«ΕΚΚΛΗΣΙΑ» ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΘΕΟΥΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Χ. Χ.

              Ἐπιστρέφοντας ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴ γῆ τῶν Γαδαρηνῶν, μετὰ τὴν θεραπεία τοῦ δαιμονισμένου καὶ τὴν πτώση τῶν χοίρων στὴ θάλασσα, Τὸν ὑποδέχτηκε πολὺς κόσμος. Τότε, ἦλθε κάποιος ὀνόματι Ἰάειρος, ἀρχισυνάγωγος, ἔπεσε στὰ πόδια Του, παρακαλῶντας Τον νὰ ἔρθει στὸ σπίτι του, διότι ἡ δωδεκαετὴς κόρη του, ἦταν ἑτοιμοθάνατη. Ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς πήγαινε πρὸς  τὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, ὁ κόσμος συνωστίζετο γύρω Του καὶ τὸν συνέθλιβε.

      Μία γυναίκα, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ αἱμορραγία δώδεκα χρόνια καὶ εἶχε ξοδέψει στοὺς για-τροὺς ὅλη της τὴν περιουσία, χωρὶς νὰ βρεῖ γιατρειά, ἦλθε σιγὰ σιγὰ κοντά Του ἀπὸ πίσω καὶ ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός Του. Ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Ποιὸς μὲ ἄγγιξε;» Ἐπειδὴ ὅλοι ἠρνοῦντο, ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς τοῦ εἶπαν: «Δάσκαλε, ὁ κόσμος σὲ ἔχει περικυκλωμένο καὶ σὲ συνθλίβει καὶ σὺ λὲς ποιὸς μὲ ἄγγιξε;». Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ εἶπε: «Κάποιος μὲ ἄγγιξε, διότι ἐγὼ αἰσθάνθηκα ὅτι βγῆκε δύναμη ἀπὸ μένα». Ὅταν ἡ γυναίκα εἶδε ὅτι δὲν διέφυγε τὴν προσοχή Του, ἦλθε μὲ τρόμο μπροστά Του, ἔπεσε στὰ πόδια Του καὶ τοῦ εἶπε- μπροστὰ σ’ ὅλο τὸν κόσμο- τὴν αἰτία γιὰ τὴν ὁποία Τὸν ἄγγιξε καὶ ὅτι ἀμέσως θεραπεύτηκε. Ὁ Χριστὸς δὲ τῆς εἶπε: «Ἔχε θάρρος κόρη μου, ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε, πήγαινε εἰς εἰρήνην».

     Ἡ κίνηση τῆς γυναίκας, τῆς Εὐαγγελικῆς αὐτῆς περικοπῆς, μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ καρπὸς ταπεινώσεως καὶ πίστεως. Ἦταν μία τολμηρὴ πράξη ποὺ στηριζόταν στὴν ἀπόλυτη βεβαιότητα, ὅτι τὸ αἴτημα γιὰ τὴ θεραπεία της θὰ εὕρισκε σίγουρη ἀνταπόκριση στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Κύριος τὴν ἀμείβει. Ἀλλὰ ἡ ἀμοιβή της  δὲν περιορίζεται μόνο στὴν ἄμεση θεραπεία. Τὸ σπουδαιότερο εἶναι ὅτι τὴν ἀναζητεῖ καὶ τὴν ξεχωρίζει  μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος «ποὺ Τὸν συνέθλιβε». Τὴν βγάζει ἀπὸ τὴν ἀνωνυμία τοῦ πλήθους. Ἀπὸ ἁπλὴ μονάδα μέσα στὴ μάζα τοῦ λαοῦ, τὴν ἀναδεικνύει σὲ προσωπικότητα, σὲ πρόσωπο ποὺ μπορεῖ νὰ ἔλθει σὲ ἐπικοινωνία καὶ ἄμεση σχέση μὲ τὸν Σωτήρα Χριστό.

