Μάννα γλυκύτατη, ἀτίμητη μάννα

«Μῆτερ, μῆτερ! Ἐὰν λησμονήσω τὸν Θεό, θὰ λησμονήσω καὶ σένα».

Ἀρχιμ. Νικόδημου Κανσίζογλου

Ἱεροκήρυκος Ἱ. Μητροπόλεως Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας

1. Η ΜΗΤΕΡΑ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ

α. Ὁ Ὀδυσσέας συναντᾶ τὴν ψυχὴ τῆς μάννας του.

Στὴ Λ΄ ραψωδία τῆς Ὀδύσσειας ὁ Ὅμηρος παρουσιάζει τὸν Ὀδυσσέα νὰ περνᾶ τὰ ὅρια τοῦ Ὠκεανοῦ, ὅπου βρισκόταν ἡ εἴσοδος τοῦ Ἅδη, καὶ ἐκεῖ νὰ συναντᾶ ἕνα πλῆθος ἀπὸ ψυχὲς νεκρῶν, ἀνάμεσα στὶς ὁποῖες καὶ τὴν ψυχὴ τῆς μάννας του, τῆς Ἀντικλείας. Ὅταν ὁ Ὀδυσσέας εἶδε τὴ μάννα του, λέει ὁ Ὅμηρος: «τὴν μὲν ἐγὼ δάκρυσα ἰδὼν ἐλέησά τε θυμῷ», δηλ. τὰ μάτια του δάκρυσαν καὶ πόνεσε ἡ ψυχή του. Μὲ μεγάλη ἀγωνία ρώτησε τὸ μάντη Τειρεσία, τί πρέπει νὰ κάνει γιὰ νὰ πλησιάσει καὶ νὰ μιλήσει στὴν ψυχὴ τῆς μάννας του. Καὶ ὅταν κατάφερε νὰ τῆς μιλήσει, μὲ πόνο βαθὺ τὴ ρωτοῦσε γιὰ τὰ βάσανα ποὺ πέρασε καὶ γιὰ τὸ θάνατό της. Κι αὐτὴ πικρά τοῦ ὁμολόγησε: «ἀλλὰ μὲ σὸς τε πόθος μελιηδέα θυμὸν ἀπηύρα», δηλ. πῶς πέθανε ἀπὸ λύπη, γιατί δὲν εἶχε κοντὰ της τὸ παιδί της. Ὁ Ὀδυσσέας βαθιὰ συγκινημένος ζητοῦσε νὰ ἀγκαλιάσει τότε τὴν ψυχὴ τῆς μάννας του, «μητρὸς ἐμῆς ψυχὴν ἐλέειν κατατεθνηκυΐης», διότι ἔτσι πίστευε πὼς θὰ βρεῖ παρηγοριὰ καὶ ἡ δική του ψυχὴ ποὺ βρίσκεται σὲ θλίψη «ἀμφοτέρῳ κρυεροῖο τεταρπώμεσθα γόοιο». Δὲν ἔπαυε νὰ τὴν ἀποκαλεῖ «σεβάσμια μητέρα» καὶ νὰ τῆς ζητᾶ συμβουλὲς γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ κάνει στὸ μέλλον, ὅταν θὰ γυρίσει στὴν Ἰθάκη. Βλέπουμε τὸν Ὅμηρο, τὸν γνήσιο ἐκφραστῆ τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς τῶν ἀρχαίων μας προγόνων, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν αἰώνων, νὰ παρουσιάζει τὴ μάννα σὰν τὴν πιὸ δυνατὴ παρηγοριὰ καὶ παράκληση αὐτοῦ καὶ τοῦ ἄλλου κόσμου.

β. Ὁ ὅσιος Συμεών καὶ ἡ κοίμηση τῆς μητέρας του.

Ὁ γλυκύτατός μας ὅσιος Συμεών ὁ «διά Χριστόν σαλός», ποὺ ἔζησε τόν 6ο αἰῶνα, ὡς ἀσκητής στήν ἔρημο τῆς Παλαιστίνης καί ἀργότερα ὡς φωτεινός φάρος στήν Ἔμεσα τῆς Συρίας, μεγάλωσε ὀρφανὸς ἀπό πατέρα καί ἔτσι εἶχε μιά πολύ στενή καί τρυφερή σχέση μέ τήν εὐσεβῆ μητέρα του. Ὁ μεγάλος πόθος του γιά τόν Θεό τόν ἔκανε νά νικήσει τό φυσικό πόθο γιά τήν ἀγαθή μητέρα του καί νά ἀσκητεύσει γιά χρόνια πολλά στά σπήλαια τῆς ἐρήμου. Ἐκεῖ, κάποια μέρα, στίς ἀρχές τοῦ ἀσκητικοῦ του ἀγῶνα, ἦλθε σέ ἔκσταση καί εἶδε τήν ψυχή τῆς μητέρας του νά φεύγει γιά τόν οὐρανό. Κατάλαβε ὅτι ἐκείνη τή στιγμή ἡ μητέρα του κοιμήθηκε. Τά μάτια του γέμισαν δάκρυα καί ἔρρεαν σάν μαργαριτάρια πάνω στό στῆθος του. Ἄρχισε νά προσεύχεται γιά τήν ψυχή τῆς μητέρας του. Εἶναι πολύ συγκινητικό αὐτό πού γράφεται στό βίο του, ὅτι ἐκείνη τή στιγμή ἀπό τήν μεγάλη ἀγάπη του πρός τή μητέρα του «σενεστρέφοντο καί συνεταράσσοντο τά σπλάγχνα αὐτοῦ», δηλ. πονοῦσαν καί ταράσσονταν τά σπλάγχνα του ἀπό τή φυσική ἀγάπη τοῦ γυιοῦ πρός τή μητέρα. Καί στήν προσευχή του ἀνέπεμψε πρός τόν Θεό λόγους συγκινητικούς καί παρακαλοῦσε τόν Θεό νά δεχθεῖ τήν ψυχή τῆς μητέρας του, πού ἔκανε τή μεγάλη θυσία νά δώσει στό Θεό μικρό τό μονάκριβο γυιό της, τή μόνη παρηγοριά της στόν κόσμο, «τό συγκοιμώμενον αὐτῇ πρόβατον», δηλ. τό προβατάκι πού κοιμόταν μαζί της. Ὤ! Πόσο τρυφερή ἡ ψυχή τῶν ἁγίων! Πόσο μᾶς παρηγοροῦν καί μᾶς ἐμπνέουν στήν ἀγάπη γιά τή μάννα μας!

γ. Ἡ ΄΄Παιδική Πασχαλιά΄΄ τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης στό διήγημά του ΄΄Παιδική Πασχαλιά΄΄ ἀναφέρεται σέ δύο μικρά ἀδελφάκια τεσσάρων καί ὀκτώ χρονῶν, τή Μόρφω καί τόν Εὐαγγελινό, πού ζοῦν τό πρῶτο Πάσχα δίχως τή μητέρα τους. Αὐτή ἀπέθανε ἕνα μῆνα μερίπου μετά τό περυσινό Πάσχα πάνω στή γέννα μαζί μέ τό παιδί. Τά δύο μικρά παιδιά, ἰδιαίτερα ὅμως ἡ ὀκτάχρονη Μόρφω, θυμοῦνται τό περυσινό Πάσχα πού τά πάντα γέμιζαν ἀπό τήν παρουσία καί τή στοργή τῆς μάννας τους. Ὅλη ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα καί ἡ Ἀνάσταση ἦταν δεμένη μέ τή γλυκιά μη­τέρα τους. Οἱ προετοιμασίες, ἡ Ἐκκλησία, τά φαγητά, τά ρουχαλάκια τους, οἱ λαμπάδες, οἱ κουλοῦρες, τά πάντα περνοῦσαν ἀπό τά χέρια τῆς στοργικῆς μητέρας τους. Φέτος, μετά τή συμφορά, τά πάντα ἔχασαν τήν πνοή καί τό νόημά τους. Μόνο λύπη καί κατήφεια χρωμάτιζε τά λυπημένα προσωπάκια τους καί τά μαυροφορεμένα μικρά τους κορμιά. Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης στίς τελευταῖες γραμμές τοῦ συγκινητικοῦ αὐτοῦ διηγήματος καταλήγει στήν πιό γλυκιά κι ἀληθινή διακήρυξη: «Γλυκεῖα Πασχαλιά, ἡ μήτηρ τῆς χαρᾶς! Γλυκεῖα μήτηρ, τῆς Πασχαλιᾶς ἡ ἐνσάρκωσις!». Πράγματι, εἶναι γλυκό τό Πάσχα καί κάθε ἑορτή, διότι ἀποτελεῖ τήν πηγή τῆς χαρᾶς, ἀλλά καί ἡ μάννα εἶναι γλυκιά, διότι δι᾿ αὐτῆς ἐνσαρκώνεται, βιώνεται, πραγματώνεται κάθε ἑορτή καί κάθε χαρά.

2. ΟΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΜΑΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ

panagia-paramythiaα. «Μέ καλές μητέρες θά ἀλλάξουμε τόν κόσμο».

Ἕνας σπουδαῖος Ρουμάνος πνευματικός, ὁ Γέρων Ἀρσένιος Παπατσιώκ, συμβούλευε τίς νεαρές κοπέλλες, πού ἐπρόκειτο νά κάνουν οἰκογένεια καί τίς νέες μητέρες, πού μόλις ἀπέκτησαν παιδιά, ὅτι ἡ ἀποστολή τῆς μητέρας στόν κόσμο εἶναι θεία καί ἱερή. Ἡ μητέρα γεννᾶ, ἀλλά καί ἀναγεννᾶ τά παιδιά της, δηλ. τά φέρνει στήν παροῦσα ζωή, ἀλλά καί τά γεννᾶ πνευματικά γιά τήν αἰώνια ζωή. Τό ἔνστικτο τῆς ἀγάπης της γιά τά παιδιά εἶναι ἡ ὡραιότερη μέθοδος γι᾿ αὐτήν τήν ἀναγέννηση. Ἔτσι, ἀναγεννᾶται καί ἡ κοινωνία καί ὁ κόσμος. Μάλιστα, διάβαζε στίς νέες μητέρες ἕνα ποίημα γραμμένο ἀπό τή βασίλισσα Ἐλισάβετ τῆς Ρουμανίας: «Ἄν ἀκούσατε γιά κάποιον ἥρωα, ὁ ὁποῖος ἐνίκησε σέ μάχες καί πίσω του ἀπέδιδε δικαιοσύνη στό λαό, νά ξέρετε ὅτι εἶχε μιά καλή μητέρα. Ἐάν θ᾿ ἀκούσετε γιά κάποιον ἥρωα, ὁ ὁποῖος ἔγραψε καί τραγούδησε ποιήματά του καί ὁ στίχος του ἄλλαξε τά φρονήματα τῆς ζωῆς, τίς ὀμορφιές καί ἐπιδιώξεις τῶν καρδιῶν τοῦ λαοῦ του, νά ξέρετε πώς εἶχε μιά καλή μητέρα!».

β. Τά ἐλαττώματα τῆς μητέρας μας.

Κάποτε, ἕνας νεαρός ἄνδρας ὁδήγησε τή μητέρα του, σχεδόν τραβώντας την ἀπ᾿ τό χέρι, στόν ἅγιο Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Ἦταν λυπημένος καί ἐξοργισμένος μαζί, διότι ἡ μητέρα του ΄΄ἔπινε΄΄ καί εἶχε φθάσει νά εἶναι ἀλκοολική. Μόλις φθάσαν μπροστά στόν ἅγιο Σεραφείμ, ὁ νεαρός πῆρε ἀναπνοή γιά ν᾿ ἀρχίσει νά παραπονεῖται γιά τό πάθος τῆς μητέρας του καί νά ζητήσει τήν ἐπέμβαση τοῦ Στάρετς. Τόν πρόλαβε, ὅμως, ὁ Στάρετς, τοῦ ἔκλεισε μέ τήν παλάμη του τό στόμα λέγοντάς του ὅτι ποτέ δέν πρέπει νά παραπονούμαστε γιά τά ἐλαττώματα τῆς μητέρας μας, μόνον νά προσευχόμαστε. Ἀπαράμιλλα συγκινητικό εἶναι καί αὐτό πού ὁ ἁγιώτατος Μητροπολίτης Ἐδέσσης κυρός Καλλίνικος, σέ παρόμοια περίπτωση ἔγραφε σέ κάποιον: «Ἡ μητέρα εἶναι ἱερόν πρόσωπον ἔστω καί ἄν εὑρίσκεται εἰς τόν βοῦρκον τῆς ἁμαρτίας». Ὁ ἴδιος ἔλεγε διδακτικά: «Ὅ,τι κάμνομε διά τή Μητέρα εἶναι μηδαμινόν. Ἡ Μάννα προσφέρει τόσα, ὥστε οἱαδήποτε θυσία δι᾿αὐτήν εἶναι ἀναξία λόγου… Μάννα λέγω καί μοῦ φαίνεται ὅτι μοσχοβολάει τό στόμα μου».

γ. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος καί «Ἡ ἀγωγή τῶν παίδων καί αἱ Μητέρες».

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὅπως φαίνεται ἀπό τά γραπτά του, ἀγαποῦσε πολύ τήν μητέρα του καί ἐξέφραζε συχνά τήν εὐγνωμοσύνη του, φανερώνοντας τήν ἐπίδρασή της στή ζωή του. Εἶναι τρυφε­ρώτατος, ὅταν ἐκθέτει τίς παιδαγωγικές του ἀρχές: «Ἡ μητέρα μ᾿ ἕνα βλέμμα της, μ᾿ ἕνα φίλημα, μέ τή γλυκύτητα τῆς φωνῆς της, μέ τά θερμά χάδια της, μπορεῖ νά διεγείρει εὔκολα στήν καρδιά τοῦ παιδιοῦ της τήν ἐπιθυμία γιά τήν ἀρετή… Τό παιδί της μεγαλώνοντας στήν ἀγκαλιά της καί θερμαινόμενο μέ τή στοργή της, μαθαίνει κι αὐτό ν᾿ ἀγαπᾶ, προτοῦ κἄν μάθει τήν ἔννοια τοῦ ἠθικοῦ νόμου κι ἀρχίζει νά καταλαβαίνει τόν Θεό μέσ᾿ στήν παιδική καρδιά του ἀπό τόν τρόπο τῆς μητέρας του». Τοῦ ἄρεσε νά ἐπαναλαμβάνει τά λόγια ἑνός μεγάλου παιδαγωγοῦ: «Πίστευσα στήν μητέρα μου καί ἡ καρδιά της μοῦ ἔδειξε τόν Θεό· ὁ Θεός μου εἶναι ὁ Θεός τῆς μητέρας μου· ὁ Θεός τῆς καρδιᾶς μου εἶναι ὁ Θεός τῆς καρδιᾶς της. Μητέρα, μητέρα! Ἐάν λησμονήσω τόν Θεό, θά λησμονήσω καί σένα».

3. ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΜΗΤΕΡΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ Η ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ

panagia-vlaxerna-platytera

α. «Λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ…».

