Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΙΑ

Μ. Κ.

Ἡ Χρι­στι­α­νι­κὴ φι­λαν­θρω­πί­α ἐκ­φρά­στη­κε πο­λὺ νω­ρὶς στὴν Ἀ­να­το­λι­κὴ Ρω­μαϊ­κὴ Αὐ­το­κρα­το­ρί­α μὲ τὴν ἵ­δρυ­ση καὶ προ­ώ­θη­ση ξε­νώ­νων (νο­σο­κο­μεί­ων), γη­ρο­κο­μεί­ων καὶ ὀρ­φα­νο­τρο­φεί­ων..  Οἱ ξε­νῶ­νες αὐ­τοὶ εἶ­ναι γέν­νη­μα τῆς θε­ο­λο­γι­κῆς σκέ­ψης τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας κα­τὰ τὸν Δ’ αἰ­ῶνα. Ἔ­τσι, εἶ­ναι γε­γο­νὸς ὅ­τι στὸν ἴ­διο τό­πο ὅ­που οἱ φω­τι­σμέ­νοι αὐ­τοὶ ἄν­δρες, ὅ­πως ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος, ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος κ.ἄ., ἔ­δρα­σαν, ἐμ­φα­νί­στη­καν τὰ πρῶ­τα Νο­σο­κο­μεῖ­α. Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος δη­μι­ούρ­γη­σε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πό­λη τῆς Και­σά­ρειας ἕ­να ἵ­δρυ­μα ποὺ τὸ ὀ­νό­μα­σε «Πτω­χο­τρο­φεῖ­ο» ἢ «Πτω­χεῖ­ο», ἀν­τὶ τοῦ ὅ­ρου «Ξε­νο­δο­χεῖ­ο» ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν οἱ Ἀν­τι­ο­χεῖς Πα­τέ­ρες γιὰ τὰ ἱ­δρύ­μα­τά τους. Ὁ μέ­γι­στος ἀ­ριθ­μὸς πτω­χῶν καὶ ἀ­σθε­νῶν ποὺ φι­λο­ξε­νοῦ­σε τὸ ἵ­δρυ­μα ἦ­ταν 30–40 ἄ­το­μα. Ὁ Γρη­γό­ριος ὁ Να­ζι­αν­ζη­νὸς ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι στὸ ἵ­δρυ­μα αὐ­τὸ εὕρι­σκαν τρο­φὴ καὶ θε­ρα­πεί­α λε­προὶ καὶ ἀ­νά­πη­ροι. Ὁ Μ. Βα­σί­λει­ος εἶ­χε ἐ­παν­δρώ­σει τὸ πτω­χεῖ­ο μὲ για­τροὺς καὶ νο­ση­λευ­τὲς ποὺ εἶ­χαν ἀ­να­λά­βει τὴ νο­ση­λεί­α τῶν ἀ­σθε­νῶν. Ὁ ἴ­διος, στὰ πλαί­σια τῶν Ἐπι­σκο­πι­κῶν κα­θη­κόν­των του ὄ­χι μό­νο ἐ­πι­σκε­πτό­ταν τοὺς ἀ­σθε­νεῖς, ἀλ­λὰ καὶ τοὺς δι­α­κο­νοῦ­σε (τοὺς χαι­ρε­τοῦ­σε διὰ φι­λή­μα­τος, θε­ρά­πευ­ε τὰ σω­μα­τι­κά τους ἐ­νο­χλή­μα­τα, ἔ­δε­νε τὰ τραύ­μα­τά τους), χρη­σι­μο­ποι­ών­τας καὶ τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ για­τροῦ ποὺ εἶ­χε ἀ­πο­κτή­σει στὴν Ἀ­θή­να. Τὸ ἵ­δρυ­μά του θε­ω­ρεῖ­ται ἀ­πὸ πολ­λοὺς ἐ­ρευ­νη­τὲς ὡς τό πρῶτο Νοσοκομεῖο τοῦ Δυτικοῦ κόσμου (1).

