H ΠΑΡΑΚΟΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΙΣ ΘΕΙΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ Β’

H ΠΑΡΑΚΟΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΙΣ ΘΕΙΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΒΙΒΛΙΚΟΥΣ ΚΑΙ MΕΤΑΒΙΒΛΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ.

 

Κού­τσι­κου Κων­σταν­τί­νου

Στρα­τι­ω­τι­κοῦ – Θε­ο­λό­γου

 

2. Ἡ πα­ρα­κο­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που στὴ Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη

 

Ὁ  ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γή­θη­κε κὰτ΄ εἰ­κό­να καὶ κὰθ΄ ὁ­μοί­ω­ση Θε­οῦ καὶ ἐ­φο­δι­ά­στη­κε μὲ τὰ ση­μαν­τι­κό­τε­ρα προ­σόν­τα καὶ τὶς με­γα­λύ­τε­ρες ἱ­κα­νό­τη­τες σὲ σχέ­ση μὲ τὴν ὑ­πό­λοι­πη κτί­ση. Μὲ ἄλ­λα λό­γι­α, δό­θη­κε ἡ ἐ­ξου­σί­α ἀ­πὸ τὸν Δη­μι­ουρ­γὸ στὸν ἄν­θρω­πο νὰ κυ­ρι­αρ­χή­σει πά­νω σὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν κτί­ση, ὡς τὸ τε­λει­ό­τε­ρο δη­μι­ούρ­γη­μα του, τὸ ὁ­ποῖ­ο βρί­σκε­ται στὸ με­ταίχ­μι­ο με­τα­ξὺ ὕ­λης καὶ πνεύ­μα­τος καὶ εἶ­ναι ἐγ­γύ­τε­ρα ἀ­πὸ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε ἄλ­λο  στὸν Πλά­στη.

Ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ ση­μαν­τι­κὰ προ­σόν­τα  ποὺ χά­ρι­σε ὁ Θε­ὸς στὸν ἄν­θρω­πο  εἶ­ναι τὸ αὐ­τε­ξού­σι­ο. Τὸ αὐ­τε­ξού­σι­ο ὅ­μως εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ ὁ­δή­γη­σε τὸν ἄν­θρω­πο στὴν ἀλ­λοί­ω­ση τοῦ πνεύ­μα­τος, δηλαδὴ νὰ ἀρ­νη­θεῖ τὴν θε­ο­ποι­ὸ ἐ­νέρ­γει­α καὶ νὰ δι­α­κό­ψει τὴν πο­ρεί­α του πρὸς τὴν τε­λεί­ω­ση καὶ τὴν θέ­ω­ση. Ἐγ­και­νι­ά­ζε­ται  ἑ­πο­μέ­νως ἐ­δῶ ἡ πρώ­τη καὶ πιὸ ση­μαν­τι­κὴ πα­ρα­κο­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που στὸ θεῖ­ο θέ­λη­μα, ἡ ἐ­ναν­τί­ω­ση τοῦ κτί­σμα­τος στὴ θέ­λη­ση τοῦ Κτί­στη, ἡ μα­ταί­ω­ση τῆς ἀ­πό­κτη­σης ἑ­νὸς μελ­λον­τι­κοῦ ἀ­γα­θοῦ καὶ ἡ δη­μι­ουρ­γί­α ρωγ­μῆς στὴ σχέ­ση με­το­χῆς τοῦ μὴ ὄν­τος στὸ ὄ­ν[1].

Ἡ πα­ρα­κο­ὴ τοῦ ἀν­θρώ­που, ὅ­πως λέ­ει καὶ ὁ  Μ. Ἀ­θα­νά­σι­ος, πη­γά­ζει ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια τὴν φύ­ση του, ἡ ὁ­ποί­α ὡς γεν­νη­τὴ προ­ῆλ­θε ἀ­πὸ τὸ μὴ ὂν καὶ ἑ­πο­μέ­νως εἶ­ναι κὰτ΄ ἀ­νάγ­κη τρε­πτὴ καὶ ἀλ­λοι­ω­τή. Καὶ δί­χως τὸ προ­πα­το­ρι­κὸ ἁ­μάρ­τη­μα θὰ ὑ­πῆρ­χε ἡ ἴ­δια ἀ­ναγ­και­ό­τη­τα, νὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ ἡ τε­λει­ω­τι­κὴ πο­ρεί­α καὶ ἡ προ­σέγ­γι­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στὸ ὑ­πέρ­τα­το ὄν.

Ὅ­σα ἀ­να­φέ­ρον­ται στὸ βι­βλί­ο τῆς Γε­νέ­σε­ως σχε­τι­κὰ μὲ τὸ προ­πα­το­ρι­κὸ ἁ­μάρ­τη­μα, ποὺ ὁ­δή­γη­σε τὸν ἄν­θρω­πο στὴν ἀ­πώ­λει­α τῆς ἀρ­χι­κῆς του μα­κα­ρι­ό­τη­τας, αἰ­τι­ο­λο­γοῦν τὴν ἐ­κλο­γὴ τοῦ λα­οῦ τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ ὡς με­σο­λα­βη­τῆ γιὰ τὴν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση καὶ ἐ­πα­να­φο­ρὰ τοῦ ἀν­θρώ­που στὴν ἀρ­χι­κή του κα­τά­στα­ση.

Ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἀρ­χαί­ου Ἰσ­ρα­ὴλ εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πὸ πα­ρα­βά­σεις τοῦ Θεί­ου θε­λή­μα­τος καὶ ἀ­πεί­θει­α τοῦ λα­οῦ αὐ­τοῦ πρὸς τὸ Θε­ὸ σὲ βαθ­μὸ ἀ­πο­ρί­ας, κυ­ρί­ως λό­γω τῶν με­γά­λων εὐ­ερ­γε­σι­ῶν ποὺ δέ­χθη­κε ἀ­πὸ Αὐ­τὸν, πα­ρὰ τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ἀ­πι­στοῦ­σε , λι­πο­ψυ­χοῦ­σε, στα­σί­α­ζε καὶ γόγ­γυ­ζε συ­χνά. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα ἀ­πο­τε­λεῖ ἡ πε­ρι­πε­τει­ώ­δης σα­ραν­τά­χρο­νη πε­ρι­πλά­νη­σή του στὴν ἔ­ρη­μο, γνω­στὴ ὡς ΄΄πε­ρί­ο­δος τῆς ἐ­ρή­μου΄΄ (1290-1250 π.χ), κα­τὰ τὴ δι­άρ­κει­α τῆς ὁ­ποί­ας δο­κι­μά­στη­κε σκλη­ρὰ ἡ πί­στη του ἀ­πὸ τὶς δύ­σκο­λες συν­θῆ­κες δι­α­βί­ω­σης ποὺ ἀν­τι­με­τώ­πι­σε. Ὁ Μω­ϋ­σῆς  ὅ­μως ἔ­χον­τας τὴν εὐ­θύ­νη τῆς δι­α­κυ­βέρ­νη­σής του  κα­τόρ­θω­σε νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σει μὲ ἐ­πι­τυ­χί­α κά­θε ἀν­τί­δρα­ση καὶ νὰ ἀ­να­τρέ­ψει τὸ κλί­μα δυ­σφο­ρί­ας ποὺ ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε. Ὁ Θε­ὸς συγ­χώ­ρε­σε τὴν ἀ­πεί­θει­α τοῦ ἐ­κλε­κτοῦ του λα­οῦ χά­ριν ὁ­ρι­σμέ­νων ἐ­νά­ρε­των καὶ πι­στῶν στὶς θεῖ­ες ἐν­το­λές ἀν­δρῶν καὶ ὁ­δή­γη­σε τὸ λα­ό του στὴ γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας, τὴ Χα­να­ᾶν, ὅ­πως τοῦ εἶ­χε ὑ­πο­σχε­θεῖ. Πρέ­πει ἐ­δῶ νὰ το­νι­σθεῖ ἰ­δι­αί­τε­ρα τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι σὲ ὁ­λό­κλη­ρη τὴν Π. Δι­α­θή­κη δὲν πα­ρα­λεί­πε­ται νὰ ὑ­πο­γραμ­μι­σθεῖ ρη­τὰ ἢ του­λά­χι­στον νὰ ἐν­νο­η­θεῖ ἡ εὐ­θύ­νη κά­θε πρά­ξης ποὺ κά­νει ὁ ἄν­θρω­πος. Σὲ κά­θε ἁ­μάρ­τη­μα καὶ ἀ­νυ­πα­κο­ὴ ἑ­νὸς ἀν­θρώ­που ἢ τοῦ συ­νό­λου τοῦ ἰσ­ρα­η­λι­τι­κοῦ λα­οῦ προ­βάλ­λον­ται ἀ­κρι­βῶς οἱ ἴ­διες προ­ϋ­πο­θέ­σεις καὶ το­νί­ζον­ται τὰ ἴ­δια ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα: ἀ­πώ­λει­α τῆς θεί­ας εὐ­ερ­γε­σί­ας, θά­να­τος, τι­μω­ρί­α. Μὲ ἄλ­λα λό­γι­α, κά­θε φο­ρὰ ποὺ γί­νε­ται ἀ­νο­μί­α, τὸ ἴ­διο ἁ­μάρ­τη­μα τῆς Γέ­νε­σης δι­α­δρα­μα­τί­ζε­ται καὶ οἱ ἴ­διες συ­νέ­πει­ες ἐ­πα­να­λαμ­βά­νον­ται. Τὸ προ­πα­το­ρι­κὸ ἁ­μάρ­τη­μα θὰ λέ­γα­με ὅ­τι εἶ­ναι ἡ ἀ­παρ­χὴ τῆς πα­ρα­κο­ῆς  καὶ τὰ με­τέ­πει­τα μί­α συ­νέ­χι­ση τῆς ἴ­διας συμ­πε­ρι­φο­ρά­ς[2].

Ἡ  συμ­πε­ρι­φο­ρὰ αὐ­τὴ χα­ρα­κτη­ρί­ζει ἕ­να λα­ὸ ποὺ ἐ­πι­λέ­χθη­κε νὰ γί­νει φο­ρέ­ας τῆς θεί­ας Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως καὶ νὰ ἀ­να­δει­χθεῖ σὲ «βα­σί­λει­ον ἱ­ε­ρά­τευ­μα καὶ ἔ­θνος ἅ­γι­ον»[3], ἀ­πο­κλει­στι­κὰ μὲ πρω­το­βου­λί­α τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸν ἐ­πέ­λε­ξε μὲ μο­να­δι­κὸ κρι­τή­ρι­ο τὴν ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στη ἀ­γά­πη Του καὶ μό­νο «πα­ρὰ τὸ ἀ­γα­πᾶν Κύ­ρι­ον ὑ­μᾶς»[4] .

Οἱ συ­νε­χό­με­νες πα­ρα­βά­σεις τοῦ Θεί­ου Νό­μου ἀ­πὸ τὸν πε­ρι­ού­σι­ο λα­ὸ ὁ­δή­γη­σαν στὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψή του ἀ­πὸ τὸ Θε­ὸ μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴ δι­ά­σπα­ση τοῦ ἑ­νι­αί­ου, ἕ­ως τό­τε, βα­σι­λεί­ου τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ(922 π.χ.). Οἱ δέ­κα ἀ­πὸ τὶς δώ­δε­κα φυ­λὲς δη­μι­ούρ­γη­σαν τὸ βό­ρει­ο βα­σί­λει­ο τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ καὶ οἱ ὑ­πό­λοι­πες δύ­ο, τοῦ Ἰ­ού­δα καὶ τοῦ Βε­νι­α­μίν, τὸ νό­τι­ο βα­σί­λει­ο τοῦ Ἰ­ού­δα. Τὰ δύ­ο αὐ­τὰ βα­σί­λει­α συ­νέ­χι­σαν τὴν ἱ­στο­ρί­α μέ­σα σὲ πα­ρακ­μὴ καὶ δι­α­φθο­ρά, κα­τα­πά­τη­ση ὅ­λων τῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ μέ­σα σὲ ἕ­να πλαί­σι­ο πλή­ρους ἀ­νυ­πα­κο­ῆς  ὁ­δη­γή­θη­κε ὁ λα­ὸς αὐ­τὸς στὴν ὁ­ρι­στι­κὴ κα­τα­δί­κη του πα­ρὰ τὶς προ­φη­τι­κὲς ἠ­χη­ρὲς κραυ­γὲς προ­ει­δο­ποί­η­σης τῶν ‘’ ἑρ­μη­νευ­τῶν τοῦ Θε­οῦ ’’, δηλαδή τῶν προ­φη­τῶν, κα­τά τὸν ἱ­ε­ρὸ Χρυ­σό­στο­μο,

Οἱ προ­φῆ­τες ἦ­ταν ἄν­θρω­ποι ἁ­γνοὶ καὶ τα­πει­νοί, κυ­ρι­ευ­μέ­νοι ἀ­πὸ ‘’πνεῦ­μα Κυ­ρί­ου’’  καὶ ἐκ­φρα­στὲς τοῦ λό­γου Του. Ἡ κλή­ση τοὺς λαμ­βά­νει χώ­ρα κα­τὰ χά­ριν μὲ τὴν ἄ­με­ση ἐ­πί­δρα­ση τοῦ πνεύ­μα­τος τοῦ Θε­οῦ ὡς κα­λοῦν­τος στὸ πνεῦ­μα τοῦ κα­λου­μέ­νου. Κα­τὰ τὴ δι­α­δι­κα­σί­α της φω­τί­ζε­ται τὸ ‘’ὀ­πτι­κό της δι­α­νοί­ας’’ τοῦ κα­λου­μέ­νου ἀ­πὸ τὸ θεῖ­ο Πνεῦ­μα, γε­γο­νὸς ποὺ τὸν κα­θι­στᾶ  ἱ­κα­νὸ νὰ βλέ­πει ‘’ὡς πα­ρόν­τα τὰ μὴ πα­ρόν­τα’’ καὶ ‘’τῶν πα­ρόν­των τὰ λαν­θά­νον­τα’’ καὶ ὡς ὄρ­γα­να τὸ Θε­οῦ ‘’οὐ τὰ οἰ­κεῖα νὰ φθέγ­γε­ται ἀλ­λὰ τὰ τοῦ Θε­οῦ’’[5].

Ὅ­ταν οἱ ἀ­σε­βεῖς θρη­σκευ­τι­κοὶ καὶ πο­λι­τι­κοὶ ἄρ­χον­τες τῶν Ἰ­ου­δαί­ων  δι­έ­πρατ­ταν τὰ ἀ­νο­μή­μα­τά τους εἰς τὸ ὄ­νο­μα τῆς ΄΄ἐ­νά­ρε­της ζω­ῆς΄΄, οἱ προ­φῆ­τες ἦ­ταν αὐ­τοὶ ποὺ ἐ­πι­χει­ροῦ­σαν νὰ πα­ρεμ­πο­δί­σουν τὴν ἀ­πό­κλι­ση τοῦ ἐ­κλε­κτοῦ λα­οῦ ἀ­πὸ τὸ δρό­μο τοῦ Θε­οῦ, τὶς τυ­χὸν εἰ­δω­λο­λα­τρι­κὲς ἐ­πι­δρά­σεις στὴ θρη­σκεί­α ἢ πα­ρεκ­κλί­σεις ἀ­πὸ αὐ­τή. Κα­τα­πο­λέ­μη­σαν τὴν ἀ­σέ­βει­α καὶ πα­ρα­κο­ὴ τοῦ θεί­ου θε­λή­μα­τος ὅ­σο κα­νεὶς ἄλ­λος, μὴ φο­βού­με­νοι τὶς συ­νέ­πει­ες τῶν πρά­ξε­ών τους ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους, ὡς γνή­σι­οι ἐκ­πρό­σω­ποι τοῦ Θε­οῦ ποὺ ἦ­ταν.

Ἡ ὕ­παρ­ξη αὐ­τῶν τῶν εὐ­σε­βῶν καὶ μὲ ‘’κα­θα­ρὰς τὰς καρ­δί­ας’’ ἀν­θρώ­πων εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­δει­ξη, ὅ­τι ὁ Θε­ὸς δὲν ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὸ ἀν­θρώ­πι­νο γέ­νος,  ἀλ­λὰ ὅ­τι ὅ­λα ἀ­πο­τε­λοῦν μέ­ρος τοῦ θεί­ου σχε­δί­ου γιὰ τὸν ἀ­να­και­νι­σμὸ τοῦ ἀν­θρώ­που, ὁ ὁ­ποῖ­ος τί­θε­ται στὸ ἐ­πί­κεν­τρο του Μυ­στη­ρί­ου τῆς θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας καὶ θὰ ἐ­πι­τευ­χθεῖ στὸ πρό­σω­πο, στὴν ὑ­πό­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ κα­τὰ τοὺς χρό­νους τῆς Κ. Δι­α­θή­κης, ‘’ὁ Χρι­στὸς γὰρ ἐ­ποί­η­σεν τὸν ἀ­να­και­νι­σμὸ τῆς φύ­σε­ως ἐν τῇ ἑ­αυ­τοῦ ὑ­πο­στά­σει’’[6].

Ἡ συγ­χώ­ρε­ση ὅ­λων τῶν ἁ­μαρ­τη­μά­των τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους ἀ­πὸ τὸ Θε­ὸ πη­γά­ζει μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ἀ­πέ­ραν­τη ἀ­γά­πη Του γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο, σὲ ση­μεῖ­ο νὰ Τοῦ συγ­χω­ρεῖ ἀ­κό­μα καὶ τὰ πι­ὸ σο­βα­ρὰ ἀ­το­πή­μα­τα, ἀρ­κεῖ νὰ με­τα­νο­εῖ εἰ­λι­κρι­νὰ ἐ­πα­να­συν­δέ­ον­τας τὴ γέ­φυ­ρα ἀ­γά­πης καὶ προ­σω­πι­κῆς κοι­νω­νί­ας μα­ζί Του. Ὅ­ποιος ἀ­γα­πᾶ, γνω­ρί­ζει τὸν Θε­ὸ, ποὺ εἶ­ναι ἀ­γά­πη, καὶ συν­δέ­ε­ται μὲ Αὐ­τό­ν[7].

 

Συνεχίζεται…

 

 


[1] Νίκου  Α. Ματσούκα,΄΄Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’ ΄΄, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 203

 

[2] Νίκου  Α. Ματσούκα,΄΄Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β’ ΄΄, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 209

[3] Έξ. 19,6

[4] Δευτ. 7,8

[5] Σταύρου Ε. Καλαντζάκη, ΄΄Εισαγωγή στην Παλαιά Διαθήκη΄΄, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 678

[6] Βλ. Ισαάκ του Σύρου, Επιστολή 4, έκδ. Ι. Σπετσιέρη, Του οσίου Ισάακ του Σύρου τα ευρεθέντα ασκητικά, σ. 387

[7] Α΄ Ιω. 4,7 ΄΄ η αγάπη εκ του θεού εστι, και πας ο αγαπών εκ του Θεού γεγέννηται και γινώσκει τον Θεόν΄΄.