ προχωρήσει περαιτέρω γιὰ νὰ σωθεῖ, παρακάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τὴν σώσει καὶ φώναξε: «Ὂρος Θεοῦ, δέξαι μητέρα μετὰ τέκνου» (βλ. πρωτοευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου ΧΧΙΙ στίχ. 2-3) καὶ ὤ! τοῦ θαύματος, ἄνοιξε τὸ βουνὸ καὶ βρέθηκε ἡ Ἐλισάβετ  πίσω ἀπὸ τὸ βουνό. Οἱ στρατιῶτες ποὺ τὴν κυνηγοῦσαν τὴν ἔχασαν. Κατὰ τὸν ἃγιο Νικόδημο τὸν Ἁγιορείτη, ἡ Ἐλισάβετ κρύφτηκε μέσα σὲ σπήλαιο. Ὁ Ἡρώδης ἀπὸ τὸν θυμό του, διότι ὁ υἱὸς τοῦ Ζαχαρία Ἰωάννης διέφυγε τὴ σφαγή, διέταξε νὰ βροῦν καὶ νὰ σκοτώσουν τὸν Ζαχαρία μέσα στὸν Ναό, πράγμα ποὺ ἔγινε. Γιὰ ἕναν ἐπὶ πλέον λόγο ὁ Ζαχαρίας τιμωρήθηκε μὲ θάνατο, διότι ἐνέγραψε τὴ Μαριὰμ μεταξὺ τῶν Παρθένων, ποὺ ὑπηρετοῦσαν στὸν Ναὸ καὶ μετὰ τὴ γέννηση τοῦ υἱοῦ της. Αὐτὸ διασώζεται ἀπὸ τὴν Παράδοση καὶ εἶναι μιὰ ἐπὶ πλέον μαρτυρία τῆς «ἀειπαρθενίας» τῆς Θεοτόκου, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θεία Λειτουργία ποὺ ἀποδίδεται στὸν Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο, πρῶτο Ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων, στὴν ὁποία ἡ Παρθένος Μαρία ἀναφέρεται ὡς «ἀειπάρθενος». Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Ἰάκωβος, ὡς μέλος τῆς οἰκογενείας τοῦ «μνήστορος» Ἰωσήφ, ἦταν ὁ πλέον ἁρμόδιος νὰ γνωρίζει τὶς ἐνδοοικογενειακὲς σχέσεις Ἰωσὴφ καὶ Μαρίας. Ὁ Ζαχαρίας, υἱὸς Βαραχίου, ἦταν ὁ τελευταῖος τῶν προφητῶν τῆς Παλ. Διαθήκης, ποὺ ἐσφαγιάσθη ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους.

  1. 3.      Προφητεία τοῦ Ζαχαρίου

Ἀμέσως μετὰ τὴν ὀνοματοδοσία τοῦ Ἰωάννη, καὶ ὁ Ζαχαρίας «ἐπλήσθη Πνεύματος Ἁγίου» καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, διότι ἐπισκέφθηκε τὸν λαόν του καὶ θὰ δώσει ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Δαυΐδ τὸν Σωτήρα τοῦ κόσμου. Εἰδικὰ γιὰ τὸν υἱὸ του προεφήτευσε ὅτι θὰ ἀναγνωρισθεῖ «προφήτης τοῦ Ὑψίστου» καὶ θὰ προπορευθεῖ ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν ἐνανθρωπίσαντα Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ προετοιμάσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ δεχθοῦν τὸν Σωτήρα καὶ τὴ σωτηρία ποὺ θὰ φέρει στὸν κόσμο. Ἡ σωτηρία αὐτὴ δὲν συνίστατο στὴν ἐθνικὴ ἀπελευθέρωση τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἀπὸ τὸν Ρωμαῖο κατακτητή, ἀλλὰ εἰς τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ποὺ θὰ προέλθει ὄχι ἀπὸ τὰ ἐνάρετα ἔργα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ γεμάτα ἔλεος καὶ συμπάθεια γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος σπλάχνα τοῦ Θεοῦ μας: «διὰ σπλάχνα ἐλέους Θεοῦ ἡμῶν, ἐν οἷς ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἀνατολὴ ἐξ ὕψους, ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης» (Λουκ. α΄ 78-79). Ἕνεκα τῆς εὐσπλαχνίας αὐτῆς μᾶς ἐπεσκέφθη ἐξ οὐρανοῦ λαμπρὴ καὶ θεία ἀνατολή. Ὁ ἐξ οὐρανοῦ καταβὰς ἥλιος τῆς δικαιοσύνης Χριστός, γιὰ νὰ φωτίσει ἐκείνους ποὺ κάθονται ἀπελπισμένοι στὸ σκότος τῆς πλάνης καὶ τῆς ἀσεβείας καὶ στὴ σκιὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου. Γιὰ νὰ ἐνδυναμώσει τὴ θέληση, ποὺ ἕνεκα τῆς ἁμαρτίας ἐξασθένησε, ὥστε ἡ ζωή τους νὰ μπεῖ σταθερὰ στὸν ἴσιο δρόμο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κατὰ Θεὸ εἰρήνη καὶ στὴν αἰώνια σωτηρία.

  1. 4.      Τὸ κήρυγμα μετανοίας τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου

Τὸ δέκατο πέμπτο ἔτος τῆς ἡγεμονίας τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης Τιβερίου, ὅταν ἡγεμὼν τῆς Ἰουδαίας ἦταν ὁ Πόντιος Πιλάτος, ἐπὶ Ἀρχιερέων Ἄννα καὶ Καϊάφα, ἦλθε διαταγὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἰωάννη, υἱὸ τοῦ Ζαχαρίου, στὴν ἔρημο ὅπου ἔμενε αὐτός, νὰ ἀρχίσει τὸ κήρυγμα μετανοίας στὸν λαό. Κατόπιν τῆς θείας κλήσεως, ὁ Ἰωάννης ἦλθε στὰ περίχωρα  τοῦ Ἰορδάνη καὶ ἄρχισε νὰ κηρύττει: «Μετανοεῖτε ἤγγικεν γὰρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. γ΄ 2).

Προέτρεπε δηλ. ὁ Ἰωάννης τὸν λαὸ νὰ μετανοήσει καὶ νὰ βαπτισθεῖ, γιὰ νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ δεχθεῖ τὸ βάπτισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό, ποὺ θὰ πραγματοποιοῦσε ὁ μετὰ τὸν Ἰωάννη τὸν Πρόδρομο Μεσσίας Χριστός, ὁ ὁποῖος θὰ ἐγκαινίαζε μία νέα ἐποχή. Τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, τὴν καταλλαγὴ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Τὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης, τὴν ἐποχὴ τῆς χάριτος.

Ὁ Ἰωάννης ἦταν τὸ προστάδιο, ἡ προετοιμασία γι’ αὐτὴν τὴν ἐποχή: «Φωνὴ βοῶντος ἐν ταῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν τοῦ Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ» εἶχε προείπει ὁ προφήτης Ἠσαΐας (Ἠσ. μ΄3-5) «καὶ ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ» (Ἠσ. νβ΄ 10). Ὅταν δηλ. συντελεσθεῖ ἡ ἠθικὴ αὐτὴ προπαρασκευή, κάθε καλοπροαίρετος ἄνθρωπος, μολονότι φέρει ἀδύνατη σάρκα, θὰ δεῖ καὶ θὰ ἀπολαύσει τὴ σωτηρία τὴν ὁποία ἔφερε στὸν κόσμο ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Ἰησοῦς Χριστός.

Καὶ συνεχίζει ὁ Ἄγ. Ἰωάννης, στοὺς ὄχλους ποὺ ἔφθαναν γιὰ νὰ βαπτισθοῦν:

-«Γεννήματα ἐχιδνῶν, τὶς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς» (Λουκ. γ΄ 7). Ἀπόγονοι τῶν φαρμακερῶν φιδιῶν (ὀχιῶν), ποὺ ἔχετε κληρονομικὴ κακία, διότι οἱ πρόγονοί σας ἦσαν γεμάτοι ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῆς πονηρίας καὶ τῆς μοχθηρίας, ποιὸς σᾶς συμβούλευσε καὶ σᾶς ἔδειξε τὸν δρόμο νὰ φύγετε καὶ νὰ σωθεῖτε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ πρόκειται σὲ λίγο νὰ ξεσπάσει. Μόνο τὸ βάπτισμα δὲν σᾶς ὠφελεῖ. Ἐὰν θέλετε λοιπὸν νὰ σωθεῖτε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, νὰ κάνετε ἔργα ἀγαθά, ποὺ νὰ εἶναι καρποὶ ἀληθινῆς μετανοίας καὶ νὰ μὴν ἀρχίσετε νὰ λέτε μέσα σας ὅτι ἔχετε Πατέρα τὸν Ἀβραάμ. Διότι σᾶς λέγω ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει τὴ δύναμη ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς λίθους νὰ ἀναστήσει ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ.  -«ἢ δὴ δὲ καὶ «ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν κόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται» (Λουκ. γ΄ 9). Καὶ συνεχίζει, ὁ ἃγιος Ἰωάννης: «Τώρα δέ, ὁ πέλεκυς τῆς θείας κρίσεως καὶ ὀργῆς, βρίσκεται κοντὰ στὴ ρίζα τῶν δένδρων, ἕτοιμος νὰ κόψει σύρριζα κάθε ἄνθρωπο ποὺ μοιάζει μὲ ἄκαρπο δένδρο. Κάθε δένδρο  ποὺ δὲν κάνει καλοὺς καρπούς, πρέπει νὰ κόπτεται καὶ νὰ ρίχνεται στὴ φωτιά. Ἔτσι θὰ πάθει κάθε ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει καρποὺς ἀρετῆς». -«καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν οἱ ὄχλοι λέγοντες· τί οὖν ποιήσωμεν· ἀποκριθείς δὲ λέγει αὐτοῖς· ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι καὶ ὁ ἔχων βρώματα ὁμοίως ποιήτω.» (Λουκ. γ΄ 10). Τὰ πλήθη λοιπὸν ρωτοῦσαν τὸν Ἰωάννη, τί νὰ κάνουμε γιὰ νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ; Ἐκεῖνος τοὺς ἀπεκρίθη ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει δύο χιτῶνες (ὑποκάμισα) νὰ τὰ μοιρασθεῖ μὲ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει. Ὁμοίως ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τροφὲς σὲ περίσσεια νὰ τὶς μοιρασθεῖ μὲ ἐκεῖνον ποὺ πεινᾶ. Ἐδῶ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου ταυτίζεται μὲ ἐκεῖνο τοῦ Χριστοῦ. -«ἦλθον δὲ καὶ τελῶναι βαπτισθῆναι καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· μηδὲν πλέον παρὰ τὸ διατεταγμένον ὑμῖν πράσσετε» (Λουκ. γ΄ 12,13). Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἦλθαν καὶ τελῶνες νὰ βαπτισθοῦν καὶ τὸν ρώτησαν. Διδάσκαλε τί νὰ κάνουμε; Ἐκεῖνος τοὺς εἶπε νὰ μὴν εἰσπράττετε τίποτα παραπάνω ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ σύμφωνα μὲ τὸν νόμο πρέπει νὰ εἰσπράξετε. -«ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν καὶ στρατευόμενοι λέγοντες· καὶ ἠμεῖς τί ποιήσωμεν; Καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς μηδὲνα συκοφαντήσητε, μηδὲ διασείσητε καὶ ἀρκεῖσθαι τοῖς ὀψωνίοις ὑμῶν» (Λουκ. γ΄ 14). Τὸν ρώτησαν  δὲ καὶ στρατιωτικοί. Καὶ ἐμεῖς τί νὰ κάνουμε. Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς. Μὴν κατηγορήσετε ψευδῶς κανένα καὶ μὴν ἐκβιάσετε μὲ τὸν φόβο καὶ τὴν ἀπειλὴ κανένα, γιὰ νὰ ἀποσπάσετε χρήματα ἐξ αὐτοῦ· νὰ ἀρκεῖσθε στὸ μισθὸ ποὺ σᾶς δίνει τὸ δημόσιο. -«Προσδοκῶντος δὲ τοῦ λαοῦ καὶ διαλογιζομένων πάντων ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν περὶ τοῦ Ἰωάννου, μήποτε αὐτὸς  εἴη ὁ Χριστός, ἀπεκρίνατο ὁ Ἰωάννης ἃπασι λέγων· ἐγὼ μὲν ὕδατι βαπτίζω ὑμᾶς· ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου,  οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρὶ»  (Λουκ. γ΄ 15-17). Ἐπειδὴ ὁ λαὸς περίμενε τὸν Μεσσία, διερωτῶντο ὅλοι μήπως αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Ἰωάννης  ἀπεκρίθη σὲ ὅλους ὅτι ἐγὼ σᾶς βαπτίζω μὲ κοινὸ νερό. Ἀλλὰ ἔρχεται μετὰ ἀπὸ μένα ὁ ἰσχυρότερός μου, τοῦ ὁποίου ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄξιος οὔτε τὰ κορδόνια τῶν ὑποδημάτων του νὰ λύσω. Αὐτὸς θὰ σᾶς βαπτίσει μὲ Πνεῦμα Ἅγιο καὶ μὲ τὸ καθαρτικὸ πῦρ τῆς χάρητος. -«οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα αὐτοῦ καὶ συνάξει τὸν σῖτον εἰς τὴν ἀποθήκην αὐτοῦ, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ» (Λουκ. γ΄17). Καὶ συνεχίζει ὁ ἃγ. Ἰωάννης  γιὰ τὸν Χριστό, ὅτι μοιάζει μὲ τὸν καλὸ γεωργὸ ποὺ κρατᾶ στὸ χέρι του φτυάρι καὶ λιχνίζει. Τὸ φτυάρι εἶναι ἡ δικαία κρίση καὶ τὸ ἁλώνι του ὁ κόσμος ὁλόκληρος. Θὰ συνάξει τὸ στάρι στὴν ἀποθήκη, δηλ. τοὺς ἐναρέτους ἀνθρώπους στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τὸ δὲ ἄχυρο, δηλ. τοὺς ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς, θὰ κατακαύσει μὲ φωτιὰ ποὺ δὲν σβήνει ποτέ, ὑπονοώντας τὴν αἰώνια κόλαση. Αὐτὰ καὶ πολλὰ ἄλλα ἔλεγε στὸν λαό, ποὺ βρισκόταν μέσα σὲ πνευματικὴ ἀθλιότητα. Κήρυττε καὶ συγχρόνως προανήγγειλε ὅτι ἔρχεται σὲ λίγο ὁ ἀναμενόμενος Σωτήρας Χριστός.

