METAXΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Με τον νεολογισμό του τίτλου δεν υπονοούμε τις μετά τα Χριστούγεννα ημέρες, αλλά τον χωρίς νόημα εορτασμό της μεγάλης γιορτής της Εκκλησίας σε εποχή που θα μπορούσε χωρίς υπερβολή να χαρακτηριστεί ως μεταχριστιανική.

Ο Χριστός γεννήθηκε σε παχνί στάβλου. Ήταν αυτό ακραία πρόκληση προς τους ανθρώπους, οι οποίοι από αιώνες είχαν παγιώσει τις αντιλήψεις τους τόσο για τους εγκόσμιους, όσο και για τους υπερκόσμιους άρχοντες. Ένας ενδοκοσμικά ανίσχυρος περνά κατά κανόνα απαρατήρητος. Βέβαια ο Χριστός επέτυχε παρ’ αυτό να καταστεί το επίκεντρο της δημόσιας ζωής κατά τον ολιγόχρονο δημόσιο βίο του. Ο λαός κρεμόταν κυριολεκτικά από τα χείλη του. Ήταν, θα υποστηρίξουν κάποιοι, τα θαύματά Του. Όμως πολλοί περισσότεροι παρέμειναν αθεράπευτοι και πλείστοι όσοι δεν υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες ενός από αυτά. Ήταν η εξασφάλιση τροφής. Σε ελάχιστες περιπτώσεις, θα αντιτείνουμε, και σε λίγες χιλιάδες, μικρό μέρος του συνολικού πληθυσμού, που αποτελούσε το ακροατήριό του. Συνεπώς οι πολλοί δεν ωφελήθηκαν υλικά, όπως συνήθως επιδιώκεται.

Ο Χριστός σκανδάλιζε τους άρχοντες των Ιουδαίων, επειδή τη δύναμή Του, που δεν αμφισβητούσαν, τηρούσε αναξιοποίητη. Το πρώτο που όφειλε να κάνει ήταν η επιβεβαίωση της κρατούσης αντιλήψεως περί άρχοντος. Και αυτός ήταν άρχων δικός τους. Τί προσέφεραν σ’ αυτούς τα λίγα θαύματα; Για ελευθερία διψούσαν! Και αυτή δεν έδειχνε διάθεση να τους την προσφέρει. Και δεν ήταν δυνατόν να προσφέρει ο Θεός ελευθερία στους μεν που οδηγεί σε δουλεία των δε. Ο Χριστός προσέφερε άλλου είδους ελευθερία, αυτήν που και ο άνθρωπος της μεταχριστιανικής εποχής αδυνατεί να κατανοήσει. Προσέφερε την πνευματική ελευθερία.

Η πνευματική ελευθερία αποτελεί διαχρονικό σκάνδαλο στη χριστιανική και μεταχριστιανική εποχή. Ο Ντοστογιέφσκυ προβάλλει στο πρόσωπο του “μεγάλου ιεροεξεταστή” τον κατ’ εξοχήν αρνητή της. Αυτόν που ασκεί δριμεία κριτική στον Χριστό, επειδή αρνήθηκε την πρόταση του λαού να τον στέψει βασιλέα, μετά τον χορτασμό του. Η ικανοποίηση των ενστίκτων υπήρξε το διαχρονικά ισχυρό όπλο των εξουσιαστών. Άρτον και θεάματα προσέφεραν στον λαό οι πανίσχυροι Ρωμαίοι ηγεμόνες. Απαιτούσαν όμως να αναγνωρίζει ο λαός την προσφορά τους αυτή και να αποδέχεται αγογγύστως το δικαίωμα τους της ζωής και του θανάτου επί των πολιτών αλλά και το άλλο, το πλέον σημαντικό, τη θεοποίησή τους!

Ο Χριστός, φύσει Θεός, αποποιείται εξ αρχής όλα τα “δικαιώματα” του υπερκοσμίου άρχοντα. “Λαθών ετέχθη υπό το σπήλαιον” και σε ελάχιστους έκανε γνωστή την επί γης παρουσία του. Στους απλοϊκούς βοσκούς, που είναι αμφίβολο, αν κατάφεραν να μεταδώσουν την είδηση στο συγγενικό τους περιβάλλον και στους μάγους που χάθηκαν και δεν γνωρίζουμε τίποτε γι’ αυτούς. Αν εκείνο το αστέρι είχε τη μορφή ενός κομήτη που ολοένα και περισσότερο πλησίαζε προς τη γη και σκορπούσε τρόμο, όπως οι ορδές των ισχυρών ηγεμόνων, αν συνοδευόταν όχι από την ουράνια μελωδία των αγγέλων αλλά από πολεμικές ιαχές, τότε όλοι θα αναγνώριζαν ότι ο βασιλεύς των ουρανών επισκεπτόταν τη γη. Και θα έσπευδαν να τον προσκυνήσουν όλοι στο παλάτι που οι ακόλουθοί του, του “μαγικού” κόσμου, θα είχαν φροντίσει να στηθεί σε λίγα λεπτά! Ποιός θα τολμούσε να αμφισβητήσει την ισχύ εκείνου του ηγεμόνα;

Όμως όλο αυτό το σκηνικό εναρμονίζεται με το διαχρονικό ψέμμα, με το οποίο κατέστη σύμφυτος ο μεταπτωτικός άνθρωπος. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και ομοίωσίν του, δεν συνέβη το αντίθετο, όπως ισχυρίζεται ο Φόυερμπαχ, παρά μόνο στη μυθολογία. Ο Θεός είναι αγάπη. Αυτό το μήνυμα ήρθε να φέρει πρωτίστως ο ενανθρωπίσας Θεός στο πλάσμα Του. Δεν απομάκρυνε από κοντά Του τους πεπτωκότες αγγέλους και αργότερα τους πρωτοπλάστους κάνοντας χρήση του κυριαρχικού Του δικαιώματος. Ο Θεός αγαπά, συνάμα όμως είναι και δίκαιος. Ο διάβολος, ο εωσφόρος των οπαδών του, ο οποίος στη δαιμονική μας εποχή προβάλλεται ως φίλος του ανθρώπου (αν και πολλοί καυχώνται για την άρνηση της ύπαρξής του) δεν έχει ουδεμία σχέση με τον τιτάνα Προμηθέα της μυθολογίας μας. Εκείνος όντως είχε συμπονέσει τους ανθρώπους και υπέστη τη σκληρή τιμωρία εκ μέρους των θεών. Οι δαίμονες διαρκώς διαβάλλουν τον Θεό που είναι αγάπη, λόγω της κακίας τους και οδηγούν τους ανθρώπους στη φρικτότερη μορφή δουλείας, την πνευματική, από την οποία ήρθε να τους ελευθερώσει ο Χριστός. Οι ελευθερίες εθνική, κοινωνικοπολιτική και οκονομική έχουν ασφαλώς την αξία τους, είναι όμως σαφώς υποδεέστερες από την πνευματική, την απαλλαγή δηλαδή από τα πάθη, την κατάσταση που βιώνουν οι άγιοι. Επειδή όμως ο αγώνας κατά των παθών είναι ο δυσκολότερος, εμείς επιχειρούμε αγώνες για τις κοσμικές μορφές ελευθερίας. Και φθάνουμε στο σημείο να καταγγείλουμε τον Χριστό για πλείστα όσα: Δεν υπήρξε σαφής στο θέμα της δουλείας και καλλιεργεί στους πιστούς τη δειλία και δουλοπρέπεια (Τα εκατομμύρια μαρτύρων και νεομαρτύρων αγνοούνται από τη φιλοσοφία της ιστορίας). Δεν καυτηρίασε όσο έπρεπε την κοινωνική αδικία, υποστήριξε μάλιστα ότι πάντοτε θα υπάρχουν φτωχοί και ότι πρέπει να προσευχόμαστε για τους άρχοντες. Πήραν θάρρος από αυτά οι “χριστιανοί” άρχοντες και οι “εκπρόσωποι” του Θεού επί της γης και για αιώνες καταδυνάστευσαν τους λαούς με το δόγμα του “ελέω Θεού ηγεμόνα”!

