π. ΑΓΑΘΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΛΑΤΣΟΣ

ἕνας σύγχρονος ἅγιος (1868- 1972)

 

Ὁ πατὴρ Ἀγαθάγγελος γεννήθηκε ἀπὸ οἰκογένεια πολύτεκνη,  17 ἀδέλφια. Ἦταν ὁ 13ος  . Ὁ παππούλης ἀπὸ 13 χρονῶν ἔφυγε καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι στοῦ Μπόρσα στὴν Ἀργολίδα. Ἐκεῖ ἔγινε μοναχὸς καὶ ὑστερα ὁ δεσπότης τὸν ζήτησε στὸ Ναύπλιο νὰ τοῦ διαβάζει τὶς ἀκολουθίες γιατί ἦταν φιλακόλουθος, ἀλλὰ ἄρρωστος. Πῆγε μὲ εὐλογία τοῦ Γέροντά του. Κάποτε ὁ δεσπότης  τὸν ἔστειλε νὰ πάρει νερὸ ἀπὸ μία βρύση  στὴν πλατεία τοῦ Ναυπλίου, γιατί τότε δὲν εἶχαν βρύσες στὰ σπίτια. Ὁ κόσμος ποὺ τὸν ἔβλεπε, ἔλεγε: «καθίστε νὰ δοῦμε ποὺ ἔρχεται ὁ ὄμορφος καλόγερος» . Τοῦ παππούλη δὲν τοῦ ἄρεσε αὐτὸ καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν μητρόπολη καὶ πῆγε πάλι στὸ μοναστήρι του. Στὸ μοναστήρι, ἐκεῖ ποὺ πῆγε ὁ δεσπότης τὸν εἰδοποίησε νὰ γυρίσει πάλι πίσω στὸ Ναύπλιο, γιατί ἀλλιῶς θὰ τὸν διώξει ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Λέει λοιπὸν ὁ παππούλης: «Καλύτερα νὰ φύγω ἀπὸ τὸ μοναστήρι μου, παρὰ νὰ ζῶ στὸν κόσμο». Ἔφυγε λοιπόν, ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς μετάνοιάς του κι ἦρθε στὸν Ἅγ. Δημήτριο (στὸ χωριὸ) Στεφάνι, στὸν νομὸ Κορυνθίας. Ἐκεῖ ἔμεινε πολλὰ χρόνια μὲ τοὺς πατέρες καὶ ὑπηρετοῦσε ὡς μοναχός. Ἐπέθανε ὁ παππᾶς στὸ (χωριὸ) Καλαμάκι καὶ ζήτησε ὁ δεσπότης, ἕνα μοναχὸ νὰ τὸν κάνει ἱερέα. Στὸν Ἅγ. Δημήτριο ἐκεῖνον τὸν καιρὸ ἦταν ἕνας μοναχὸς ὁ π.Γρηγόριος Μπαλάφας, στὸν ὁποῖο ὁ δεσπότης εἶπε: «Θὰ σὲ πάρω  νὰ σὲ κάνω ἱερέα στὸ Καλαμάκι» . Καὶ ὁ πατὴρ Γρηγόριος ἀπὸ ταπείνωση τοῦ λέει: «Σεβασμιώτατε ξέρετε τί κάνετε; Παίρνετε τὴν κουκουβάγια καὶ ἀφήνετε τὴν πέρδικα». Καὶ λέει ὁ Δεσπότης: «Ποιὰ εἶναι ἡ κουκουβάγια καὶ ποιὰ εἶναι ἡ πέρδικα»; Καὶ τοῦ εἶπε ὅτι ἡ πέρδικα εἶναι ὁ π. Ἀγαθάγγελος ποὺ κρύβεται. Καὶ πῆρε τὸν π. Ἀγαθάγγελο διὰ τῆς βίας καὶ τὸν ἔκανε ἱερέα καὶ τὸν ἔφερε στὸ Καλαμάκι προσωρινά. Ὅμως ἔμεινε 25 χρόνια ἐκεῖ ὡς ἱερέας καὶ ἐργάσθηκε πάρα πολύ. Ἦταν  φιλακόλουθος καὶ ἀφιλάργυρος. Δὲν βάσταζε γιὰ τὸν ἑαυτό του τίποτα. Ὅ,τι εἶχε τὸ μοίραζε στοὺς πτωχούς, στὶς χῆρες καὶ τὰ ὀρφανά. Ἐνῷ ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι καλοὶ πνευματικοί, ἐν τούτοις  ἔρχονταν ἀπὸ τὴν Κόρινθο πλῆθος κόσμου , νὰ ἐξομολογηθεῖ. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ δεσπότης , ὅταν εἶδε ὅτι ὁ κόσμος ἐρχόταν, καραβάνια ὁλόκληρα γιὰ νὰ ἐξομολογηθοῦν μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὴν Κόρινθο, τὸν πῆρε καὶ τὸν πῆγε στὸν Ἅγ. Γεώργιο πάνω ἀπὸ τὴν Κόρινθο γιὰ νὰ ἐξομολογεῖ ἐκεῖ. Καὶ τὸν ἔκανε καὶ ἐξομολόγο του  (ὁ Δεσπότης). Δυὸ δεσποτάδες τὸν εἶχαν πνευματικό. Ἐκεῖ ἔμεινε πιὰ ὣς τὰ βαθιὰ γεράματα. Ἔλεγε, ὅταν ἦταν στὸ Καλαμάκι: «Ἅμα θὰ πεθάνω, θὰ μὲ πᾶτε στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο νὰ μὲ κηδεύσετε» . Γιατί εἶχε γκρεμιστεῖ τὸ ’28 ἡ ἐκκλησία μαζὶ μὲ τὴν Παναγία στὸ Καλαμάκι καὶ ζήτησε ἀπὸ τὸν δεσπότη νὰ φτιάξουν τὴν ἐκκλησία, ἀλλὰ ὁ δεσπότης εἶπε:  «π. Ἀγαθάγγελε…ἐδῶ δὲν ἔχουμε ἐνορίες…δὲν μποροῦμε νὰ φτιάξουμε τὸ ξωκκλήσι» . Ὁ π. Ἀγαθάγγελος εἶχε ἀδέλφια στὴν Ἀμερικὴ καὶ τοὺς ἔγραψε καὶ τοῦ ἔστειλαν λίγα χρήματα. Ἔφτιαξε ὁ ἴδιος ἀσβεστοκάμινο καὶ ἔκανε πάλι τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγ. Χαραλάμπους. Τὸν Ἅγιο τὸν εὐλαβεῖτο καὶ τὸν ἀγαποῦσε πάρα πολὺ καὶ εἶχε ἐπιθυμία νὰ κηδευτεῖ ἐκεῖ. Ὅταν ὅμως ἔφυγε γιὰ τὴν Κόρινθο, ἔπαυσε αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία του. Μετὰ ἀπὸ χρόνια ἔμαθε ὅτι στὸν Ἅγ. Χαράλαμπο ἦρθε μία μοναχή, ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία κι αὐτὴ ἀπὸ τὸ Ἄργος προερχόμενη. Καὶ ὁ π. Ἀγαθάγγελος ἦταν τότε στὸν Ἅγ. Γεώργιο, ἦταν πολὺ γέρος καὶ πήγαιναν οἱ χριστιανοὶ νὰ τὸν δοῦνε, νὰ ἐξομολογηθοῦν. Τὸν ἔβλεπαν σὲ αὐτὰ τὰ χάλια καὶ τὸν ἔλεγαν: «Γέροντα, νὰ φέρουμε τὸν ἀνηψιό σου νὰ σὲ πάρει, νὰ σὲ κοιτάξει;». «Ὄχι ,ἔλεγε, παιδί μου, ἔχει ὁ Θεὸς τὸν σκοπό του. Θὰ μοῦ στείλει τὸν ἄγγελό του νὰ μὲ γηροκομήσει». Στέλνει λοιπόν, τὸν Ποζανίδη τὸν Πρόδρομο στὸν Ἅγ. Χαράλαμπο νὰ παρακαλέσει τὴν ἀδελφὴ Εὐλογία νὰ τὸν γηροκομήσει. Ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία εἶχε ἀκούσει ἀπὸ τὴν γερόντισσά της γιὰ ἕναν σεβαστὸν γέροντα καὶ ἅγιον ἄνθρωπον καθὼς ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὸν δεσπότη τὸν Μιχαὴλ ποὺ ἐξελέγη Ἀμερικῆς. Εἶχε ἐπιθυμία νὰ τοῦ φιλήσει τὸ χέρι, ἔλεγε:  «Ἄχ, νὰ τὸν γνωρίσω νὰ τοῦ φιλήσω τὸ χέρι, νὰ πάρω τὴν εὐχή του» . Ὅταν ἦρθε λοιπὸν ὁ κ. Πρόδρομος καὶ τῆς εἶπε νὰ γηροκομήσει τὸν π. Ἀγαθάγγελο, ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία σάστισε καὶ ἀπόρησε καὶ εἶπε: «Ἐγὼ τὸ χέρι ζήτησα νὰ φιλήσω, ὄχι νὰ τὸν γηροκομήσω» , ὅμως εἶχε πολλὴ φτώχια. Δὲν εἶχε ποῦ νὰ μείνει· ἔμενε μέσα στὴ ἐκκλησία. Εἶχε φτιάξει πρόχειρα 2-3 κελλάκια , ἀλλὰ δὲν ἦταν περιποιημένα καὶ σκεπασμένα γιὰ νὰ μπορέσει νὰ πάρει τὸν παππούλη. Ἐν πάσῃ περιπτώσει τὸν δέχτηκε. Λέει (ὁ κ. Πρόδρομος) «εἶναι 101 ἐτῶν». Λέει (ἡ ἀδελφή) «ἅμα ἦταν νέος δὲν θὰ εἶχε τὴν ἀνάγκη τὴ δική μου». Τὸν πῆρε λοιπὸν ἡ γερόντισσα Εὐλογία, καὶ εἶπε νὰ φέρει λίγα πραγματάκια καὶ ροῦχα  νὰ σκεπάζεται. Τὸν ἔφεραν στὶς  19 Σεπτεμβρίου. Ὅταν τὸν φέρανε τὸν παππούλη ἤλπιζε ὅτι θὰ φέρουν καὶ ροῦχα τὴν ἴδια μέρα. Ἔφεραν ἕνα κρεβατάκι μὲ δυὸ σανίδες καὶ δυὸ σίδερα, ἕνα παλιὸ στρῶμα καὶ ἕνα παλιὸ χράμι. Τότε ἔκανε πολὺ νωρὶς χειμώνα, κρύο, βροχὲς καὶ ὑγρασίες. Τοῦ λέει: «Παππούλη, δὲν ἔχεις ἄλλο ροῦχο νὰ σκεπαστεῖς; κάνει κρύο». «Ὄχι παιδί μου -λέει- εἶχα καὶ ἕνα πάπλωμα ἀλλὰ μία φτωχιὰ χήρα δὲν εἶχε νὰ σκεπάσει τὰ παιδιά της καὶ τῆς τὸ ἔδωσα, γιατί τὰ παιδάκια ἦταν κρίμα νὰ ἀρρωστήσουν καὶ νὰ πεθάνουν. Ἐγὼ γέρος εἶμαι· δὲν ἔχω ἀνάγκη, ἂς πεθάνω». Καὶ ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία ἔγραψε στὰ ἀδέλφια της καὶ τῆς ἔστειλαν λίγα ροῦχα καὶ ἔτσι τὸν ἐβόλεψε.

Μετὰ ἔμαθε ὁ κόσμος γιὰ τὸν παππούλη ποὺ ἦταν, γιατί ὁ παππούλης εἶχε φήμη καὶ ἦταν πάρα πολὺ καλὸς καὶ ἐνάρετος καὶ τὰ εἶχε δώσει ὅλα γιὰ τὸν συνάνθρωπό του. Ὅταν ἦρθε στὴν ἀδελφὴ Εὐλογία, τῆς λέει: «Πάρτε αὐτὸ τὸ κουτάκι, ἦταν ἕνα κουτάκι ἀπὸ καμὲλ ποὺ βάφουν τὰ παπούτσια, ἔχει λίγα χρήματα μέσα ἂν περάσει κανένας  φτωχὸς νὰ δώσουμε ἐλεημοσύνη». Κοιτάζει ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία, τί νὰ δεῖ; Ἑπτὰ δραχμές. Τοῦ δίνει μὲ μία περιφρόνηση τὸ κουτὶ καὶ τοῦ λέει: « Ἐσὺ δὲν ἔχεις ροῦχα  νὰ κοιμηθεῖς Χριστιανέ μου, ἐλεημοσύνη θὲς νὰ κάνεις;». Ἀλλὰ μετὰ ὁ Θεὸς οἰκονόμησε καὶ γνώρισε τὴν ἀξία τοῦ παππούλη. Καὶ ἔστειλε ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμο ἀνθρώπους ποὺ τὸν βοήθησαν, τοῦ ἔφεραν ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὶς προῖκες οἱ κοπέλες, σεντόνια, δῶρα, τροφές, τὰ πάντα γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐπιβιώσει. Ἔκατσε ἕνα μήνα. Ἦταν ὄρθιος στὴν ἐκκλησία τὴν ὥρα τῆς ἀκολουθίας ἢ τῆς λειτουργίας ὅταν σπανίως εἶχαν. Ἔπεσε κάποτε καὶ χτύπησε στὴ λεκάνη καὶ τὴν ἔσπασε, δὲν μποροῦσαν νὰ τοῦ κάνουν τίποτε· ἡλικία προχωρημένη. Καὶ ἔμεινε στὸ κρεβάτι πιά, κατάκοιτος ὀκτὼ χρόνια καὶ τὸν διακονοῦσε ἀόκνως ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία χωρὶς νὰ τὸν ἀφήσει οὔτε στιγμὴ ἀπεριποίητο. Τότε μὲ δύσκολες συνθῆκες ἔπλενε ἔξω, μέσα στὴ βροχὴ ἅπλωνε, γιατί δὲν εἶχε δύναμη νὰ φτιάξει τίποτα, στέγνωνε τὰ ροῦχα σὲ μία σόμπα μὲ ξύλα γιὰ νὰ μπορέσει νὰ τὸν περιποιηθεῖ. Ἀλλὰ ὁ γέροντας εἶχε τόσο εὐγένεια, τόσο καλὴ γλώσσα, τόσο ἐνάρετος ἦταν ποὺ εἶχε τὸ προορατικὸ χάρισμα καὶ τὴν εἶχε εὐχαριστήσει τὴν ἀδελφὴ Εὐλογία τόσο πολὺ ἡ συμπεριφορά του, καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ὅλη, καὶ τὸ ἱστορικό του ποὺ τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸ ἔκανε μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση χωρὶς νὰ γογγύσει γιὰ τὸ παραμικρό.

Ἦταν πολλὰ πράγματα ποὺ τῆς ἔλεγε, ὅπως «Ἐγὼ θέλω νὰ μεταλάβω. – Παππούλη μου, δὲν ἔχουμε παππᾶ, πῶς θὲς νὰ μεταλάβης; – Ἐγὼ θὰ μεταλάβω , δὲν θὰ μοῦ δώσεις τίποτα σήμερα νὰ φάω. – Μά!!! Παππούλη μου δὲν ἔχουμε παππᾶ, δὲν ἔχει τηλέφωνο νὰ εἰδοποιηθεῖ….γιὰ νὰ μπορέσει νὰ κάνει λειτουργία. Ἐρχόταν ἕνα ποῦλμαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, ἕνας πατὴρ ἀπὸ τὸν Πειραιά, ὁ ὁποῖος εἶχε εἰδοποιήσει τὴν μητρόπολη ὅτι θὰ πάει στὸ Καλαμάκι, στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο νὰ λειτουργήσει καὶ εἰδοποίησε τὸν παππούλη νὰ μὴν φάει γιὰ νὰ μεταλάβει, ἀλλὰ ὁ παππούλης δὲν εἶχε τηλέφωνο καὶ ὅμως ἤξερε καὶ ἔλεγε ὅτι «δὲν θὰ φάω τίποτα καὶ θὰ κοινωνήσω σήμερα». Καὶ ὅταν μετὰ ἀπὸ τὶς 7:30- 8:00 εἶδε ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία ὅτι δὲν τρώει ὁ παππούλης τὸν πίεζε μὲ βία νὰ φάει, γιατί αὐτὴ εἶχε δουλειά. Τῆς λέει: «Ἐσεῖς πηγαίνετε, γερόντισσα, κάντε τὴ δουλειά σας, μὴν ἀνησυχεῖτε , ἐγὼ θὰ κοινωνήσω σήμερα». Βλέπει λοιπὸν ἀπὸ ἔξω ὅτι κατέβηκε ἕνα ποῦλμαν καὶ ἐρχόταν ὁ ἱερέας τρέχοντας νὰ προλάβει μήπως εἶχε φάει ὁ παππούλης γιὰ νὰ τὸν κοινωνήσει.

Πολλὲς φορὲς ἐρχόταν ὁ σατανᾶς καὶ τὸν ἔβλεπε καὶ νομίζοντας ὅτι χτυπάει τὸν σατανᾶ, χτυποῦσε τὴν ἀδελφὴ Εὐλογία, ἀλλὰ καταλαβαίνει ὅτι αὐτὸ ἦταν τοῦ σατανᾶ.

Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ προγνώριζε καὶ προεῖπε, τρεῖς μέρες νωρίτερα, τὸν θάνατό του. Ἐπίσης καὶ σὲ παιδιὰ καὶ σὲ ἄλλους ἀρρώστους ποὺ ἔρχονταν στὸ Μοναστήρι νὰ πάρουν τὴν εὐχή του τοὺς φανέρωνε τί εἶχαν κάνει καὶ γνώριζε τὰ προβλήματά τους. Ἔλεγε γιὰ τὶς γυναῖκες, προφητεύοντας ὅτι θὰ φοροῦν παντελόνι. Καθὼς καὶ τί θὰ γίνονταν στὸ μέλλον. Τὰ πάντα! Στὴν ἀρχὴ ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία νόμιζε ὅτι τὰ ἔλεγε ἔτσι ἀπὸ τὸν πυρετὸ ἢ ἀπὸ ἀδιαθεσία καὶ τοῦ ἔλεγε: «Τί λέτε παππούλη, πῶς θὰ φορέσει ἡ γυναίκα παντελόνια; Δὲν εἴμαστε καλά». Κι ὅμως αὐτὰ ἀργότερα βγῆκαν ὅλα ἀλήθεια καὶ τότε κατάλαβε ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία ὅτι ἦταν ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος. Ἔρχονταν λεωφορεῖα ὁλόκληρα ἀπὸ τὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια του καὶ τὴν συμβουλή του. Κάποτε ἦταν καὶ ἕνας -Θεὸς συγχωρές τον τώρα- θεολόγος ὁμιλητής, λαϊκὸς καὶ τοῦ εἶπε ὁ παπούλης ὅλη του τὴ ζωὴ καὶ τί τοῦ εἶχε συμβεῖ. Τότε ἔμαθαν ὅλοι οἱ χριστιανοὶ ποὺ ἐρχόντουσαν μαζί του, ὁ σύλλογός του ὅτι ὁ θεολόγος ἦταν παντρεμένος καὶ ἡ γυναίκα τοῦ εἶχε σκοτώσει τὸ παιδί τους γιὰ νὰ φύγει μὲ τὸν φίλο της. Αὐτὸ ποὺ ἀποκάλυψε ὁ παππούλης καὶ αὐτὸς ὁ θεολόγος ἀπὸ τότε καὶ μετὰ ἐρχόταν συνέχεια ἐδῶ στὸ Μοναστήρι γιὰ νὰ παίρνει τὴν εὐχὴ τοῦ παππούλη καὶ γιὰ νὰ συμβουλεύει καὶ τὸν κόσμο (ὁ θεολόγος μέσῳ τοῦ παππούλη) γιὰ νὰ παίρνουν σωστὸ παράδειγμα. Ἔτσι ἔφτασε στὰ τελευταῖα της ζωῆς του. Εἶπε λοιπὸν ὁ π. Ἀγαθάγγελος στὴ μοναχὴ Εὐλογία: «Ἐγὼ θὰ φύγω σὲ τρεῖς μέρες· νὰ λάβεις τὰ μέτρα σου, γιατί εἶσαι μόνη». Δὲν εἶχε ὅμως τηλέφωνο νὰ εἰδοποιήσει κάποιον, ἦταν μόνη της. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἦρθε κάποιος χριστιανὸς καὶ εἰδοποίησε κάποιους. Πρίν ὅμως νὰ συμβεῖ αὐτὸ εἶδε ἕνα ὄνειρο ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία, ὅτι ἐδῶ στὴν αὐλή, κάτω ἀπὸ τὰ δέντρα εἶχε πολλὰ μικρὰ κυππαρισάκια καὶ κελαηδοῦσαν πάνω, πάρα πολλὰ πολλὰ πουλάκια καὶ εἶχε πανσέληνο. Καὶ  ἔλεγε στὸν ὕπνο της ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία: «Δὲν ἔρχεται κανεὶς νὰ ἀκούσει αὐτὸ τὸ κελάηδημα; Τόσα πουλάκια ποῦ βρεθήκανε; Θεῖο εἶναι αὐτὸ τὸ πράγμα;». Καὶ τότε βλέπει ἕναν νεαρὸ νὰ ἔρχεται μέσα ἀπὸ τὴν αὐλόπορτα μὲ ἕνα φάκελο στὴ μασχάλη, νὰ περνάει ἀπὸ μπροστά της κάνοντας ὑπόκλιση καὶ νὰ φεύγει μέσα στὸ κελλὶ τοῦ παππούλη νὰ κλείνει τὴν πόρτα. Ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία βλέποντας αὐτὸ τὸ πράγμα ἐστενοχωρήθηκε καὶ λέγει: «Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ ἄγνωστος ποὺ μπῆκε μέσα καὶ ἔκλεισε καὶ τὴν πόρτα;»· στὸν ὕπνο ὅλα αὐτά. Καὶ πῆγε στὸν παππούλη καὶ λέει «τί θέλετε κύριε;». Ἦταν γονατισμένος κοντὰ στὸ μαξιλάρι τοῦ (παππούλη)  καὶ τοῦ εἶχε ἀγκαλιάσει τὸ κεφάλι. «Μπήκατε μέσα καὶ κλείσατε  καὶ τὴν πόρτα». Τότε τῆς λέει ὁ νεαρός: «Μὴ φοβᾶσαι, ἀδελφὴ Εὐλογία, εἶμαι ὁ ἄγγελός του. Ἦρθα νὰ τὸν δῶ» καὶ λέει (αὐτή) στὸν ἄγγελο: «Νὰ σᾶς ἀφήσω νὰ συζητήσετε καὶ ἐγὼ νὰ βγῶ νὰ χαρῶ τὰ πουλιὰ ποὺ κελαηδοῦνε». Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ σηκώθηκε ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία νὰ τὸν περιποιηθεῖ καὶ τῆς λέει: «Σὲ τρεῖς μέρες θὰ φύγω. Μὴν τὸ παίρνετε  ἀψήφιστα». «Ποῦ θὰ πᾶς, τοῦ λέει, παππούλη,  ἐδῶ εἶναι τὸ σπίτι μας». «Λάθος κάνεις, δὲν εἶναι τὸ σπίτι μας ἐδῶ· τὸ σπίτι μας εἶναι στὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ἐδῶ εἴμαστε ταξιδιῶτες». Τοῦ λέει: «Ποιός σοῦ τὸ εἶπε παππούλη;». «Μοῦ τὸ εἶπε ὁ ἄγγελός μου. Μὲ εἰδοποίησε σὲ τρεῖς μέρες θὰ φύγω». Ἦταν Μάρτιος μήνας. Ὁ παππούλης εἶδε τὸ ὄνειρο Παρασκευὴ βράδυ, Σάββατο ξημερώματα καὶ ἡ Τρίτη μέρα ἦταν πλέον τὴ Δευτέρα 21 Μαρτίου. Τότε εἶπε στὴν ἀδελφὴ Εὐλογία νὰ φωνάξει μερικοὺς νὰ τῆς κάνουν λίγο συντροφιά, ἀλλὰ δυστυχῶς καὶ τὸ πίστευε καὶ δὲν τὸ πίστευε ἡ ἀδελφὴ Εὐλογία. Ἐφόσον ὅμως τῆς τὸ ἔλεγε μὲ πειστικότητα, ἐπῆρε ἀπόφαση, ἀφοῦ εἶχε δεῖ καὶ αὐτὴ τὸ ὄνειρο. Καὶ στὶς τρεῖς μέρες ἐκοιμήθηκε ὁ παππούλης. Τῆς ζήτησε ὅμως νὰ συγχωρεθοῦνε νὰ πάρει τὴν εὐχή της. Τῆς ἔλεγε: «Δῶσε μου τὰ χέρια σου νὰ τὰ φιλήσω, διότι αὐτὰ τὰ χέρια μὲ ὑπηρετῆσαν ὀκτὼ χρόνια, καὶ ὅσα τράβηξες ἐσὺ μαζί μου, δὲν τράβηξε ἡ μάνα ποὺ μὲ γέννησε». Τὴν εὐχαρίστησε καὶ κατόπιν εὐχαρίστησε τὰ μάτια του, τὴ μύτη του, τὸ στόμα του, τὰ αὐτιά του καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα τὸν Θεὸ γιὰ τὴ δημιουργία τῶν ἁπάντων καὶ μὲ τὴν εὐχὴ στὸ στόμα «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με» , ἔφυγε κλείνοντας τὰ μάτια του στὶς 21 Μαρτίου 1972 σὲ ἡλικία 104 ἐτῶν. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἄρχισε πλέον εὐωδία ἀνεξίτηλος. Τὴν ἄλλη μέρα στὴν κηδεία ἐμυρόβληζε καὶ ὁ Δαμασκηνὸς ὁ μακαρίτης  εἶπε: «Καὶ μυροβλήτη θὰ σὲ ὀνομάσωμεν», μαζὶ μὲ τὸν μακαριστὸ Παντελεήμονα. Καὶ ὅταν τοῦ ἔβαλαν τὸ Εὐαγγέλιο πάνω στὸ φέρετρο, ἄνοιξε τὰ χέρια του ἀπὸ τὸ δέσιμο ποὺ εἶχαν καὶ ἔπιασε ἀγκαλιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ εἶπε ὁ Δεσπότης: «Ἀφῆστε το νὰ τὸ πιάσει, διότι δὲν τὸ χόρτασε ἐδῶ στὴν γῆ». Κατόπιν ἔκαναν κενοτάφιο, τὸ χτισαν μέσα νὰ βρεθοῦν καθαρὰ τὰ λείψανά του. Καὶ ὄντως ἔτσι ἔγινε μετὰ ἀπὸ 36 χρόνια ποὺ ἔγινε ἡ ἀνακομιδή του. Σὲ πολὺν κόσμο εἶχε παρουσιαστεῖ καὶ τοὺς  εἶχε πεῖ: «Ζητῆστε μου ὅ,τι θέλετε· εἶμαι στὴν διάθεσή σας, ἔχω πολλὴ παρρησία στὸ Θεό». Σὲ πολλοὺς εἶχε κάνει θαύματα, εἶχε δώσει σὲ ἄτεκνες μητέρες παιδιὰ καὶ πολλὰ παιδάκια εἶχε κάνει καλά, μετὰ τὸν θάνατό του. Εἴπαμε τὸν  Δεσπότη νὰ κάνουμε ἐκταφὴ καὶ μᾶς εἰδοποίησε καὶ εἶπε ποιὰ μέρα νὰ κάνουμε τὴν ἐκταφή. Καὶ πράγματι ἔγινε ἡ ἐκταφὴ καὶ βρέθηκαν, τὸ καλυμμαῦχι του ἀκέραιο, ἡ γενεάδα του, τὰ μαλλάκια του καὶ τὰ ὀστά του σὲ πολὺ καλὴ κατάσταση καὶ εὐωδίαζαν ἄρρητα.

*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘ρ’ , Θ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΑΝ.-ΜΑΡΤ. 2012

IERO ISYXASTHRIO