Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΔΕΣΣΑΣ

Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἔδεσσας ὑπῆρξε ἀποτέλεσμα τῆς προέλασης τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ κατά τή διάρκεια τοῦ Α΄ Βαλκανικοῦ πολέμου καί ἔθεσε τέρμα στή μακρόχρονη ὑποδούλωσή της στήν Ὀθωμανική κυριαρχία, ἡ ὁποία κράτησε πάνω ἀπό πεντακόσια χρόνια. Ἡ ἐπιβίωση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου κατά τή διάρκεια τῆς μακραίωνης αὐτῆς δουλείας ἦταν ἀξιοθαύμαστη δεδομένου ὅτι οἱ χριστιανοί Ἕλληνες ὄχι μόνο δέν ἀφομοιώθηκαν, παρ’ ὅλη τή μαύρη σκλαβιά καί τήν ἐγκατάσταση πολλῶν μουσουλμάνων Τούρκων στήν περιοχή, ἀλλά ἀναπτύχθηκαν τόσο πνευματικά ὅσο καί οἰκονομικά.

Τελευταῖος κρίκος στήν ἁλυσίδα τῆς μακραίωνης αὐτῆς ὑποδούλωσης ὑπῆρξε ὁ Μακεδονικός ἀγώνας ἡ συμβολή τοῦ ὁποίου ἦταν ἰδιαίτερα σημαντική στή νικηφόρα ἔκβαση τῶν βαλκανικῶν πολέμων. Οἱ Βούλγαροι κομιτατζῆδες μέ σύνθημά τους τήν αὐτονόμηση τῆς περιοχῆς τῆς Μακεδονίας παρουσιάστηκαν ὡς αὐτόκλητοι προστάτες τῶν καταπιεζόμενων χριστιανικῶν πληθυσμῶν.

Ὅταν διαπίστωσαν ὅτι δέν μποροῦσαν νά ἀλλάξουν τό φρόνημα τῶν Ἑλλήνων κατοίκων τῆς Μακεδονίας μέ ἀναίμακτα προπαγανδιστικά μέσα, ἐξαπέλυσαν ἕνα κύμα τρομοκρατικῶν ἐπιθέσεων ἐπιδιώκοντας τόν βίαιο προσηλυτισμό τους. Ἀπώτερος σκοπός ἦταν ἡ ἐθνολογική ἀλλοίωση τῆς ἑλληνικότητας τῆς Μακεδονίας καί ὁ ἀφανισμός τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου μέ τούς διωγμούς, τίς δολοφονίες, τίς σφαγές.

Ἐνδεικτική τῆς  κατάστασης στήν περιοχή μας ἦταν μία ἐπιστολή τοῦ μητροπολίτη Ἐδέσσης Στέφανου Δανιηλίδη πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη στίς 15-9-1904, ὅπου γράφει μεταξύ ἄλλων: «οἱ λησταντάρται (ἐννοώντας τούς κομιτατζῆδες) ἀμείλικτον διωγμόν ἐκίνησαν ἐναντίον τῶν χριστιανῶν τῆς ἐπαρχίας μου καί τῶν τριῶν τμημάτων αὐτῆς, ἐλευθέρως καί ἀνενοχλήτως πλέον … περιέρχονται εἰς τά χωρία καί ἐξαναγκάζουσι τούς χωρικούς δι’ ἀπειλῶν, αἰκισμῶν, δολοφονιῶν καί λοιπῶν φρικαλεοτήτων νά ἐκδιώξουσι τούς διδασκάλους καί τούς ἱερεῖς των καί νά ἀσπασθῶσι τό σχίσμα…».

Ἡ Ἔδεσσα ὑπῆρξε ἀπό τίς πρῶτες πόλεις, ὅπου συγκροτήθηκε Ἐπιτροπή ἀμύνης κατά τῆς βουλγαρικῆς προπαγάνδας καί τῶν κομιτατζήδων καί γιά νά ὑποστηρίζει καί νά συνεργάζεται στενά μέ τά ἑλληνικά ἀνταρτικά σώματα. Πρόεδρος ὁ γιατρός Δημήτριος Ρίζος καί μέλη ὁ Ἀθανάσιος Φράγκος, ὁ Ἰωάννης Χατζηνίκος, ὁ Ἀρχιερατικός ἐπίτροπος Παπασιβένας Ἰωάννης. Στενοί συνεργάτες ὑπῆρξαν πολλοί ἄλλοι ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι Ἐδεσσαῖοι, ἡ προσφορά τῶν ὁποίων ἦταν ἀνεκτίμητη.

Ὁ ἀρχηγός καί ἡ ψυχή τοῦ ἀγώνα στήν Ἔδεσσα καί στήν εὐρύτερη περιοχή της ἦταν ὁ ὑπολοχαγός Κων/νος Μαζαράκης ἤ καπετάν Ἀκρίτας.

