«Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ»

«Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ»

 

Κυριάκος. Χατζηκυριακίδης
Διδάκτορας Ιστορίας του Α.Π.Θ..

«Επειδή ο Θεός δεν μπορεί να βρίσκεται παντού, έπλασε γι’ αυτό τη μάνα», ειπώθηκε από τα χείλη κάποιου τόσο εύστοχα, αφού η μάνα είναι αυτή που με τη δύναμη του Θεού από τη στιγμή της σύλληψης του εμβρύου και μέχρι να σφαλήσει τα γεμάτα στοργή και αστείρευτη ανιδιοτελή αγάπη μάτια της αγωνιά και αγωνίζεται για την υγεία και την ευτυχία του σπλάχνου της. Όπως έγραψε ο Κύπριος συγγραφέας και ποιητής Δημ. Ποταμίτης είναι: η Μάνα του Θεανθρώπου, η Μάνα Παναγιά, η Μάνα του ληστή, η Μάνα του στρατιώτη, η Μάνα του μαθητή, η Μάνα Κουράγιο, η Μάνα του καθενός από εμάς και θα προσθέταμε ασφαλώς και τη Μάνα του πρόσφυγα.
Τη Μάνα της Ανατολής που σε εποχές ηρεμίας και γαλήνης, παρά τον καθημερινό της μόχθο, προσπαθούσε να αναστήσει τα παιδιά της και ταυτόχρονα έβρισκε χρόνο για βεγγέρες στις γειτόνισσες και για αστειολογήματα στις βρύσες και στα σοκάκια.

Η ΑΝΕΜΕΛΙΑ.
Θα αναφερθούμε όμως κυρίως στις τραγικές ημέρες του πανικού, του ξεριζωμού, της ανείπωτης φρίκης στα καραβάνια του θανάτου ή στις λεηλατημένες από τους ατάκτους Τούρκους (τσέτες) πόλεις και στα χωριά στα παράλια της Ιωνίας, αλλά και στην ΚωνΠολη, τον Πόντο και την Καππαδοκία, όταν «Έπεφτε η μάνα και το παιδί δε στέκονταν να την σηκώσει, πέθαινε το παιδί κι η μάνα δεν προλάβαινε να το νεκροφιλήσει», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Δ. Σωτηρίου. Τη μάνα της πρώτης προσφυγικής γενιάς που ρακένδυτη, σωστό ερείπιο και χήρα -τις περισσότερες φορές- ήρθε στη μητέρα Ελλάδα και κατόρθωσε να στήσει και πάλι από την αρχή το νοικοκυριό της, να εργασθεί παράλληλα και να μεγαλώσει με χίλιες δυο θυσίες τα παιδιά της. Και κάτι ακόμη που οφείλουμε εξαρχής να υπογραμμίσουμε. Μάνες ήταν, δυο φορές μάλιστα, και οι γιαγιάδες αλλά κι εκείνες που είτε άτεκνες είτε μαζί με τα δικά τους παιδιά περιέθαλψαν και έσωσαν από βέβαιο θάνατο ορφανά παιδιά. Τα λάτρεψαν και μόχθησαν γι’ αυτά κι ας μην ήταν οι φυσικές τους μητέρες.
Από το 1914 πολλά παλικάρια θα επιστρατευθούν παρά τη θέλησή τους στον τουρκικό στρατό και θα τοποθετηθούν στα γνωστά «αμελέ ταμπουρού» (τάγματα εργασίας), τάγματα Θανάτου για τους Έλληνες.

ΕΚΤΟΠΙΣΕΙΣ
Αβάσταχτος ο πόνος για τις μάνες που βλέπουν να χάνουν μέσα από τα χέρια τους τα σπλάχνα τους, τα τζιέρια τους. Οι φόβοι των Ελλήνων ότι το μένος των Τούρκων θα στρεφόταν πια εναντίον τους μετά τη σφαγή των Αρμενίων το 1915, επιβεβαιώθηκαν με τον πιο τραγικό τρόπο. Έσπασε το μέτωπο το 1922. Ο ελληνικός στρατός σε άτακτη υποχώρηση.
Η Ανατολή αδειάζει. Πανικός και απόγνωση. Ημιτελείς όλες οι δουλειές και οι προετοιμασίες για το χειμώνα στους κουλάδες, η σταφίδα έμεινε απλωμένη στο σεργί αμάζωτη κάτω από τον αυγουστιάτικο ήλιο, η μπουγάδα στη μέση και πολλά ρούχα στα σκοινιά, τα σταφύλια στα κελετέρια. Οι γυναίκες άρχισαν βιαστικά να ετοιμάζουν τους μποχτσάδες και τα ντέγκια ασήκωτα από τα ασημικά τους, τα κεντήματα, τα καντήλια με τα σκαλίσματα. Βάζουν ναφθαλίνη στα μάλλινα, σκεπάζουν τα έπιπλα, καταχωνιάζουν ό,τι άλλο πολύτιμο έχουν, για να το φυλάξουν μέχρι να επιστρέψουν στο σπιτικό τους, σύντομα μάλιστα όπως μάταια πιστεύουν.
Με κάθε μέσο φθάνουν στη Σμύρνη, ενώ άλλοι συλλαμβάνονται και οδηγούνται στις ατελεύτητες πορείες της εξορίας στην ενδοχώρα μέσα στο λιοπύρι ή τις κρύες νύχτες του χειμώνα. «Αναμαλλιασμένες γυναίκες βαδίζανε με τα μωρά στην αγκαλιά. Μικρά παιδάκια που μόλις τα σηκώνανε τα ποδαράκια τους, κρατούσαν τις μανάδες τους από τις φούστες και έκλαιγαν. Ακολουθούσαν οι γιαγιάδες που τα εγγόνια τους τις στήριζαν μην πέσουν, γιατί έτσι και έπεφτε ο άνθρωπος, έτρωγε ντουφεκιά και έμενε στον τόπο. Οι τζανταρμάδες χασκογελούσανε. Άρπαζαν τα μωρά απ’ τις αγκαλιές των μανάδων και τα πετούσαν στις Τουρκάλες, όπως πασάρουν τα καρπούζια οι μανάβηδες στην αγορά», σημειώνει η Δ. Σωτηρίου.
Στη Σμύρνη ήταν αμέτρητοι οι άνθρωποι. Άλλοι κοιμούνταν κατάκοποι, άλλοι κάθονταν, άλλοι στέκονταν, άλλοι έκλαιγαν. Πρόσωπα αγριεμένα, ψυχές ταραγμένες, ανταριασμένες. Κάποτε το μπουλούκι έφθασε μέχρι την παραλία.
Οι Τούρκοι ξεδιαλέγουν τους άνδρες και τα όμορφα κορίτσια. Οι μητέρες φορούν φακιόλια και γυναικεία ρούχα στα μεγαλύτερα παιδιά τους και στους άνδρες τους. Προτάσσουν το δικό τους κορμί στο χτύπημα των Τούρκων ατάκτων. Βγάζουν από τον κόρφο τους παράδες και χρυσαφικά για να δωροδοκήσουν τους Τούρκους, να σώσουν την οικογένειά τους Μάνες που ατιμάσθηκαν, βασανίσθηκαν και σφαγιάσθηκαν μπροστά στα μάτια των παιδιών τους, αλλά και τραγικές μάνες που υποχρεώθηκαν να παρακολουθήσουν τα μαρτύρια που υφίσταντο τα αγγελούδια τους, έρμαια στις ορέξεις όλων των κακοποιών στοιχείων που είχαν ξαμολυθεί διψώντας για σάρκα και αίμα.
Τα βάσανα δεν είχαν τελειωμό ακόμη και για εκείνες τις μάνες που από τύχη βρέθηκαν στις βάρκες και τα πλοία της σωτηρίας. Μέσα στο σπρώξιμο και την αναμπουμπούλα άλλες είχαν χάσει από την αγκαλιά τους και το χέρι τους τα μωρά παιδιά τους, άλλες τους άνδρες τους. Θρήνος και μοιρολόι. Συγκλονιστικές οι περιγραφές εκείνων των τραγικών ημερών. Γράφει η Χρυσοχόου: «Μια μικρή γυναίκα βαστάει ένα λεχούδι. Ώρα παιδεύεται να το βυζάξει. Από χτες έχει να φάει, παραπονιέται η νέα μητέρα. – Μη στέρεψε το γάλα σου; – Να κάτι στάζει. – Δοκίμασε πάλι. Τι θαρρείς; Έχασε κι αυτό τη βολή του. Το χέρι οδηγεί το στήθος στο σφαλισμένο στόμα. Εκείνο δε λέει να το ανοίξει. Κάποια στιγμή τρεμοσάλεψε το στοματάκι. Μια ρουφηξιά, δυο ρουφηξιές.