Ἡ ἐκκλησία μας καί κάθε εὐλαβής χριστιανός μέ δέος, ἔπληξη, καί θαυμασμό προσέβλεψε στούς τελευταίους λόγους τοῦ Χριστοῦ μας ἐπί τοῦ Σταυροῦ λίγο πρίν παραδώσει τό πνεῦμα του στά χέρια τοῦ Θεοῦ καί Πατρός. Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτούς ξεχωρίζουν μέ συγκίνηση τά λόγια γιά τή Μητέρα Του. Στά χέρια τοῦ πιό ἀγαπημένου μαθητῆ ἄφησε τό πιό ἀγαπημένο πρόσωπο ἐπί τῆς γῆς, τή Μητέρα του. «Ἰησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν μητέρα καὶ τὸν μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου, εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου». Δικαίως! Διότι, ἡ Παναγία ἀγάπησε τόν Χριστό ὅσο κανένας ἄλλος ἄνθρωπος ἐπί τῆς γῆς. Γι᾿ αὐτό τό λόγο, ἄλλωστε, πόνεσε καί περισσότερο ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους ἐπί τῆς γῆς, διότι ὅσο πιό μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη, τόσο πιό μεγάλος εἶναι καί ὁ πόνος. Ἡ Παναγία ἀγάπησε τόν Χριστό σέ τέλειο βαθμό, γι᾿ αὐτό καί ὁ πόνος της ὑπῆρξε ὁ μεγαλύτερος ἐπί τῆς γῆς. Κάθε μητέρα πού πονᾶ γιά τό παιδί της βρίσκει τέλεια ἀντίληψη στό πρόσωπο τῆς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ.

β. «Ξέρει Αὐτή τί κάνει…».

Παλαιότερα κυκλοφοροῦσε ἕνα ὄμορφο ἀνέκδοτο γιά τήν ΄΄ὑπερβάλουσα΄΄ ἀγάπη τῆς Παναγίας πρός τούς χριστιανούς. «Ὁ Χριστός περιδιαβαίνοντας τόν παράδεισο συνάντησε κάποιον πού δέν θά ἔπρεπε κανονικά νά βρίσκεται ἐντός τοῦ Παραδείσου. Κάλεσε τόν Ἀπ. Πέτρο, διότι αὐτός εἶναι ὁ θυρωρός καί βαστᾶ τά κλειδιά, καί τοῦ ἔκανε παρατήρηση νά εἶναι πιό προσεκτικός. Ὁ ἅγιος Πέτρος χαμήλωσε τά μάτια του καί δέν μίλησε. Τό ἴδιο, ὅμως, ἐπαναλήφθηκε δύο-τρεῖς φορές ἀκόμη. Τήν τελευταία φορά ὁ Χριστός ἦταν πολύ αὐστηρός μέ τόν Πέτρο. Τότε αὐτός ἀπολογήθηκε λέγοντας πώς ἡ Παναγία συνεχῶς περιδιαβαίνει ἔξω ἀπό τά τείχη τοῦ Παραδείσου καί συχνά πιάνει κάποιον ἀπό τούς ἔξω καί τόν πετάει πάνω ἀπό τό τεῖχος μέσα στόν Παράδεισο. Ὁ Χριστός γιά λίγο σιώπησε καί κατόπιν εἶπε: «Ἄν εἶναι ἔτσι, καλῶς· ξέρει τί κάνει ἡ Μητέρα μου».

γ. Στήν ἀγκαλιά τῆς Παναγίας.

Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τήν ἀγκαλιά καί στοργή τῆς μάννας μας, περισσότερο ἀπό παλάτια καί μεγάλους θησαυρούς. Ἡ ἀγκαλιά της μᾶς μεταδίδει πνοή καί ζωή. Ἀλλά ἀκόμη πιό πολύ, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τή σκέπη καί τήν ἀγκαλιά τῆς μεγάλης Μητέρας μας· αὐτή τήν ἴδια ἀγκαλιά πού κράτησε μέσα της τόν Θεό μας, μιά ἀγκαλιά πού χωράει στοργικά ὅλους ὅσους πόνεσαν ἤ πονοῦν σ᾿ αὐτή τή ζωή, ὅλους ὅσους μαζί μέ τόν γλυκύ ποιητῆ προσεύχονται καί λέγουν: «Μέσ᾿ τήν ἀγκάλη σου, ὦ θαῦμα! Κρατᾶς τό Θεό μας, ΜΗΤΕΡΑ, κι εἶσαι ἀπ᾿ τή γῆ κι ἀπ᾿ τούς κόσμους τῶν ἄστρων, ἐσύ, Πλατυτέρα!».

Ἀναδημοσίευση ἀπό 15-8-2016