     Τὴν ἴ­δια ἐ­πο­χή, ὅ­ταν ὁ Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος ἀ­νῆλ­θε στὸν Πα­τρι­αρ­χι­κὸ θρό­νο, δι­έ­θε­σε τὰ χρή­μα­τα τοῦ Ἐπι­σκο­πι­κοῦ τα­μεί­ου γιὰ τὴν ἀ­νέ­γερ­ση ἱ­δρυ­μά­των στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη, τὰ ὁ­ποῖα ὁ βι­ο­γρά­φος του Παλ­λά­διος ἀ­πο­κα­λεῖ «Νο­σο­κο­μεῖ­α» ἀ­να­φέ­ρον­τας ὅ­τι δι­έ­θε­ταν ἰ­α­τρι­κὸ καὶ νο­ση­λευ­τι­κὸ προ­σω­πι­κό. Οἱ νο­ση­λευ­τὲς ἦ­ταν ἐ­θε­λον­τὲς προ­ερ­χό­με­νοι ἀ­πὸ ὁ­μά­δες ἀ­σκη­τῶν τῆς πό­λε­ως (1). Ἀ­πὸ τὸν 4ο αἰ­ῶνα αὐ­τὰ τὰ κέν­τρα τῆς φι­λαν­θρω­πί­ας, οἱ εὐα­γεῖς οἶ­κοι, συ­νέ­χι­σαν νὰ ἐ­πε­κτεί­νουν τὶς ἰ­α­τρι­κὲς τους ὑ­πη­ρε­σί­ες, ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐ­πὶ τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Ἰ­ου­στι­νια­νοῦ (527-565 μ.Χ.) καὶ ὡς τὸν 12° αἰ­ῶ­να. Ὁ κα­τε­ξο­χὴν αὐ­τὸς χῶ­ρος ἄ­σκη­σης τῆς Ἰα­τρι­κῆς, πα­ρεῖ­χε ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­νη θε­ρα­πεί­α στοὺς νο­σο­κο­μεια­κοὺς ἀ­σθε­νεῖς καὶ ἐ­ξω­νο­σο­κο­μια­κὲς ὑ­πη­ρε­σί­ες στὸ γε­νι­κὸ πλη­θυ­σμό. Ἐ­πι­πλέ­ον στοὺς ξε­νῶ­νες ἐ­δι­δά­σκε­το ἡ θε­ω­ρί­α καὶ ἡ πρα­κτι­κή τῆς Ἰα­τρι­κῆς, σὲ ὅ­σους ἐ­πι­θυ­μοῦ­σαν νὰ γί­νουν για­τροί.

Ἡ Ἰα­τρι­κὴ τοῦ Ἱπ­πο­κρά­τη καὶ τοῦ Γα­λη­νοῦ καὶ ἡ Χρι­στι­α­νι­κὴ φι­λαν­θρω­πί­α, εἶ­χαν συ­ζευ­χθεῖ στὴν Ἀ­να­το­λι­κὴ Ρω­μα­ϊ­κὴ Αὐ­το­κρα­το­ρί­α, δι­α­τη­ρών­τας τὴν ἰ­σχὺ τοῦ ἰ­α­τρι­κοῦ ἐ­παγ­γέλ­μα­τος. Δι­ά­ση­μοι για­τροὶ ὅ­πως ὁ Ὀ­ρει­βα­σί­ας (325-403 μ.Χ.), ὁ Ἀ­έ­τιος (πε­ρὶ τὸ 500 μ.Χ.), ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος ἐκ Τράλ­λε­ων (μέ­σα τοῦ 6ου αἰ­ῶ­να), ὁ Παῦ­λος ὁ Αἰ­γι­νή­της (625-690 μ.Χ.) συ­νέ­χι­σαν τὶς μέ­χρι τό­τε ἰ­α­τρι­κὲς γνώ­σεις ποὺ ἀ­πε­τέ­λε­σαν τὸν πυ­ρή­να τῆς ἰ­α­τρι­κῆς πρά­ξης καὶ ἐκ­παί­δευ­σης. Οἱ ξε­νῶ­νες ἀ­νῆ­καν στὴν Ἐκ­κλη­σί­α ἢ στὶς Μο­νές, ἀλ­λὰ καὶ πολ­λοὶ φι­λάν­θρω­ποι εἶ­χαν στή­σει κλί­νες καὶ νο­σο­κο­μοῦ­σαν οἱ ἴ­διοι. Ἔ­φε­ραν δὲ οἱ ξε­νῶ­νες τὰ ὀ­νό­μα­τα τῶν Μο­νῶν ἢ τῶν ἱ­δρυ­τῶν, ἢ τῶν με­ρῶν εἰς τὰ ὁ­ποῖα εἶ­χαν οἰ­κο­δο­μη­θεῖ. Ὄ­χι μό­νον δὲ στὶς με­γά­λες πό­λεις ὑ­πῆρ­χαν ξε­νῶ­νες, ἀλ­λὰ καὶ στὰ προ­ά­στια καὶ με­γά­λους σταθ­μοὺς συγ­κοι­νω­νι­ῶν καὶ πα­ρά­λια μέ­ρη, κυ­ρί­ως ὅ­που ὑ­πῆρ­χε ἀ­νάγ­κη νὰ πα­ρα­σχε­θεῖ σὲ πά­σχον­τα ἢ τα­λαι­πω­ρη­θέν­τα τα­χεῖα πε­ρί­θαλ­ψη ἢ καὶ νο­ση­λεία­.  Πολ­λοὶ δὲ ἦσαν σὲ μέ­ρη ὑ­γι­ει­νά, κον­τὰ σὲ Ἐκ­κλη­σί­ες ἢ Μο­νὲς ἢ ἰ­α­μα­τι­κὲς καὶ θαυ­μα­τουρ­γι­κὲς πη­γὲς ὑ­δά­των, ὅ­πως π.χ. τὸ ἰ­α­τρεῖ­ο τῆς Ζω­ο­δό­χου Πη­γῆς, τὸ χρο­νο­λο­γού­με­νο πρὸ τοῦ Λέ­ον­τος τοῦ Θρα­κὸς (βλ. Εὐ­γε­νί­ου ἱ­ε­ρέ­ως [Γε­δε­ῶν Μ αν.], Ἡ Ζω­ο­δό­χος Πη­γή, σελ. 17).

