Τρεις μέρες στα πετροκομμένα μοναστήρια της Καππαδοκίας

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Β’ τόμο τοῦ ἒργου ‘’Δοκιμὲς’’ τοῦ Γιώργου Σεφέρη

 

Πρέπει νὰ μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήσει μὲ ἄνεση ἕνα διάστημα σ’ αὐτὰ τὰ μέρη. Νὰ ἰδεῖ καὶ νὰ ξαναϊδεῖ ν’ ἀργοπορήσει, νὰ στοχαστεῖ καὶ ν’ ἀναμετρήσει· πρέπει νὰ ἔχει κανεὶς τὸν τρόπο νὰ παραβάλει καὶ νὰ κοιτάξει τί χάθηκε ἀνεπανόρθωτα καὶ ὅ,τι μένει ἀπὸ τὰ καταπληκτικὰ τοῦτα ἀφιερώματα στὸ θεὸ ἑνὸς σβησμένου κόσμου. Κι ἂν τύχει καὶ εἶναι Ἕλληνας, πρέπει νὰ ἔχει τὸν πόθο νὰ κοιτάξει ἀπὸ πιὸ κοντὰ τί χρωστᾶμε καὶ τί δὲ χρωστᾶμε — ἀλλὰ νομίζω ὅτι χρωστᾶμε πολλὰ — στὸ σταυροδρόμι αὐτῆς τῆς Ἂκρης, ποὺ εἶναι συνάμα ἕνα ἀνυποψίαστο, γιὰ τοὺς περισσότερους, χωνευτήρι ρευμάτων Ἀνατολῆς, Βοριᾶ, Νοτιᾶ καὶ Δύσης.

Πρέπει νὰ ἔχει τὴν ἰδιοσυγκρασία νὰ ἰδεῖ αὐτὸ ποὺ λέμε Ἑλληνικὴ παράδοση, ἐν κινήσει, ὅπου τὸ μικρὸ καὶ τὸ λησμονημένο μπορεῖ νὰ ἔχει τὴν ἴδια σημασία μὲ τὰ ἀπαρασάλευτα μνημεῖα τῆς τέχνης. Ὁ «ἔνδοξός μας Βυζαντινισμός», ποὺ τόσο πολὺ τὸν μνημονεύουμε τώρα τελευταῖα, δὲν εἶναι ἕνα ἱερατικὸ σχῆμα ἀπολιθωμένο, μήτε μιὰ ἀφορμὴ γιὰ νὰ ἐξουδενώσουμε τὰ ἔργα ποὺ δὲ μᾶς ἀρέσουν· ἀλλὰ μιὰ ἀδιάκοπη κίνηση ἰδεῶν καὶ διαφορετικῶν ὁρμέμφυτων, μιὰ ζύμωση, ἕνα διυλιστήριο. Στὸ Βυζάντιο, ὅπως καὶ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὑπάρχουν τόσα πράγματα ποὺ δὲν τὰ ὑποψιαζόμαστε, ποὺ τὰ νομίζουμε ἀλλόψυχα, γιατί πιστεύουμε ἑλληνικὸ οἱ περισσότεροι — ἀλίμονο, ἀκόμη – ὅ,τι φαίνεται ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία ἢ τὴν Πλατεία τοῦ Συντάγματος. Τὸ συλλογίζεται κανεὶς αὐτό, ἐπίπονα, σὲ τοῦτες τὶς παρυφές. Ὃταν καθήσεις, καθὼς γέρνει ὁ ἥλιος, στὴν ταράτσα τοῦ Ἰσμαήλ, καὶ κοιτάξεις γύρω σου τοὺς τόνους τοῦ φωτὸς νὰ γλιστροῦν πάνω στὰ μονόπετρα, ἔχεις τὴν ἐντύπωση πὼς τὸ τοπίο ὁλόκληρο πιάνει ἕναν ἀκίνητο χορό, ὃπως στὴν Ἐκκλησιὰ τῶν Σπαθιῶν οἱ χλαμύδες τῶν Ἀποστόλων· πὼς σοῦ μιλᾶ μ’ ἕναν «ἀλάλητο στεναγμό». Πέρασες ὃλη τὴ μέρα, ἀπὸ τὴν αὐγή, προσπαθώντας νὰ κάνεις τὶς αἰσθήσεις σου νὰ χωρέσουν ὃ,τι δὲν μποροῦσαν νὰ χωρέσουν σὲ τόσο μικρὸ διάστημα.

Ἡ μνήμη, ζαλισμένη, συνδυάζει σκορπισμένα μέλη καὶ σχεδὸν πονεῖ. Μόνο ἡ ὄσφρηση κρατάει ἀκόμη τὴν ἐπίμονη μυρωδιὰ ἀπὸ λάδι καὶ ἁγιοκέρι, ποὺ δὲν ἐννοεῖ νὰ ξεκολλήσει μέσα ἀπὸ τὶς ἄδειες ἐκκλησιές. Τριγύρω, τίποτε ἄλλο, παρὰ κάπου-κάπου ἕνας ἄγροτης, σὰν τὸν Ἅγιο Ἱέρωνα, ἀκολουθώντας τὸ φορτωμένο ζῶο του στὸ δρόμο τοῦ Ἁι-Προκόπη γιὰ τὴ Ματιανή. Αὐτὸ, καὶ τὸ φτεροκόπημα τῶν περιστεριῶν, ποὺ πάει, μέσα στὴν ἰδέα σου, νὰ σμίξει μὲ τὰ φτερὰ τόσων ἀγγέλων ποὺ εἶδες κάτω ἀπό τοὺς μεγάλους θόλους. Μισοκλείνεις τὰ μάτια κι αἰσθάνεσαι νὰ ζωντανεύει κάπως ἡ ἀπέραντη νεκρόπολη τῶν καλογέρων. Βλέπεις τοὺς ρασοφόρους τρωγλοδύτες νὰ τριγυρνοῦν, μιλιούνια, βλοσυροὶ ἢ θεοπαρμένοι, μέσα στὰ λαγούμια τῶν βράχων, μὲ τὰ πάθη τους, μὲ τὶς ἀνάγκες τους, μὲ τὴν ἒξαρσή τους, μὲ τὶς γνώριμες χειρονομίες. Κι ὁλοένα μὲ τὸ φόβο μήπως οἱ βίγλες μήνυσαν τίποτε γιὰ τοὺς ξένους καβαλάρηδες τῆς ἁρπαγῆς· μήπως ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κυλήσουν στὶς πόρτες τὶς μεγάλες μυλόπετρες καὶ νὰ ταμπουρωθοῦν μέσα στὰ μοναστήρια: «Ἱδοὺ ἡμέρα ἔρχεται καιομένη! Βοήθα, Κύριε, ὃσο νὰ περάσει καὶ τοῦτο τὸ κακό!…» Καὶ τὸ ἄλλο, καὶ τὸ ἄλλο. Καὶ δὲν ὑπάρχει τέλος γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα. Βλέπεις ἀκόμη τοὺς ἀνώνυμους «μαΐστορες» καὶ τοὺς ζωγράφους νὰ ἱδρώνουν καὶ νὰ δουλεύουν. Πολλὰ σύνεργα τριγύρω τους. Τὸ νέο φεγγάρι σοῦ φαίνεται σὰν ἓνα θρύψαλο τοῦ βράχου, ποὺ τὸ τίναξε στὸν οὐρανὸ τὸ καλέμι. Εἶπα δυὸ στίχους τοῦ πιὸ ἁγνοῦ ἀνθρώπου ποὺ μοῦ δόθηκε νὰ γνωρίσω:

Νάρκησεν χεὶρ ἐπὶ καρπῷ

 Ζωγραφίζοντας

 τὸν Ἃγιον Ἀνεμπόδιστο

 σ’ ἕναν τεράστιο θόλο.

Θὰ σταματήσω ἐδῶ. Δὲν ἔχω τὴ διάθεση ν’ ἀντιγράψω ὃλες τὶς σημειώσεις ποὺ κράτησα γιὰ τὶς τρεῖς αὐτὲς ἐκκλησιές. Ὁ ὁδηγός μου τὶς περιγράφει μὲ ὃλη τὴν ἀναγκαία λεπτομέρεια· οἱ δικές μου παρατηρήσεις, λειψὲς καὶ βιαστικές, δὲ θὰ βοηθοῦσαν κανένα. Μόνο ἓνα πράγμα θὰ προσθέσω, ποὺ μὲ κυνηγᾶ ἀκόμη τώρα: τὴν Προδοσία, στὴ Σκοτεινὴ Ἐκκλησιά. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι στὴ μέση, τριγυρισμένος ἀπὸ κεφάλια· στὸ δεύτερο πλάνο, λόγχες στρατιωτῶν. Ὁ Ἰούδας εἶναι πολὺ νέος, φορεῖ ἄσπρα, καὶ τὰ μάτια του καταντοῦν θαμπὰ μπροστὰ στὰ ἐξαιρετικὰ δυνατὰ μάτια τῶν ἄλλων ποὺ τὸν καρφώνουν. Δὲν μπορῶ νὰ διώξω ἀπὸ τὴ μνήμη μου τὰ φοβερὰ αὐτὰ μάτια ἴσως γιατί, τὴν ὥρα ποὺ τὰ κοίταζα, συλλογίστηκα πὼς τὴν προδοσία θὰ τὴν ὀνόμαζα, σήμερα, ἀδιαφορία.