     To γεγονὸς αὐτὸ εἶναι μία πρακτικὴ ἐπιβεβαίωση, ὅτι ἡ συνάντηση κάθε ἀνθρώπου μὲ τὸν Χριστό, μεταβάλλει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ἄτομο, ἀπὸ ἁπλὴ μονάδα μίας ἀνθρώπινης μάζας, σὲ πρόσωπο-προσωπικότητα. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ πραγματοποιεῖται  ἀδιάκοπα μέσα στὴ ζωὴ τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας. Πρόσωπο καὶ κοινωνία συνδέονται στὴν Ἐκκλησία, σὲ μία ἁρμονικὴ καὶ ἀδιατάρακτη ἑνότητα, χωρὶς σύγκρουση ἢ ἀντίθεση μεταξύ τους.

Koινωνία ἐν Χριστῷ (δηλαδὴ κοινωνία ἀνθρώπων μὲ σύνδεσμο τὸν Χριστό).

Κοινωνία ἀνθρώπων μὲ σύνδεσμο τὸν Χριστό, εἶναι στὴν πράξη καὶ στὴ φύση της ἡ Ἐκκλησία. Συνάντηση καὶ ἕνωση τῶν μελῶν της στὸν Χριστό, στὴν ἀνθρωπότητά Του, στὴν ἀνθρώπινη φύση Του. Ὁ Χριστὸς μὲ τὴ σάρκωσή Του προσέλαβε ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύση (παρεκτὸς ἁμαρτίας) καὶ τὴ  θεράπευσε, τὴν ἐξυγίανε καὶ τὴν ἔνωσε (διὰ τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας) μαζί Του. Ἡ ἔνταξη στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ στὴν Ἐκκλησία, γίνεται γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο χωριστά, μὲ τὴν πίστη του καὶ τὸ βάπτισμά του. Ἡ ἔνταξη δὲ αὐτὴ στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο συνιστᾶ ἔνωσή του μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους του. Ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας ὁ κάθε πιστὸς σώζεται (δηλαδὴ ὁλοκληρώνεται πνευματικά), σώζοντας συγχρόνως καὶ τοὺς ἄλλους. Κανεὶς δὲ σώζεται μόνος του μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ σώζεται μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, σὲ σύνδεση μὲ τὸν Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν «κοινωνία τῶν σῳζομένων», ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις (βλ. Πρ. β’ 47), γιὰ τὴ ζωὴ τῶν πρώτων Χριστιανῶν: «Ὁ δὲ Κύριος  προσετίθει τοὺς σῳζομένους καθ’ ἡμέραν τῇ Ἐκκλησίᾳ».

     Ἡ εἰκόνα τῆς ἀμπέλου ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴν Ἁγία Γραφὴ (πρβλ.« Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα»), αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν πραγματικότητα ἐκφράζει. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ κεντρικὸ σῶμα τῆς ἀμπέλου, ποὺ δίνει ζωὴ στὰ κλήματα (δηλαδὴ στὶς κληματόβεργες), ποὺ εἶναι οἱ Χριστιανοί. Ὁ Παῦλος, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴν ἴδια πραγματικότητα, χρησιμοποιεῖ πολὺ εὔγλωττα τὴν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπινου σώματος (βλ. Πρὸς Κορινθ.Α΄ ΙΒ 12-27). Κανένα μέλος τοῦ σώματος δὲν εἶναι ἄχρηστο ἢ ὑποδεέστερο. Ὅλα συνεργάζονται γιὰ τὸν κοινὸ σκοπὸ «Ὑμεῖς δὲ ἐστε  σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους » (βλ. Πρὸς Κορινθ.Α΄ ΙΒ 27).

     Μὲ τὴν εἴσοδό μας στὴν Ἐκκλησία, γινόμαστε μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ ὁ Χριστὸς δὲν μᾶς καλεῖ «δούλους» ἀλλὰ «φίλους» ( Κατὰ Ἰωάν. ἰε’ 14-17) (πρβλ. «Ὑμεῖς φίλοι μού ἐστε, ἐὰν ποιῆτε  ὅσα  ἐγὼ ἐντέλλομαι». Ὁ Χριστὸς ἐνώνει ὅλους τοὺς πιστοὺς σὲ μία ἀδελφότητα, σὲ μία κοινωνία ἁγίων. Μᾶς δένει ὀργανικὰ μαζί Του καὶ μεταξύ μας. Τὴν σχέση αὐτὴ συντηρεῖ ἡ πιστότητά μας (στὴν μία κεφαλὴ τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστό), ἡ ἀγάπη μεταξύ μας καὶ ἡ ἐνσυνείδητη συμμετοχή μας στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ τρέφουν, συντηροῦν καὶ αὐξάνουν μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κάθε πιστό.

     Στὴν Α΄ Καθολικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Πέτρου ( Πετρ Α.β’ 5), ἡ Ἐκκλησία παρομοιάζεται μὲ οἰκοδομούμενο Πύργο, ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς ὁποίας εἶναι ὁ Χριστός. Οἱ πιστοὶ εἶναι οἱ «ζῶντες λίθοι», ποὺ οἰκοδομοῦν τὸν πνευματικὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ. ¨Ολοι οἱ λίθοι εἶναι λεῖοι καὶ τετράγωνοι, μὰ γι’ αὐτὸ καὶ ἐφαρμόζουν μεταξύ τους. Ἔτσι ταιριάζοντας οἱ λίθοι, ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλον, δένονται μαζὶ στὴν οἰκοδομή, ὥστε ὅλος ὁ Πύργος νὰ μοιάζει σὰν ἕνας λίθος. Ἂν οἱ λίθοι δὲν εἶναι τετράγωνοι ἀλλὰ στρογγυλοὶ ἢ ἀκανόνιστοι, ἡ οἰκοδομὴ εἶναι δύσκολη ἕως ἀδύνατη. Ἡ στρογγυλότητα εἶναι ἰδιορρυθμία, σύμβολο τῆς ἀπομονώσεως, τῆς αὐτάρκειας καὶ τῆς αὐταρέσκειας.

     Κάθε ἔννοια αὐτοδύναμης ἀτομικότητας καὶ ἀτομοκρατίας, εἶναι ξένη πρὸς τὴ φύση καὶ τὸν σκοπὸ τῆς Ἐκκλησίας.Ὅλος ὁ πνευματικὸς ἀγώνας μας ὡς Χριστιανῶν, πρέπει  νὰ εἶναι ἡ ἀδιάκοπη «λείανσή» μας, γιὰ νὰ γίνουμε «κατάλληλοι λίθοι» τῆς θεϊκῆς οἰκοδομῆς τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Ἐκκλησία ὡς κοινωνία προσώπων.

     Ἡ εἴσοδός μας στὴν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας, δὲν σημαίνει καὶ κατάργηση τῆς προσωπικότητάς μας. Τὸ ταπεινὸ φρόνημα ποὺ καλλιεργεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἐξουθένωση τοῦ προσώπου, διάλυση μέσα σὲ ἕνα ἀνώνυμο πλῆθος καὶ ἀπορρόφηση ἀπ’αὐτό. Εἶναι ἀντικατάσταση τοῦ ἄρρωστου «ἰδίου θελήματός μας» ἀπὸ τὸ ὑγιές «θεϊκὸ θέλημα». Εἶναι ἑκούσια ἀπάρνηση τοῦ «σαρκικοῦ φρονήματος» τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, πρόσληψη καὶ οἰκειοποίηση τοῦ «καινοῦ ἀνθρώπου», ποὺ ἀνακαινίζεται συνεχῶς ἀπὸ τὴν ἐργασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα σ’αὐτόν.

     Ἡ ζωὴ κάθε πιστοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία συναρτᾶται μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων πιστῶν. Ἡ ἀτομικότητα μετατρέπεται σὲ κοινότητα ζωῆς μέσα στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν μένουμε ὅμως ἀπρόσωπα ἄτομα, οὔτε χωριστὲς μονάδες σὲ μία μάζα. Ἡ προσωπικότητα τοῦ κάθε πιστοῦ διασώζεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁ Χριστός μᾶς διακρίνει μέσα στὸ πλῆθος τῶν πιστευόντων, ὅπως διέκρινε τότε τὴν αἱμορροοῦσα. Μᾶς γνωρίζει προσωπικὰ καὶ μᾶς καλεῖ «κατ’ ὄνομα» ( Κατὰ Ἰωάν. Ι 3), ὅπως «ὁ ποιμὴν ὁ καλός» τὰ πρόβατά του.

      Κάθε ἔννοια μαζοποίησης, εἶναι ὁλότελα ἄγνωστη στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν   Ἐκκλησία. Ἀλλὰ καὶ κάθε ἔννοια ὁλοκληρωτισμοῦ, καταπιεστικῆς τυραννίας καὶ ἀτομοκρατίας. Τὸ μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ δὲν μπορεῖ νὰ ὑποβιβασθεῖ σὲ ἀνώνυμο ἄτομο, ἐξάρτημα ἀναλώσιμο κάποιας κρατικῆς μηχανῆς. Εἶναι ἕνα πρόσωπο συγκεκριμένο, ἐπώνυμο σὲ κοινωνὶα μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς «ἐν Χριστῷ» ἀδελφούς του.

      Νὰ γιατί διαφέρει ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ (ἔχουσα κεφαλὴ τὸν Χριστὸ καὶ μέλη ὅλους τοὺς βαπτισμένους πιστούς), ἀπὸ κάθε ἄλλη κοινωνία τοῦ κόσμου, ὅσο τὸ φῶς ἀπὸ τὸ σκοτάδι. Γιατὶ εἶναι ἡ μόνη γνήσια καὶ αὐθεντικὴ κοινωνία, ποὺ ἀξίζει νὰ ἔχει αὐτὸ τὸ ὄνομα. Εἶναι ὁλότελα ἀντίθετη σὲ κάθε μαζοποίηση, ἀτομοκρατία, ἀλλὰ καὶ ταξικοποίηση, καταστάσεις ποὺ δὲν ἀποφεύγουν καὶ οἱ τελειότερες θεωρούμενες κοινωνίες τοῦ κόσμου. Μέσα στὴν κοινωνία τῆς Ἐκκλησίας, τὸ κάθε πρόσωπο σώζεται (δηλαδὴ ὡριμάζει καὶ ὁλοκληρώνεται  πνευματικά) καὶ διακρίνεται ἀπὸ τὰ ἄλλα. Τὸ σύνολο τῶν σωζομένων  δὲν εἶναι ἡ χοάνη ποὺ καταβροχθίζει τὸ ἕνα,  ἀλλὰ ὁ χῶρος τῆς ἀναδείξεώς του, ὁ χῶρος τῆς σωτηρίας του, ὁ χῶρος τῆς ὁλοκληρώσεώς του, τῆς ἐπιστροφῆς του στὴν ὁλότητα καὶ στὴν ἀκεραιότητά του. Εἶναι ὁ χῶρος τῆς ἐπιστροφῆς του στὴν ἀρχέγονη ὀμορφιὰ καὶ τελειότητα, στὴν ὀμορφιὰ ποὺ εἶχε, ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὰ “χέρια τοῦ Δημιουργοῦ”.

     Ἡ Ἐκκλησία εἶναι, ὡς ἀνθρώπινη κοινωνία, ἡ φυσικὴ περιοχὴ ἀναδείξεως τοῦ κάθε ἀνθρώπου, σὲ πραγματική, ὁλοκληρωμένη καὶ καταξιωμένη προσωπικότητα, μὲ προϋποθέσεις καὶ προορισμὸ ἀναδείξεώς του σὲ ἐπώνυμο μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, σὲ «πρόσωπο θεούμενο».