Ὀ­νο­μα­στοὶ ξε­νῶ­νες ἀ­να­φέ­ρον­ται «Ἡ Βα­σι­λειάς», «τὸ μέ­γα κα­τα­γώ­γιον τοῖς ξένοις», τὸ ἱ­δρυ­θὲν ὑ­πό τοῦ  Μεγάλου Βασιλείου (βλ. Ἀρ. Π. Κούζη, Περὶ Βυζαντινῶν νοσοκομείων, ἴδια δὲ ξενώνων κατὰ τὸν ΙΒ΄ αἰῶνα. Ἀρχ. Ἰατρ. τόμ. ΙΕ΄, σελ. 40 καὶ ἐφ.), ὁ «Ξενὼν τοῦ Σαμψών», ὁ καείς κατὰ τὴν  στάση του Νίκακαὶ ἐπανιδρυθείς ὑπὸ Ἰουστινιανοῦ, ὁ «Ξενὼν Ζωτικοῦ» τοῦ Ὀρ­φα­νο­τρό­φου, στὸ ὁ­ποῖ­ο τμῆ­μα λε­πρῶν ἵ­δρυ­σε ὁ Ἰ­ου­στί­νος ὁ Β΄. Οἱ τέσ­σε­ρις ξε­νῶ­νες τοῦ Σαμ­ψών (Ἀ­πὸ τὸν Βί­ο τοῦ Σαμ­ψῶ­νος μα­θαί­νου­με ὅ­τι αὐ­τὸς ὁ Χρι­στια­νὸς ἰα­τρὸς τῆς πρῶ­το-Βυ­ζαν­τι­νῆς πε­ρι­ό­δου με­τέ­βα­λε τὶς ἀρ­χαῖ­ες ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὲς συ­νή­θει­ες, ὅ­ταν ἐ­πέ­τρε­ψε σὲ ἀ­σθε­νεῖς νὰ συγ­κα­τοι­κή­σουν καὶ νὰ μοι­ρα­σθοῦν τὴν τρο­φή του, ἕ­ως ὅ­του ἀ­να­κτή­σουν τὴν ὑ­γεί­α τους» ), τοῦ Εὐ­βού­λου, τῆς Εἰ­ρή­νης, καὶ τοῦ Ἁ­γί­ου Παν­τε­λε­ή­μο­νος, ἐ­πέ­ζη­σαν τῶν τα­ρα­χῶν τοῦ 7ου καὶ 8ου αἰ­ῶνα καὶ δι­έ­σω­σαν μί­α συ­νε­χή πα­ρά­δο­ση ἀ­πὸ τὶς ἡ­μέ­ρες τοῦ Ἰ­ου­στι­νια­νοῦ.

Ἀλ­λὰ καὶ οἱ πλεῖ­στοι τῶν Αὐ­το­κρα­τό­ρων ἀ­πὸ Κων­σταν­τί­νου τοῦ Με­γά­λου (303-337 μ.Χ.) καὶ συγ­γε­νεῖς αὐ­τῶν, δὲν ἔ­παυ­σαν νὰ ἱ­δρύ­ουν ξε­νῶ­νες σὲ δι­ά­φο­ρα μέ­ρη τῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, κυ­ρί­ως δὲ στὴν Κων­σταν­τι­νού­πο­λη (βλ. Κ. Ἀ­μάν­τον, Ἡ Ἑλ­λη­νι­κὴ φι­λαν­θρω­πί­α κα­τὰ τοὺς με­σαι­ω­νι­κοὺς χρό­νους, Ἀ­θῆ­ναι 1923), στοὺς ὁ­ποί­ους ὄ­χι σπα­νί­ως καὶ αὐ­τὲς οἱ Αὐ­το­κρά­τει­ρες ἀ­να­φέ­ρον­ται νὰ δι­α­κο­νοῦν, ὡς π.χ. ἡ Αὐ­το­κρά­τει­ρα Πλα­κίλ­λα (Migne 82, 1237). Δυ­στυ­χῶς ἀ­γνο­οῦ­με τε­λεί­ως τὶς λε­πτο­μέ­ρει­ες τῆς ὀρ­γά­νωσης καὶ λει­τουρ­γί­α­ς  τῶν ἀρ­χαι­ό­τε­ρων αὐ­τῶν ξε­νώ­νων, οἱ ὁ­ποῖ­οι πάν­τως βρί­σκον­ταν ὑ­πὸ δι­εύ­θυν­ση ἀ­νω­τέ­ρας ὑ­πη­ρε­σί­ας τοῦ κρά­τους. Κα­τό­πιν ὅ­μως συ­ναν­τᾶ­με ὀρ­γα­νι­σμοὺς νο­σο­κο­μεί­ων τε­λει­ό­τα­τους, ἀ­μιλ­λω­μέ­νους πρὸς τοὺς ση­με­ρι­νούς. Ἔ­τσι τὸ τυ­πι­κό τῆς μο­νῆς τῆς Πα­να­γί­ας τῆς Κο­σμο­σω­τήρας, ποὺ ἱ­δρύ­θη­κε στὴν Θρά­κη πα­ρὰ τὴν Αἶ­νον (1152 μ.Χ.) ἀ­πὸ τὸν Σε­βα­στο­κρά­το­ρα Ἰ­σα­ά­κιο, τρί­το υἱ­ὸ τοῦ Ἀ­λε­ξί­ου Α΄ Κο­μνη­νοῦ, πε­ρι­ε­λάμ­βα­νε ὀρ­γα­νι­σμὸ νο­σο­κο­μεί­ου ἐκ 36 κλι­νῶν, προ­νο­οῦν­τα πε­ρὶ τρο­φῆς, στρω­μνῶν, ἐν­δυ­μά­των, λου­τρῶν κ.λ.π.

Ἀρ­γό­τε­ρα, κα­τὰ τὸν ΙΒ’ αἰ­ῶνα (1136 μ.Χ.), ὁ Αὐ­το­κρά­το­ρας Ἰ­ω­άν­νης Β’ Κο­μνη­νὸς ἵ­δρυ­σε τὴ Μο­νὴ Παν­το­κρά­το­ρος ποὺ πε­ρι­ε­λάμ­βα­νε, ἀ­νά­με­σα στὰ ἄλ­λα, δύ­ο φι­λαν­θρω­πι­κὰ ἱ­δρύ­μα­τα ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων τὸ ἕ­να προ­ο­ρι­ζό­ταν γιὰ θε­ρα­πεί­α ἀ­σθε­νῶν. Ὁ ξε­νῶνας αὐ­τὸς εἶ­χε με­γά­λη ὁ­μοι­ό­τη­τα μὲ τὰ ση­με­ρι­νὰ ὀρ­γα­νω­μέ­να Νο­σο­κο­μεῖ­α. Στὸ τυ­πι­κό τῆς μο­νῆς, ποὺ ἐ­ξέ­δω­σε ὁ Αὐ­το­κρά­το­ρας, ἀν­τλοῦ­με πλη­ρο­φο­ρί­ες σχε­τι­κὰ μὲ τὴ λει­τουρ­γί­α, τὸ προ­σω­πι­κὸ καὶ τὴ δι­οί­κη­ση τοῦ ξε­νῶνα (2). Ἡ με­γά­λη αὐ­τὴ καὶ πε­ρί­λαμ­πρη μο­νὴ τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος, ἐ­πὶ τῶν ἐ­ρει­πί­ων τῆς ὁ­ποί­ας ἔ­χει τώ­ρα ἱ­δρυ­θεῖ τὸ Ζε­ϊ­ρὲκ-κι­λι­σὲ-τζα­μί, εἶ­χε δύ­ο κλι­νι­κές, ἐν μὲν τρί­κλι­νον ἢ τρι­κλι­νά­ριον χά­ριν τῶν μο­να­χῶν, ἕ­να δὲ ξε­νῶνα, ἤ­τοι νο­σο­κο­μεῖ­ο, χά­ριν τῶν ἀρ­ρώ­στων τῆς πό­λε­ως (βλ. Ἀν. Ὀρ­λάν­δου, Μο­να­στη­ρια­κὴ ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή, Ἀ­θῆ­ναι 1927, σελ. 48 καὶ ἐφ.).

