ΦΑΝΑΡΙΟΝ ΕΥΛΑΛΟΝ ΑΝΤΙΦΩΝΟΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

Γράφει ο Θεολόγος-Εκκλησιαστικός Ιστορικός-Νομικός κ. Ιωάννης Ελ. Σιδηράς

 

Φανάριον Εύλαλον Αντίφωνον Ορθοδοξίας

 

Από Θεού άθραυστον οστράκινον σκεύος Ορθοδόξου πίστεως και ακατάβλητος πρόμαχος υπέρ του μυστηρίου της ευσεβείας

 

  • Κυριακή της Ορθοδοξίας και φανάριον Ορθοδοξίας ωσάν σύμβολα νίκης κατά του ψεύδους και του σκότους που επιβιώνουν μέσα στον χωροχρόνο και νοηματοδοτούν την ζωή της ανθρωπότητος έως της συντελείας των αιώνων
  • Σε απατηλούς χρόνους και καιρούς όπου κυριαρχούν τα είδωλα και ψευδοείδωλα, το τηλαυγές Φανάριον προβάλλει την γνήσια και αληθή εικόνα του Χριστού, ο οποίος ως φως, ζωή και αλήθεια διαλύει την απελπισία του σκότους και την απάτη του ψεύδους κάθε εποχής

 

Οι λέξεις έχουν αξία και  εκφράζουν ένα βαθύτερο οντολογικό νόημα ζωής και αληθείας. Σε μία περικοπή λοιπόν του υπέρ της Ορθοδοξίας Συνοδικού της Αγίας και Ιεράς Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου (787 μ.Χ.) αναγινώσκουμε: «επί τούτοις τους της ευσεβείας κήρυκας αδελφικώς τε και πατροποθήτως εις δόξαν και τιμήν της ευσεβείας, υπέρ ης ηγωνίσαντο ανευφημούμεν και λέγομεν. Των της Ορθοδοξίας προμάχων ευσεβών βασιλέων, αγιωτάτων πατριαρχών, αρχιερέων, διδασκάλων, μαρτύρων, ομολογητών, αιωνία η μνήμη». Στο εκφώνημα τούτο το οποίο «έτι και έτι κατατίθεται» ως βιωματική εκκλησιαστική εμπειρία ανά τους αιώνες εγκολπώνονται οντολογικά δύο έννοιες, ήτοι της «Ορθοδοξίας» και της «Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως», όπως η Πρόνοια του Θεού και οι «συνιστώσες της ιστορίας» τις συνέζευξαν αδιαιρέτως, ασυγχύτως, ατρέπτως και αναλλοιώτως. Όταν δε κατά την Κυριακή της Ορθοδοξίας ο προσκυνητής στρέφει τα όμματα στον εξώστη του Πατριαρχικού Οίκου όπου ο εκάστοτε Οικουμενικός Πατριάρχης, ο Πρωτόθρονος και Πρωτεύθυνος της Ορθοδοξίας, συνοδευόμενος εν κατανυκτική πομπή και λιτανεύσει των Αγίων και Ιερών εικόνων υπό των Ιεραρχών φυλάκων του θρόνου υψώνει την εικόνα της εν Νικαία Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου, ο ανυπότακτος νους βιώνει την αναγωγή της μνημοσύνης ως σύζευξη παρελθόντος και παρόντος για τον θρίαμβο της Ορθοδοξίας υπό το πρίσμα της αιωνιότητος. Αυτή η παράδοξη σύζευξη Ορθοδοξίας και Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας ως «παρεμβολή Θεού» υποστασιάζεται στο τηλαυγές και ακοίμητο ωσάν την ελπιδοφόρο «αεί φέγγουσα» κανδήλα φανάριο της πίστεως και του Γένους των Ρωμιών, το οποίο «ως εύλαλον αντίφωνον Ορθοδοξίας» καίτοι φαντάζει στα όμματα των ασόφων ορθολογιστών του κόσμου τούτου ώσπερ «ισχνόν οστράκινον σκεύος», εντούτοις εγκολπώνει ως «άθραυστη Ιερά Κιβωτός», σωστικά και ανόθευτα, τον αδαπάνητο μαργαρίτη της «φίλης Ορθοδοξίας» και του «μυστηρίου της ευσεβείας». Το αδύτου και ανεσπέρου θείας δόξης φανάριο ως όντως «άθραυστον οστράκινον σκεύος θείας προνοίας και δυνάμεως», το Σινά τούτο της Ορθοδοξίας, φέρει αγογγύστως την ευθύνη και το ύψιστο προνόμιο της διαφυλάξεως της Ιεράς Παρακαταθήκης της Ορθοδόξου πίστεως και κατά τον αοίδιμο Μητροπολίτη Πριγκιποννήσων (είτα Νικομηδείας) Συμεών (+2003): «η λάμψις του αντανακλά εις τον γλαυκόν ουρανόν, η πρόνοια και η αγάπη του αποκατοπτρίζεται εις τα άνθη του αγρού, η φωνή του αντιλαλεί εις τα κύματα της ηχηέσσης θαλάσσης, η αγιότης του ενισχύει και στηρίζει τους επτοημένους και λιποψυχούντας».

 

Η «άληστος μνήμη» και η «γνησία ορθόδοξη ευσέβεια» είναι το «ιερό δίπολο» πέριξ του οποίου δορυφορείται όλη η ζωή της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των «Ιερών φυλάκων» αυτής μέσα στο χωροχρόνο. Μέσα στην σταυραναστάσιμη οντολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας η μνήμη δεν συνιστά απλώς και μόνο κάποια «ιστορική ανάκληση» γεγονότων αλλά την νίκη κατά της λήθης, η οποία νομοτελειακά γεννά την αμνησία και συνακόλουθα τον «πειρασμό» της μεταθέσεως ιερών ορίων πίστεως και σωτηριώδους αληθείας «α έθεντο οι Πατέρες». Η ίδια η λέξη «Αλήθεια» (α-λήθη) ορίζει αψευδώς και επακριβώς το οντολογικό νόημά της ως νίκης κατά της λήθης όπως αδιαλείπτως βιούται μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και σε αναφορά αμετάθετη προς το θεανδρικό πρόσωπο του σωτήρος και λυτρωτού Ιησού Χριστού, ο οποίος είναι το όντως τέλειο, γνήσιο και αψεγάδιαστο πρόσωπο, η όντως αλήθεια, η αυτοαλήθεια, η ζωή και αυτοζωή, το φως ως αυτόφως.

Αυτή η άληστος μνήμη σε πρόσωπα και γεγονότα τα οποία συνδέονται με τους αγώνες της Μητρός Ορθοδόξου Εκκλησίας υπέρ της «φίλης Ορθοδοξίας» στο διάβα των αιώνων, όταν τα δηλητηριώδη βέλη των ποικιλωνύμων αιρέσεων έπλητταν την εν Χριστώ Αλήθεια, η οποία αποτελεί το πολύτιμο και αδιαπραγμάτευτο «μυστήριον της ευσεβείας», μέχρι και στον εστώτα χρόνο βιούται ως πνευματική εμπειρία Ορθοδοξίας και Ορθοπραξίας μέσα στην αγιοπνευματική και μυστηριακή ζωή της Μητρός Εκκλησίας.

