«Η ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΛΑΓΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΠΑΥΛΟ»

«Η ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΛΑΓΗΣ 

 ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΠΑΥΛΟ»

Ἰωάννη Β. Βελιτσιάνου

Δρ. Θεολογίας Α.Π.Θ. 

Ὁ ὅ­ρος «κα­ταλ­λα­γή» καὶ τὰ πα­ρά­γω­γα τοῦ ρή­μα­τος κα­ταλ­λάσ­σω[1] χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται συ­χνὰ στὴν ἑλ­λη­νι­κὴ κλασ­σι­κὴ γραμ­μα­τεί­α μὲ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ συν­δι­αλ­λάσ­σω[2] καί τοῦ συμ­φι­λι­ώ­νο­μαι,[3] ἀλ­λὰ μὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ θρη­σκευ­τι­κὴ ση­μα­σί­α ἀ­π᾿ ὅ­τι στὴ βι­βλι­κὴ γραμ­μα­τεί­α.

Στὸν ἀρ­χαῖ­ο ἑλ­λη­νι­κὸ κό­σμο ἡ σχέ­ση θε­οῦ καὶ ἀν­θρώ­που βρι­σκό­ταν σὲ ἀ­πό­στα­ση καὶ ὁ μο­να­δι­κὸς τρό­πος ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας ἦ­ταν οἱ θυ­σί­ες καὶ τὰ ἀ­κο­λου­θού­με­να γεύ­μα­τα. Οἱ ἄν­θρω­ποι, ὅ­ταν ἤ­θε­λαν νὰ ἐκ­πλη­ρώ­σουν τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες τους  (τά­μα) ἢ νὰ ἐ­ξευ­με­νί­σουν τὴν ὀρ­γὴ τῶν θε­ῶν (συμ­φι­λί­ω­ση) πρό­σφε­ραν σ᾿ αὐ­τοὺς με­γα­λό­πρε­πες θυ­σί­ες.

Μὲ τὴ ση­μα­σί­α τοῦ ἐ­πα­να­προσ­δι­ο­ρι­σμοῦ τῆς σχέ­σης τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ Θε­ὸ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὁ ὅ­ρος «κα­ταλ­λα­γή»[4] στή βι­βλι­κή γραμ­μα­τεί­α[5]. Ὁ ὅ­ρος «κα­ταλ­λα­γή» ἀ­φο­ρᾶ θέ­μα­τα εἴ­τε ἀ­πι­στί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που πρὸς τὸ Θε­ό, δηλ. πα­ρά­βα­σης τῶν θεί­ων ἐν­το­λῶν του,[6] εἴ­τε δι­ε­νέ­ξεις με­τα­ξὺ τῶν πι­στῶν ἐν­τός τῆς ἐκ­κλη­σί­ας σὲ ἀ­το­μι­κὸ ἢ ὁ­μα­δι­κὸ ἐπί­πε­δο[7]. Στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη, πα­ρό­λο ποὺ οἱ ἁ­μαρ­τί­ες τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ ἀ­πο­τε­λοῦν ρή­ξη τῆς δι­α­θή­κης τοῦ Σι­νᾶ, ὁ Θε­ὸς ἂν καὶ δὲν κα­το­νο­μά­ζει τὴ λέ­ξη κα­ταλ­λα­γή, εἶ­ναι αὐ­τὴ ποὺ προ­τεί­νει στὴν ἄ­πι­στη νύμ­φη «καί μνη­στεύ­σο­μαί σε ἐμαυ­τῷ ἐν πί­στει, καί ἐ­πι­γνώ­σῃ τόν κύ­ριον (Ὠσ. 2,22)» καὶ στὰ ἄ­πι­στα παι­διά του «ἀ­πορ­ρί­ψα­τε ἀ­πό ἑαυ­τῶν πά­σας τάς ἀσε­βεί­ας ὑμῶν, ἄς ἠσε­βή­σα­τε εἰς ἐμέ, καί ποι­ή­σα­τε ἑαυ­τοῖς καρ­δί­αν και­νήν καί πνεῦ­μα και­νόν∙ καί ἵνα τι ἀπο­θνή­σκε­τε, οἶκος Ἰσ­ρα­ήλ (Ἱεζ. 18,31)». Ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὴ δι­ά­πρα­ξη τῆς ἁ­μαρ­τί­ας[8] ἀ­θε­τεῖ τὸ νό­μο τοῦ Θε­οῦ[9] καὶ ἡ πα­ρά­βα­ση αὐ­τὴ ἐπέσυρε τὸ δριμὺ ἔλεγχο Αὐ­τοῦ[10]. Μὲ τὴν ἁ­μαρ­τί­α ἡ κοι­νω­νί­α μὲ τὸ Θε­ό, τὴν πη­γὴ τῆς ζω­ῆς, δι­α­κό­πτε­ται μ᾿ ἀ­να­πό­φευ­κτο ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὸ θά­να­το[11]. Ὅ­μως, πολ­λὲς φο­ρές, ὁ Θε­ὸς ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε ὡς «μα­κρό­θυ­μος καί πο­λυ­έ­λαι­ος»[12] καί μι­λᾶ γιά εἰ­ρή­νη στό λα­ό του[13]. Ὁ ἴδιος ἀνα­λαμ­βά­νει τήν πρω­το­βου­λί­α νά συ­νά­ψει συμ­φω­νί­α μέ τό λα­ό του καί θέ­τει τούς ὅ­ρους της, πού συ­νι­στοῦν ταυ­τό­χρο­να καί ἀ­μοι­βαί­ες δε­σμεύ­σεις πι­στό­τη­τας καί συ­νέ­πειας∙ «…καί δι­α­θή­σο­μαι τῷ οἴ­κῳ Ἰσ­ρα­ήλ καί τῷ οἴκῳ Ἰού­δα δι­α­θή­κην και­νήν»[14]. Δηλ. ὁ Θε­ὸς ὑ­πό­σχε­ται στὸν ἕ­τε­ρο ἀν­τι­συμ­βαλ­λό­με­νο τὴν πα­ρο­χὴ τῆς εὔ­νοι­ας καὶ τῆς χά­ρι­τός του, ἀλ­λὰ ἀ­παι­τεῖ ἀ­π᾿ αὐ­τὸν τὴν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν του.