Όλα αυτά μαρτυρούν ότι δεν κατανοήσαμε το μήνυμα του Χριστού. Δεν είναι μόνο που δεν επισκεφθήκαμε οι περισσότεροι ποτέ βρωμερό στάβλο, δεν μελετήσαμε και τις συμβουλές του Χριστού προς τους μαθητές Του σχετικά με τον τρόπο άσκησης της εξουσίας. Για τον Χριστό απερίφραστα ο ηγεμών δεν είναι εξουσιαστής, ιδίως μάλιστα ψυχών, στον οποίο είχε μετατραπεί ο “μεγάλος ιεροεξεταστής”, αλλά πάντων δούλος. Ο Χριστός δεν περιορίστηκε στο να το τονίσει αυτό, αλλά το εφήρμοσε. Όχι βέβαια μόνο κατά τη νύκτα της Μεγάλης Πέμπτης, όταν έπλυνε τα πόδια των μαθητών, αλλά πρωτίστως όταν απεφάσισε να λάβει μορφήν δούλου, δηλαδή ανθρώπου για να κορυφώσει την αποποίηση της εξουσίας Του στον σταυρό.

Ο Πιλάτος αισθάνθηκε τρομερή εντύπωση από την απάθεια του Χριστού μπροστά στον επερχόμενο θάνατο. Και φυσικά δεν ήταν ο πλέον κατάλληλος στο να κατανοήσει τον λόγο του Χριστού ότι “ήλθε να μαρτυρήσει για την αλήθεια”. Έκτοτε το ερώτημα του Πιλάτου “τί είναι αλήθεια;” τίθεται και ξανατίθεται από τους φιλοσόφους, που κατά βάθος αναγνωρίζουν ότι με την έλευση του Χριστού έχασαν τα πάντα. Φάνηκαν να ξανακερδίζουν έδαφος κατά την Αναγέννηση. Συμμείχθηκαν με κοινωνικούς μεταρρυθμιστές και ιδεολόγους, πήραν τη θέση του “ιεροεξεταστή” που ανέτρεψαν, συμμάχησαν αργότερα με τους μεσσίες της επιστήμης. Δεν ζήτησαν από το λαό τίποτε, παρά μόνο να αρνηθεί εκείνον που του πρόσφερε “ουτοπίες”, προκειμένου αυτοί να ετοιμάσουν τη ρεαλιστική επί της γης ευημερία. Και έκαναν τον κόσμο αγνώριστο σε λιγότερο από δύο αιώνες. Περισσότερη φτώχια, περισσότερη αδικία, μεγαλύτερο αιματοκύλισμα. Και εκεί στο βάθος τηρούν όλοι ως υπόδικο ως υπεύθυνο για όλα τα κακά τον Χριστό.

Εκείνο που δεν πρόσεξαν, όσοι αναγνωρίζουν ότι ζούμε στη μεταϊδεολογική εποχή είναι η επάνοδος του ανθρώπου στο δρόμο της αναζήτησης μεταφυσικής ελπίδας και παρηγοριάς προς υπέρβαση του υπαρξιακού του κενού. Στο μέτρο που η λογοκρατούμενη κοινωνία εμποδίζει την προσπέλαση προς τον δρόμο της σταυρικής θυσίας, ο άνθρωπος εκτρέπεται για μία ακόμη φορά προς τον εύκολο δρόμο της παραθρησκείας, για να καταλήξει στη δαιμονολατρεία.

Αν αποφασίζαμε φέτος να κάναμε φάτνη την καρδιά μας, για να γεννηθεί εκεί ο Χριστός; Έχουμε κάτι να χάσουμε; Δεν βλέπουμε ότι ακόμη και την ψυχή μας έχουν βάλει στο στόχαστρο;

“ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ”