Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΛΑΟΣ

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΛΑΟΣ

 

Τοῦ Φώ­τη Κόν­το­γλου

 

Γιὰ νὰ μὴν πά­ρω τοὺς πο­λὺ πα­λη­ούς, παίρ­νω δύ­ο τρεῖς ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους ποῦ ἀ­γω­νι­σθή­κα­νε γιὰ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τῆς Ἑλ­λά­δας, ποῦ ὅ­πο­τε μι­λᾶ­νε γιὰ τὴ λευ­τε­ριά, μι­λᾶ­νε καὶ γιὰ τὴ θρη­σκεί­α.

Ὁ Ρή­γας Φε­ραῖ­ος λέ­γει: «Νὰ κά­νου­με τὸν ὅρ­κο / ἀ­πά­νω στὸ Σταυ­ρό”. Ἕ­νας ἄλ­λος ποι­η­τὴς γρά­φει: «Γιὰ τῆς πα­τρί­δας τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α / γιὰ τοῦ Χρί­στου τὴν πί­στη τὴν ἁ­γί­α / γι’ αὐ­τὰ τὰ δύ­ο πο­λε­μῶ, / μ’ αὐ­τὰ νὰ ζή­σω ἐ­πι­θυ­μῶ_ / κι ἂν δὲν τὰ ἀ­πο­χτή­σω / τί μ’ ὠ­φε­λεῖ νὰ ζή­σω;»

Τοῦ Σο­λω­μοῦ ἡ ψυ­χὴ εἶ­ναι θρεμ­μέ­νη μὲ τὴ θρη­σκεί­α, γι’ αὐ­τὸ μο­σκο­βο­λοῦ­νε τὰ ποι­ή­μα­τά του ἀ­πὸ δαύ­τη. Κι αὐ­τὴ τὴ μο­σκο­βο­λιὰ τὴ νιώ­θει κα­νέ­νας στὴν Ἡ­μέ­ρα τῆς Λαμ­πρῆς, στὴ Δέ­η­ση τῆς Μα­ρί­ας, στὴ Φαρ­μα­κω­μέ­νη, Εἰς Μο­να­χήν, στὸν Ὕ­μνο τῆς Ἐ­λευ­θε­ρί­ας, στὸ Δι­ά­λο­γο καὶ σὲ πολ­λὰ ἄλ­λα Οἱ ἀ­γράμ­μα­τοι  ποι­η­τὲς τῶν βου­νῶν, μέ­σα στὰ τρα­γού­δια ποὺ κά­να­νε, καὶ ποὺ δὲ θὰ τὰ φτά­ξει πο­τὲ κα­νέ­νας γραμ­μα­τι­ζού­με­νος, μι­λᾶ­νε κά­θε τό­σο γιὰ τὴ θρη­σκεί­α μας, γιὰ τὸ Χρι­στό, γιὰ τὴν Πα­να­γι­ά, γιὰ τοὺς δώ­δε­κα Ἀ­πο­στό­λους, γιὰ τοὺς ἁ­γί­ους. Πολ­λὲς πα­ροι­μί­ες καὶ ρη­τὰ καὶ λό­γι­α ποὺ λέ­γει ὁ λα­ός μας, εἶ­ναι παρ­μέ­να ἀ­πὸ τὰ γράμ­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ Ρω­μη­ο­σύ­νη εἶ­ναι ζυ­μω­μέ­νη μὲ τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, γι’ αὐ­τὸ Χρι­στια­νὸς  κ’ Ἕλ­λη­νας ἤ­τα­νε τὸ ἴ­διο. Ἀ­πὸ τό­τε ποὺ γι­νή­κα­νε χρι­στια­νοὶ οἱ Ἕλ­λη­νες, πή­ρα­νε στὰ χέ­ρια τους τὴ ση­μαί­α τοῦ Χρί­στου καὶ τὴν κά­να­νε ση­μαί­α δι­κή τους: Πί­στις καὶ Πα­τρίς! Πο­τά­μι­α ἑλ­λη­νι­κὸ αἷ­μα χυ­θή­κα­νε γιὰ τὴν πί­στη τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­πὸ τὰ χρό­νι­α του Νέ­ρω­να καὶ τοῦ Δι­ο­κλη­τι­α­νοῦ, ἕ­ως τὰ 1838, ποῦ μαρ­τύ­ρη­σε ὁ ἅ­γι­ος Γε­ώρ­γι­ος ὁ ἐξ Ἰ­ω­αν­νί­νων. Ποιὰ ἄλ­λη φυ­λὴ ὑ­πό­φε­ρε τό­σα μαρ­τύ­ρι­α γιὰ τὸ Χρι­στό; Αὐ­τὸ τὸ ἀ­κα­τά­λυ­το ἔ­θνος ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ πλη­θύ­νει καὶ νὰ κα­πλαν­τί­σει τὸν κό­σμο, ἀ­πό­μει­νε ὀ­λι­γάν­θρω­πο για­τί ἀ­πο­δε­κα­τί­σθη­κε ἐ­πὶ χί­λι­α ὀ­χτα­κό­σι­α χρό­νι­α ἀ­πὸ φυ­λὲς χρι­στι­α­νο­μά­χες.