Ἡ ὁ­ρι­στι­κὴ κα­ταλ­λα­γή πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ, «Εἰς γάρ θε­ός, εἰς καί με­σί­της θε­οῦ καί ἀν­θρώ­πων, ἄν­θρω­πος Χρι­στός Ἰη­σοῦς»,[15] καὶ αὐ­τὸ φαί­νε­ται κα­θα­ρὰ στὸ κα­τὰ Ματ­θαῖ­ον εὐ­αγ­γέ­λιο[16] ὅ­που συ­νι­στᾶ τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τοὺς ἐ­χθρούς. Ὅ­πως το­νί­ζει καὶ ὁ Σ. Ἀ­γου­ρί­δης[17] ἡ ἀ­παί­τη­ση τοῦ Ἰ­η­σοῦ «γιά ἀ­γά­πη πρός τούς ἐχθρούς δέν θε­με­λι­ώ­νε­ται στήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση ἤ σέ κά­ποι­α σκο­πι­μό­τη­τα, ἀλ­λά στήν βα­θύ­τε­ρη ὀν­το­λο­γί­α τῆς ὑ­πάρ­ξε­ώς μας, στή βού­λη­ση καί στίς ἐνέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ. Ἡ πε­ρί τῶν ἐχθρῶν ἀν­τι­λή­ψεις τοῦ  Ἰ­η­σοῦ δέν ἔχουν σάν ἀ­φε­τη­ρί­α ὁποι­εσ­δή­πο­τε οἰκου­με­νι­στι­κές ἰδέ­ες ἤ ἀν­θρω­πο­λο­γι­κές ἀπό­ψεις[18] ἀλ­λά τόν ἴδιο τόν Θε­ό. Ἡ ἀγά­πη πρός τούς ἐχθρούς, μ᾿ ἄλ­λα λό­για, δέν εἶναι ἀν­θρώ­πι­νο ἔρ­γο, ἀλ­λά «ση­μεῖο» τῆς θεί­ας πα­ρου­σί­ας τῆς Βα­σι­λεί­ας». Ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πὸ μό­νος του, οὔ­τε μὲ τὸ νό­μο οὔ­τε χω­ρὶς τὸ νό­μο, δὲν εἶ­ναι ἱ­κα­νὸς νὰ φτά­σει στὴν κα­τά­στα­ση τῆς δι­και­ο­σύ­νης ποὺ τὴν προ­ϋ­πο­θέ­τει μὲ τὸ Θε­ό. Μ᾿ αὐ­τὴν τὴν κα­τα­νό­η­ση ὁ Ἀπ. Παῦ­λος στὴν πρὸς Ρω­μαί­ους ἐ­πι­στο­λή (στίχ. 5, 9-10)[19] συν­δέ­ει τὴ στιγ­μή τῆς δι­καί­ω­σης καί τῆς κα­ταλ­λα­γῆς μέ τό σταυ­ρι­κό θά­να­το τοῦ Χρι­στοῦ∙ «διά τοῦ αἵμα­τος τοῦ σταυ­ροῦ Αὐ­τοῦ»[20]. Ὁ σταυ­ρω­μέ­νος καὶ ἀ­να­στη­μέ­νος Χρι­στὸς πα­ρα­δό­θη­κε ἑ­κου­σί­ως στὸ θάνατο γιὰ νὰ ἐπιτελεστεῖ ὁ σκο­πὸς τῆς ἄ­φε­σης τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ μ᾿ αὐ­τὸν τόν τρό­πο ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ὸς μᾶς κα­τέ­στη­σε ἄ­ξιους τῆς κα­ταλ­λα­γῆς[21].

Ἀ­κό­μη μ᾿ ἕ­να πιὸ εὐ­δι­ά­κρι­το τρό­πο δι­α­τυ­πώ­νον­ται οἱ σκέ­ψεις τοῦ Ἀπ. Παύ­λου στὴν πρὸς Κο­λοσ­σα­εῖς ἐπι­στο­λή: «22 νυ­νί δέ ἀπο­κα­τήλ­λα­ξεν ἐν τῷ σώ­μα­τι τῆς σαρ­κός αὐτοῦ διά τοῦ θα­νά­του πα­ρα­στῆσαι ὑ­μᾶς ἁγί­ους καί ἀμώ­μους καί ἀνεγ­κλή­τους κα­τε­νώ­πιον αὐ­τοῦ, 23 εἰ γε ἐπι­μέ­νε­τε τῇ πί­στει τε­θε­με­λι­ω­μέ­νοι καί ἑδραῖοι καί μή με­τα­κι­νού­με­νοι ἀπό τῆς ἐλ­πί­δος τοῦ εὐαγ­γε­λί­ου οὐ ἠ­κού­σα­τε, τοῦ κη­ρυ­χθέν­τος ἐν πά­σῃ κτί­σει τῇ ὑ­πό τόν οὐρα­νόν, οὐ ἐγε­νό­μην ἐγώ Παῦλος δι­ά­κο­νος» (Κολ. 1, 22-23). Ὁ Ἀπ. Παῦ­λος μᾶς δι­ευ­κρι­νί­ζει ὅ­τι ἡ κα­ταλ­λα­γή καί ἡ σω­τη­ρί­α ἐ­ξα­σφα­λί­ζε­ται μὲ τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος νὰ πα­ρα­μεί­νει στα­θε­ρὸς καὶ ἀ­κλό­νη­τος στὴν πί­στη. Τὸ «νυ­νί» βε­βαι­ώ­νει τὸ πρό­σφα­το γε­γο­νός τῆς σω­τη­ρί­ας[22]. Ἀν­τί τοῦ  «ἀπο­κα­τηλ­λά­γη­τε» ἔ­χου­με στοὺς κώ­δι­κες τὸ «ἀπο­κα­τήλ­λα­ξε»[23] ἤ τό «ἀπο­κα­ταλ­λα­γέν­τες»[24]. Τό «ἀπο­κα­τήλ­λα­ξε» προ­σαρ­μό­ζε­ται κα­λύ­τε­ρα στὸ κεί­με­νο αὐ­τό, ἐ­νῶ ἐ­ὰν δε­χθοῦ­με τὴν πα­θη­τι­κὴ φω­νή, ὀ­φεί­λου­με νὰ δε­χθοῦ­με καὶ ἕ­να ἀ­να­κό­λου­θο σχῆ­μα. Ἡ κα­ταλ­λα­γή μὲ τὸ Θε­ὸ κα­τέ­στη δυ­να­τὴ «διά τοῦ αἵμα­τος τοῦ σταυ­ροῦ Αὐτοῦ». Μέ­σω τοῦ «ἀ­πο­κα­ταλ­λά­ξαι» το­νί­ζε­ται ἡ δι­ά­στα­ση τῶν δύ­ο κό­σμων, τοῦ θεί­ου καὶ τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου ποὺ προ­κλή­θη­κε ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὴν ἀ­πο­στα­σί­α τοῦ ἀν­θρώ­που πρὸς τὸ Θε­ό[25]. Στήν πρός Κο­λοσ­σα­εῖς ἐ­πι­στο­λή (στίχ. 20), ἡ φρά­ση «εἰς αὐτόν» δη­μι­ουρ­γεῖ ἑρ­μη­νευ­τι­κὸ πρό­βλη­μα, ἀ­πὸ τὴ λύ­ση τῆς ὁ­ποί­ας ἐ­ξαρ­τᾶ­ται καὶ ὁ ἀ­κρι­βὴς προσ­δι­ο­ρι­σμὸς τοῦ ὑ­πο­κει­μέ­νου τοῦ ρ. «εὐδό­κη­σεν» (στίχ. 19)[26]. Ποι­ὸς ἐν­νο­εῖ­ται ὁ Χρι­στὸς ἢ ὁ Θε­ός; Ἐ­ὰν εἶ­ναι ὁ Χρι­στός, για­τί ὁ Παῦ­λος δὲν ἔ­θε­σε τὴν αὐ­το­πα­θῆ ἀν­τω­νυ­μί­α «ἑ­αυ­τόν;». Στὰ σχε­τι­κὰ χω­ρί­α, στὰ ὁ­ποῖ­α γί­νε­ται λό­γος πε­ρὶ κα­ταλ­λα­γῆς Θε­οῦ-ἀν­θρώ­που, ἡ κα­ταλ­λα­γή γί­νε­ται πρὸς τὸ Θε­ὸ μέ­σω τῆς με­σι­τεί­ας τοῦ Χρι­στοῦ, τοῦ σταυ­ροῦ Αὐ­τοῦ ἢ τοῦ αἵ­μα­τος Αὐ­τοῦ [27].