Η νίκη και ο θρίαμβος της Ορθοδόξου Εκκλησίας έναντι της εικονομαχικής- εικονοκλαστικής αιρέσεως δεν απετέλεσε έναν «πόλεμο σκιών», όπως αμετανοήτως θα υπεστήριζε ίσως κάποιος σύγχρονος εικονοκλάστης, μόνο για την αναστήλωση των ιερών εικόνων αλλά πνευματική θυσία στο βωμό της υπερασπίσεως και προστασίας του «ιερωτάτου μυστηρίου της ευσεβείας» ως δυνατότητος των εις Χριστόν πιστευόντων να βιώνουν την σωτηριώδη αλήθεια της ευαγγελικής διδασκαλίας και πατροπαραδότου πίστεως. Η αίρεση της εικονομαχίας αναιρούσε σε πολλαπλά επίπεδα την σωτηριολογική διδασκαλία της Εκκλησίας στο πρόσωπο του ενσαρκωθέντος και ενανθρωπήσαντος Ιησού Χριστού, όπως διαχρονικά επιχειρούσαν και συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να αποτολμούν οι παντοειδείς και πολυπρόσωποι αιρετικοί, οι οποίοι πολυποθήτως επιθυμούν να ενταφιάσουν την σώζουσα αλήθεια του «όλου μυστηρίου της ευσεβείας» που αποτελεί οντολογική προϋπόθεση για την εν Χριστώ σωτηρία του πεπτωκότος χοϊκού ανθρώπου όλων  των αιώνων και εποχών, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς.

Η αλήστος μνήμη των ιερών αγώνων της Μητρός Ορθοδόξου Εκκλησίας για να διατηρηθεί γνήσιο, ανόθευτο και απαραχάρακτο το «μυστήριον της ευσεβείας» υπήρξε και παραμένει διαχρονικά μόνιμο βίωμα των Πανορθοδόξων επειδή στην πραγματικότητα απετέλεσαν την πάλη της αληθείας έναντι του ψεύδους, του φωτός έναντι του σκότους, της ζωής εν Χριστώ έναντι του θανάτου, της ελπίδος έναντι της απελπισίας. Υπέρ απάντων τούτων, τα οποία συνιστούν το «εν Χριστώ όλον μυστήριον της ευσεβείας» αγωνίσθηκαν, εμαρτύρησαν και απέθαναν οι πρόμαχοι της Ορθοδοξίας ανά τους αιώνες ευσεβείς βασιλείς, αγιώτατοι Πατριάρχες, Αρχιερείς, Διδάσκαλοι, Μάρτυρες και Ομολογητές της αδαπανήτου πίστεως, γενόμενοι «υπέρ ευσεβείας μέχρι θανάτου άθλοις τε και αγωνίσμασι και διδασκαλίαις», αξιομίμητα πρότυπα «ενθέου πολιτείας», τα οποία «φαίνουν αδιαλείπτως» ως «φώτα σωστικά» στον σύγχρονο κόσμο όπου οι άνθρωποι επιλέγουν την απάτη των ειδώλων έναντι της αληθείας του μόνου αληθούς και τελείου προσώπου της ενσαρκωμένης αγάπης που είναι και μένει «εις τον αιώνα» ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός.

Εάν κατά την μακρά περίοδο της εικονομαχικής αιρέσεως οι αιματοποτισμένοι ιεροί και ακατάβλητοι αγώνες της Μητρός Εκκλησίας υπήρξαν απολύτως αναγκαίοι και ζωτικής σημασίας για την διατήρηση ανοθεύτου του Ορθοδόξου δόγματος ως σωτηριολογικής υπαρξιακών  διαστάσεων προτάσεως ζωής για τον κτιστό και φθαρτό άνθρωπο, τοιουτοτρόπως και πολύ περισσότερο στο σύγχρονο κόσμο στον οποίο κινδυνεύει η ιερότητα, μοναδικότητα και ενότητα του ανθρωπίνου προσώπου, είναι επιβεβλημένη και άκρως υπαρξιακής σημασίας η κένωση εν Χριστώ της Μητρός Εκκλησίας για να συναντήσει ως άξιο τιμής και αγάπης πρόσωπο και εικόνα Θεού τον απελπισμένο και οντολογικά διχασμένο άνθρωπο, προκειμένου να τον καταστήσει κοινωνό και μέτοχο της διδασκαλίας της όχι ως μιάς θεωρητικής και λεπτολόγου δογματικής διδασκαλίας και επινοήσεως ακαδημαϊκών θεολόγων, αλλά ως οντολογικής – υπαρξιακής προτάσεως ζωής που να απαντά στα ζωτικής σημασίας υπαρξιακά ερωτήματα του πεπλανημένου και απολύτως συγχυσμένου ανθρώπου της μεταμοντέρνας και μετανεωτερικής εποχής στην οποία ως άλλος άφρων πλούσιος θεοποιεί κτιστά, φθαρτά και εφήμερα είδωλα μεταμορφούμενος σταδιακά και ο ίδιος σε ένα τραγικό και απελπιστικά ψευδές είδωλο, που αντικαθιστά το ανθρώπινο πρόσωπο με το ψευδεπίγραφο προσωπείο, την ατομοκεντρικά εγωιστική απατηλή φενάκη της ανυπαρξίας του.