Ἁ­γι­α­σμέ­νη Ἑλ­λά­δα! Εἶ­σαι ἁ­γι­α­σμέ­νη, για­τί εἶ­σαι βα­σα­νι­σμέ­νη. Κι ἡ κά­θε γιο­ρτή σου μνη­μο­νεύ­ει κ’ ἕ­να μαρ­τύ­ρι­ό σου. Τὰ πά­θη τοῦ Χρι­στοῦ τὰ ‘κα­νες δι­κά σου πά­θη, τὰ μαρ­τύ­ρι­α τῶν Ἁ­γί­ων εἶ­ναι δι­κά σου μαρ­τύ­ρι­α. Ὁ δι­κός σου ὁ κλῆ­ρος στά­θη­κε ἡ πί­κρα. Θλί­βε­σαι μὲ τὸν Χρι­στό, θλί­βε­σαι μὲ τὴν Πα­να­γι­ά, μαρ­τυ­ρᾶς μα­ζὶ μὲ τοὺς μάρ­τυ­ρες τῆς πί­στης κι ὁ­λο­έ­να κλαῖς σὰν θρη­νη­τι­κὸ τρυ­γό­νι στὰ ἁ­γι­α­σμέ­να μνη­μού­ρια ποῦ ‘ναι φυ­τρω­μέ­να ἀ­πά­νω τους ἀ­γρι­ο­χόρ­τα­ρα καὶ φλυ­σκού­νι­α. Πλὴν ἡ θλί­ψη σου ἐ­σέ­να εἶ­ναι κά­ποια θλί­ψη χα­ρο­ποι­ά, γε­μά­τη ἐλ­πί­δα κι ἀ­θα­να­σί­α. «Καὶ γὰρ ἐν ὄ­ψει ἀν­θρώ­πων ἐ­ὰν κο­λα­σθῶ­σιν, ἡ ἐλ­πὶς αὐ­τῶν ἀ­θα­να­σί­ας πλή­ρης» κα­τὰ τὸν Σο­λο­μών­τα. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ «χα­ρο­ποι­ὸν πέν­θος», ἡ «χαρ­μο­λύ­πη» ποῦ λέ­γει ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης τῆς Κλί­μα­κος. Εἶ­ναι ἡ ἀ­λη­θι­νὴ χα­ρὰ ποὺ ξα­γο­ρά­ζε­ται μο­νά­χα μὲ τὸν πό­νο.