Αὐ­τὸ ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται καὶ στοὺς πα­ρα­κά­τω στί­χους -ἀ­πὸ τὴν πρὸς  Ἐ­φε­σί­ους ἐπι­στο­λή– στοὺς ὁ­ποί­ους γί­νε­ται λό­γος πε­ρὶ κα­ταλ­λα­γῆς Θε­οῦ-ἀν­θρώ­που: «14 Αὐ­τός γάρ ἐστίν ἡ εἰρή­νη ἡμῶν, ὁ ποι­ή­σας τά ἀμ­φό­τε­ρα ἕν καί τό με­σό­τοι­χον τοῦ φραγ­μοῦ λύ­σας, τήν ἔχθραν ἐν τῇ σαρ­κί αὐ­τοῦ, 15 τόν νό­μον τῶν ἐν­το­λῶν ἐν δόγ­μα­σιν κα­ταρ­γή­σας, ἵνα τούς δύ­ο κτί­σῃ ἐν αὐ­τῷ εἰς ἕ­να και­νόν ἄν­θρω­πον ποι­ῶν εἰρή­νην 16 καί ἀ­πο­κα­ταλ­λά­ξη τούς ἀμ­φο­τέ­ρους ἐν ἑνί σώ­μα­τι τῷ θε­ῷ διά τοῦ σταυ­ροῦ, ἀπο­κτεί­νας τήν ἔχθραν ἐν αὐ­τῶ. 17 καί ἐλ­θών εὐ­ηγ­γε­λί­σα­το εἰρή­νην ὑμῖν τοῖς μα­κράν καί εἰρή­νην τοῖς ἐγ­γύς∙18 ὅτι δι᾿ αὐτοῦ ἔχο­μεν τήν προ­σα­γω­γήν οἱ ἀμ­φό­τε­ροι ἐν ἑνί πνεύ­μα­τι πρός τόν πα­τέ­ρα» (Ἐφεσ. 2, 14-18). Ὁ Χρι­στός («δι᾿ αὐτοῦ»), ὁ ὁ­ποῖ­ος συμ­φι­λι­ώ­νει τοὺς ἀν­θρώ­πους μὲ τὸ Θε­ό, τοὺς ἀ­να­και­νί­ζει (βλ. «και­νόν ἄν­θρω­πον» στίχ. 15) καὶ τοὺς δί­νει τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ βρί­σκον­ται στὴ σω­στὴ θέ­ση –ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ξέ­πε­σαν– κον­τὰ στὸ Θε­ό.  Ἀ­κό­μη στὸ πα­ρα­πά­νω χω­ρί­ο (Ἐ­φεσ. 2, 14-18) πα­ρα­τη­ροῦ­με, σύμ­φω­να μὲ τὸν Ἰ. Κα­ρα­βι­δό­που­λο, τὰ ἑξῆς[28]: «α) ἡ φρά­ση («εἰρή­νη ἡμῶν»)[29] ἀνα­φέ­ρε­ται στό Χρι­στό καί δη­λώ­νει ὅτι κα­ταρ­γεῖ τήν ἔ­χθρα μέ τό σταυ­ρό του, ἀνα­πλά­σει τούς ἀν­θρώ­πους συμ­φι­λι­ώ­νον­τάς τους με­τα­ξύ τους καί μέ τό Θε­ό φέ­ρον­τας τήν εἰρή­νη, β) πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ὁ­ρι­σμέ­νες ἐ­πα­να­λή­ψεις («ἔχθρα-εἰρή­νη, ἐν ἑνί σώ­μα­τι-ἐν ἑνί πνεύ­μα­τι, μα­κράν-ἐγ­γύς»), τά ὁποῖα εἶναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τοῦ λει­τουρ­γι­κοῦ καί ποι­η­τι­κοῦ ὕφους, γ) το­νί­ζουν ἰδι­αί­τε­ρα τήν ἑνό­τη­τα τῆς νέ­ας κα­τά­στα­σης, τῆς ἐκ­κλη­σί­ας («ἕν, εἰς ἕνα και­νόν ἄν­θρω­πον, ὡς ἑνί σώ­μα­τι, ὡς ἑνί πνεύ­μα­τι») καί δ) ἔχουν μία, ἔστω καί μή ἀ­νε­πτυγ­μέ­νη, τρι­α­δο­λο­γι­κή θε­ο­λο­γι­κή βά­ση, ἀ­φοῦ ἀ­να­φέ­ρουν τό Θε­ό Πα­τέ­ρα, τό Χρι­στό καί τό Πνεῦμα».

Ὅ­λο τὸ ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε ἤ­δη ἀ­πὸ τὸ Θε­ό, ἀλ­λά, ἀ­πὸ μί­α ἄλ­λη ἄ­πο­ψη, συ­νε­χί­ζε­ται στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὡς τὴ Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α καὶ ὁ Παῦ­λος κα­θο­ρί­ζει τὴν ἀ­πο­στο­λι­κὴ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ὡς «δι­α­κο­νί­α τῆς κα­ταλ­λα­γῆς»[30]. «Ὑ­πέρ Χρι­στοῦ οὖν πρε­σβεύ­ο­μεν ὡς τοῦ θε­οῦ πα­ρα­κα­λοῦν­τος δι᾿ ἡμῶν∙ δε­ό­με­θα ὑπέρ Χρι­στοῦ, κα­ταλ­λά­γη­τε τῷ θε­ῷ (Β΄ Κορ. 5,20)», δηλ. οἱ ἀ­πό­στο­λοι εἶ­ναι οἱ ἀγ­γε­λι­ο­φό­ροι τοῦ «λό­γου τῆς κα­ταλ­λα­γῆς»,[31] οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­κο­λου­θών­τας τὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Παύ­λου θὰ γί­νουν οἰ­κο­δό­μοι τῆς εἰρή­νης[32].

Συ­νο­ψί­ζον­τας ἔ­χου­με νὰ πα­ρα­τη­ρή­σου­με τὰ ἑ­ξῆς:

1. Ἤ­δη ἀ­πὸ τὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη ὁ Θε­ὸς μι­λᾶ γιὰ τὴν κα­ταλ­λα­γή τῶν ἀν­θρώ­πων μα­ζί του λαμ­βά­νον­τας ὁ ἴ­διος τὴν πρω­το­βου­λί­α γιὰ μί­α νέ­α δι­α­θή­κη∙ «…καί δι­α­θή­σο­μαι τῷ οἴκῳ Ἰσ­ρα­ήλ καί τῷ οἴκῳ Ἰ­ού­δα δι­α­θή­κην και­νήν» Ἱερ. 38,31). Ἄλ­λω­στε ὅ­λο τὸ τε­λε­τουρ­γι­κό τοῦ ἐ­ξι­λα­σμοῦ στὴ μω­σα­ϊ­κὴ λα­τρεί­α, προ­ο­ρι­σμέ­νο νὰ ἐ­ξα­γνί­σει τὰ πιὸ ποι­κί­λα ἁ­μαρ­τή­μα­τα, εἶ­χε ὡς ἀ­πώ­τε­ρο σκο­πὸ τὴν κα­ταλ­λα­γὴ τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ Θε­ό∙ «πᾶν ἔρ­γον οὐ ποι­ή­σε­τε ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέ­ρᾳ ταύ­τη∙ ἐστίν γάρ ἡμέ­ρα ἐξι­λα­σμοῦ αὐτή ὑμῖν ἐξι­λά­σα­σθαι πε­ρί ὑμῶν ἔ­ναν­τι κυ­ρί­ου τοῦ θε­οῦ ὑμῶν» (Λευ­ϊ. 23,28).

2. Ἡ τέ­λεια καὶ ὁ­ρι­στι­κὴ κα­ταλ­λα­γή πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Ἰ­η­σοῦ, «Εἰς γάρ θε­ός, εἰς καί με­σί­της θε­οῦ καί ἀν­θρώ­πων, ἄν­θρω­πος Χρι­στός Ἰ­η­σοῦς» (Α΄ Τιμ. 2,5), δι­ό­τι ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πὸ μό­νος του, οὔ­τε μὲ τὸ νό­μο οὔ­τε χω­ρὶς τὸ νό­μο, δὲν εἶ­ναι ἱ­κα­νὸς νὰ φτά­σει στὴν κα­τά­στα­ση τῆς δι­και­ο­σύ­νης ποὺ τὴν προ­ϋ­πο­θέ­τει μὲ τὸ Θε­ό. Ὅ­πως ὑ­πο­στη­ρί­ζει καὶ ὁ J. Khalil «ὁ ἄν­θρω­πος τό­τε πού ἦταν ἁ­μαρ­τω­λός καί ἐχθρός ἀπέ­κτη­σε τή δι­και­ο­σύ­νη καί τήν κα­ταλ­λα­γή διά τοῦ θα­νά­του τοῦ Χρι­στοῦ, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, λοι­πόν τώ­ρα πού ἔγι­νε δί­και­ος καί φί­λος («κα­ταλ­λα­γέν­τες») θά σω­θεῖ («σω­θη­σό­με­θα») στήν τε­λι­κή κρί­ση τοῦ ἰδί­ου» (Α΄ Θεσ. 1,10)[33].

 3. Ὁ Παῦ­λος ὑ­πῆρ­ξε ὁ δι­ά­κο­νος τῆς κα­ταλ­λα­γῆς, ἀλ­λὰ καὶ ὁ Ἰ­η­σοῦς, ὑ­πῆρ­ξε ὁ δη­μι­ουρ­γὸς της, «ἐν τῷ σώ­μα­τι τῆς σαρ­κός αὐτοῦ» καὶ πρῶ­τος αὐ­τὸς ὑ­πο­γράμ­μι­σε τὶς βα­θύ­τε­ρες ἀ­παι­τή­σεις τῆς κα­ταλ­λα­γῆς. Ὁ ἁ­μαρ­τω­λὸς ποὺ συμ­φι­λι­ώ­θη­κε μὲ τὸ Θε­ὸ δὲν μπο­ρεῖ νὰ τοῦ προ­σφέ­ρει εὐ­ά­ρε­στη λα­τρεί­α, ἂν δὲν ἀ­γα­πή­σει πρῶ­τα τὸν ἀ­δελ­φὸ του[34]. Ἡ ἀ­γά­πη στὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη ἔ­χει κά­θε­τη καὶ ὁ­ρι­ζόν­τια δι­ά­στα­ση. Ὅ­πως εἶ­ναι γνω­στὸ ἡ πρώ­τη ἐν­το­λὴ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸ Θε­ό, ἐ­νῶ ἡ δεύ­τε­ρη ἀ­να­φέ­ρε­ται στὴν ἀ­γά­πη «πρός τόν πλη­σί­ον»[35]. Ἡ ἀ­γά­πη πρὸς τὸν συ­νάν­θρω­πο πε­ρι­λαμ­βά­νει καὶ τοὺς δι­ῶ­κτες καί τούς ἐ­χθρούς[36]. Τό «δι­αλ­λά­γη­θι», ἡ συμ­φι­λί­ω­ση μέ τόν πλη­σί­ον εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τος ὅ­ρος γιά τήν ἀ­πο­δο­χή τῆς θυ­σί­ας∙ «ἔλε­ος θέ­λω καί οὐ θυ­σί­αν»[37]. Ἔ­τσι ὁ συν­δυα­σμὸς καὶ τῶν δύ­ο, δηλ. τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸ Θε­ὸ καὶ τὸν πλη­σί­ον, δί­νει τὸ μέ­τρο τῆς τε­λει­ό­τη­τας∙ ἀρ­κεῖ κα­τὰ τὸν ἱ­ε­ρὸ Χρυ­σό­στο­μο ὁ κό­πος τῆς ἀ­γά­πης νὰ ὑ­πάρ­χει ὄ­χι «στό φι­λεῖν ἁ­πλῶς» ἀλ­λὰ στὸ «γνη­σί­ως φι­λεῖν»[38].

4. Ἡ συμ­φι­λί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ Θε­ό, τὸ συ­νάν­θρω­πο καὶ τὴν κτί­ση, ἡ ὁ­ποί­α πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται στὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ ὁ­δη­γεῖ στὴν ἀ­να­γέν­νη­ση τῆς καρ­διᾶς καὶ ἔ­χει ὡς τε­λι­κὸ σκο­πὸ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀν­θρώ­που. Προ­ϋ­πό­θε­ση αὐ­τῆς τῆς συμ­φι­λί­ω­σης εἶ­ναι ἡ πί­στη στὸ Χρι­στὸ καὶ ἡ ἀ­πο­δο­χὴ τοῦ λυ­τρω­τι­κοῦ του μη­νύ­μα­τος. Ἔ­τσι ὁ πι­στὸς, «δι­και­ω­μέ­νος» ἀ­πὸ τὴν πί­στη, ἒ­χει «εἰρή­νην πρός τόν θε­όν διά τοῦ κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ»[39].


1. Συ­χνὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται μὲ τὴ ση­μα­σί­α τοῦ συμ­φι­λι­ώ­νω καὶ τὸ ρ. δι­αλ­λάσ­σω (καί –ττω) μὲ τὰ πα­ρά­γω­γά του, τό­σο στὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α (Ἡ­ροδ. Ἱ­στορ. Ι,22,12: «Με­τὰ δὲ ἢ τε δι­αλ­λα­γὴ σφὶ ἐ­γέ­νε­το ἐ­π᾿ ὢ τε ξεί­νους ἀλ­λή­λοι­σι εἶ­ναι καὶ συμ­μά­χους…», Ι,22,8: «ὡς ἐ­γὼ πυν­θά­νο­μαι, δι᾿ οὐ­δὲν ἄλ­λο ἐ­γέ­νε­το δι­αλ­λα­γὴ» κ.ἄ.) ὅ­σο στὴν Πα­λαι­ὰ (ἀ­παν­τᾶ συ­νο­λι­κὰ 9 φο­ρὲς) καὶ Και­νὴ Δι­α­θή­κη, στὴν ὁ­ποί­α ἀ­παν­τᾶ 1 φο­ρὰ στὸ Μτθ. 5,24: «ἅ­φες ἐ­κεῖ τὸ δῶ­ρον σου ἔμ­προ­σθεν τοῦ θυ­σι­α­στη­ρί­ου καὶ ὕ­πα­γε: πρῶ­τον: δι­αλ­λά­γη­θι τῷ ἀ­δελ­φῷ σου, καὶ τό­τε ἐλ­θῶν πρό­σφε­ρε τὸ δῶ­ρον σου».

2. Πλάτ. Φαιδ. 69α: «φό­βον πρὸς φό­βον κα­ταλ­λάτ­τε­σθαι». Ἡ­ροδ. ΙΙ 13,12: «ἐ­π᾿ ἀρ­γυ­ρί­ῳ κα­τηλ­λά­ξα­σθε», κ.ἄ.

3. Ξεν. Κύ­ρου Ἀνάβ. Ι, 6,2: «…κα­ταλ­λα­γεῖς τῷ Κύ­ρῳ», κ.ἄ.

4. Γιὰ τὴ ση­μα­σί­α τοῦ ὅρου «κα­ταλ­λα­γή» στὴν Πα­λαι­ὰ καὶ Και­νὴ Δι­α­θή­κη, βλ. σχε­τι­κὸ λῆμ­μα στὸ Theologisches Wörterbuch zum Neuen Testament, von G. Kittel, Stuttgart 1978 καί Exegetisches Wörterbuch zum Neuen Testament, von Horst Balls, Stuttgart-Berlin-Köln 1992.

5. Τό ρ. κα­ταλ­λάσ­σω ἀ­παν­τᾶ συ­νο­λι­κά 4 φο­ρές στήν Π.Δ. καί 11 φο­ρές στήν Κ.Δ.

6. Ἐξ. 32,30: «…ὑ­μεῖς ἠ­μαρ­τή­κα­τε ἁμαρ­τί­αν με­γά­λην∙ καί νῦν ἀνα­βή­σο­μαι πρός τόν θε­όν, ἵ­να ἐξι­λά­σω­μαι πε­ρί τῆς ἁ­μαρ­τί­ας ὑμῶν».

7. Μτθ. 18, 15-35. Α΄ Κορ. 6,1 ἐξ. 8-10, κ.ἄ.

8. Στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη ἡ ἁ­μαρ­τί­α ἦ­ταν μί­α «πα­ρά­βα­ση τῆς θε­ϊ­κῆς τά­ξης. Ἐμ­φα­νι­ζό­ταν ὡς μί­α ἄ­με­ση προ­σβο­λὴ τοῦ Θε­οῦ». Βλ. Δ. Κα­ϊ­μά­κης, Θέ­μα­τα πα­λαι­ο­δι­α­θη­κι­κῆς Θε­ο­λο­γί­ας, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1999, σ. 123.

9. Ρωμ. 8,7.

10. Ἱερ. 5,6-7 κ.ἄ.

11. Βλ. Ἰ. Κα­ρα­βι­δό­που­λος, Ἡ ἁ­μαρ­τί­α κα­τὰ τὸν Ἀ­πό­στο­λον Παῦ­λον, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1968, σ. 132.

12. Ἐξ. 34,6: «καὶ πα­ρῆλ­θεν κύ­ριος πρὸ προ­σώ­που αὐ­τοῦ καὶ ἐ­κά­λε­σεν Κύ­ριος ὁ θε­ὸς οἰ­κτίρ­μων καὶ ἐ­λε­ή­μων, μα­κρό­θυ­μος καὶ πο­λυ­έ­λαι­ος καὶ ἀ­λη­θι­νὸς».