Ξαφνικά σταμάτησε το μωρό να βυζαίνει. Ανησυχία την αντάριασε. Είναι πρωτάρα. Δεν έχει χρόνο παντρεμένη. Τώρα μπήκε στα δεκαοχτώ. Θυμάται, πριν ένα μήνα, όταν της είχε βάλει η μαμή το μωρό στο πλάι της, σαν παλαβό έψαχνε το στήθος της με ορθάνοιχτο το στοματάκι. Το άρπαξε λιμασμένα και λες και χρόνια το δασκάλευαν άρχισε να βυζαίνει. Τώρα όμως. Θεέ μου σα να μη σαλεύει το μωρό! Ένα σύγκρυο γλίστρησε στα σωθικά της. Πασπατεύει το κορμάκι του. Ξυλιασμένο, μπούζι. Το παιδί μου, Το παιδί μου Χριστιανοί, πέθανε το παιδί μου, φωνάζει και περιμένει να της πουν ότι είναι ψέματα. Ψυχή μου, τζιέρι μου, ούτε παπά να σε διαβάσω, ούτε γης να σε θάψω…».
Δεν έχει άδικο λοιπόν ο Βενέζης, όταν, μιλώντας για την προσφυγιά και τις χαροκαμένες μάνες, τις καψομάνες, αναφέρει ότι «ο θάνατος στο λαό μας έγινε πρόσωπο οικείο. Οι μητέρες μας μέσα στ’ άλλα χρέη τους, μέσα στο χρέος ν’ αναστήσουν τα παιδιά και να τους μάθουν την αγάπη, παράδοση είχαν να ετοιμάζουν και να φυλάγουν στα σεντούκια τους τα νεκροσάβανα της οικογένειας».
Μικρασία, Πόντος, Καππαδοκία, Ανατολική Θράκη ξεριζώθηκαν. Όλοι ξεβράστηκαν κάπου στην Ελλάδα. Ανοικτή πληγή και η Ελλάδα. Μονάχα γυναικόπαιδα, γέροι και ανήμπορα πλάσματα κουβαλήθηκαν. Και ήρθε η πείνα, οι αρρώστιες, οι θάνατοι. Γυναίκες νιες και μεσόκοπες, ακόμη και οι γερόντισσες σήκωσαν το βάρος της προσφυγιάς. Έβλεπαν το χάρο να καταβροχθίζει τα παιδιά τους. Η φθίση σακάτεψε τα πνευμόνια της νιότης.
ΠΡΟΣΦΥΓΟΠΟΥΛΑ
Όμως, τότε αναδείχθηκε το μεγαλείο της ψυχής της μάνας. Μονομιάς ξέχασε τους σκοτωμούς, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά. Αυτή που άλλοτε σε κάθε θάνατο δερνόταν, έκλαιγε και έσκιζε τα ρούχα της, τώρα άφησε το θρήνο και το μοιρολόι. Πού καιρός για τέτοια. Ρίχτηκε στη δουλειά. Να ζήσει το παιδί, το αδελφάκι, το κάθε αδύναμο πλάσμα της οικογένειας. Έγινε δούλα, πλύστρα, παραδουλεύτρα, εργάτρια.
Όποια ήξερε να πιάνει το βελόνι, τα βόλεψε καλύτερα. Το βελόνι έγινε τέχνη: ράψιμο, κέντημα, νταντέλα. Οι πλεκτοβελόνες δε σταματούσαν. Κάλτσες, ζακέτες, φουστάνια, κουρτίνες, κουβέρτες όλα για ένα κομμάτι ψωμί στους μαγαζάτορες. Ορισμένες αγόρασαν μια μηχανή Singer με το ποδαράκι, ενώ άλλες συνέχισαν την τέχνη του χαλιού, του κιλιμιού και των υφαντών στους αργαλειούς.
Υπήρξαν και εκείνες που επέλεξαν την αγροτική εγκατάσταση. Στα βαλτονέρια, στην ξερολιθιά, στο αλμυρό υπέδαφος, όπου τους δόθηκε κλήρος. Και αρχίζουν τον πόλεμο με τη γη και με όλα τα στοιχεία της φύσης: τις αναβροχιές, τις πλημμύρες, το χαλάζι. Παλεύουν με τις παγωνιές του χειμώνα, την κάψα του καλοκαιριού. Όμως δε βαρυγκομούν, καθώς μία είναι η λαχτάρα τους: να ζήσουν και να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, να τα καμαρώσουν παλικάρια και κοπέλες με δικά τους σπιτικά και δική τους οικογένεια. Γι’ αυτό και δούλεψαν μερόνυχτα. Τα ροζιασμένα τους χέρια διοχέτευσαν στη γη, μαζί με το σπόρο και το φυτό, την ουσία της ψυχής τους.
