Μνήμες από Ένα Αξέχαστο Σχολείο

Μερόπης Ν. Σπυροπούλου

Ὁμότιμης Καθηγήτριας Πανεπιστημίου  Ἀθηνῶν

    Ἡ Θεία Πρόνοια μὲ ἀξίωσε νὰ φοιτήσω, γιὰ τὶς ἐγκύκλιες σπουδές μου, σ’ ἕνα σχολεῖο τοῦ ὁποίου ἡ ἱστορία μοιάζει μὲ παραμύθι. Ἦταν τὸ  Ἀβερώφειο, στὴ χώρα τοῦ μεγάλου ποταμοῦ, τὴν Αἴγυπτο, στὴν Ἀλεξάνδρεια. Τὴν πόλη ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος σχεδίασε στὴν ἀντικρινὴ πρὸς τὴν Ἑλλάδα ἀκτὴ τῆς Μεσογείου. Ἐκεῖ ὅπου – ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς δεσμοὺς ποὺ ὑπῆρχαν μεταξὺ τῶν δυὸ λαῶν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα – ἀπὸ τοὺς μεταβυζαντινοὺς ἤδη χρόνους, στὴν Ἀραβικὴ Αἴγυπτο, τὴν τουρκοκρατούμενη, ἀλλὰ καὶ τὴν Αἴγυπτο τῶν Μαμελούκων καὶ τοῦ Μωχάμεντ Ἄλη, οἱ Ἕλληνες μέσα στὴν τότε πολυπολιτισμικὴ κοινωνία κυριάρχησαν σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς.

    Πιὸ συγκεκριμένα, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου  αἰώνα καὶ μέχρι τὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1950, οἱ Ἕλληνες ποὺ ζοῦσαν στὴν Αἴγυπτο, μὲ τὶς ἐξαιρετικές τους δραστηριότητες στοὺς τομεῖς τοῦ ἐμπορίου, τῆς ναυτιλίας, τῆς γεωπονίας, ἀλλὰ καὶ τῶν γραμμάτων,  ἔφτασαν νὰ δημιουργήσουν αὐτὸ ποὺ τόσο εὔστοχα ἐπισήμανε καὶ κατέγραψε ὁ Μανώλης Γιαλουράκης, τὴν «Αἴγυπτο τῶν Ἑλλήνων». Μὲ πνεῦμα χρέους, εὐθύνης καὶ ἐθνικῆς συνειδήσεως καὶ ὑπερηφάνειας, πιστοὶ στὶς ὑποθῆκες τῆς μαγικῆς φύτρας τῆς φυλῆς, οἱ ἰδιοφυεῖς Ἕλληνες τοῦ αἰώνα ποὺ πέρασε, οἱ ὁποῖοι σ’ αὐτὴν τὴ φιλόξενη δεύτερη πατρίδα πλουτίζουν καὶ καταξιώνονται κοινωνικά, δὲν συναγωνίζονται γιὰ τὸ ποιὸς θὰ κάνει τὴ μεγαλύτερη ἐπίδειξη χλιδῆς. Ἔγνοιά τους εἶναι τὸ ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ προσφέρει τὰ περισσότερα στὴν ἑλληνικὴ παροικία πού, χρόνο μὲ τὸν χρόνο, ριζώνει ἐκεῖ, ὅπως καὶ στὴν πολυαγαπημένη μάννα πατρίδα ποὺ ἄφησαν πίσω, ἀλλὰ τὴν κρατοῦν πάντα ζεστὰ φυλαγμένη στὴν καρδιά τους. Κι ἀξίζει, νομίζω, νὰ ἀναφέρω ὅτι, σὲ καμμιὰ ἄλλη ξένη παροικία τῆς Αἰγύπτου, δὲν ὑπῆρχε αὐτὸ τὸ μεγαλεῖο της δωρεᾶς καὶ τῆς προσφορᾶς στὰ κοινά, τῆς φροντίδας καὶ τῆς λαχτάρας γιὰ ἐθνικὲς διακρίσεις. Ἴσως αὐτὴ νὰ ἦταν καὶ μία ἀπὸ τὶς αἰτίες γιὰ τὶς ὁποῖες, οἱ γηγενεῖς κάτοικοι τῆς Αἰγύπτου, ξεχώριζαν πάντα μὲ θαυμασμὸ καὶ ἀγάπη τοὺς Ἕλληνες ἀπὸ ὅλους τους ἄλλους ξένους ποὺ ζοῦσαν στὴ χώρα τους.

     Εἶναι ἀνέφικτο νὰ προσπαθήσω νὰ ἀναφέρω τὰ ὀνόματα, ἔστω καὶ μερικῶν, ἀπὸ τοὺς ἐπιφανεῖς ἀλλὰ καὶ ἀφανεῖς ἐθνικοὺς εὐεργέτες πού, ἀπὸ τὶς προσφορές τους, εἶναι γνωστοὶ κι ἐδῶ στὴν πατρίδα μας. Εἶναι τόσοι πολλοί. Καὶ ὅλοι, ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι, πιστοὶ στὸ χρέος, ἀλλὰ καὶ ὑπερήφανοι γιὰ τὴν ἐθνική τους κληρονομιά, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὑπέροχα εὐαγῆ ἱδρύματα ποὺ προσφέρουν στὶς ἑλληνικὲς παροικίες τῆς Αἰγύπτου – νοσοκομεῖα, γηροκομεῖα, ὀρφανοτροφεῖα, βιβλιοθῆκες, πολιτιστικὰ κέντρα – καὶ τὴν ποικίλη βοήθεια καὶ ὑποστήριξη πρὸς τὴν μητέρα πατρίδα, προχωροῦν, μὲ ὅραμα, σὲ κάτι ἀκόμα πιὸ οὐσιαστικό.

  Ἔχοντας, ἀπὸ πολὺ νωρίς, συνειδητοποιήσει βαθύτατα τὴ σημασία ποὺ εἶχε γιὰ τὸ μέλλον τῶν Αἰγυπτιωτῶν Ἑλλήνων ἡ  Παιδεία  χτίζουν – τί ἄλλο;- σχολεῖα. Ἱδρύονται σαράντα δυὸ ἑλληνικὰ σχολεῖα πρωτοβάθμιας ἐκπαίδευσης, σὲ ὅλη τὴν Αἴγυπτο, δώδεκα σχολεῖα δευτεροβάθμιας ἐκπαίδευσης στὶς μεγάλες πόλεις καὶ τρεῖς ἐπαγγελματικὲς σχολὲς στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τὸ Κάιρο. Ὁ σκοπός τους δὲν ἦταν μόνο ἡ μόρφωση καὶ ἡ ἐπαγγελματικὴ κατάρτιση τῶν μαθητῶν, ἀλλὰ καὶ «γιὰ νὰ κρατήσουν τὰ ἑλληνόπουλα γλώσσα, θρησκεία καὶ πατρίδα», ὅπως χαρακτηριστικὰ γράφτηκε τότε.

   Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ κλίμα γεννήθηκε καὶ τὸ σχολεῖο, ποὺ ἡ ἱστορία του μοιάζει μὲ παραμύθι καὶ ποὺ ἀπὸ μερικοὺς μελετητές ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς μία ἀπὸ τὶς Σχολὲς τοῦ Γένους. Τὸ Ἀβερώφειο. Ἡ ἀρχὴ ἔγινε τὴν ἐποχὴ ποὺ μπαίνουν οἱ βάσεις τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητος Ἀλεξανδρείας, ὅταν τὸ 1843, μὲ πρωτοβουλία τῶν ἀδελφῶν Τοσίτσα καὶ τοῦ ἀνηψιοῦ τους Ν. Στουρνάρη, ἱδρύεται τὸ «Σχολεῖο τῶν Γραικῶν», «τὸ ἀλληλοδιδακτικὸν καὶ ἑλληνικόν», δημοτικὸ καὶ κάπως προωθημένο πρὸς Σχολαρχεῖο. Αὐτὸ τὸ σχολεῖο τὸ 1854, μὲ δαπάνη Τοσίτσα, ἀποκτᾶ ἰδιόκτητη στέγη, μετονομάζεται σὲ Τοσιτσαία Σχολὴ (ἡ ὁποία ὑπάρχει μέχρι σήμερα καὶ θαυμάσια ἀνακαινισμένη στεγάζει τώρα τὸ Πατριαρχεῖο) καὶ γίνεται ἡ μητέρα σχολὴ ὅλων τῶν ἑλληνικῶν ἐκπαιδευτηρίων τῆς Αἰγύπτου.

   Τὸ 1878 ἡ Ἑλληνικὴ Κοινότητα Ἀλεξανδρείας ἀποφασίζει νὰ προσθέσει δυὸ γυμνασιακὲς τάξεις, μετὰ τὸ Σχολαρχεῖο καί, τὸ 1885-86, μὲ πρόεδρό της τὸν Γεώργιο Ἀβέρωφ, ἱδρύει τὸ πρῶτο τριτάξιο Γυμνάσιο, ποὺ ὀνομάζεται Ἀβερώφειο Γυμνάσιο. Τὸ 1889 γίνεται τετρατάξιο , ἀργότερα ἑξατάξιο καὶ ἀπὸ τὸ 1890-91 ἀναγνωρίζεται ὡς ἰσότιμο πρὸς τὰ ἀντίστοιχα σχολεῖα τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸ τότε ἑλληνικὸ Ὑπουργεῖο Ἐκπαιδεύσεως.

  Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ σχολεῖο, ποὺ στεγάζεται πιὰ σ’ ἕνα θαυμάσιο καλλιμάρμαρο συγκρότημα κτηρίων, γράφεται μέρα μὲ τὴ μέρα ἡ ἱστορία του. Καθὼς τὰ χρόνια περνοῦν, μὲ αὐστηρὰ ἐπιλεγμένους, φωτισμένους ἀλλὰ καὶ ἀπολύτως ἀφοσιωμένους δασκάλους, οἱ πρωτοποριακὲς πρωτοβουλίες καὶ δραστηριότητες, τὸ μεράκι, ὁ ἐνθουσιασμός, ἡ εὐσυνειδησία καὶ ἡ ἔμπνευση, ὅπως καὶ τὰ ἐντελῶς ἀντικειμενικὰ ἀποτελέσματα, συνθέτουν καὶ συντελοῦν στὴ φήμη τοῦ Ἀβερωφείου Γυμνασίου. Οἱ γεμάτες ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ γραπτὲς ἐντυπώσεις πολλῶν ἐπιφανῶν διανοουμένων Ἑλλήνων τῆς ἐποχῆς, ποὺ ἐπισκέπτονται τὴν Αἴγυπτο, ὅπως γιὰ παράδειγμα τοῦ Α. Ραγκαβῆ («Ἐκδρομὴ στὴν Αἴγυπτο», Περιοδικὸ Ἑστία, Τόμος 26, 1888 ) καὶ τοῦ Γ. Παρασκευόπουλου («Ἡ Μεγάλη Ἑλλάς», Ἔκδοσις 1898), ἀποτελοῦν ἀδιάψευστες μαρτυρίες γιὰ τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὸ ἀξιοθαύμαστο ἐκπαιδευτικὸ ἔργο ποὺ διαχρονικὰ ἄνθισε μέσα σ’ αὐτὸ τὸ Σχολεῖο.

   Μετὰ ἀπὸ τὶς διαπιστώσεις αὐτὲς εἶναι φυσικὸ νὰ τίθεται τὸ καίριο ἐρώτημα: Σὲ ποιοὺς παράγοντες ὀφειλόταν ἄραγε ἡ ἐπιτυχία αὐτοῦ τοῦ σχολείου καί, κατὰ παράλληλη ἀντιστοιχία, καὶ τῶν ἄλλων ἑλληνικῶν ἐκπαιδευτηρίων τῆς Αἰγύπτου;

    Θὰ προσπαθήσω νὰ ἀπαντήσω ἀπαριθμώντας, ὅσο πιὸ συνοπτικὰ εἶναι δυνατόν, στοιχεῖα ποὺ ἀντλῶ ἀπὸ προσωπικές μου μνῆμες καὶ ἐμπειρίες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ὅσα ἔχουν καταγράψει καὶ ἄλλοι, ποὺ εἶχαν τὴν τύχη νὰ ζήσουν μέσα σ’ αὐτοὺς τοὺς ἐκπαιδευτικοὺς χώρους, εἴτε ὡς μαθητὲς εἴτε ὡς δάσκαλοι:

    Ἕνας ἀπὸ τοὺς πρωταρχικοὺς παράγοντες, πιστεύω πὼς ἦταν ἡ συνειδητὴ   ἔγνοια τῶν ἁρμοδίων γιὰ τὴν οὐσιαστικὴ ἐκπαίδευση τῶν μαθητῶν, τὴν   ὁποία θεωροῦσαν ὡς βασικὸ καὶ ἀναντικατάστατο μέσον γιὰ νὰ  διατηρήσει ἡ παροικία τὴν ἐθνική της ταυτότητα, μέσα σὲ μία σαγηνευτικὴ κοσμοπολίτικη κοινωνία. Νὰ διατηρήσει δηλαδὴ τὴ θρησκεία, τὴ γλώσσα καὶ τὴν ἐθνική της συνείδηση.

   Συγχρόνως, ἡ ἔγνοια ἦταν νὰ προικιστοῦν τὰ ἑλληνόπουλα τῆς Αἰγύπτου, μὲ   ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα προσόντα· ὑπῆρχε μέσα στὸ Γυμνασιακὸ   πρόγραμμα μάθημα Ἐμπορικοῦ Δικαίου καί, ἤδη ἀπὸ τὸ 1843, διδασκαλία   Ἀραβικῶν καὶ Γαλλικῶν μὲ προσθήκη, ἀργότερα καὶ Ἀγγλικῶν – ὄχι ἁπλῶς  γιὰ νὰ ζήσουν ἀξιοπρεπῶς μέσα στὴν πολυπολιτισμική, ἀπαιτητικὴ καὶ ἄκρως   ἀνταγωνιστικὴ κοινωνία, ἀλλὰ γιὰ νὰ διακριθοῦν ἐπάξια μέσα σ’ αὐτήν.   Αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς ποιοτικῆς ἀγωγῆς, τῶν ἀξιῶν καὶ τῆς ἀξιοκρατικῆς   καταξίωσης,  διαπότισε καὶ ἐπικράτησε σὲ ὅλο τὸ φάσμα τῆς εὐρύτερης Παιδείας ποὺ παρεῖχαν αὐτὰ τὰ σχολεῖα. Ἀπὸ τοὺς ἐμπνευσμένους   Δασκάλους μεταγγιζόταν στοὺς μαθητές, ὡς ἐσωτερικὴ κινητήρια δύναμη, ἡ   πρόθεση νὰ εἶναι οἱ καλύτεροι, κι αὐτὸ ἔγινε κανόνας καὶ πράξη ζωῆς γιὰ ὅλη   τὴν ἑλληνικὴ παροικία.

   Εἶχαν θεσπιστεῖ καὶ λειτουργοῦσαν εἰδικὲς «Ἐπιτροπὲς Μελέτης τῆς Ἀγορᾶς».  Αὐτές, συμμετεῖχαν συμβουλευτικά, μεταξὺ ἄλλων, στὴν κατάρτιση τῶν ἐτήσιων ἀναλυτικῶν ἐκπαιδευτικῶν προγραμμάτων, στὴν ἐτήσια ἀντικειμενικὴ ἀξιολόγηση  τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς παρεχόμενης ἐκπαίδευσης καὶ τῆς ἀντίστοιχης ἀποδόσεως τῶν ἐκπαιδευτικῶν, προκειμένου νὰ ἀνανεωθεῖ ἡ ἐτήσια σύμβασή τους μὲ τὴν Κοινότητα.

    Ὑπῆρχε ἀποκεντρωμένη καὶ αὐτόνομη Διοίκηση τῶν Σχολείων ἡ ὁποία εἶχε τὴν εὐθύνη τῆς ἐφαρμογῆς ἐκπαιδευτικῶν προγραμμάτων ἐναρμονισμένων   πρὸς τὶς προδιαγραφὲς τοῦ, τότε, Ἑλληνικοῦ Ὑπουργείου Ἐκπαιδεύσεως. Εἶχε, ὅμως, καὶ τὴν εὐχέρεια κάποιας αὐτόνομης προσαρμογῆς τῶν προσφερομένων γνώσεων πρὸς τὶς ἀνάγκες καὶ ἐπιδιώξεις τῆς τοπικῆς κοινωνίας. Μὲ τὴ σημαντικὴ συμβολὴ τοῦ ἀείμνηστου Εὐ. Παπανούτσου, ὁ ὁποῖος – ἀφοῦ, μὲ ὑποτροφία τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητος Ἀλεξανδρείας μετεκπαιδεύτηκε στὴ Γερμανία- δίδαξε, γιὰ περισσότερα ἀπὸ δέκα χρόνια(1920-1931), στὰ Ἀβερώφεια ἐκπαιδευτήρια, ἐφαρμόστηκαν πρωτόγνωρες, γιὰ τὴν ἐποχή, ἐκπαιδευτικὲς δραστηριότητες.

     Τὸ σχολεῖο λειτουργοῦσε ἕξι μέρες τὴν ἑβδομάδα. Τὶς τρεῖς ἡμέρες ἴσχυε   ὁλοήμερο ἑπτάωρο πρόγραμμα, τὶς ἄλλες δυὸ ὀκτάωρο καὶ τὸ Σάββατο   ἑξάωρο. Μόνο ἔτσι καὶ μὲ τὸν ἀξιοθαύμαστο ζῆλο τῶν καθηγητῶν ἦταν    δυνατὸν νὰ χωρέσουν μέσα στὶς ὧρες τῆς διδασκαλίας καὶ οἱ τρεῖς   ὑποχρεωτικὲς ξένες γλῶσσες. Σὲ τέτοιο μάλιστα ἐπίπεδο ὥστε, μὲ τὴν   ἀποφοίτησή τους ἀπὸ τὸ Γυμνάσιο, οἱ μαθητὲς νὰ εἶναι σὲ θέση νὰ δίνουν τὶς   ἀπαιτούμενες ἐξετάσεις στὰ ἐπίσημα Κέντρα καὶ νὰ ἀποκτοῦν τὰ ἀντίστοιχα   ἀναγνωρισμένα πιστοποιητικὰ καὶ πτυχία.

      Μ’ αὐτὴν τὴν ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ προετοιμασία τῶν παιδιῶν τῆς ἑλληνικῆς παροικίας, ἀλλὰ καὶ μέσα σ’ ἕνα κλίμα ποὺ σεβόταν τὴν ποικιλία τῶν γύρω πολιτισμικῶν ἀξιῶν, ἡ Ἑλλάδα ἦταν πάντα παρούσα. Τόσο στὶς γεμάτες παλμὸ μαθητικὲς θρησκευτικὲς καὶ ἐθνικὲς γιορτές, στὰ θαυμάσια μαθητικὰ περιοδικά, ὅσο καὶ σὲ ὅλες τὶς συμμετοχὲς τῶν μαθητῶν στὰ θρησκευτικὰ καὶ πολιτιστικὰ δρώμενα τῆς ἑλληνικῆς κοινότητας.

      Εἶναι πάρα πολλὰ τὰ ὅσα θὰ μποροῦσαν ἀκόμα νὰ λεχθοῦν γιὰ τὰ Ἀβερώφεια καὶ τὰ ἄλλα σχολεῖα τῆς ἑλληνικῆς παροικίας στὴν Αἴγυπτο. Συμπερασματικὰ καὶ συνοπτικά, θὰ τὰ χαρακτηρίζαμε ὡς σχολεῖα ἀρχῶν, σχολεῖα ὅπου κυριαρχοῦσαν, στὴν  ἐφαρμοσμένη τους ἔννοια, οἱ λέξεις φιλότιμο, χρέος, ἀρετή, λειτούργημα, εὐθύνη, ἀξιοκρατία, πειθαρχία, ἱεραρχία, τιμή. Ἐκεῖ, οἱ μαθητὲς συνειδητοποιοῦσαν τὴ σημασία τῆς σύνδεσης τῆς ἔννοιας τῆς παιδείας μὲ τὴν ἔννοια τοῦ μόχθου.

      Ἴσως, δὲν χρειάζεται νὰ προστεθεῖ τίποτε ἄλλο. Ὅλα, ὅσα θὰ μποροῦσαν ἀκόμη νὰ λεχθοῦν χωρᾶνε στὴ λέξη εὐγμωμοσύνη. Αὐτὴν ποὺ θὰ νιώθουν πάντα ὅσοι ἀξιώθηκαν νὰ ζήσουν καὶ νὰ μορφωθοῦν μέσα σ’ αὐτὰ τὰ σχολεῖα.

  *ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘Ἐρῶ’ , Ζ΄ ΤΕΥΧΟΣ, ΙΟΥΛ.-ΣΕΠ. 2011