Η ΟΣΙΑ ΚΑΣΣΙΑΝΗ ΚΙ ΕΓΩ

kassianh

Α. Το Τροπάριο της Κασσιανής

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.

 

Β. Λίγα σχόλια…

Βράδυ Μεγάλης Τρίτης. Βροχή ή ξαστεριά; Ποιος νοιάζεται; Γεμίζουν οι δρόμοι σιγά – σιγά από ψιθύρους – σιγανές προσευχές, χριστιανικά τροπάρια λύπης και μετανοίας. Βροχή ή ξαστεριά, ποιος  νοιάζεται; Η κατάνυξη σκεπάζει την ατμόσφαιρα.

 

Αύγουστος, η Μεγάλη εβδομάδα του καλοκαιριού. Με τα εισιτήρια στο χέρι ανοίγεται ο δρόμος τού πόνου. Δωμάτια κλειστά, σκοτεινιασμένα. Ο διάκοσμος υπέροχος, με πίνακες ζωγραφικούς να στολίζουν τούς διαδρόμους τής κλινικής τού έκτου ορόφου. Κι όλα στη θέση τους, καλά βαλμένα, άριστα τακτοποιημένα. Σωληνάκια, οροί, μηχανήματα μορφίνης και αντλίες χημειοθεραπείας. Μαγευτικό το σκηνικό, στολισμένο με άσπρες μπλούζες και χαμόγελα παρηγοριάς. Κι ο πόνος, φρικτός, ανελέητος, σύμβουλος και υποστηριχτής τής αυτοκρατορικής ασθένειας. Μιας ασθένειας που έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου σε όλο τον περίκοσμο τού ασθενούς.

 

Βράδυ Μεγάλης Τρίτης. Κάθε ημέρα Μεγάλη Τρίτη, και κάθε νύχτα. Κι απ’ το τροπάριο της Κασσιανής μία συγνώμη ξεπετιέται κι ένα έλεος, κι οι εκκλησιές γεμίζουνε πιστούς. Η ησυχία τής προσευχής διαριγνύεται απ’ την δημόσια παραδοχή, τής απόσχισης τού χοϊκού σώματος τής εκκλησίας από τις Θείες επιταγές. Έξαφνα κυριαρχεί συντριβή και αίσθηση τής αμαρτωλότητας. Έξαφνα, με τούς πρώτους κι όλας στοίχους τού τροπαρίου.

 

Βραδιά καλοκαιριού, το Πάσχα τής Μεγαλόχαρης τελειώνει. Ο Γολγοθάς όμως στέκει αυστηρός κι ανήφορος. Χαράζει το φθινόπωρο. Ζητείται απεγνωσμένα ο Σίμωνας ο Κυριναίος να βοηθήσει, να σηκώσει τον σταυρό!

 

Η εν πολλές αμαρτίες και οι εν πολλές δοκιμασίες. Σε μιαν αστείρευτη προσευχή προσηλωμένη στη μόνη παρηγοριά – στα βήματα του Κυρίου, που χάραξε το δρόμο για την ανάσταση. Δεν υπάρχει σταύρωση, που να μην οδηγεί στην ανάσταση. Και δεν υπάρχει ανάσταση που να μην έχει ως προαπαιτούμενο τη σταύρωση!

 

Βράδυ Μεγάλης Τρίτης, κι ένα ερώτημα πλανιέται, μήπως εγώ Χριστέ μου; Εγώ είμαι αυτός που σε απαρνήθηκε! Εγώ είμαι η πόρνη και ο ληστής και συ, είσ’ αταλάντευτος στην άπειρη αγάπη Σου! Με μια φωνή η ψυχή μου εκλιπαρεί: Δώσε μου Κύριε την δεξιά σου!

 

Αναρωτιέται η ψυχή, ποια είναι τούτη η γυνή, η εν πολλές περιπεσούσα αμαρτίες; Ποια να ‘ν’ η Κορασιά και ποια η Αρετούσα, η Ερωφίλη, η γυφτοπούλα, η φόνισσα; Οίμοι! Χιονάτη περιστέρα ανάμεσα σε κοράκους, πυρέσσουσα εκ των παθών σου, αμπλακημάτων λαθών σου ικετεύσσασα, ποθηνούμενη τη νίψη και το κλέος!

 

Σε ποια γυναίκα αναφέρεται λοιπόν η Αγία; Πολλοί αναλυτές αναφέρονται σε τρεις πιθανές εκδοχές σε τρία πρόσωπα που πιθανόν να ταυτίζονται με την εν πολλές αμαρτίες περιπεσούσα γυνή. Η Αγία μας εκκλησία χαρακτηρίζει τις δύο τουλάχιστον από αυτές τις εκδοχές «πλάνες». Οι πλάνες λοιπόν που συνδέονται με την απάντηση, συνοπτικά είναι οι ακόλουθες. Πρώτη πλάνη, ότι η εν λόγω γυναίκα είναι η ίδια η Οσία Κασσιανή, μία υπόθεση ψευδέστατη μιας και ήταν παρθένος και μοναχή. Δεύτερη πλάνη, ότι είναι ίσως η Αγία Μαρία η Μαγδαλινή, μία υπόθεση όχι μόνο ψευδής αλλά, και βλάσφημη και ιστορικά λανθασμένη, σύμφωνα με τα όσα περιγράφονται για την Αγία στο Ιερό Ευαγγέλιο, αλλά και στον συναξαριστή. Δεν υπάρχει βεβαίως κάποια ιστορική μαρτυρία που να θεμελιώνει τις δύο παραπάνω υποθέσεις-πλάνες. Τρίτη υπόθεση, ότι είναι ίσως η πόρνη τού ευαγγελίου που άλειψε με μύρο τούς άχραντους πόδας τού Κυρίου. Αυτή είναι ίσως και η μόνη που μπορεί να είναι αληθής. Ίσως πράγματι η Οσία Κασσιανή να εμπνεύστηκε το υπέροχο τροπάριό της από την σκηνή τής απολύτου ταπεινώσεως και ειλικρινούς μετανοίας τής αμαρτωλής – πόρνης γυναίκας που πλένει με τα δάκρυα τής συγνώμης της, τα πόδια τού Κυρίου.

 

Στην πάροδο των ετών ξεχάσαμε, δυστυχώς, πως το τροπάριο «η εν πολλές αμαρτίες περιπεσούσα γυνή» αποτελεί ένα από τα ωραιότερα ποιήματα τής ελληνικής λογοτεχνίας στους αιώνες. Είναι ένα υπέροχο παράδειγμα τής αποκαλουμένης θρησκευτικής ποίησης. Ως ποιήτρια λοιπόν η Οσία, θέλει και πετυχαίνει να δώσει στο πρόσωπο τής αμαρτωλής γυναίκας διαχρονικότητα αλλά και πολυπροσωπία.

 

Στο τροπάριο δεν υμνείται βεβαίως η αμαρτωλότητα τής γυναίκας αλλά η ταπείνωσή της. «Εκ γυναικός τα χείρω» προτείνει ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, στην ευγενικής καταγωγής πριγκίπισσα και αργότερα μοναχή Οσία Κασσιανή. «Και εκ γυναικός τα κρείττω» τού απαντά με τη σειρά της. Η γυναίκα λοιπόν δημιουργεί τα καλύτερα, τα σπουδαιότερα. Η γυναίκα ταπεινώνεται και ανυψώνεται ανυψώνοντας μαζί της και όλο τον κόσμο. Η γυναίκα ανοίγει τις πύλες του παραδείσου για να περάσει μέσα ο σύζυγος, ο πατέρας, ο γιος της, και τελευταία αυτή.

Η ποίηση όμως πάει πέρα από τ’ απτά τού κόσμου πράγματα. Ξεπερνάει τα όρια κι απλώνεται σαν τον αιθέρα αγγίζοντας την πλάση. Έτσι, με το θεόπνευστο ποίημά της επιχειρεί να μιλήσει εξ ονόματος όλων των πιστών χριστιανών, ή μάλλον εξ ονόματος τής χειμαζόμενης διαχρονικά πατρίδας, να εκπροσωπήσει όλους τούς πιστούς που ακούν, και θλίβονται για τα δικά τους λάθη και παραλήψεις, μα δεν τολμούν να τα ομολογήσουν. Έτσι ομολογεί δημόσια ο πιστός, δια στόματος και πένας τής Οσίας, «Εγώ είμαι η πόρνη, εγώ και ο ληστής, Κύριε, Κύριε σε απαρνήθηκα»!

 

Νίψη, αναγέννηση και αλλαγή πορείας μπροστά στην αυστηρότητα τής αλήθειας, που μοιάζει οδυνηρή… αλλ’ είναι απλώς αλήθεια, μ’ ευθύνες προσωπικές και κοινωνικές, δικές μας και των άλλων.

 

Προτού μας κρύψει η εντάφια γη και πριν να μας σκεπάσει ο ασέληνος ουρανός, ας πάρουμε νερό απ’ την πηγή Του. Και με τα νάματά του ας λούσουμε τα μαλλιά μας και ας προσπέσουμε στα πόδια του με μύρα.  Και ίσως έτσι, από το παράθυρο στον έκτο όροφο τής κλινικής, να φανεί πραγματικά ο ήλιος να φωτίζει, και η ανατολή λαμπρόσκεπη και πάλι να χαράζει.

 

Γιώργος Δέλμης

ποιητής