Σή­με­ρα γι­ορ­τά­ζου­με τὴν ἔν­δο­ξη Κοί­μη­ση τῆς Πα­να­γί­ας. Σ’ ἀ­μέ­τρη­τες ἐκ­κλη­σί­ες καὶ μο­να­στή­ρια χτυ­ποῦ­νε οἱ καμ­πά­νες καὶ ψέλ­νου­νε οἱ ψαλ­τά­δες. Τὰ πι­ὸ πολ­λὰ εἶ­ναι στῆς Πα­να­γί­ας τ’ ὄ­νο­μα, καὶ πα­νη­γυ­ρί­ζου­νε σή­με­ρα τὴν Κοί­μη­ση τῆς Θε­ο­τό­κου. Μὰ αὐ­τὴ δὲν εἶ­ναι γιο­ρτὴ θα­νά­του, εἶ­ναι γιο­ρτὴ χα­ρᾶς καὶ θρί­αμ­βος, για­τί αὐ­τὴ ποὺ κοι­μή­θη­κε εἶ­ναι ἡ Μη­τέ­ρα τῆς Ζω­ῆς, ὅ­πως λέ­γει ἐ­κεῖ­νο τὸ θε­σπέ­σι­ο δο­ξα­στι­κὸ ποῦ λέ­νε σή­με­ρα στὴ Λει­τουρ­γί­α: «Τῇ ἀθανάτῳ σου Κοιμήσει, Θεοτόκε Μήτηρ τῆς ζωῆς, νεφέλαι τοὺς Ἀποστόλους, αἰθερίους διήρπαζον, καὶ κοσμικῶς διεσπαρμένους, ὁμοχώρους παρέστησαν τῷ ἀχράντῳ σου σώματι, οἳ καὶ κηδεύσαντες σεπτῶς, τὴν φωνὴν τοῦ Γαβριήλ, μελῳδοῦντες ἀνεβόων· Χαῖρε κεχαριτωμένη, Παρθένε Μήτηρ ἀνύμφευτε, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· Μεθ᾽ὧν ὡς Υἱόν σου καὶ Θεὸν ἡμῶν, ἱκέτευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».

Σή­με­ρα ὅ­λη ἡ Ἑλ­λά­δα μο­σχο­βο­λᾶ ἀ­πὸ τὸ εὐ­ω­δέ­στα­το σκή­νω­μα τῆς Πα­να­γί­ας, ποὺ εἶ­ναι ἡ μη­τέ­ρα τῶν ὀρ­φα­νε­μέ­νων, ἡ ἐλ­πί­δα τῶν ἀ­πελ­πι­σμέ­νων, ἡ χα­ρὰ τῶν θλιμ­μέ­νων, τὸ ρα­βδὶ τῶν τυ­φλῶν, ἡ ἄγ­κυ­ρα τῶν θα­λασ­σο­δαρ­μέ­νων. Κι ἀπ’ ἄ­κρη σὲ ἄ­κρη τῆς Ἑλ­λά­δας, στὶς πο­λι­τεῖ­ες, στὰ χω­ριά, στὰ μο­να­στή­ρια καὶ στὶς σκῆ­τες, ἀ­πά­νω στὰ δα­σω­μέ­να βου­νά, στὰ λαγ­κά­δια, στὶς σπη­λιές, στὰ γα­λα­νὰ τὰ κύ­μα­τα ποὺ δρο­σο­α­φρί­ζου­νε ἀ­πὸ τὸν πε­λα­γί­σιον ἀ­γέ­ρα, στὰ νη­σιὰ καὶ στὰ ρη­μό­νη­σα, στοὺς κά­βους, παν­τοῦ ἀν­τι­λα­λεῖ ἡ ὑ­μνο­λο­γί­α ποὺ ψέλ­νου­νε οἱ ψαλ­τά­δες γιὰ τὴν τα­πει­νὴ βα­σί­λισ­σα ποὺ κοι­μή­θη­κε. Τὸ μελ­τέ­μι ποὺ φυ­σᾶ τώ­ρα τὸ Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στο  καὶ δρο­σί­ζει τὸν κό­σμο τὰ δεν­τρι­κὰ ποὺ ‘ναι φορ­τω­μέ­να μὲ λο­γὴς λο­γὴς πω­ρι­κά, τὰ ἄ­γρι­α τὰ ρου­μά­νια, μὲ τὶς ἀν­τρει­ω­μέ­νες βα­λα­νι­διὲς καὶ μὲ τὰ ἔ­λα­τα καὶ μὲ τὰ κέ­δρα, τὰ ἄ­σπρα σύν­νε­φα ποὺ ἀρ­με­νί­ζου­νε στὸν γα­λα­νὸ οὐ­ρα­νό, ὅ­λα εἶ­ναι χα­ρο­ποι­ὰ καὶ μα­κά­ρι­α, ὅ­λα εἶ­ναι ἱ­λα­ρὰ ἀ­πὸ τὴν γλυ­κύ­τη­τα τῆς Πα­να­γί­ας. Στὰ πέ­λα­γα τα­ξι­δεύ­ου­νε λο­γῆς-λο­γῆς κα­ρά­βια καὶ κα­ΐ­κια πώ­χου­νε γραμ­μέ­νο ἀ­πά­νω στὸ μά­γου­λο τοὺς τὸ γλυ­κύ­τα­το τ’ ὄ­νο­μά της. Ὤ! Ἀ­λη­θι­νὰ δι­κή μας εἶ­ναι ἡ Πα­να­γί­α, δι­κό μας εἶ­ναι τὸ Ρό­δον τὸ Ἀ­μά­ραν­τον!

Ποιὸς θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὴν ὑ­μνή­σει ὅ­πως τὴν ὑ­μνο­λο­γή­σα­νε οἱ ὑ­μνω­δοὶ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας; Ἀρ­χαγ­γε­λι­κὲς σάλ­πιγ­γες θαρ­ρεῖς πῶς ἀ­κού­γον­ται παν­τοῦ, μὲ ὕ­ψος καὶ μὲ σε­μνό­τη­τα, μ’ ἕ­να κάλ­λος πνευ­μα­τι­κὸ ποὺ βρί­σκε­ται μο­νά­χα στὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α. Στὸν Ἑ­σπε­ρι­νό της πα­ρα­μο­νῆς ψέλ­νου­νε τοῦ­τα τὰ τρο­πά­ρι­α ποὺ γε­μί­ζου­νε τὴν ψυ­χή μας μὲ κά­ποιον ἁ­γι­α­σμέ­νον ἐν­θου­σι­α­σμό: «Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος! ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, ἐν μνημείῳ τίθεται, καὶ κλῖμαξ πρὸς οὐρανόν, ὁ τάφος γίνεται. Εὐφραίνου Γεθσημανῆ, τῆς Θεοτόκου τὸ ἅγιον τέμενος. Βοήσωμεν οἱ πιστοί, τὸν Γαβριὴλ κεκτημένοι ταξίαρχον, Κεχαριτωμένη χαῖρε, μετὰ σοῦ ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διὰ σοῦ τὸ μέγα ἔλεος.».

Ἀ­πὸ τί καρ­διές, ἀ­πὸ τί χρυ­σὰ σπλά­χνα ἐ­βγῆ­κε τοῦ­τος ὁ πλοῦ­τος! Ἐ­δῶ δὲν εἶ­ναι συν­ταί­ρια­σμα τε­χνι­κὸ ἀ­πὸ λό­γι­α κι ἀ­πὸ ἤ­χους. Ἐ­δῶ εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὰ «ἡ φω­νὴ τοῦ Γα­βρι­ὴλ με­λω­δοῦν­τος» ἀ­πὸ τὰς οὐ­ρά­νι­ους ἁ­ψί­δας, ὕ­μνος ἀ­θα­να­σί­ας. Ἀ­μὴ ἐ­κεί­νη ἡ θ’ ὠ­δὴ ποὺ λέ­γει: «Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι, ἐν σοὶ Παρθένε ἄχραντε, παρθενεύει γὰρ τόκος, καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ τόκον Παρθένος, καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε, τὴν κληρονομίαν σου». Ἡ ἐ­κεῖ­νο τὸ ἀ­πο­λυ­τί­κι­ο ποὺ εἶ­ναι σο­βα­ρὸ καὶ γλυ­κὸ σὰν τὸ εἰ­κό­νι­σμά της: «Ἐν τῇ γεννήσει τήν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιµήσει τόν κόσµον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρός τήν ζωήν, Μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καί ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουµένη ἐκ θανάτου τάς ψυχάς ἡµῶν». Ἡ ὁ α΄ εἱρ­μὸς στὶς Κα­τα­βα­σί­ες ποὺ λέ­γει: «Πεποικιλμένῃ τῇ θείᾳ δόξῃ, ἡ ἱερά καὶ εὐκλεής Παρθὲνε μνὴμη Σου, πάντας συνηγάγετο, πρὸς εὐφροσύνην τοὺς πιστοὺς, ἐξαρχούσης Μαριάμ, μετὰ χορῶν καὶ τυμπάνων, τῷ Σῷ ἄδοντας, Μονογενεῖ, ἐνδόξως ὅτι δεδόξασται». Ἀ­πὸ τού­τη τὴν ἅ­γι­α μέ­θη, ποὺ με­τα­δί­νει ἡ «Πε­ποι­κιλ­μέ­νη», μέ­θυ­σε κι ὁ ἁ­γι­α­σμέ­νος γλά­ρος τῆς Σκι­ά­θου, κ’ ἔ­γρα­ψε τοὺς κα­η­μοὺς τοῦ Δε­κα­πεν­ταύ­γου­στου σκιρ­τών­τας ἀ­πὸ τὴν ἀγ­γε­λι­κὴ ὑ­μνω­δί­α ποὺ ἄ­κου­γε μυ­στι­κά, κα­θι­σμέ­νος μπρο­στὰ στ’ ἀ­φρι­σμέ­νο πέ­λα­γο, «ὁ φι­λέ­ρη­μος γέ­ρων». Ἀ­πὸ τὸ ἴ­διο νέ­κταρ τῆς Πα­να­γί­ας μέ­θυ­σε κι ὁ Σο­λω­μὸς καὶ ψέλ­νον­τας καὶ κεῖ­νος μὲ ἐν­θου­σι­α­σμὸ τὴν Πε­ποι­κιλ­μέ­νη, ἔ­γρα­ψε στὸν Ὕ­μνο τῆς Ἐ­λευ­θε­ρί­ας τοῦ­τα τὰ λό­γι­α: 

«Ἀ­κο­λου­θεῖ τὴν ἁρ­μο­νί­α ἡ ἀ­δελ­φή του Ἀ­α­ρῶν, ἡ προ­φή­τισ­σα Μα­ρί­α μ’ ἕ­να τύμ­πα­νον τερ­πνόν. Καὶ πη­δοῦν ὅ­λες οἱ κό­ρες μὲ τσ’ ἀγ­κά­λες ἀ­νοι­κτὲς τρα­γου­δών­τας ἀν­θο­φό­ρες μὲ τὰ τύμ­πα­να κ’ ἐ­κεῖ­νες».

Ἡ Μα­ρι­άμ, ἡ συ­νο­νό­μα­τητῆς Πα­να­γί­ας, ἤ­τα­νε ἡ ἀ­δελ­φή του Ἀ­α­ρῶν, ποὺ ἄρ­χι­σε νὰ ψέλ­νει γιὰ νὰ φχα­ρι­στή­σει τὸ θε­ό, ποὺ κα­τα­πόν­τι­σε τὸν Φα­ρα­ὼ στὴν Ἐ­ρυ­θρὴ θά­λασ­σα. Καὶ τὴ συν­τρο­φεύ­α­νε οἱ ἄλ­λες οἱ κό­ρες, χο­ρεύ­ον­τας καὶ παί­ζον­τας τὰ τύμ­πα­να. «Λα­βοῦ­σα δὲ Μα­ρι­ὰμ ἡ προ­φή­τις, ἡ ἀ­δελ­φή του Ἀ­α­ρῶν, τὸ τύμ­πα­νον ἐν τῇ  χει­ρὶ αὐ­τῆς, καὶ ἐ­ξήλ­θο­σαν πᾶ­σαι αἳ γυ­ναῖ­κες ὀ­πί­σω αὐ­τῆς με­τὰ τύμ­πα­νων καὶ χο­ρῶν (Ἐ­ξοδ. ἴ­ε’, 20).

Αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ ἁ­γι­α­σμέ­νη Ἑλ­λά­δα, κι ἀ­πὸ τὸ γά­λα τῆς βυ­ζά­ξα­νε καὶ θρα­φή­κα­νε οἱ ποι­η­τές της, τὸ γά­λα τῆς Πα­να­γί­ας.

Ἐ­μεῖς αὐ­τὸ τὸ γά­λα τὸ συ­χα­θή­κα­με, ἀ­λί­μο­νο!

 

 

Ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο «Πα­να­γί­α καὶ Ὑ­πε­ρα­γί­α» ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ

Ρω­μη­ο­σύ­νη καὶ Ὀρ­θο­δο­ξί­α εἶ­ναι ἕ­να πράγ­μα.

 

Ἀ­πὸ τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ» Ἐ­νο­ρί­ας Τι­μί­ου Προ­δρό­μου Λι­σβο­ρί­ου Λέ­σβου τεῦ­χος 59