ΓΙΑΓΙΑ ΠΟΝΤΙΑ
Το θαύμα δεν άργησε, χάρη στο δικό τους μόχθο, το άκαμπτο πείσμα τους, τη σιδερένια θέληση. Χωρίς φως, χωρίς νερό, χωρίς δρόμους, δίχως σπίτια στην αρχή. Ένα παραγκάκι, ένα μισογκρεμισμένο πλιθόσπιτο, ασουβάντιστο απ’ έξω, σωστό χάνι μέσα. Ούτε κάμαρες χωρισμένες, ούτε κουζίνα. Γρήγορα όμως έστησαν και πάλι το νοικοκυριό τους. Άστραψαν τα σπιτικά τους, όλα πεντακάθαρα, όλα κεντημένα. Οι κουβέρτες στο κρεβάτι, τα κουρτινάκια στα παράθυρα. Κεντημένα και κολλαριστά.
Το φτωχικό και άγονο χώμα μεταμορφώθηκε σε αφράτη και γόνιμη γη. Πράσινη ευλογία όλες οι εκτάσεις με αμέτρητα καρποφόρα δέντρα, περιβόλια και πολλά γεννήματα. Αλλού πολυάριθμα κοπάδια ζώων και ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, όπως στον τόπο μας. Έτσι σταδιακά δημιουργήθηκαν νέες προσφυγικές εγκαταστάσεις. Νέα χωριά και χωριουδάκια. Μικροί και μεγάλοι οικισμοί έξω από τις πόλεις, σε όλη την περιφέρεια, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, που βαπτίστηκαν με τ’ όνομα του γενέθλιου τόπου προσθέτοντας και τη λέξη «Νέος» μπροστά, όπως ο Νέος Κουκλουτζάς, Νέα Σάντα, Νέα Κερασούντα, κ.α.
Οι ξεριζωμένοι πήραν μαζί τους από τις εστίες τους και τις παραδόσεις τους, όλο το παρελθόν με τις άσβηστες μνήμες. Στην προσφυγιά τα περασμένα δεν έγιναν ξεχασμένα. Έμειναν ολοζώντανα, ακόμη και τα γλέντια, τα τραγούδια, η μουσική, τα ξεφαντώματα. Τα έθιμα, τα φαγητά, οι αξίες όλα ανέπαφα χάρη στους συλλόγους, τα σωματεία, μα κυρίως χάρη στις άξιες μάνες που έμειναν όρθιες σε όλες τις μπόρες και τις φουρτούνες του ουρανού και της γης. Χωρίς ρίζες και σε ξένο χώμα, έστω και αν ήταν της μητέρας Πατρίδας και παρ’ ότι γνώρισαν την απονιά, δε λύγισαν στιγμή. Ρίζωσαν και φύτρωσαν και άνθισαν τα βλαστάρια τους, που πλούσια και ευλογημένα πλημμύρισαν την Ελλάδα.
Κλείνοντας δανειζόμαστε τον εξαιρετικό συλλογισμό της Ιφιγένειας Χρυσοχόου. Ενέταξε τη Μάνα μεταξύ των επτά μεγαλύτερων καλών του κόσμου, τα οποία αξίζει να σημειωθεί ότι είναι όλα γένους θηλυκού, σε αντίθεση με τα αντίστοιχα επτά κακά του κόσμου, όλα αρσενικά. Η Ειρήνη έχει αντίθετό της τον Πόλεμο. Η Ζωή το Θάνατο. Η Μάνα, το Χάρο. Η Ελευθερία, το Ζυγό. Η Σιγουριά, τον Κίνδυνο. Η Ησυχία, το Τρόμο. Η Σωτηρία, το Χαμό.

»Η μαυρο-θάλασσα υγρόν, κι ο βυθόν δίχως χώμαν,
»εκεί ταφίν ‘κι ανοίγεται, μνήμαν ‘κι στερεούται,
»εκεί κερί ‘κι άφκεται, θυμίαμαν ‘κι καίει
»μνημόσυνον ‘κι γίνεται, και σταυρόν ‘κι καρφούται…