Ο αδαπάνητος πλούτος της Ορθοδοξίας και η οντολογική εμπειρία του «μυστηρίου της ευσεβείας» αποκτά νόημα και αξία  για τον άνθρωπο όταν γίνεται βίωμα ζωής και ελπίδος στο πρόσωπο του Χριστού. Αυτό το μυστήριο της Ευσεβείας διακονείται από την Μητέρα Εκκλησία εν αληθεία πίστεως και εν αγάπη κενώσεως και θυσίας, όπως σε όλους αυτούς τους αιώνες διακονήθηκε αδιαλείπτως, αμεταπτώτως, αμεταθέτως, αδιστάκτως και  αστασιάστως υπό του μαρτυρικώς καθαγιασμένου Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο όπως εμφατικώς αναφέρει ο αοίδιμος Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων (είτα Νικομηδείας) Συμεών «ως Αποστολική και Οικουμενική Καθέδρα ετάχθη υπό της Θείας Προνοίας να μετουσιώνει τον τιμαλφέστατο πνευματικό θησαυρό της Ιεράς Ορθοδόξου παραδόσεως, ο οποίος είναι καθαγιασμένος στον πόνο της δυσερευνήτου αληθείας, στους καθαρμούς της πολυκαμάτου αρετής και στο αίμα του μαρτυρίου, σε συνείδηση και πράξη και ζωή». Ο φαναριώτης Ιεράρχης υπογραμμίζει την εκ της εκκλησιαστικής εμπειρίας και της αψευδούς ιστορίας βεβαιουμένη παγκοίνως αλήθεια ότι η Κυριακή της Ορθοδοξίας: «… ως εορτή κατ’ αρχάς αναμνηστική της αναστηλώσεως των Ιερών εικόνων, απέβη, με την πάροδον των αιώνων, εορτή προσφιλής και πάγκοινος της κατ’ Ανατολάς Ορθοδόξου Αποστολικής Εκκλησίας, εορτή κατ’ εξοχήν της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίον καθ’ όλην την μακραίωνα αυτού ιστορίαν εστάθη «στύλος και εδραίωμα της αληθείας». Αριστοτεχνικώς δε διερωτάται ο σοφός Ιεράρχης του Θρόνου και εν ταυτώ επιβεβαιοί τις υπέρ της Ορθοδοξίας θυσίες της «Ηγέτιδος των πανορθοδόξων Μητρός Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας: «Οποίον λοιπόν ιερόν και υψηλόν προορισμόν επεφύλαξεν… εις την Ορθοδοξίαν η Θεία Πρόνοια! Οποίαν ευγενή και αγίαν κλήσιν αντιπροσωπεύει εν τω κόσμω η Ορθοδοξία, την οποία καθηγίασε το μαρτύριον και εκράτυναν Οικουμενικών Συνόδων ψηφίσματα και διέσωσε διά θυσιών ανεκδιηγήτων από του πολυμόρφου ψεύδους και της κιβδηλείας χορεία όλη αγιωτάτων Πατριαρχών και αφωσιωμένων Ιεραρχών και λειτουργών της Εκκλησίας. Τα σεπτά ονόματα του Αποστόλου Ανδρέου, των Γρηγορίων, των Χρυσοστόμων, των Γερμανών, των Ιγνατίων, των Φωτίων, των Κυρουλαρίων, των Γενναδίων, των Σαμουήλ και πλειάδος όλης τετιμημένων Πατριαρχών και Ιεραρχών συμβολίζουν τους τραχείς και καλλινίκους αγώνας προς θεμελίωσιν και στερέσωσιν του μεγάλου βωμού της πίστεως και του Πολιτισμού, όστις, εν τη ροή των αιώνων, εξειλίχθη εις Κέντρον Πανορθόδοξον, «ζωογονούν την υπ’ ουρανόν Ορθοδοξίαν», το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, το οποίον απετέλεσεν έκτοτε την συνισταμένην των επί μέρους Ορθοδόξων Εκκλησιών».

