Ἡ Μονή τοῦ Ἁγίου Χαρίτωνος στήν Σύλλη τοῦ Ἰκονίου – Ἡ ἵδρυση τῆς Μονῆς καί οἱ πρῶτες μνεῖες γι’ αὐτήν

Η δεύτερη ενότητα της πολύ αξιόλογης μελέτης του μικρασιάτη ιστορικού κ.Τάκη Σαλκιτζόγλου

Η  μονή  ήταν  αφιερωμένη  στον  Όσιο  Χαρίτωνα  τον  ομολογητή, ο  οποίος  έζησε  την  εποχή  του  Ρωμαίου αυτοκράτορα  Αυρηλιανού (270 -275 μ.Χ.). Είναι  γνωστό  πως  ο Αυρηλιανός,  που  είχε  προσπαθήσει να  εγκαθιδρύσει  μονοθεϊστική  θρησκεία  με  τη  λατρεία του Ηλίου  αλλά  και  του  ίδιου  ως  θεού,  πέρασε  από  το   Ικόνιο  πηγαίνοντας  να  πολεμήσει  τη  Ζηνοβία,  βασίλισσα  της  Παλμύρας. Ο  τόπος  του  μαρτυρίου του  Αγίου ( ακριβέστερα  Οσίου)  Χαρίτωνα είναι  ασαφής. Το   πιθανότερο  είναι  να  ήταν  η  κοιλάδα   Φαράν  της  Παλαιστίνης,  όπου  μέχρι  σήμερα  σώζεται  μεγάλο  μοναστήρι  αφιερωμένο  στον  ίδιο  Άγιο  και  μάλιστα  σε  τοποθεσία  που  προσομοιάζει  πάρα  πολύ  με  αυτήν  της  Σύλλης.[1] Υπάρχει  η άποψη  ότι  γύρω στον  9ο  αιώνα  οι  μοναχοί   της  κοιλάδας  Φαράν,  κυνηγημένοι από  τους  Άραβες , ήρθαν  και  εγκαταστάθηκαν  στη  Σύλλη,  όπου  το  τοπίο  θύμιζε  πάρα  πολύ   το  παλιό  τους  μοναστήρι  και όπου βέβαια    το  περιβάλλον    ήταν  φιλικό,  αφού  στην  περιοχή  υπήρχε  μια  ολόκληρη  βυζαντινή  μοναστική  κοινότητα  σε  κελιά  λαξευμένα  στους  βράχους .Στη  θρησκευτική  όμως παράδοση  της  περιοχής  υπάρχει  η  πεποίθηση  ότι  εκεί,  στο  Τεκελί-Νταγ, ( δηλαδή  στο  βουνό  του  Αγίου  Φιλίππου της  Σύλλης ),  μαρτύρησε  ο  Άγιος  Χαρίτων και  εκεί  έγιναν  τα θαύματα  που  του  αποδίδουν τα  Συναξάρια.

 Σύμφωνα  με   τους  Βίους  των  Αγίων  ο  Όσιος Χαρίτων,  που η  τοπική  παράδοση  τον  ήθελε να  κατάγεται  από  το  Ικόνιο,  συνελήφθη  και  βασανίστηκε  από  τον  Αυρηλιανό  για να  απαρνηθεί  την  πίστη  του  και   αφού  ελευθερώθηκε  απήχθη  από  ληστές  που  τον  μετέφεραν  σε  ένα  σπήλαιο  κοντά  στη  Σύλλη  και  ετοιμάζονταν  να  τον  θανατώσουν. Προτίμησαν  όμως  να  επιδοθούν  προηγουμένως   σε  οινοποσία,  κατά  τη  διάρκεια  της  οποίας  μια    έχιδνα  έχυσε  το  δηλητήριό  της  μέσα  στο  κρασί  τους.  Οι ληστές   πέθαναν,  ο  δε  όσιος  Χαρίτων,  που  σώθηκε  από  θαύμα,   μετέτρεψε  τη  σπηλιά  αυτή  σε  ασκητήριο.[2] Με  τις  προσευχές  του  μάλιστα  ανακάλυψε  και  νερό  μέσα  σε  παρακείμενο  βράχο.  Όλα  αυτά  τα  συμβάντα  μάλλον  πρέπει  να  έγιναν  στην κοιλάδα  Φαράν  της  Παλαιστίνης,  πλην  όμως  μετά  την  πιθανολογούμενη  κατά  τον  9ο  αιώνα  διαφυγή  των  μοναχών  από  την  Παλαιστίνη    και  την   εγκατάστασή   τους  στους  βράχους  της  κοιλάδας  της  Σύλλης,  όπου  ίδρυσαν   νέο  μοναστήρι   αφιερωμένο  στον  ίδιο  Άγιο,   πέρασαν  και  ενσωματώθηκαν  στις  τοπικές  χριστιανικές παραδόσεις.  Αυτή  η  μεταφορά  σε  άλλο  τόπο  όχι  μόνο  των  μοναστηριών  αλλά  και  της δράσης  και  των  θαυμάτων   που  συνοδεύουν  τους  βίους  των  Αγίων  στα  νέα  φερώνυμα  μοναστήρια  δεν  είναι  κάτι  το  ασυνήθιστο . Συντελεί  σ’  αυτό  η  άγνοια  των  πιστών,  η  αφελής  θεοσέβεια,  ο  τοπικός  πατριωτισμός  και  κάποτε  η  καλογερική  κερδοσκοπία. [3]

Από  τον  9ο   μέχρι  τον  20ο   αιώνα  οι  ιστορικές  πηγές  που   αφορούν  τη  μονή  του  Αγίου  Χαρίτωνος  είναι  έμμεσες  και  οπωσδήποτε  λίγες.   Ο  πρώτος  που  αναφέρεται  σ’  αυτήν  είναι  ο  Δανός  Carsten  Niebuhr  (  1733 – 1815 )  που  το  επισκέφθηκε  στα  1766  και  που  γράφει  τα εξής  :  ”  Σ’  ένα  βουνό  κοντά  στο Ικόνιο  βρίσκεται  ένα  ακόμη  κατοικημένο  ελληνικό  μοναστήρι  με  εκκλησία  και  κελιά  λαξευμένα  στο  βράχο  (…..) Στο  μέρος  αυτό  την  προσοχή  μου  τράβηξαν  μερικές ενεπίγραφες  πέτρινες   στήλες.. Όταν  ρώτησα  αν   κάτω  απ’  αυτές  υπήρχαν  τάφοι  ανθρώπων,  μου  έδειξαν  τον  τάφο  κάποιου  Μιχαήλ  Κομνηνού…”  [4]    Ακολουθεί  ο  Κύριλλος  ο ΣΤ΄, Πατριάρχης  Κωνσταντινουπόλεως (1813 – 1818 )  ο  οποίος  είχε  διατελέσει  μητροπολίτης  Ικονίου από  το  1803  μέχρι  το  1810.  Σ’  ένα  πολύτιμο  για  τις  πληροφορίες  που  περιέχει  έργο του [5]    αναφέρει  τα  εξής : “ Μεταξύ  των  εις  την  Σίλλε  πλησιαζόντων  βουνών,  μέσα  εις  μίαν  χαράδραν  προς  Ανατολάς  έως  ήμισυ  της  ώρας  αφεστηκός,  και  από  Ικονίου  προς  δυσμάς  περίπου  μίαν  ώραν,   είναι  μοναστήριον  του  Αγίου  Χαρίτωνος  του  ομολογητού, Ακ  μοναστήρ  τουρκιστί  επιφημιζόμενον  εκ  των    περικυκλούντων  λευκής  πέτρας  βουνών,  κτίσμα  του  Οσίου  Χαρίτωνος. ¨Εχει  εκκλησίαν  επ’  ονόματι  της  υπεραγίας  ημών Θεοτόκου  της  Σπηλαιωτίσσης,  ευρύχωρον  και  ως  σπήλαιον  υπό το  όρος  λελατομημένην,  ωσαύτως  και  τα  κελλία  όλα  και  παρεκκλήσια    εξ –  επτά, όλα  σπήλαια  λελατομημένα…”.  Ο Κύριλλος  συνεχίζει  με  την  παράθεση   του  κειμένου  των   βυζαντινών  επιγραφών  της  μονής,   η  οποία  όμως  είναι  ατελής  και  με  αρκετά  σφάλματα. Τα  σφάλματα  αυτά  σε  μερικές  επιγραφές επαναλαμβάνουν  και  όσοι  μεταγενέστεροι ασχολήθηκαν  με  το  ίδιο  θέμα.  [6]

[1]        Πρόκειται  για  το   Εϊν-Φάρα   που  έχει  ενσωματωθεί  σήμερα  σε   νεοπαγή  εβραϊκό  οικισμό,  έτσι  που  η  επίσκεψή  του  μοναστηριού του  Αγίου  Χαρίτωνος,,  σχεδόν  έρημου  πια,  είναι  πολύ  δύσκολη. ( Ουίλιαμ  ΝταλρίμπλΤαξίδι  στη  σκιά του  Βυζαντίου, εκδ. Ωκεανίδα,  Αθήνα 1999,   σελ.   494, 496, 501.)

[2]             Τα  Συναξάρια αφηγούνται  κάπως  διαφορετικά  τον  βίο του  Οσίου Χαρίτωνος.     Ιδε Σωφρονίου  Ευστρατιάδου, Μητροπολίτου  πρ. Λεοντοπόλεως , Αγιολόγιον  της  Ορθοδόξου  Εκκλησίας (εκδ.  της  Αποστολικής  Διακονίας  της  Ελλάδος, σελ.474 ).

[3]       C.Jirecek, Das  christliche  Element in  der  topographische  Nomenclatur  der  Balkanlander  , in  der  Sitzungberichten  der  Wiener  Academie  der Wissenschaften,  philos.-histor. Klasse, Bd. CXXXVI (1897) ,Abhandl  XI, s. 1- 98, besonders  48  ff.

[4]       C. Niebuhr  , Reisebeschreibung  nach  Arabien  und  andern  umliegenden  Land. Kopenhagen – Hamburg, 1774 – 1837  III, σελ. 119 )

[5]      Κυρίλλου,  Πατριάρχου  Κων/πόλεως, Ιστορική   περιγραφή  του  εν  Βιέννη  προεκδοθέντος  χειρογράφου  πίνακος  της  μεγάλης  Αρχισατραπείας  του  Ικονίου, – Κων/πολις, 1815 ,  σελ.  45.  Ο  κατά  κόσμον  Κύριλλος Σερμπετζόγλου  καταγόταν  από   την  Αδριανούπολη, ήταν  φίλος  των  γραμμάτων,  ίδρυσε  σχολές  εκκλησιαστικής μουσικής  και  απαγχονίσθηκε  από  τους  Τούρκους  το 1821.

[6]      π.χ. Ν.Σ.Ρίζος  στα  “Καππαδοκικά“, εν  Κων/πόλει  1856, σελ.132 επ. – Βλαδ.  Μιρμιρόγλου στο  γνωστό  έργο  του  Οι   Δερβίσσαι ”  Αθήναι, 1940, σελ. 315-316,  – J.R.S.Sterrett , An  epigraphical   journey in  Asia  Minor, Papers  of  the  American  School  of  Classical  Studies  at Athens,  II  ,  1883- 4    (έκδοση   Βοστώνης  1888, σελ.210, υποσημ. 210,219,243.) –  Αν.  Λεβίδης  , Αι  εν  μονολίθοις  μοναί  της  Καππαδοκίας  και  Λυκαονίας,  Κων/πολις,  1899,  σελ 156-158,  κ.α.