ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ

Της Ρόζας Κραμέρη

 

Μαρμελάδες, σάλτσες και λιχουδιές σε βαζάκια. Η ΑΥΡΑ ΠΑΝΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ  πιάνει το νήμα από εκεί που το αφήσαμε μερικές δεκαετίες πριν. Το «Γιαμ», το εργαστήρι της στην Αγιά, συνδέει την κουζίνα της μαμάς με το επιχειρηματικό δαιμόνιο.

 

Θα βρεθούμε στον Βάρσο, στην Κηφισιά», είπαμε στο τηλέφωνο. Σπάνια συγκυρία να έρθει στην Αθήνα – συμβαίνει μια φορά τον χρόνο – αλλά η έκτακτη επίσκεψη στο εστιατόριο Πbox του Χριστοφόρου Πέσκια ήταν η κατάλληλη αφορμή. «Δεν είμαι εύκολη στις δημόσιες σχέσεις. Τι να πω για να πείσω ότι ένα προϊόν είναι καλό; Μιλάει από μόνο του. Ανοίγεις το γλυκό σταφύλι με αρμπαρόριζα και πας στον παράδεισο. Υπάρχει πιο ισχυρή διαφήμιση»;

Η αλήθεια είναι ότι παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε στον χώρο των media – ο πατέρας της είναι ο σκηνοθέτης Γιώργος Πανουσόπουλος – και παρότι οι περισσότεροι σεφ περνούν από το εργαστήρι της για προμήθειες –  ο Χριστόφορος Πέσκιας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα – η κ. Αύρα Πανουσοπούλου αποφάσισε να πάρει διαφορετικό δρόμο. Και δεν το μετανιώνει. «Δεν είμαι σίγουρη πότε έγινε το κλικ. Ήμουν 25 ετών, είχα δυο παιδιά, 4 και 6 ετών και δουλεύαμε με τον άντρα μου από το πρωί μέχρι το βράδυ. Επέστρεφα σπίτι και ώσπου να πούμε τα βασικά έκλειναν  τα μάτια μου από την κούραση. Μάλλον δεν ήταν η ζωή που είχα φανταστεί. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, να πάρουμε ρίσκο. Να φορτώσουμε τα υπάρχοντά μας σε ένα αυτοκίνητο και να επιχειρήσουμε να γίνουμε αγρότες. Τόσο απλά».

 

Επιστροφή στη φύση.

 

«Τώρα που το σκέφτομαι αναρωτιέμαι πού βρήκαμε το θάρρος. Δεν ξέραμε τίποτα για τη γη- ξεκινήσαμε με βιβλία γεωπόνων και τις συμβουλές των γειτόνων που είμαι σίγουρη ότι μας λυπόντουσαν – και καταλήξαμε σε ένα χωριό πέντε λεπτά έξω από τη Λαμία. Επτά στρέμματα στην αρχή, νοικιασμένα, και με μοναδικούς φίλους τα δύο παιδιά μας. ήμασταν όμως ευτυχισμένοι. Πέφταμε να κοιμηθούμε κατάκοποι από τη δουλειά και παρά την κούραση, ο ύπνος μας ήταν ελαφρύς, σαν να πετούσαμε χαμένοι μέσα σε κάποιο όνειρο».

Όταν μιλάει γι’ αυτές τις εμπειρίες, το πρόσωπό της γεμίζει με χαμόγελο. «Με κάποιον μαγικό τρόπο, η κούραση εξαφανίζεται όταν μπαίνεις στο εργαστήριο. Η καρδιά σου ανοίγει. Και μη φανταστεί κανείς ότι αυτή η ζωή είναι εύκολη. Το αντίθετο. Θυμάμαι ακόμα τα γέλια που έβαλαν οι γυναίκες του χωριού όταν τις ρώτησα πώς μπορεί η κότα να γεννήσει κοτοπουλάκια. Κάτι αντίστοιχο συνέβη την ημέρα που έκανε τα πρώτα της αβγά και τηλεφωνούσα πανευτυχής στους συγγενείς μου στην Αθήνα σαν να πρόκειται για κοσμοϊστορικό γεγονός! Και η αλήθεια είναι ότι ήταν: όχι βέβαια για τα πρώτα αβγά της κότας μου, αλλά για την απόφαση του κοριτσιού της πόλης να επιστρέψει στο χωριό. «Δεν μου έλειψε ποτέ η Αθήνα. Όσοι μεγαλώνουν εδώ θέλουν να φύγουν, και με το δίκιο τους. Για εμένα, το χωριό ήταν οι ρίζες μου». Αυτός είναι και ο λόγος που πριν από 11 χρόνια αποφάσισε ότι η ζωή στο χωριό έπρεπε να γίνει και επάγγελμα. «Όλα έγιναν με φυσικότητα. Στο τέλος της ημέρας έμεναν τόσα φρούτα που ήταν αμαρτία να τα πετάξω. Έτσι κι αλλιώς, έστελνα πάντα καλάθια σε φίλους. Έκανα λοιπόν το προφανές. Ακολούθησα την παράδοση του σπιτικού προϊόντος. Τουρσιά, μαρμελάδες, γλυκά, σάλτσες. Ας είναι καλά τα βιβλία και οι συμβουλές από τις έμπειρες γυναίκες του χωριού».

Σταδιακά, προστέθηκε και δεύτερη κοπέλα στο σπίτι για να προλαβαίνουμε τις παραγγελίες των φίλων. Τα βαζάκια πλήθυναν, απόκτησαν την σφραγίδα Γιαμ και η κουζίνα του σπιτιού έδωσε τη θέση της σε ένα εργαστήρι στην Αγιά της Λάρισας. «Δανειστήκαμε τις πρώτες 500.000 δραχμές από συγγενείς και ξεκινήσαμε. Αρχικά στα καταστήματα της περιοχής και μετά στην Αθήνα». Η ίδια αρνείται ότι δημιούργησε σχολή: «Πήγα απλώς εκεί όπου με πήγε η γη». Τα γιαουρτοτυράκια της έγιναν best seller. Κάθε χρονιά παράγει κάτι διαφορετικό προάγοντας την τοπική γαστρονομία: χταποδάκι με μελιτζάνες, μπάτζος (τοπικό τυρί της Νάουσας Ημαθίας) με κεδροκούκουτσα και δεντρολίβανο, σελινόριζα με αγκινάρες, λαχανικά με γραβιέρα σε σάλτσα από πετιμέζι, πάστα πράσινης ντομάτας με τζίντζερ, μελιτζανάκι ξιδάτο σε ελαιόλαδο, μαρμελάδα λεμόνι με μοσχολέμονα, γλυκό μύρτιλο με τσάι από τριαντάφυλλο, μαρμελάδες με ακατέργαστη ζάχαρη.

«Όλα ταιριάζουν μεταξύ τους χάρη στην κατάλληλη μέθοδο». Και εκείνη γνωρίζει τις μεθόδους.

Κάθε μέρα αισθάνεται τον ίδιο, αρχικό ενθουσιασμό. Φαντάζεται συνταγές, σκέφτεται ότι θα ήθελε να βγάλει ένα βιβλίο μαγειρικής με βαζάκια – τα δικά της βαζάκια χρειάζονται πέντε μόλις λεπτά για να μετατραπούν σε θαύματα στην κατσαρόλα. «Δεν είχα την πολυτέλεια να αποτύχω». Συνεχίζει τις προσπάθειές της, παρά την κρίση, ελπίζοντας ότι ο κόσμος θα επιστρέψει σε αληθινές γεύσεις. «Τη δεκαετία του ‘70 ο βοσκός θα έδιωχνε το παιδί του από το χωριό για να πάει στην Αθήνα να βρει δουλειά σερβιτόρος σε ταβέρνα. Σήμερα. Θα τον στείλει σε ένα εξαιρετικό τυροκομείο στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό προκειμένου να μάθει να παράγει μια παλαιωμένη γραβιέρα που θα μπορέσει να διοχετεύσει στις αγορές της Ευρώπης ή της Αμερικής. Κτίζοντας τη δική του επιχείρηση. Δύσκολα, με ισχυρό ανταγωνισμό, αλλά με πίστη στο πάθος του. στην Ισπανία, για παράδειγμα, χρηματοδοτούν τους μικρούς τυροκόμους για να μην εγκαταλείψουν τη γη τους».

Η κ. Πανουσοπούλου ονειρεύεται τη στιγμή που οι σάλτσες της θα αποτελούν διαβατήρια της ελληνικής κουζίνας. Προς το παρόν, εξάγει τα προϊόντα της σε Σουηδία, Σερβία και Κύπρο. Ελπίζει ότι θα φτάσουν μακρύτερα. Όπως έκανε και η ίδια.

 

Εφημ. ‘ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ’