ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΜΑΣ, Η ΑΡΓΙΘΕΑ ΜΑΣ…

ΆγραφαΚαρδίτσας3Αρσενία Στάθη

Έφορος – Αντιπρόσωπος Βορείου Ελλάδας

 στον Σύλλογο Βραγκιανιτών,

Μέλος Συλλόγου Αργιθεατών Βορείου Ελλάδος

Αργιθέα… Ένας τόπος, είκοσι χωριά, με τεράστια ιστορία και πολιτιστική κληρονομιά και παράδοση. Στοιχεία, τα οποία πολλοί συνομήλικοί μου, όπως κι εγώ, δεν τα έχουμε αφομοιώσει πλήρως.

   Έναυσμα για να ξεκινήσω μια αναζήτηση επί του παρελθόντος αποτέλεσε για μένα η ανάμειξή μου στον Σύλλογο Αργιθεατών Βορείου Ελλάδος αρχικά, αλλά και στον Σύλλογο Βραγκιανιτών στη συνέχεια.  Είναι γνωστό, πως και οι δυο σύλλογοι κάνουν συνεχείς προσπάθειες ανάδειξης της κουλτούρας του τόπου μας και πιο έξω από τα στενά όρια των περιοχών μας. Ο σύλλογος του χωριού μας βρίσκεται, είναι η αλήθεια, ένα βήμα πιο μπροστά όσον αφορά την ανάδειξη του αργιθεάτικου τραγουδιού, αφού πρόσφατα προχώρησε στην έκδοση ενός CD με τραγούδια. Η προσπάθεια αυτή αποτελεί ανατύπωση παλαιότερης κασέτας, η οποία είχε ηχογραφηθεί στα Τρίκαλα, στις αρχές του ’90, αφιλοκερδώς, και αποκλειστικά για τον Σύλλογο Βραγκιανιτών και την ενίσχυση αυτού. Ανατυπώθηκε το καλοκαίρι του 2012 (σε 1000 αντίτυπα), με απώτερο σκοπό τη διατήρηση της παράδοσης και τη μεταφορά των ακουσμάτων των γηραιοτέρων στη νέα γενιά. Εκτός αυτού, με την έκδοση αυτή ο Σύλλογος τίμησε τους μουσικούς του τόπου μας, που παρουσίασαν τα τραγούδια που περιέχονται στο CD σύμφωνα με την τοπική μας ντοπιολαλιά.

Αργιθεάτες και μουσική…

   Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι Αργιθεάτες νιώθουν την ανάγκη να συγκεντρώνονται προκειμένου να διασκεδάσουν με μουσική, τραγούδια και χορούς, με ηχοχρώματα δηλαδή, αποκλειστικά της περιοχής μας.

   Έτσι σε όλη την Ελλάδα, οι Σύλλογοι αναλαμβάνουν να ικανοποιήσουν αυτή την επιθυμία, μέσα από τους ετήσιους χορούς που διοργανώνουν.

Ο λεβέντικος τσάμικος!

   Χορεύοντας, όμως, τους καθιερωμένους κλειστούς, τους λεβέντικους τσάμικους και τα γρήγορα συρτά, πόσοι από εμάς καταλαβαίνουμε τι λέει το κάθε τραγούδι; Και για ποιο λόγο το τραγουδούσαν στην Αργιθέα του παρελθόντος; Αυτά τα ερωτήματα με παρακίνησαν να επιλέξω κάποια από τα πιο γνωστά και αντιπροσωπευτικά τραγούδια μας και να μάθω την ιστορία τους.

   Ένας πολύ γνωστός τσάμικος είναι το «Ένας λεβέντης χόρευε» (σ.σ. αγαπημένο τραγούδι του πατέρα μου!). Κατά την περίοδο του γάμου (αλλά και σε περιόδους όπου διοργανώνονταν μεγάλες εορταστικές εκ-δηλώσεις, όπως και κατά την περίοδο του Πάσχα), το νιόπαντρο ζευγάρι έβγαινε κι έκανε επισκέψεις σε συγγενικά σπίτια. Οι επισκέψεις αυτές, συνήθως, κατέληγαν σε γλέντια όπου τα νιόγαμπρα χόρευαν αυτό το τραγούδι, το οποίο αναφέρεται στην παλικαριά του γαμπρού και την λαχτάρα για την κόρη που αγαπούσε.

«Ένας λεβέντης χόρευε σε μαρμαρένιο αλώνι /

ο νιος από τη φούγα του κι από τη λεβεντιά του /

του πέσε το μαντήλι του, η φούντα απ’ το σπαθί του. /

Κι η κόρη που τον αγαπά κι η κόρη που τον θέλει /

με το’ να μάτι του πατά και νόημα του κάνει. /

Πού ’σουν εψές λεβέντη μου, πού ’σουν προψές το βράδυ. /

Εψές ήμουν στη μάνα μου, προψές στην αδελφή μου /

κι απόψε στο σπιτάκι σου να’ ρθω στην αγκαλιά σου».

Τα “κλειστά” στην εποχή τους

   Στις πασχαλινές εκδηλώσεις κυριαρχούσαν τα παραδοσιακά τραγούδια και περισσότερο τα «κλειστά», μια που ο χορός αυτός θεωρείται κατεξοχήν πασχαλιάτικος και τοπικός. Τα τραγούδια αυτά, που τα περισσότερα είναι πολύστιχα γιατί περιγράφουν ολόκληρες ιστορίες και

ανθρώπινες καταστάσεις, έχουν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Σ’ ένα χαρακτηριστικό σκοπό τραγουδιούνται πολλά τραγούδια με διαφορετικούς στίχους και δεν μπορεί να τα τραγουδήσει κανείς εντελώς «ξερά», χωρίς καθόλου στολίδι. Την ονομασία του ο χορός την πήρε μάλλον για-τί οι χορευτές κλείνουν στο δεύτερο μέρος του χορού προς τα μέσα του κύκλου. Ο πιο γνωστός κλειστός είναι το «Εννιά χιλιάδες πρόβατα»…

«Εννιά χιλιάδες πρόβατα κι εννιά χιλιάδες γίδια /

Εννιά αδέλφια τα φύλαγαν τα δεκαοχτώ χιλιάδες /

Οι πέντε πάνε για κλεψιά κι οι τρεις για μαύρα μάτια /

Κι έμεινε ο Γιάννος μοναχός με δεκαοχτώ κοπάδια /

Γιάννος αποκοιμήθηκε και φύγαν τα κοπάδια».

Τα κλέφτικα που συγκινούσαν

   Στις διάφορες εκδηλώσεις και ιδιαίτερα στις πασχαλινές, αρκετοί συνήθιζαν να λένε και κλέφτικα τραγούδια που αποτελούσαν ιστορική αναδρομή και συγκινούσαν ιδιαίτερα, γιατί μιλούσαν για παλικαριές των προγόνων τους. Ένα γνωστό τραγούδι επίσης που αναφέρεται στην κλέφτικη ζωή είναι το τραγούδι «Περιστερούλα» (κλειστός χορός):

«-Που ήσουν περιστερούλα μου και λείπεις όλη μέρα. /

-Πήγα να μάσω λάχανα με τ’ άλλα τα κορίτσια, /

οι κλέφτες μας καρτέρεσαν σ’ ένα στενό σοκάκι. /

-Πάτα κόρη μου στο ζυγκι κι ανέβα παν’ στη σέλα, /

Να πάμε απάνω στα βουνά, στα κλέφτικα λημέρια, /

Να φάμε αρνάκια τρυφερά, κριάρια σουφλισμένα».

Οι σπουδαίοι μουσικοί

   Οι ντόπιοι οργανοπαίκτες, παλιότεροι και σύγχρονοι, αποδίδουν τα δημοτικά τραγούδια, ιδιαίτερα της περιοχής με ξεχωριστό πάθος και μεράκι. Όποιος ακούει και σήμερα τους Αργιθεάτες οργανοπαίκτες, είτε παίζουν βιολί είτε κλαρίνο, φτερουγίζει μέσα στην καρδιά του η λαχτάρα για χορό.

   Λέμε για την Αργιθέα και τα τραγούδια της, αλλά από τα Βραγκιανά και

τα περίχωρά τους, προήλθαν πολλοί και σημαντικοί, για το αργιθεάτικο τραγούδι, μουσικοί. Και πρώτα-πρώτα, ο Γιώργος Σαγάνης (κλαρίνο), που

ήταν ο πρώτος που έφερε το κλαρίνο στην περιοχή της Αργιθέας και θεωρούνται, μαζί με τον Κώστα Σαγάνη, από την Καταβόθρα της Ηπείρου, οι πρωτοδιδάσκαλοι των νεότερων κλαριντζήδων της περιοχής.

Αξιόλογοι ακόμα μουσικοί του τόπου μας, με τους οποίους έχει διασκεδάσει ο κόσμος και πλέον έχουν αναπαυθεί εν Κυρίως, είναι οι: Στέλιος Καλομπάτσιος (κλαρίνο) και Γιώργος Λέκκος (βιολί-τραγούδι), που θεωρούνταν οι πιο παραδοσιακοί, Φάνης Ζάχος (βιολί), Μάνθος Μυγδανάλευρος (βιολί), Δημήτρης Παπαντώνης (κιθάρα), Αχιλλέας Κούτσικος (λαουτοκιθάρα), Δημοσθένης Νάκoς (βιολί), ενώ οι πιο γνωστοί μουσικοί που βρίσκονται εν ζωή είναι οι: Λάμπρος Κουσιωρής (τραγούδι), Νίκος Νάκος (κλαρίνο), Κώστας Καλαμπαλίκης (κιθάρα- τραγούδι), Παύλος Μόκκας (τραγούδι), Παύλος Θώδης (τραγούδι), Έφη Θώδη (τραγούδι), Πάνος Καλαμπαλίκης (κιθάρα), Στράτος Λαμπρακάκης (κλαρίνο- κιθάρα), Χρήστος Κουσιωρής (κιθάρα), Χρήστος Λέκκος (κρουστά), Στέλιος Καλομπάτσιος «ο νεότερος» (κλαρίνο). Τα χνάρια τους ακολουθούν πολλά ανερχόμενα νέα παιδιά στην παραδοσιακή αργιθεάτικη μουσική και στο παραδοσιακό αργιθεάτικο τραγούδι.

   Καταλήγοντας, ο τόπος μας έχει πάρα πολλά λαογραφικά στοιχεία, τα

οποία είναι αναξιοποίητα ως προς την προώθησή και διάδοσή τους. Καλό,

λοιπόν, θα ήταν να δοθεί έναυσμα –από κάπου και κάπως- προκειμένου

η νέα γενιά να έρθει πιο κοντά στην ιστορία και την παράδοση του τόπου

τους. Έτσι θα υπάρξει και μια πιο ουσιαστική επαφή με τις ρίζες και το παρελθόν τους. Προς το παρόν… Καλή αντάμωση να’ χουμε στους καλοκαιρινούς χορούς μας!

Οι φορεσιές

   Η τοπική αργιθεάτικη φορεσιά είχε τα χαρακτηριστικά που συναντούμε

σ’ ολόκληρη την περιοχή των Θεσσαλικών και Ευρυτανικών Αγράφων. Οι

άνδρες φορούσαν την πολύπτυχη φουστανέλα, κι εσωτερικά μπουραζάνι, βλαχόκαλτσες, γιλέκο που το ονόμαζαν και πεσλί και που συχνά ήταν κεντημένο, μαύρη σκούφια χωρίς φούντα που είχε ολόγυρα σειρίτι. Συ-μπλήρωμα αυτής, κατάλοιπο του ’21, ήταν το σελάχι, μια δερμάτινη θήκη

που τοποθετούσαν στη μέση τους κι έβαζαν εκεί την καπνοσακούλα για το στριφτό τσιγάρο, τον πριόβολο, το στουρνάρι ή τσακμακόπετρα και την

ίσκα που τα χρησιμοποιούσαν για να ανάψουν τσιγάρο. Έβαζαν ακόμα σουγιάδες ή μαχαίρια που τα είχαν για να κόβουν το ψωμί ή ό,τι άλλο στις

γεωργικές τους απασχολήσεις και οι τσοπάνηδες για να φτιάξουν τα ωραία σκαλίσματα πάνω σε ρόκες και γκλίτσες. Οι μερακλήδες φορούσαν το φέσι λίγο στραβά και άφηναν να πέφτει ένα τσουλούφι απ’ τα μαλλιά. Άλλοι έβαζαν στα τσεπάκια του γιλέκου τα παλιά στρογγυλά ρολόγια κρεμασμένα μ’ ασημένιες αλυσίδες. Απαραίτητα για την ολοκλήρωση της φορεσιάς ήταν τα τσαρούχια, σε χρώμα σκούρο βυσσινί ή μαύρο με μαύρες φούντες. Τα ρούχα και τα παπούτσια κατασκευάζονταν από ντόπιους τεχνίτες. Το μπουραζάνι κυρίως μαύρο ή άσπρο φοριόταν και μόνο του. Στη μέση συνήθιζαν να φορούν και φαρδιά ζώνη που οι άκρες της κατέληγαν σε κρόσσια. Η ζώνη αυτή δεν είχε μόνο διακοσμητικό χαρακτήρα αλλά και χρηστικό γιατί τους βοηθούσε ν’ αντέχουν στις δύσκολες δουλειές που έκαναν. Τη χειμερινή περίοδο, απαραίτητη ήταν η κάπα ή το κοντοκάπι (η κοντή κάπα), που γινόταν από τραγίσιο μαλλί σαν αυτό που φτιάχνονται τα τσόλια του σπιτιού, και ήταν μαύρη, καφέ ή άσπρη ανάλογα με την προτίμηση του καθένα. Η χρησιμοποίηση της τους διευκόλυνε ν’ αντιμετωπίσουν τις δύσκολες καιρικές συνθήκες του χειμώνα, γιατί δεν τους εξασφάλιζε μόνο ζεστασιά αλλά και προστασία από τις νεροποντές και τις χιονοθύελλες, αφού πολλοί τσοπαναραίοι περνούσαν με αυτή ολόκληρη τη νύχτα κάτω από κάποιο έλατο ή στριμωγμένοι σε κανένα στρουγκοκάλυβο.

   Αν η αντρική φορεσιά της περιοχής είχε μια επιβλητικότητα, η γυναικεία ήταν ιδιαίτερα γραφική αλλά απλή. Τα μαλλινοφούστανα γίνονταν στον αργαλειό και τα περισσότερα τα έκοβαν στο κάτω μέρος μ’ ένα ψαλίδι σε τρίγωνα, που για να μην ξεφτίζουν αλλά και για να δώσουν χάρη στο φόρεμα, τα κεντούσαν με διάφορες χρωματιστές κλωστές κυρίως κόκκινες.

   Άλλο φόρεμα ήταν οι βλαχόφουστες που ήταν μαύρες με πολλές μικρές

δίπλες. Όπως και στους άντρες, συνηθιζόταν παλιότερα και το γιλέκο στις

γυναίκες αλλά και οι χοντρές μάλλινες κάλτσες (τσουράπια) που τις έδεναν με καλτσοδέτες. Συχνά οι κάλτσες αυτές ήταν κεντημένες, πράγμα που περισσότερο το συναντάμε στις βλάχισσες. Φορούσαν επίσης τσαρούχια και στο κεφάλι και στο κεφάλι την τσίπα ή μπόλια, ένα κεφαλομάντηλο που τις περισσότερες φορές ήταν κεντημένο, ιδιαίτερα όταν το φορούσαν νέες γυναίκες. Η τσίπα είχε ολόγυρα τα κουκάκια, δαντέλα φτιαγμένη με το βελονάκι σε δύο – τρεις χρωματισμούς που της έδινα έτσι μεγαλύτερη χάρη. Το χρώμα τους ήταν καφετί ή άλλα σκούρα χρώματα, ενώ μαύρη μαντήλα φορούν οι γυναίκες που είχαν πένθος ή ήταν μιας περασμένης ηλικίας. Απλή και με πολύ μεράκι φτιαγμένη ήταν η ποδιά, που φτιαχνόταν κι αυτή στον αργαλειό και στο κάτω μέρος ήταν κεντημένα διάφορα απλά σχέδια με χρωματιστές μάλλινες κλωστές που στόλιζαν με απλότητα το μονόχρωμο, συνήθως μαύρο, χρώμα της.

   Αυτή η απλότητα που διέκρινε την ποδιά ήταν το γενικότερο χαρακτηριστικό ολόκληρης της γυναικείας φορεσιάς που ουσιαστικά αποτελούσε μια πρόσμιξη στοιχείων από τις φορεσιές κοντινών περιοχών (Ευρυτανικών Αγράφων, Αιτωλοακαρνανία, Ηπείρου) αλλά και από τη φορεσιά των Σαρακατσάνων.

* Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε στην Φωνή Βραγκιανιτών, Αρ. Φύλλου 43, τον Αύγουστο του 2014. Επίσης το απόσπασμα σχετικά με τις φορεσιές είναι αναδημοσίευση από αφιέρωμα για την Αργιθέα του περιοδικού “Χορεύω” τεχ. 12.