  1. 5.      Τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη

Ὁ ἃγιος Ἰωάννης ἐκτὸς ἀπὸ προφήτης τοῦ Θεοῦ, πρόδρομος καὶ βαπτιστὴς τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε καὶ ἄφοβος ἐλεγκτὴς τῆς κρατικῆς ἐξουσίας ἀπευθύνοντας τὸ ἀδυσώπητο «οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» στὸν τετράρχη Ἡρώδη Ἀντύπα. Αὐτὸς ἦταν γυιὸς τοῦ αἱμοσταγοῦς Ἡρώδη τοῦ Μεγάλου (ἔτσι εἶναι γνωστὸς στὴν Ἱστορία), ποὺ δὲν δίστασε νὰ σφάξει τὰ 14.000 ἀθῶα νήπια, προκειμένου νὰ πετύχει τὴν ἐξόντωση τοῦ βρέφους Ἰησοῦ, ποὺ νόμιζε ὅτι ἀπειλοῦσε τὴν ἐξουσία του. Ὁ Ἡρώδης Ἀντύπας συζοῦσε παράνομα μὲ τὴ γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του Φιλίππου, τὴν Ἡρωδιάδα.

Κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, «Ὁ δὲ Ἡρώδης ὁ τετράρχης, ἐλεγχόμενος ὑπ’ αὐτοῦ (δηλ. τοῦ Ἰωάννου), προσέθηκε καὶ τοῦτο ἐπὶ πᾶσι καὶ κατέκλεισε τὸν Ἰωάννη ἐν ταῇ φυλακῇ» (Λουκ. γ΄ 19). Ὁ Ἡρώδης, παρὰ τὸ ὅτι συμπαθοῦσε τὸν Ἰωάννη, διότι τὸν θεωροῦσε προφήτη, πιεζόμενος ἀπὸ τὴν Ἡρωδιάδα, γυναίκα τοῦ ἀδελφοῦ του, μὲ τὴν ὁποία συζοῦσε παράνομα καὶ γιὰ νὰ φράξει τὸ στόμα τοῦ Ἰωάννη, τὸν συνέλαβε καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή.

Ὁ Ἰωάννης  ἔμεινε στὴ φυλακὴ περίπου 10 μῆνες, μέχρις ὅτου ἔφθασαν τὰ γενέθλια τοῦ Ἡρώδη Ἀντύπα .«γενεσίων δὲ ἀγομένων τοῦ Ἡρῴδου, ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρῳδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καὶ ἤρεσε τῷ Ἡρῴδῃ. Ὅθεν μεθ’ ὅρκου ὠμολόγησεν αὐτῇ δοῦναι ὃ ἐὰν αἰτήσηται. Ἡ δὲ προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς, δὸς μοι, φησὶν, ὧδε ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. Καὶ ἐλυπήθη ὁ βασιλεύς, διὰ δὲ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνακειμένους ἐκέλευσε  δοθῆναι, καὶ πέμψας ἀπεκεφάλισε τὸν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ. Καὶ ἠνέχθη ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἐδόθη τῷ κοράσιῳ καὶ ἤνεγκε τῇ μητρὶ αὐτῆς. Καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦραν τὸ σῶμα καὶ ἔθαψαν αὐτό, καὶ ἐλθόντες ἀπήγγειλαν τῷ Ἰησοῦ» (Ματθ. ιδ΄ 6-11) δηλ. στὰ γενέθλια του ὁ Ἡρώδης Ἀντύπας εἶχε καλέσει ὅλους τούς ἄρχοντες καὶ μεγιστάνες τοῦ βασιλείου του. Ἀφοῦ αὐτὸς καὶ οἱ συνδαιτυμόνες του ἔφαγαν καὶ ἤπιαν, ἦλθε στὸ μέσον αὐτῶν ἡ νεαρὴ κόρη τῆς Ἡρωδιάδος ἡ Σαλώμη. Αὐτὴ δὲ ἐχόρεψε τόσο καλὰ ποὺ ἄρεσε πολὺ στὸν Ἡρώδη, ὁ ὁποῖος  τῆς ὑπεσχέθη μὲ ὅρκο νὰ ζητήσει ὁποιοδήποτε δῶρο μέχρι τὸ μισό τοῦ βασιλείου του. Ἡ νεαρὴ Σαλώμη συμβουλεύτηκε τὴ μητέρα της τί νὰ ζητήσει. Ἡ μητέρα της Ἡρωδιάς τῆς εἶπε νὰ ζητήσει τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννη σὲ μία πιατέλα. Ὁ Ἡρώδης λυπήθηκε πολύ, ἀλλὰ δὲν θέλησε νὰ ἀθετήσει τὸν ὅρκο του ἐνώπιον τῶν μεγιστάνων καὶ διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἰωάννη μέσα στὴ φυλακή. Πράγματι οἱ στρατιῶτες ἔφεραν τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννη καὶ τὴν ἔδωσαν στὴ Σαλώμη. Οἱ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννη  παρέλαβαν τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἔθαψαν. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἀνήγγειλαν στὸν Ἰησοῦ τὸ γεγονός.

Ἔτσι μαρτυρικὰ τελείωσε τὴ ζωὴ του ὁ τελευταῖος καὶ μέγιστος τῶν προφητῶν ὁ Ἰωάννης ὁ προφήτης, πρόδρομος, βαπτιστὴς καὶ μάρτυς. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὸν ἀποκεφαλισμὸ τοῦ Ἰωάννη τὴν 29η Αὐγούστου καὶ ἔχει ὁρίσει τὴν ἡμέρα ὡς ἡμέρα αὐστηρῆς νηστείας. Ἐξυμνεῖ τὸν ἃγ. Ἰωάννη μὲ τὸ ἑξῆς ἀπολυτίκιο: «Μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων, σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε. Ἀνεδείχθης γὰρ ὄντως καὶ Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι ἐν ῥείθροις  κατηξιώθης βαπτίσαι τὸν κηρυττόμενον. Ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καὶ τοῖς ἐν Ἃδῃ, Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ παρέχοντα ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος» δηλ. ὅτι ὁ ἃγ. Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἦτο δίκαιος μὲ πολλὰ ἐγκώμια, ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μαρτύρησε ὅτι εἶναι ὁ σπουδαιότερος πάντων τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ὑπῆρξε ὁ τελευταῖος καὶ ὁ πιὸ σεβάσμιος  τῶν Προφητῶν τῆς Π. Διαθήκης, γι’ αὐτὸ καὶ ἀξιώθηκε νὰ βαπτίσει τὸν Χριστὸ ποὺ κήρυττε ὡς Μεσσία. Καὶ ἀφοῦ ὑπερασπίστηκε τὴν ἀλήθεια μέχρι θανάτου, ἔφερε καὶ τὴν καλὴ ἀγγελία στὸν Ἅδη, ὅτι ἐμφανίστηκε μὲ σάρκα ὡς ἄνθρωπος ὁ Θεός στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ θὰ σηκώσει στοὺς ὤμους του τὴν ἁμαρτία ὅλου τοῦ κόσμου καὶ θὰ χαρίσει στὴν ἀνθρωπότητα τὴ συγγνώμη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.