Ὁ ξε­νὼν αὐ­τὸς πε­ρι­εῖ­χε 50 κλί­νες, ἀ­πὸ τὶς ὁ­ποῖ­ες 10 ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν ἕ­να ἰ­α­τρι­κὸ τμῆ­μα (ὄρ­δι­νον). Δέ­κα ἀ­πὸ τὶς κλί­νες προ­ο­ρί­ζον­ταν γιὰ τοὺς χει­ρουρ­γι­κοὺς ἀρ­ρώστους, εἴ­κο­σι γιὰ τοὺς πα­θο­λο­γι­κούς, δώ­δε­κα γιὰ τὶς πά­σχου­σες ἀ­πὸ γυ­ναι­κο­λο­γι­κὲς πα­θή­σεις ἢ ἐ­πί­το­κους ἢ λε­χῶ­νες, ὀ­κτὼ δὲ γιὰ τὰ ὀ­φθαλ­μο­λο­γι­κὰ νο­σή­μα­τα. Ἰ­δι­αί­τε­ρο δι­α­μέ­ρι­σμα χρη­σί­μευ­ε γιὰ τοὺς πά­σχον­τες ἀ­πὸ ἐ­πι­λη­ψί­α ἢ φρε­νι­κὲς νό­σους. Τέ­λος λει­τουρ­γοῦ­σε σὲ αὐ­τὸ καὶ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ ἰ­α­τρεῖ­ο, ἢ ἀ­στυ­κλι­νι­κή. Τὸ ἰ­α­τρι­κὸ προ­σω­πι­κό τοῦ πα­θο­λο­γι­κοῦ τμή­μα­τος ἀ­πε­τε­λοῦν­ταν ἀ­πὸ δύ­ο πρω­τιά­τρους, κα­λου­μέ­νους πρω­το­μυ­νη­τάς, τρεῖς ἐ­πι­με­λη­τὲς (ἔμ­βαθ­μοι ὑ­πουρ­γοὶ) καὶ δύ­ο βο­η­θοὺς (πε­ρισ­σοὶ ὑ­πουρ­γοί). Τοὺς δύ­ο πρω­το­μυ­νη­τάς ἰα­τροὺς ἀν­τι­κα­θι­στοῦ­σαν στὸ χει­ρουρ­γι­κὸ δύ­ο εἰ­δι­κοὶ χει­ρουρ­γοὶ (τραυ­μα­τι­κοί), γιὰ δὲ τοὺς πά­σχον­τες ἀ­πὸ κή­λη, ὑ­πῆρ­χε εἰ­δι­κὸς κη­λο­τό­μος. Στὸ γυ­ναι­κο­λο­γι­κὸ τμῆ­μα ὑ­πῆρ­χαν 2 ἰα­τροὶ (γυ­ναι­κεῖ­οι) καὶ μί­α ἰ­ά­τραι­να, τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α δὲ ἐ­πι­με­λη­τῶν καὶ βο­η­θῶν τῶν ἄλ­λων τμη­μά­των ἐ­κτε­λοῦ­σαν γυ­ναῖ­κες, κα­λού­με­νες ἔμ­βαθ­μοι ἢ πε­ρισ­σαὶ ὑ­πούρ­γισ­σαι. Στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ ἰ­α­τρεῖ­ο ἐρ­γά­ζον­ταν 2 πα­θο­λό­γοι ἰα­τροὶ (δι­αι­τη­τι­κοὶ κα­λού­με­νοι) καὶ δύ­ο τραυ­μα­τι­κοί, ἐ­κτὸς τῶν ἐ­πι­με­λη­τῶν καὶ βο­η­θῶν. Οἱ ἰα­τροὶ τῶν τμη­μά­των ὑ­πη­ρε­τοῦ­σαν ἐ­ναλ­λάξ, μῆ­να δη­λα­δὴ πα­ρὰ μῆ­να, δη­λα­δὴ κά­θε  ἰα­τρὸς ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε 6 μῆ­νες τὸ ἔ­τος. Ἡ ἐ­πί­σκε­ψη τῶν ἀ­σθε­νῶν γι­νό­ταν κα­θ᾿ ἑ­κά­στη, ἀ­πὸ δὲ τῆς 1ης Μα­ΐ­ου μέ­χρι 14ης Σε­πτεμ­βρί­ου καὶ με­τὰ τὸ δει­λι­νό. Τὴν νύ­κτα ἀ­νά­βον­ταν ἀ­νὰ μί­α καν­δή­λα στὰ δι­ά­φο­ρα δι­α­με­ρί­σμα­τα τοῦ ξε­νῶ­να καὶ τρι­κάν­δη­λο στὴν τρά­πε­ζα καὶ κα­θέ­δρα τῶν ἰα­τρῶν, δι­ε­νυ­κτέ­ρευ­ε δὲ σὲ κά­θε ὄρ­δι­νον ἀ­πὸ ἕ­νας ἔμ­βαθ­μος ὑ­πουρ­γὸς (ἐ­πι­με­λη­τὴς) καὶ μί­α ὑ­πούρ­γισ­σα στὸ γυ­ναι­κο­λο­γι­κὸ τμῆ­μα, οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­λοῦν­ταν ἐξ­κου­βή­το­ρες (=ἀ­γρυ­πνοῦν­τες). Τὴν γε­νι­κὴ ἐ­πο­πτεί­α τοῦ ξε­νῶνα εἶ­χαν δύ­ο ἔμ­πει­ροι ἰα­τροί, κα­λού­με­νοι πριμ­μι­κή­ριοι, ὑ­πη­ρε­τοῦν­τες καὶ αὐ­τοὶ μῆ­να πα­ρὰ μῆ­να. Ἐ­πὶ δυ­σκόλων πε­ρι­πτώ­σε­ων αὐ­τοὶ κα­θό­ρι­ζαν καὶ τοὺς ἰα­τροὺς τοὺς μέλ­λον­τες νὰ συ­νέλ­θουν σὲ συμ­βού­λιο. Τὸ πλεῖ­στο τῶν ἰα­τρῶν αὐ­τῶν ἦ­ταν κλη­ρι­κοί, ἀλ­λὰ καὶ λα­ϊ­κοί, πάν­τως ὅ­μως χρι­στια­νοί, δι­ό­τι αὐ­στη­ρὰ ἀ­πα­γο­ρευ­ό­ταν οἱ χρι­στια­νοὶ νὰ  κα­λοῦν ἰ­ου­δαί­ους ἰα­τρούς· ἀρ­γό­τε­ρα ὅ­μως τὴν ἄ­σκη­ση τῆς ἰ­α­τρι­κῆς ἀ­πὸ κλη­ρι­κοὺς ἀ­πα­γό­ρευ­σε ὁ Οἰ­κου­με­νι­κὸς Πα­τριά­ρχης Λου­κᾶς ὁ Χρυ­σο­βέρ­γης (1157 μ.Χ.).