13. Ψλ. 84,9: «ὅ­τι λα­λή­σει εἰ­ρή­νην ἐ­πὶ τὸν λα­ὸ αὐ­τοῦ…».

14. Ἱερ. 38,31.

15. Α΄ Τιμ. 2,5.

16. Μτθ. 5, 43-48.

17. Βλ. Σ. Ἀ­γου­ρί­δη, Ἡ ἐ­πὶ τοῦ ὅ­ρους ὁ­μι­λί­α τοῦ Ἰ­η­σοῦ (Εἰ­σα­γω­γι­κὰ-Σύν­το­μο Ὑ­πό­μνη­μα), Ἀ­θῆ­ναι 1984, σ. 70.

18. Ὁ ἑλ­λη­νι­κὸς κό­σμος, ὅ­σο καὶ ἂν συ­νέ­δε­σε τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τὸν ἐ­χθρὸ εἴ­τε μὲ τὴ δό­ξα εἴ­τε μ᾿ ἄλ­λα ὠ­φε­λι­μι­στι­κὰ κί­νη­τρα εἶ­χε τὶς ἐ­ξη­γή­σεις του ἐ­κεῖ­νες (βλ. Σοφ. Ἀν­τι­γό­νη, 523: «οὗ­τοι συ­νέ­χθειν ἀλ­λὰ συμ­φι­λεῖν ἔ­φυν»), κα­τά τίς ὁ­ποῖες συ­νέ­δε­ε τήν ἀ­γά­πη πρός ὅλους μέ τήν ἴδια φύ­ση τοῦ ἀ­θρώ­που.

19. Ρωμ. 5, 9-10: «9 πολ­λῷ οὖν μᾶλ­λον δι­και­ω­θέν­τες νῦν ἐν τῷ αἵ­μα­τι αὐ­τοῦ σω­θη­σό­με­θα δι᾿  αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τῆς ὀρ­γῆς. 10 εἰ γὰρ ἐ­χθροὶ ὄν­τες κα­τηλ­λά­γη­μεν τῷ θε­ῷ διὰ τοῦ θα­νά­του τοῦ υἱ­οῦ αὐ­τοῦ, πολ­λῷ μᾶλ­λον κα­ταλ­λα­γέν­τες σω­θη­σό­με­θα ἐν τῇ ζω­ῇ αὐ­τοῦ». Πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. Heinrich Schlier, Der Römerbrief, Freiburg-Basel-Wien 1979, σσ. 154-156 καί O. Hofius, Sühne und Versoehnung-Zum paulinischen Verständnis des Kreuzestodes Jesu, ἐν: Paulusstudien WUNT 51,  J.C.B. Mohr (Paul Siebeck), Tübingen 1989, σ. 36.

20. Ἡ λυ­τρω­τι­κή τοῦ αἵ­μα­τος ἔ­χει τὶς ρί­ζες στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη, ὅ­που τὸ αἷ­μα τῶν ζώ­ων στὶς θυ­σί­ες κα­θα­ρί­ζει τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τοῦ λα­οῦ. Αὐ­τὸ φαί­νε­ται ἐν­το­νό­τε­ρα καὶ στὴν πρὸς Ἑ­βραί­ους ἐ­πι­στο­λὴ: 9,12.14.20∙ 10,19·13,10, πρβλ. Ρωμ. 3,25∙5,9. ­φεσ. 1,17.

21. Ρωμ. 5,11.

22. Eduard Schweizer, Der Brief an die Kolosser, Zürich : Benziger ; Neukirchen-Vluyn : Neukirchener, 1997, σ. 75.

23. אּ, A, C, DeK, 048, 88, 181, Ἀρ­μεν., Χρυ­σό­στο­μος, Κύ­ριλ­λος, Θε­ο­δώ­ρη­τος, Δα­μα­σκη­νὸς κ.τ.λ.

24. D*, G, Εἰ­ρη­ναῖ­ος, Ἀμ­βρο­σια­νὸς.

25. Τό «ἀ­πο­κα­ταλ­λά­ξαι» ἀ­παν­τᾶ μό­νο στὶς ἐ­πι­στο­λὲς τῆς αἰχ­μα­λω­σί­ας Κολ. 1,20.22 καί  Ἐφ. 2,16, χω­ρὶς τὴν πρό­θε­ση «ἀπό» ἀ­παν­τᾶ στὶς ἐ­πι­στο­λὲς Ρωμ. 5,10. Α΄ Κορ. 7,11. Β΄ Κορ. 5,18.19.20, ἐ­νῶ ὡς οὐ­σι­α­στι­κὸ συ­ναν­τᾶ­ται στὶς ἐ­πι­στο­λὲς Ρωμ. 5,11∙ 11,15. Β΄ Κορ. 5,18.19 καὶ δη­λώ­νει συμ­φι­λί­ω­ση ἢ ἀ­πο­κα­τά­στα­ση δι­άρ­ρη­ξης μί­ας σχέ­σης με­τα­ξὺ δύ­ο προ­σώ­πων.

26. Ὅ­πως ση­μει­ώ­νει καὶ ὁ Β. Τσά­κω­νας στὸ ὑ­πό­μνη­μά του (Ὑ­πό­μνη­μα εἰς τὴν πρὸς Κο­λοσ­σα­εῖς ἐ­πι­στο­λὴν τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου, Ἀ­θῆ­ναι 1975, σ. 87 ἐξ.), «ἄ­ρα («εἰς αὐ­τὸν») πρέ­πει νὰ θε­ω­ρή­σου­με τὸν Θε­ὸ-Πα­τέ­ρα, πρὸς Ὂν γί­νε­ται ἡ κα­ταλ­λα­γὴ διὰ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.  Ἄ­ρα ὑ­πο­κεί­με­νο τοῦ εὐ­δό­κη­σε μᾶλ­λον εἶ­ναι ὁ Θε­ὸς ὁ ἐ­νερ­γῶν τὴν σω­τη­ρί­αν καὶ κα­ταλ­λα­γή. Ἡ σω­τη­ρί­α καὶ ἡ λύ­τρω­ση γί­νον­ται διὰ  Ἰ­η­σοῦ πρὸς δό­ξαν Θε­οῦ Πα­τρὸς» (Φι­λιπ. 2,11).

27. Rudolf Schnackenburg, Der Brief an die Epheser, Zürich-Einsiedeln-Köln: Benziger Neuekirchener Verlag 1982, σσ. 118-119.

28. Βλ. Ἰ. Κα­ρα­βι­δό­που­λος, Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου πρὸς Ἐ­φε­σί­ους, Φι­λιπ­πη­σί­ους, Κο­λοσ­σα­εῖς, Φι­λή­μο­να, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2004, σ. 129.

29. Ὁ ἱ­ε­ρὸς Χρυ­σό­στο­μος μᾶς δι­ευ­κρι­νί­ζει τὰ ἑ­ξῆς: «Εἰ­ρή­νην ἔ­χω­μεν: του­τέ­στι, Μη­κέ­τι ἁ­μαρ­τά­νω­μεν, μη­δὲ πρὸς τὰ πρό­τε­ρα ἐ­πα­νερ­χώ­με­θα: τοῦ­το γὰρ ἐστί πό­λε­μον ἔ­χειν πρὸς τὸν Θε­ὸν», P.G. 60, 467-468.

30. Β΄ Κορ. 5,18.

31. Β΄ Κορ. 5,19.

32. Βλ. Π. Τρεμ­πέ­λας, Ὑ­πό­μνη­μα εἰς τὰς Ἐ­πι­στο­λάς τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, Ἀ­θῆ­ναι 1989, σ. 481. Πρβλ. Β΄ Κορ. 6, 4-13.

33. J. Khalil, Δι­καί­ω­ση-Κα­ταλ­λα­γὴ-Τε­λι­κὴ Κρί­ση στὴν πρὸς Ρω­μαί­ους ἐ­πι­στο­λὴ, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2004, σ. 223.

34. Μτθ. 5,23 ἐξ. Βλ. πε­ρισ­σό­τε­ρα, Joachim Gnilka, Das Matthäusevangelium  (Kommentar zu Kap. 1,1-13,58), Freiburg-Basel-Wien 1986, σσ. 156-159.

35. Μρκ. 12, 29-31: «29  ἀ­πε­κρί­θη ὁ Ἰ­η­σοῦς∙ ὅ­τι πρώ­τη ἔστιν∙ ἄ­κου­ε,  Ἰσ­ρα­ήλ, κύ­ριος ὁ θε­ὸς ἡ­μῶν κύ­ριος εἰς ἔστιν, 30 καὶ ἀ­γα­πή­σεις κύ­ριον τὸν θε­όν σου ἐ­ξ᾿ ὅ­λης τῆς καρ­δί­ας σου καὶ ἐξ­᾿  ὅ­λης τῆς ψυ­χῆς σου καὶ ἐ­ξ᾿ ὅ­λης τῆς δι­α­νοί­ας σου καὶ ἐ­ξ᾿ ὅ­λης τῆς ἰ­σχύ­ος σου. 31 δευ­τέ­ρα αὕτη∙ ἀ­γα­πή­σεις τὸν πλη­σί­ον σου ὡς σε­αυ­τόν. μεί­ζων τού­των ἄλ­λη ἐν­το­λὴ οὐκ ἔ­στιν». Ὁ Ἰ­η­σοῦς ἀ­παν­τᾶ στὴν ἐ­ρώ­τη­ση τοῦ γραμ­μα­τέ­α ὡς πρώ­τη καὶ σπου­δαι­ό­τε­ρη ἐντολή τήν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὴ ἀ­γά­πη πρὸς τὸ Θε­ὸ (Δευτ. 6, 4-5) καὶ ἐ­ξί­σου πρὸς αὐ­τὴ σπου­δαί­α τὴν πρὸς τόν πλη­σί­ον ἀ­γά­πη (Λευ­ϊ. 19, 18). Βλ. πε­ρισ­σό­τε­ρα, Ἰ. Κα­ρα­βι­δό­που­λος, Τὸ κα­τὰ Μάρ­κον εὐ­αγ­γέ­λιο, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1988, σσ. 388-391.

36. Μτθ. 5,44-48. Λκ. 6,27-36 κ.ἄ.

37.  Μτθ. 9,13∙ 12,7.

38. «Ποι­ὸς γὰρ κό­πος τὸ φι­λεῖν ἁ­πλῶς; Οὐ­δεὶς τὸ δὲ γνη­σί­ως φι­λεῖν κό­πος πο­λὺς» P.G. 62,34.

39. Ρωμ. 5,1.