Μέ τόν Μακεδονικό ἀγώνα οἱ ἑλληνόφωνοι καί σλαβόφωνοι ἑλληνικοί πληθυσμοί τῆς Ἔδεσσας καί ὁλόκληρής τῆς  Μακεδονίας, κληρικοί καί λαϊκοί, ἀνακτοῦν τό θάρρος τους καί τήν αὐτοπεποίθησή τους πού τά εἶχαν ἀπολέσει τά δύσκολα χρόνια της βουλγαρικῆς τρομοκρατίας καί προσφέρουν τά μέγιστα.

Ἡ ἐπικοινωνία τοῦ ἑλληνισμοῦ τῆς Μακεδονίας μέ τούς Ἕλληνες τῆς ὑπόλοιπης Ἑλλάδας δημιουργεῖ στενότερους δεσμούς ἀλληλεγγύης μεταξύ τους. Τό ἠθικό καί τό ἐθνικό φρόνημα τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς ἐξυψώνεται σέ μεγάλο βαθμό.

Κατά τό διάστημα αὐτό τά στελέχη τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ, τά ὁποῖα ὑπηρετοῦν  ὡς ἀρχηγοί ἀνταρτικῶν σωμάτων, ὡς ἐκπαιδευτές, πράκτορες καί διαφωτιστές τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ τῆς Μακεδονίας ἀποκτοῦν ἐμπειρίες καί γνώσεις γιά τήν περιοχή, οἱ ὁποῖες θά ἐξαργυρωθοῦν στούς νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους. Ἡ Ἑλλάδα μέσα ἀπό τό Μακεδονικό ἀγώνα βγαίνει ἀνανεωμένη καί γεμάτη αὐτοπεποίθηση ἔτοιμη νά καθορίσει στά πεδία τῶν μαχῶν τό μελλοντικό καθεστώς τῆς Μακεδονίας. Ὁ ἀγώνας αὐτός εἶχε δώσει τότε στήν πατρίδα μας τό δικαίωμα ὄχι μονάχα νά ἐπικαλεῖται τήν ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας στά διάφορα συνέδρια, ἀλλά καί νά πραγματοποιήσει τό μεγάλο ὄνειρο τῆς φυλῆς μέ τούς νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους τοῦ 1912-13.

Πιό συγκεκριμένα στίς 5 Ὀκτωβρίου 1912 ἡ Ἑλλάδα κηρύττει τόν πόλεμο κατά τῆς Τουρκίας. Ὁ ἑλληνικός στρατός μετά τή νίκη του στή μάχη τοῦ Σαρανταπόρου στίς 9 καί 10 Ὀκτωβρίου, προελαύνει ὁρμητικά στήν πεδιάδα τῆς κεντρικῆς Μακεδονίας καί ἀπελευθερώνει διαδοχικά τή Βέροια καί τή Νάουσα. Καθώς τά νέα φτάνουν στήν Ἔδεσσα, ἀνάμεικτα συναισθήματα δημιουργοῦνται στούς κατοίκους τῆς πόλης μας. Οἱ μέν Ἕλληνες περιμένουν μέ ἀνυπομονησία τόν ἑλληνικό στρατό καί ἀνταλλάσσουν μεταξύ τους τήν εὐχή «Χριστός Ἀνέστη», ἐνῷ οἱ Τοῦρκοι αἰσθάνονται ἀγωνία γιά τή ζωή καί τίς περιουσίες τους μιᾶς καί ὁ τουρκικός στρατός ἐγκατέλειψε τήν πόλη καί κατευθύνθηκε πρός τήν πεδιάδα τῶν Γιαννιτσῶν γιά νά δώσει τήν ἀποφασιστική μάχη τοῦ πολέμου στίς 19-20 Ὀκτωβρίου 1912.

Στήν Ἔδεσσα ἀπομένουν μόνο λίγοι ἄνδρες τῆς τουρκικῆς ἐθνοφρουρᾶς, ὁ φρούραρχος τῆς πόλης ταγματάρχης Ρασίτ μπέης, ὁ καϊμακάμης Γκαλίπ μπέης καί δήμαρχος τῆς πόλης Ἀλή Ριζά. Οἱ Τοῦρκοι ἀξιωματοῦχοι λίγες μέρες πρίν ἀπό τήν ἀπελευθέρωση τῆς Ἔδεσσας ἐνεργώντας προληπτικά, συνέλαβαν ὡς ὁμήρους ἐπιφανεῖς Ἐδεσσαίους πού εἶχαν ἀναπτύξει ἀξιόλογη δράση στή διάρκεια τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα καί τούς μετέφεραν στή Θεσσαλονίκη, στίς φυλακές Ἐπταπυργίου μαζί μέ ὁμήρους ἀπό ἄλλες περιοχές.

Ὅταν πλέον συνειδητοποιοῦν ὅτι εἶναι ἀναπόφευκτη σέ λίγες μέρες ἡ ἐπικράτηση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στήν περιοχή, συγκαλοῦν σύσκεψη στό σπίτι τοῦ φρούραρχου Ρασίτ μπέη γιά νά καθορίσουν τίς μετέπειτα ἐνέργειές τους. Νά προβάλουν δηλαδή ἀντίσταση στόν ἑλληνικό στρατό ἤ νά παραδώσουν τήν πόλη ἀμαχητί. Τελικά ὑπερισχύει ἡ δεύτερη γνώμη καί ἀποφασίζεται νά μεταβεῖ στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἔδεσσας ὁ Τοῦρκος διευθυντής τοῦ ἱεροδιδασκαλείου γιά νά προετοιμάσει τή συνεννόηση μέ τούς Ἕλληνες τῆς πόλης.

Τήν ἑπόμενη μέρα συγκεντρώνονται στήν Ἱερά Μητρόπολη οἱ τουρκικές ἀρχές, ὁ Μητροπολίτης Κωνστάντιος καί οἱ Δημογέροντες, ὅπου οἱ Τοῦρκοι ζητοῦν τήν προστασία τους στήν περίπτωση πού θά καταληφθεῖ ἡ πόλη ἀπό τόν Ἑλληνικό στρατό.

Στίς 15 Ὀκτωβρίου παραιτοῦνται οἱ τουρκικές ἀρχές καί ἀναλαμβάνουν  τή φρούρηση τῆς Ἔδεσσας οἱ Ἕλληνες κάτοικοί της. Στίς 16 Ὀκτωβρίου ὁ δήμαρχος Ἀλή Ριζά πηγαίνει στίς φυλακές τῆς πόλης, ἀποφυλακίζει τούς κρατούμενους καί ὁ Γκαλίπ μπέης ἐγκαθίσταται στό κτήριο τῆς Μητρόπολης ὄχι τόσο γιά νά προστατευθεῖ ἀπό τούς χριστιανούς, ἀλλά γιά νά ἀποφύγει τή  ὀργή ὅσων ἀπό τούς Τούρκους εἶχαν τήν ἀντίθετη μέ αὐτόν γνώμη γιά τήν παράδοση τῆς πόλης.

Τό βράδυ τῆς 17ης Ὀκτωβρίου ἡ ἕκτη ἡμιλαρχία ὑπό τόν ἀνθυπίλαρχο Ἀργύριο Σταυρόπουλο ἐξορμᾶ ἀπό τή Βέροια καί καταλαμβάνει τό σιδηροδρομικό σταθμό Σκύδρας.

Τήν ἑπόμενη μέρα, Πέμπτη 18 Ὀκτωβρίου 1912, γιορτή τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ, πολιούχου ἀπό τότε τῆς πόλης μας, τρεῖς στρατιῶτες ὡς προμετωπίδα τοῦ προελαύνοντος ἑλληνικοῦ στρατοῦ, ὁ Βρασίδας Λαγωνίκος, ὁ Νικόλαος Ἀγγελής καί ὁ Νικόλαος Λιβανός καταλαμβάνουν τόν σιδηροδρομικό σταθμό τῆς πόλης μας, ἀφοῦ συνεπλάκησαν μέ τήν ἐκεῖ εὑρισκόμενη τουρκική φρουρά. Ἀπό τούς πυροβολισμούς σκοτώθηκαν ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ Σωτήρα, ὁ δεκαπεντάχρονος μαθητής Ψυχογιός καί ἕνας μαθητής τοῦ οἰκοτροφείου. Ἦταν οἱ τελευταῖοι νεκροί πρίν ἀπό τήν ἀπελευθέρωση τῆς πόλης.

Λίγο ἀργότερα φτάνει στόν σταθμό ἁμαξοστοιχία μέ ἕναν λόχο πεζικοῦ τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἀξιωματικό Βασίλειο Γεννηματά, ὁ ὁποῖος μπαίνει θριαμβευτικά στήν Ἔδεσσα. Τήν ἴδια ὥρα ἀπό τήν πόλη ἔρχεται πρός τόν σταθμό μία πομπή μέ ἐπικεφαλῆς τόν Μητροπολίτη καί τούς Τούρκους μουφτή, ὑποδιοικητή καί δήμαρχο τῆς Ἔδεσσας, ὁ ὁποῖος κρατᾶ λευκή σημαία.

Στίς 11 τό πρωί τῆς 18ης Ὀκτωβρίου 1912 γίνεται ἡ ἐπίσημη παράδοση τῆς πόλης ἀπό τόν Τοῦρκο δήμαρχο Ἀλή Ριζά, ὁ ὁποῖος σύμφωνα μέ τήν παράδοση ἦταν ἀπόγονός τοῦ κέλ Πέτρου, πού προδοτικά εἶχε παραδώσει τή βυζαντινή Ἔδεσσα στούς Τούρκους πρίν ἀπό 530 χρόνια περίπου.

Κάτω ἀπό αὐτές τίς συνθῆκες ἀπελευθερώθηκε ἡ Ἔδεσσα. Οἱ ἀγῶνες καί ἡ αὐτοθυσία τῶν Ἐδεσσαίων καί τῶν κατοίκων τῆς γύρω περιοχῆς στίς ἐπάλξεις τοῦ Μακεδονικοῦ ἀγώνα καρποφόρησαν. Ἔγιναν γέφυρα γιά νά περάσει ὁ Ἑλληνικός στρατός τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1912 καί νά ἀπελευθερώσει τή Μακεδονία μας.

ΤΟΠΙΚΟΣ ΤΥΠΟΣ