Τα πορφυρόθερμα αίματα ενθέου ζήλου και χριστομίμητου μαρτυρίου των προμάχων της αγιωτάτης Ορθοδοξίας συνέγραψαν το «ιερόν βιβλίον της Ορθοδοξίας και Ορθοπραξίας» στην Πόλη και στις αυλές της μαρτυρικής και εκ πορφυρών αιμάτων καθαγιασμένης Μητρός Εκκλησίας. Πουθενά αλλού παρά στην Πόλη της Ορθοδοξίας, όπως πιστοποιεί το βίωμα τούτο ο ένθεος λάτρης της Πολίτικης Ορθοδοξίας και Ρωμιοσύνης Πέργης Ευάγγελος: «Η Πόλη και η Ορθοδοξία στην Πόλη, δύο θεοκύρωτα δράγματα. Δύο ιδεολογήματα με μυστηριώδη και μυστηριακή περιχώρηση. Και δύο υπέρτιμες και αναφείς ουσίες, που για την κραταιότητά τους η Ρωμηοσύνη προσεύχεται αιώνες. «Αειδίνητον όφλημα», που το επιτάσσει ο «ιερός ανασταθμός» του γένους και της ιστορίας. Αναπνέουμε μέσα σ’ αυτό το όφλημα, μέσα σ’ αυτό το χρέος. Ούτε εξατμίζεται, ούτε ξεχρεώνεται. Ούτε και λησμονείται. Προσκύνημα καθημερινό μας τα δύο κατεστημένα. Ο γενέθλιος τόπος και η θεοφροσύνη μας. Η Πόλη μας και η Ορθοδοξία… Η περιχώρηση της Πόλης και της Ορθοδοξίας συνεχίζεται. Και η Ρωμηοσύνη «ίσταται και ανθίσταται». Φορτισμένη με τον ιδιασμό της και την αποκλειστικότητά της. Κύρια πύλη  ψυχικής διεξόδου της ο Θρησκευτικός εναυλισμός της. Με τον ιδιόμορφο ορθοδοξοκεντρισμό της. Το είδος της «θυσίας μυστικής» της».