Τὴν φαρ­μα­κευ­τι­κὴ ὑ­πη­ρε­σί­α στοὺς ξε­νῶ­νες ἐ­κτε­λοῦ­σαν φαρ­μα­κο­ποι­οί. Ἔ­τσι στὸν ξε­νῶνα τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος ὁ Δι­ευ­θυν­τὴς μὲν τοῦ φαρ­μα­κεί­ου ἐ­κα­λεῖ­το ἐ­πι­στή­μων τοῦ πη­μέν­του, τρεῖς δὲ φαρ­μα­κο­ποι­οὶ (ἔμ­βαθ­μοι πη­μεν­τά­ριοι) καὶ δύ­ο βο­η­θοὶ (πε­ρισ­σοὶ πη­μεν­τά­ριοι) βο­η­θοῦ­σαν αὐ­τὸν στὴν πα­ρα­σκευ­ὴ τῶν φαρ­μά­κων. Στὰ Βυ­ζαν­τι­νὰ Νο­σο­κο­μεῖ­α, ἀρ­χί­ζει ἡ ἐγ­κα­τά­στα­ση νο­σο­κο­μεια­κῶν φαρ­μα­κο­ποι­ῶν πο­λὺ πιὸ νω­ρὶς ἀπ᾿ ὅ­τι στὴ Δύ­ση (ὅπου ἡ χρή­ση φαρ­μά­κων ἐ­θε­ω­ρεῖ­το δει­σι­δαι­μο­νί­α καὶ οἱ χρῆ­στες τους μά­γοι καὶ μά­γισ­σες). Τὸ πιὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ βυ­ζαν­τι­νὸ ἔρ­γο ἀ­πὸ τὴ σκο­πιὰ τοῦ φαρ­μα­κο­ποι­οῦ, εἶ­ναι ὁ κα­τά­λο­γος ἐ­πι­τρε­πο­μέ­νων φαρ­μά­κων, ὁ ὁ­ποῖ­ος πε­ρι­γρά­φει καὶ τὸν ἐ­πι­τρε­πό­με­νο τρό­πος πα­ρα­σκευ­ῆς τους ( στὶς μέ­ρες μας ὀ­νο­μά­ζε­ται φαρ­μα­κο­ποι­ΐα.) Πρὸς τὰ τέ­λη τοῦ ΙΓ΄ αἰ­ῶνα ὁ Νι­κό­λα­ος Μυ­ρε­ψὸς εἶ­χε συν­τά­ξει τὴ φαρ­μα­κο­ποι­ΐ­α του μὲ τὸν τί­τλο Δυ­να­με­ρόν πού πε­ρι­εῖ­χε πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ 2.600 φάρ­μα­κα. Τὸ Δυ­να­με­ρὸν τοῦ Νι­κο­λά­ου Μυ­ρε­ψοῦ ἀ­πο­τέ­λε­σε τὴ βά­ση γιὰ τὶς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κὲς φαρ­μα­κο­ποι­ΐες μέ­χρι τὸν 17ο αἰ­ῶνα.

Στοὺς ξε­νῶ­νες πρὸς νο­ση­λεί­α τῶν ἀ­σθε­νῶν ὑ­πῆρ­χαν νο­σο­κό­μοι (οἱ νο­σο­κο­μοῦν­τες) καὶ πα­ρα­νο­σο­κό­μοι. Τοὺς ἀ­με­λοῦν­τας τὴν ἐ­κτέ­λε­ση τῶν κα­θη­κόν­των τους ποι­κι­λο­τρό­πως ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι ἐ­κό­λα­ζον (Μigne Ρ.G. 99, 1741). Οἱ γιὰ τὴν με­τα­φο­ρὰ τῶν ἀ­σθε­νῶν χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νοι, ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν τὰ νω­χο­φό­ρα ἢ τοὺς πα­ρα­πέμ­πον­τας. Ἴ­σως ἀ­πὸ τὴν ὁ­μά­δα αὐ­τῶν ἦ­σαν καὶ οἱ κα­τὰ τὶς ἐ­πι­δη­μί­ες χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νοι πα­ρα­βο­λά­νοι. Τέ­λος καὶ ἀρ­κε­τοὶ μο­να­χοὶ ἐ­χρη­σι­μο­ποι­οῦν­το στὴν δι­α­κο­νί­α στοὺς ξε­νῶ­νες. (Μigne 34, 1235).

Ὅ­λο τὸ προ­σω­πι­κὸ τῶν ξε­νώ­νων ἐ­λάμ­βα­νε ὁ­ρι­σμέ­νη ἀν­τι­μι­σθί­α σὲ χρυ­σὰ νο­μί­σμα­τα καὶ εἶ­δος (σί­το κ.τ.λ.). Τὸ τυ­πι­κὸ δὲ μά­λι­στα τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος ἀ­να­γρά­φει λε­πτο­με­ρῶς καὶ τὸ πο­σόν, ποὺ ἐ­λάμ­βα­νε “πᾶς ὁ ἐν τῷ ξε­νῶ­νι ἐρ­γα­ζό­με­νος”.

Οἱ ἀ­σθε­νεῖς, εἰ­σερ­χό­με­νοι στὸν ξε­νῶ­να τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος πρὸς νο­ση­λεί­α, ἰ­δί­ως οἱ ἀ­πο­ρό­τε­ροι, ἄλ­λα­ζαν τὰ ἐν­δύ­μα­τά τους, τὰ ὁ­ποῖα δί­δον­ταν γιὰ κα­θα­ρι­σμό, ἐν­δύ­ον­ταν ἐν­δύ­μα­τα τοῦ ξε­νῶ­να καὶ ἔ­πει­τα δι­α­νέ­μον­ταν στὰ δι­ά­φο­ρα τμή­μα­τα ἀ­να­λό­γως τοῦ εἴ­δους τῆς ἀ­σθε­νεί­ας τους.. Ἡ κλί­νη αὐ­τῶν ἔ­φε­ρε στρῶ­μα, προ­σκέ­φα­λο καὶ πά­πλω­μα, τὸν δὲ χει­μῶνα προ­στί­θον­ταν δύ­ο λο­ο­νί­κια (κου­βέρ­τες). Γιὰ τοὺς μὴ δυ­να­μέ­νους νὰ με­τα­κι­νοῦν­ται, ὑ­πῆρ­χαν καὶ 6 κλί­νες ποὺ εἶ­χαν τὰ πι­λω­τὰ (τὰ στρώ­μα­τα) τρυ­πη­μέ­να στὸ μέ­σον γιὰ τὶς ἀ­νάγ­κες Τὸ σι­τη­ρέ­σιο τῶν ἀρ­ρώ­στων ἀ­πο­τε­λεῖ­το ἀ­πὸ ἄρ­το, δύ­ο γεύ­μα­τα ἀ­πὸ ὄ­σπρια μὲ λά­δι καὶ κρεμ­μύ­δια, ὁ­ρι­σμέ­νο δὲ πο­σὸ χρη­μα­τι­κὸ δί­νον­ταν γιὰ κρα­σί.. Στὴ μο­νὴ τῆς Κο­σμοσ­ω­τήρας δί­νον­ταν κα­τὰ τὶς με­γά­λες ἑ­ορ­τὲς ψά­ρι.. Ἐ­νί­ο­τε στοὺς ἀ­σθε­νεῖς δί­δον­ταν καὶ φι­λο­δω­ρή­μα­τα ἢ καὶ μη­ναῖ­ο ἐ­πί­δο­μα. Εἰ­δι­κὸ δὲ προ­σω­πι­κὸ (οἱ δι­αι­τά­ριοι) ἐ­πέ­βλε­πε τὰ τῆς δια­ίτης (πε­ρὶ τῆς ἐν Αἰ­γύ­πτου Νο­σο­κο­μεί­ων βλ. J. Leipoldis «Schenute von Atripe und die Entstehung des nationakaegyptischen Christentums»). Στοὺς ξε­νῶ­νες ὑ­πῆρ­χαν πάν­τα τὰ χρή­σι­μα ἐρ­γα­λεῖ­α (χει­ρουρ­γι­κά, κα­θε­τῆ­ρες, σι­κύ­αι κ.λ.π.), διὰ δὲ τὰ μα­χαί­ρια ὑ­πῆρ­χε εἰ­δι­κὸς ἀ­κο­νη­τής. Ἰ­δι­αί­τε­ρο δι­α­μέ­ρι­σμα χρη­σί­μευ­ε ὡς λου­τρό. Κιν­στέρ­νες μέ­σῳ ὑ­δρα­γω­γῶν προ­μή­θευ­αν τὸ ἀ­πα­ραί­τη­το νε­ρό. Τὴν λο­γι­στι­κὴ ὑ­πη­ρε­σί­α τῶν ξε­νώ­νων εἶ­χαν ἀ­να­λά­βει εἰ­δι­κοὶ ὑ­πάλ­λη­λοι ὀ­πτί­ω­νες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὑ­πέ­βαλ­λαν τοὺς λο­γα­ρια­σμοὺς στοὺς Ἐ­πι­σκό­πους. Χαρ­του­λά­ριοι ἐ­κτε­λοῦ­σαν τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ ἀρ­χει­ο­φύ­λα­κος ἢ γραμ­μα­τέ­ως, πα­ρὰ τού­τους δὲ ὑ­πῆρ­χαν καὶ οἰ­κο­νό­μοι. Ὅ­λοι αὐ­τοὶ ἦσαν ὑ­πὸ τὶς δι­α­τα­γὲς τοῦ ξε­νο­δό­χου ἢ τῶν πριμ­μι­κη­ρί­ων.

Στὸ ξε­νῶ­να τοῦ Παν­το­κρά­το­ρα ἀ­να­φέ­ρε­ται καὶ δι­δά­σκα­λος τῆς ἰ­α­τρι­κῆς ἐ­πι­στή­μης. Ἐ­κτὸς δη­λα­δὴ τῆς κλι­νι­κῆς μορ­φώ­σε­ως, τὴν ὁ­ποί­α ἐ­λάμ­βα­ναν οἱ ἐ­φι­ε­μέ­νοι ἰ­α­τρι­κῆς παι­δεί­ας καὶ οἱ παῖ­δες τῶν ἰα­τρῶν πε­ρι­ερ­χό­με­νοι καὶ ἀ­σκού­με­νοι στὰ δι­ά­φο­ρα ἰ­α­τρι­κὰ τμή­μα­τα τοῦ ξε­νῶνα, ἄ­κου­γαν καὶ τὰ θε­ω­ρη­τι­κὰ μα­θή­μα­τα τοῦ δι­δα­σκά­λου τῆς ἰ­α­τρι­κῆς, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πὶ ποι­νὴ ἀ­πο­λύ­σε­ως, ἔ­πρε­πε νὰ δι­δά­σκει τα­κτι­κὰ καὶ κα­νο­νι­κά. Τὸ ἀ­νώ­τε­ρο προ­σω­πι­κὸ τῶν ξε­νώ­νων ὄ­χι μό­νο ἀ­σχο­λοῦν­ταν μὲ νο­ση­λεί­α καὶ δι­δα­σκα­λί­α, ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὴν συγ­γρα­φὴ ἔρ­γων, με­ρι­κὰ ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α δι­α­σώ­θη­καν μέ­χρις ἡμῶν. Ἐ­πί­σης δη­μι­ούρ­γη­σαν βι­βλι­ο­θῆ­κες, ὅ­που ἀν­τέ­γρα­φαν χει­ρό­γρα­φα καὶ ἀ­να­πα­ρή­γα­γαν πα­λαι­οὺς κώ­δι­κες (Στὸν ξε­νώ­να τοῦ Ἀρ­μα­τί­ου ἀ­να­φέ­ρε­ται καὶ καλ­λι­γρά­φος). Ὑ­πῆρ­χε πρό­βλε­ψη καὶ γιὰ τὴν «πνευ­μα­τι­κὴ θε­ρα­πεί­α» τῶν ἀ­σθε­νῶν ἐ­κτός τῆς σω­μα­τι­κῆς. Οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τό­νι­ζαν τὴ στε­νὴ σχέ­ση με­τα­ξὺ σω­μα­τι­κῆς καὶ πνευ­μα­τι­κῆς ὑ­γεί­ας. Γιὰ τὸν λό­γο αὐ­τὸν ὑ­πῆρ­χαν δύ­ο πα­ρεκ­κλή­σια. Ὁ Πα­τριά­ρχης εἶ­χε ἐ­ξου­σι­ο­δο­τή­σει ἕ­ναν ἀ­πὸ τοὺς ἱ­ε­ρεῖς νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γεῖ τοὺς ἀ­σθε­νεῖς (2). Οἱ Μου­σουλ­μά­νοι τῆς Ἀ­να­το­λῆς ἐμ­πνεύ­σθη­καν τοὺς φη­μι­σμέ­νους τοὺς bimaristans (οἶ­κοι ἀ­σθε­νῶν) ἐ­πί­σης ἀ­πὸ τὴν Βυ­ζαν­τι­νὴ Αὐ­το­κρα­το­ρί­α· οἱ Νε­στο­ρια­νοὶ “χρι­στια­νοὶ” με­τέ­φε­ραν τὰ Νο­σο­κο­μεῖ­α τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας στὴν Περ­σί­α τὸν ΣΤ’ αἰ­ῶνα καὶ ἀρ­γό­τε­ρα τὰ συ­νέ­στη­σαν στοὺς Ἀβ­βα­σί­δες χα­λί­φες τῆς Βα­γδά­της. Ἡ ὀρ­γά­νω­ση αὐ­τὴ τῶν ξε­νώ­νων, ἐ­πη­ρέ­α­σε ὄ­χι μό­νον τὴν τῶν ἀ­ρα­βι­κῶν Νο­σο­κο­μεί­ων κα­τὰ τὸν με­σαί­ω­να, ἄλ­λα καὶ κα­τό­πιν ἐ­κεί­νων τῆς Δύ­σης, ὅ­που βρί­σκου­με οὐκ ὀ­λί­γα ἱ­δρυ­θέν­τα ὑ­πὸ τὸ αὐ­τὸ ὄ­νο­μα xonodochium, ὡς π.χ. στὴν ἀρ­χαί­α Ἱ­σπα­νι­κὴ πό­λη Με­ρί­δη, ὅ­που κα­τὰ τὸ 580 μ.Χ. ἀ­να­φέ­ρε­ται τοι­ού­του με­γα­λο­πρε­ποῦς ξε­νο­δο­χεί­ου ἵ­δρυ­ση, ὡς πα­ραρ­τή­μα­τος κά­ποι­ας Μο­νῆς κα­θὼς ἀ­να­φέ­ρει Παῦ­λος ὁ δι­ά­κο­νος. Ἀρ­γό­τε­ρα μά­λι­στα στὴ Δύ­ση βρί­σκου­με δι­α­τη­ρού­με­νη τὴν αὐ­τὴ  πε­ρί­που δι­αρ­ρύθ­μι­ση τῶν ξε­νώ­νων κα­τὰ τὸ βυ­ζαν­τι­νὸ σύ­στη­μα, ὅ­πως δεί­χνουν καὶ πολ­λὰ δι­α­γράμ­μα­τα δι­α­σω­θέν­τα μέ­χρις ἡ­μῶν (ὅ­πως τῆς μο­νῆς St. Gall κ.τ.λ.)

(1) Miller T. Ἡ γέν­νη­σις τοῦ Νο­σο­κο­μεί­ου στὴν Βυ­ζαν­τι­νὴ Αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Ἐκ­δό­σεις ΒΗΤΑ. Ἀ­θή­να 1998.

(2) Le typikon du Christ Sauveur Pantocrator. 32 : 1 – 145. Paul Gautier. REB, 1974.