Το Φανάριο ως Μητέρα Εκκλησίας «των του Χριστού πενήτων» είναι το «φανάριο της Ορθοδοξίας» όχι κατά την μία Κυριακή της Ορθοδοξίας αλλά κάθε Κυριακή και κάθε ημέρα σε όλα τα σωτήρια έτη, τα γενόμενα, τα εστώτα και, χάριτι Θεού, τα εσόμενα. Όλα τα εμπειρικά βιώματα της Μεγάλης Εκκλησίας είναι εμβαπτισμένα όχι σε ψευδοείδωλα αλλά στο περίγραμμα της αληθούς και ζωτικής εικόνος του ενσαρκωθέντος Χριστού, την οποία το φανάριο ανά τους αιώνες προβάλλει και αναστηλώνει μπροστά στις ένσαρκες εικόνες του Θεού, τους ανθρώπους της υφηλίου όλων των αιώνων και έως της συντελείας των αιώνων. Η λιτάνευση της Ορθοδοξίας στην Πόλη και στο Φανάρι «εν λόγοις, εν συγγραφαίς, εν νοήμασιν, εν ναοίς, εν εικονίσμασι» (Συνοδικό Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου) αποτελεί αδιάλειπτη βιωματική εμπειρία ενθέου αναβάσεως και αναστηλώσεως της κατακερματισμένης εικόνος του ανθρωπίνου προσώπου έως ότου θεαθεί και αποκατασταθεί μέσα στην εικόνα του μόνου αληθούς προσώπου του Ιησού Χριστού. Τούτο το μυστήριο δεν γράφει ούτε περιγράφει απλοϊκώς αλλά καταθέτει βιωματικώς ο Πέργης Ευάγγελος: «Τι πανσθενουργός αυτή η έννοια κι αυτή η ουσία της Ορθοδοξίας! Αυτή η εικονισματική της παράσταση μέσα στο δραματούργημα της Ρωμηοσύνης! Σα να της λέει, είσαι και συ μέσα σ’ αυτό το είκασμα, μέσα σ’ αυτό το εικόνισμα του μυστηρίου μου… Είσαι μέσα στον αιώνιο εικονισμό της αληθείας. Σαν ένα ανθρώπινο εξεικόνισμα σε μόρφωμα θείο. Πρέπει να υπάρχεις για πάντα… Λες κι η ακατάληπτη μορφή του Χριστού της Μονής της Χώρας ήρθε η ώρα της να γίνει καταληπτή. Να βρει την εξήγησή της. Το σύνδεσμό της με μας. Κι ως λόγος του Θεού, να μας μιλήσει για τον ανθρωπισμό της εικόνας. Για τη φιλία μας με την εικόνα που για τη ρωμηοσύνη είναι μέσα στη θέα της Βασιλείας. Αλλά και στη σκιά της Βασιλείας του Θεού. Είναι μέσα στη θέα του μυστηρίου της Μεγάλης Εκκλησίας, που θέτει τη ζωντανή ρωμηοσύνη μπροστά στην ολοζώντανη εικόνα του Χριστού. Να ‘χει «προσωπική συνάντηση», κατά το πνεύμα της Συνόδου της Νικαίας. Και να ‘ναι «όλη οφθαλμός, και όλη φως και όλη πρόσωπον».

Πώς να περιγράψει ή να ψηλαφίσει ο κοσμικός και υπό την τυραννία του ορθού λόγου ανελεύθερος στο πνεύμα και αρνούμενος την θεία χάρη άνθρωπος το γεγονός ότι στο ταπεινό κατ’ άνθρωπον αλλά κραταιό κατά Θεόν αειθαλές φανάριο ωσάν «εν αθραύστω οστρακίνω σκεύει», όπως θεοπνεύστως γράφει ο Πριγκηποννήσων Συμεών, «αναζή το παρελθόν, ζωογονείται το παρόν και κυοφορείται το μέλλον της Ορθοδοξίας. Το φως του Αναστάντος Χριστού δεν έπαυσε δια των αιώνων να φωτίζη τον δρόμον των ιστορικών πεπρωμένων του… δια να καταστήση γνωστήν εις τον σύγχρονον κόσμον την παρουσίαν της Ορθοδοξίας, να μεταδώση το πνεύμα της διδασκαλίας, της λατρείας και του πολιτισμού της και να δώση απάντησιν θετικήν εις τα διάφορα αιτήματα της εποχής ημών».

Εκάστη περιπέτεια της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας υπέρ της Ορθοδόξου Ιεράς Παρακαταθήκης υπήρξε και «ένας τίτλος τιμής», η οποία ως αείφωτος αλουργίδα απαστράπτει φωτίζουσα από του ιστορικού παρελθόντος το παρόν και δια αυτού το μέλλον της Ορθοδοξίας και της επί γης στρατευομένης Εκκλησίας. Το εν αθραύστω οστρακίνω σκεύει Φανάριο ως «Ιερόν Κέντρον της Ορθοδοξίας», όπως άλλοτε διεκήρυξε Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «Θεία νεύσει ζωογονεί και συνέχει την υπ’ ουρανών ορθοδοξίαν». Η Μητέρα Εκκλησία της του Κωνσταντίνου Πόλεως ως η πρώτη των Ορθοδόξων Σκοπιά από των αιωνοβίων κρουνών της, ως από μυστικής πηγής, πλουσίας και Καλλιρρόου, αρδεύει με τα νάματα της αγιοπνευματικής εμπειρίας της Ορθοδοξίας τις άνυδρες ψυχές των ανθρώπων της συγχρόνου υλιστικής εποχής και ως «κοινωνία λατρείας και πίστεως… αναπλαστική και αγιαστική, είναι ζύμη η ζυμούσα το κοσμικόν φύραμα και διαπλάττουσα και ανακαινίζουσα και εξαγιάζουσα τας ψυχάς εις βασιλείαν πνευματικήν».

Το μυστήριο της Ορθοδοξίας είναι και μυστήριο της Ρωμιοσύνης εντός της Ιεράς Κιβωτού της Μητρός Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, η οποία αντέχει και ανθίσταται όπως αντέχει και ανθίσταται η Ορθοδοξία. Σε αυτή την αμφίπλευρη ιερά εικόνα Ορθοδοξίας και Φαναρίου, Ορθοδοξίας και Πολίτικης Ρωμιοσύνης αναφέρεται ιεροπρεπώς ο της Πέργης Επίσκοπος Ευάγγελος: «Η Ορθοδοξία σαρκώθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Στην πόλη που χώνεψε το πνεύμα των Συνόδων και σφράγισε τον κανόνα της Θεολογίας. Σ’ αυτήν έγινε ονομαστή «Ορθοδοξία»… με πρώτους τους άμεσους ακροατές και τηρητές του, τους βυζαντινούς ρωμηούς. Τώρα και οι σύγχρονοι πιστοί του στην ίδια Πόλη, και στον κόσμο οσφραίνονται το ίδιο οσφράδιο, σαν κύρια ουσία της ζωής τους. Αυτή είναι η ξέχωρη διάσταση της Ρωμηοσύνης της Πόλης. Εναγκαλίζεται καθημερινά την εικόνα της Ορθοδοξίας και ξεφυλλίζει ολόκληρη την ταυτόσημη με τον εαυτό της ιστορία, πότε μνημονεύοντας θριάμβους και πότε αναγράφοντας τα σημεία των καιρών… Η ανθιστάμενη Ορθοδοξία αντέχει και μέλπει. Το ίδιο και η Ρωμηοσύνη. Και κάθε «Κυριακή της Ορθοδοξίας» γίνεται και Κυριακή της Ρωμηοσύνης. Και εκπέμπει από το Φανάρι τη «μολπή των αντοχέων» και μεσ’ από την αντοχή και τη μολπή των δύο, Ορθοδοξίας και Ρωμηοσύνης, κερδίζεται η προς Θεόν παρρησία… Η παραστατική εικόνα της Ορθοδοξίας είναι σχηματισμένη με ψηφίδες που αντέχουν στο χρόνο. Όπως και εκείνη της Ρωμηοσύνης. Για να υπάρχει στον αιώνα, μαζί με τη νοσταλγία του θεϊκού ωραίου και η νοσταλγία της Ορθοδοξίας. Και της Ρωμιοσύνης».

Αναστηλώνεται αδιαλείπτως η Ορθοδοξία στο Φανάρι και στην θεοτοκοφρούρητη Βασιλεύουσα Πόλη για να αναστηλώσει και το ευσεβές φρόνημα της Ρωμιοσύνης και του κόσμου παντός. Εκεί στο μεταίχμιο γης και θαλάσσης, Ανατολής και Δύσης, στον Κεράτιο Κόλπο, όπου ως δικέφαλος αετός φωλιάζει το αγέρωχο Φανάρι, βιούται το μυστήριο της αναστηλωμένης Ορθοδοξίας παρά τις περιπετειώδεις και πολύπλαγκτες ατραπούς του ιστορικού γίγνεσθαι της Πρωτοθρόνου Μητρός Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας και του εν ταπεινώσει και ονειδισμώ και μαρτυρίω ευσεβεστάτου λαού της. Είναι αλήθεια. Δεν έφθασε το τέλος… «Ου τετέλεσθαι». Δεν έλειψαν οι «πολιοί ανθιστάμενοι αναστηλωτές», ζώντες και κεκοιμημένοι,  στο Φανάρι και στην μονάκριβη Πόλη, έχοντες «ως εδραίοι αντοχείς» την ομολογία της πίστεως ενστερνισμένη έως μυελού οστέων, όπως ομολογεί και εξομολογείται ο πολιός εν σοφία Πέργης Ευάγγελος εξ ονόματος πάντων και πασών: «Η Κυριακή της Ορθοδοξίας είναι η εικόνα της Ιερής Ιστορίας μας και η ιστορία της εικόνας μας. Στο νόημα της εκφράζεται ο χαρακτήρας μας, η ψυχοσύνθεσή μας, σ’ ό,τι αφορά στην καθημερινή μας σχέση με το Θεό. Είναι ημέρα οικεία, γνώριμη. Ίσως και γιατί με την εικόνα εκφράζεται και η συνάφειά μας με τους χώρους που καθιερώθηκε, που αναστηλώθηκε. Δηλαδή, με τον τόπο μας. Και εν ονόματί της, στην ημέρα της, περιφερόμαστε κάτω από μια γενικώτερη περιφέγγεια. Της εξάφωτης πατριαρχικής λυχνίας και των Αυλών εκείνων της Επταλόφου, όπου και τα σπαράγματα του Ιερού μας Κώδικα. Και όπου κάποτε η αλουργίδα και το ράσο αναστήλωσαν την εικόνα του Χριστού, σφραγίζοντα την ωραιότητα της Εκκλησίας μας».

Ζει Κύριος ο Θέος. Ζει το Φανάρι και ως «εύλαλον αντίφωνον Ορθοδοξίας» και ακατάβλητο και άθραυστο από Θεού «οστράκινον σκεύος Ορθοδόξου πίστεως» περικλείει σωστικά και εγκολπώνει μυσταγωγικά την «Ιερά Παρακαταθήκη» και το «μυστήριον της εν Χριστώ ευσεβείας» ανά τους αιώνες και έως της συντελείας των αιώνων. Φωνές εύλαλες και ιεροπρεπείς από τα βάθη της ιστορίας, της εκκλησιαστικής εμπειρίας και του «Ιερού Βήματος» του τηλαυγούς και ανεσπέρου Φαναρίου, των της Ορθοδοξίας προμάχων ευσεβών Βασιλέων, αγιωτάτων Πατριαρχών, Αρχιερέων, Διδασκάλων, Μαρτύρων, Ομολογητών της αμωμήτου αποκαλυφθείσης πίστεως επιβεβαιώνουν αμεταθέτως και ενενδότως ότι: «Αύτη η πίστις των Αποστόλων, Αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την Οικουμένην εστήριξεν». Επιμαρτυρεί δε ο της Χαλκηδόνος Γέρων Μελίτων: «Περί το θυσιαστήριον τούτο, το οποίον ο Ανδρέας ο Πρωτόκλητος έπηξε, συνηγμένοι εν ευχαριστιακή συνάξει, ιερουργούμεν το μυστήριον της Σταυρώσεως και της Αναστάσεως και της εν αυτή επιβιώσεως του Χριστού και της Εκκλησίας Αυτού».

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα