Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Θωμᾶ Σαββίδη
Ἀναπληρωτὴ Καθηγητὴ τοῦ ΑΠΘ
καὶ Ἀντιπροέδρου τοῦ Ὀργανισμοῦ Διεθνοποίησης τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας.

Ἡ γλώσσα κάθε λαοῦ ἀποτελεῖ ἕνα λαμπρὸ κόσμημά του ποὺ δηλώνει ταυτόχρονα καὶ τὸ ὕψος τοῦ πολιτισμοῦ του. Ὅσο ἀναπτύσσονται οἱ λαοὶ τόσο καλλιεργοῦνται καὶ βελτιώνονται oι γλῶσσες τους. Ὅλες οἱ γλῶσσες τῶν λαῶν εἶναι σεβαστὲς εἴτε αὐτοὶ εἶναι ἀνεπτυγμένοι πολιτιστικὰ εἴτε ὄχι. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ γλωσσομάθεια ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν πολιτιστικὴ ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅποιος, λέει ὁ Γκαῖτε, δὲν ξέρει ξένες γλῶσσες, δὲν ξέρει τίποτε ἀπὸ τὴ δική του.
Ὅταν, στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, οἱ εἰδήμονες καθηγητὲς γλωσσολόγοι, ἀρχαιολόγοι, ἱστορικοὶ κ.λ.π. ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ τὸ βαθμὸ ποὺ ἐπηρέασε τὶς εὐρωπαϊκές, αὐτὸ ἴσως νὰ φαίνεται ὑπερβολὴ ποὺ ὑπαγορεύεται ἀπὸ ὑπέρμετρη ἀγάπη γιὰ τὸ ἀντικείμενό τους ἢ ἀπὸ ἐθνικιστικοὺς λόγους. Πολλὲς φορὲς μάλιστα κάθε προσπάθεια διατήρησης ἢ προβολῆς τῆς γλώσσας μας, ἀντιμετωπίζεται, ἀπὸ ὁρισμένους, μὲ εἰρωνεία καὶ μὲ χαρακτηρισμοὺς τῆς μορφῆς τοῦ «καθαρευουσιανισμοῦ», τοῦ «ἐθνικισμοῦ» ἢ τῆς «ἔλλειψης προοδευτικότητας».
Ὁ ρόλος ὅμως τῆς γλώσσας εἶναι μία καθοριστικὴ παράμετρος στὴν ἱστορικὴ πορεία ἑνὸς ἔθνους. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει πορεία στὸ μέλλον, χωρὶς νὰ γνωρίζουμε τὴν πορεία μας στὸ παρελθόν. Καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ καὶ ἀναλλοίωτα σημάδια αὐτῆς τῆς πορείας εἶναι ἡ γλώσσα μας.
Ὁ Ἡρόδοτος, ἐξιστορώντας τὸ μεγάλο ἐπίτευγμα τῆς πρόσκαιρης ἕνωσης τῆς Ἑλλάδος ἐνάντια στοὺς Πέρσες εἰσβολεῖς κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 5ου π.Χ. αἰώνα, τοποθετεῖ στὸ στόμα τῆς ἐπιτροπῆς τῶν Ἀθηναίων τὴ δήλωση ὅτι ἀνάμεσα σὲ ἄλλα ποὺ ἕνωναν τοῦ Ἕλληνες στὴν ἀντίστασή τους κατὰ τῶν βαρβάρων ἦταν ἡ ἴδια ἡ γλώσσα: «τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὀμαιμὸν τὲ καὶ ὁμόγλωσσον» (ἡ ἑλληνικὴ κοινότητα, ποὺ εἶχε κοινὸ αἷμα καὶ κοινὴ γλώσσα).
Ἕνα ἀρνητικὸ παράδειγμα γιὰ τὴν σημασία τῆς γλώσσας στὴν ἱστορικὴ πορεία καὶ ἐξέλιξη ἑνὸς ἔθνους θὰ μποροῦσε νὰ ἀντληθεῖ ἀπὸ τὴν ὁμιλία τοῦ ἀμερικανοεβραίου τέως ὑπουργοῦ ἐξωτερικῶν τῶν Η.Π.Α. τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1994, στὴ διάρκεια τελετῆς βράβευσής του ἀπὸ προσωπικότητες τοῦ ἐπιχειρηματικοῦ κόσμου τῶν Η.Π.Α. στὴν Οὐάσιγκτον: «Ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς εἶναι δυσκολοκυβέρνητος καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸν πλήξουμε βαθιὰ στὶς πολιτισμικές του ρίζες. Ἐννοῶ, δηλαδή, νὰ πλήξουμε τὴ γλώσσα, τὴ θρησκεία, τὰ πνευματικὰ καὶ ἱστορικά του ἀποθέματα, ὥστε νὰ ἐξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του νὰ ἀναπτυχθεῖ, νὰ διακριθεῖ, νὰ ἐπικρατήσει, γιὰ νὰ μὴ μᾶς παρενοχλεῖ στὴν Ἀνατολικὴ Μεσσόγειο, στὴ Μέση Ἀνατολή, σὲ ὅλη αὐτὴ τὴ νευραλγικὴ περιοχὴ μεγάλης στρατηγικῆς σημασίας γιά μας, γιὰ τὴν πολιτικὴ τῶν Η.Π.Α.».
Σύμφωνα μὲ ἔγκυρες πηγὲς καὶ ἐπισταμένες μελέτες ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι ἡ πλουσιότερή του πλανήτη. Συγκεκριμένα ἡ Marianne – Irene Mc Donald, ἀπὸ τὸ Santa Fe τῆς Καλιφόρνιας, ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καταμέτρησε 6.000.000 λέξεις ἐνῶ γιὰ τὴν Ἀγγλικὴ ἀναφέρει 100.000 λέξεις. Ἡ διαφορὰ αὐτὴ φαντάζει ὑπερβολική, ὅμως θὰ πρέπει νὰ ἀναλογισθεῖ κανεὶς ὅτι μόνο στὰ δύο ἔργα τοῦ Ὁμήρου, τὰ ὁποία μάλιστα γράφτηκαν στὰ πρῶτα στάδια τῆς ἐξέλιξης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, μετρήθηκαν 8.102 διαφορετικὲς λέξεις.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀσύγκριτα τεράστιο ἀριθμὸ «ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα συγκεντρώνει τὸν πλοῦτο καὶ τὴν ὁμοιογένεια τῆς γερμανικῆς, τὴ σαφήνεια τῆς γαλλικῆς, τὴ μουσικότητα τῆς ἰταλικῆς καὶ τὴ λυγεράδα τῆς ἱσπανικῆς». Ἡ ἐκτίμηση αὐτὴ ἀνήκει στὸν γάλλο ποιητὴ καὶ λόγιο Claude Fauriel (1772 – 1884). Ἡ Ἑλληνικὴ εἶναι μία ἀνεξάντλητη γλώσσα, ποὺ ὄχι ἁπλῶς ἔχει ἐπιβιώσει ἐπὶ 3.000 χρόνια, παρ’ ὅλες τὶς περιπέτειες τοῦ ἔθνους μας ἀλλὰ ζεῖ καὶ μέσα ἀπὸ ἄλλες, κυρίως εὐρωπαϊκές, γλῶσσες. Στὴν ἱστορία τῶν 4.000 χρόνων ποὺ μιλιέται, καὶ τῶν 3.000 χρόνων ποὺ γράφεται ἡ γλώσσα μας, δὲν εἶχε πάντα τὸ ἴδιο λεξιλόγιο. Αὐτὸ συρρικνώνονταν σὲ περιόδους κατακτήσεων καὶ πλουτίζονταν σὲ περιόδους ἐλευθερίας.
Τὰ ἔπη τοῦ Ὁμήρου δὲν εἶναι μόνο τὸ ἀρχαιότερο εὐρωπαΐκο ποίημα, ἀλλὰ ἀποτέλεσαν τὸ πρωτότυπο γιὰ πολλοὺς μετέπειτα ποιητὲς ὅπως Ὁ Βεργίλιος, ὁ Δάντης, ὁ Μίλτον κ.λ.π. Ἀκόμα καὶ στοὺς σύγχρονους ὅπως ὁ Derek Walcott ἀπὸ τὶς δυτικὲς Ἰνδίες ποὺ τιμήθηκε μάλιστα μὲ τὸ βραβεῖο λογοτεχνίας τὸ 1992, εἶναι αἰσθητὴ ἡ ἔντονη ἐπιρροὴ τοῦ Ὁμήρου, ὅπως βέβαια καὶ ὁ ἴδιος σὲ κάθε εὐκαιρία δηλώνει. Στὶς λέξεις καὶ τὶς ρίζες τῆς ὁμηρικῆς διαλέκτου στηρίζεται ὄχι μόνο ἡ σύγχρονη καθομιλουμένη τῶν Ἑλλήνων, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ εὐρωπαϊκὴ ὁμοιογλωσσία.
Ἀπὸ τὴν μακρινὴ ἐκείνη ἐποχὴ δὲν ἔχει τίποτε ἀλλάξει. Οἱ «Ἕλληνες» τοῦ Ὁμήρου, οἱ «Παναχαιοί», μιλοῦσαν τὴν ἴδια ἀκριβῶς γλώσσα ποὺ μιλοῦν καὶ οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες χρησιμοποιώντας τὶς ἴδιες λέξεις καὶ ἐκφέροντας τὸν ἴδιο λόγο. Οἱ χρῆστες τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, παράλληλα μὲ τὸ διαθέσιμο σημερινὸ γλωσσικὸ ὑλικό, ἔχουν τὴ δυνατότητα νὰ ἀντλοῦν κατὰ περίπτωση ἀπὸ τὸ βαθὺ γλωσσικὸ παρελθόν τους καὶ νὰ ἐνεργοποιοῦν λέξεις σύμφωνα μὲ τοὺς μορφολογικοὺς καὶ συντακτικοὺς νόμους τῆς σημερινῆς μορφῆς τῆς γλώσσας τους. Ἕνας θησαυρὸς λέξεων ἔρχεται ἀπὸ τὸ παρελθὸν καὶ χύνεται στὴν κοίτη τοῦ νεοελληνικοῦ λόγου.
Ἡ νέα μας γλώσσα, θὰ πεῖ, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἀρχαία ποὺ ἀδιάκοπα μιλημένη ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ ἔθνος γιὰ χιλιάδες χρόνια, ἀπὸ χείλη σὲ χείλη καὶ ἀπὸ πατέρα σὲ παιδί, ἔφτασε ὡς ἐμᾶς. «Ἀπὸ τὴ ἐποχὴ ποὺ μίλησε ὁ Ὅμηρος ὡς τὰ σήμερα, γράφει ὁ Σεφέρης, μιλοῦμε, ἀνασαίνουμε καὶ τραγουδοῦμε μὲ τὴν ἴδια γλώσσα». Καὶ ὁ ἄλλος μᾶς νομπελίστας, ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, θὰ πεῖ στὸ λόγο ποὺ ἐκφώνησε στὴ Στοκχόλμη τὸ 1979, τὴν ἡμέρα ποὺ τοῦ ἀπονεμήθηκε τὸ βραβεῖο Νόμπελ: «Μοῦ δόθηκε νὰ γράψω, ἀγαπητοὶ φίλοι, σὲ μία γλώσσα ποὺ μιλιέται μόνον ἀπὸ μερικὰ ἑκατομμύρια ἀνθρώπων. Παρ’ ὅλα αὐτὰ μία γλώσσα ποὺ μιλιέται ἐπὶ χιλιάδες χρόνια χωρὶς διακοπῆ καὶ μὲ ἐλάχιστες διαφορές…. Ἡ χώρα μου εἶναι εἶπε, μικρὴ σὲ ἔκταση χώρου καὶ ἀπέραντη σὲ ἔκταση χρόνου».
Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἡ γλώσσα αὐτὴ μεταπλάσθηκε καὶ μετεξελίχθηκε μέσω τῶν περίφημων διαλέκτων, τῆς Αἰολικῆς, τῆς Δωρικῆς, τῆς Ἀττικῆς, τῆς Ἰονικῆς καὶ τελικά της λεγόμενης Ἐπικῆς. Ὕστερα ἡ γλώσσα μορφοποιήθηκε καὶ ἐμπλουτίστηκε περαιτέρω κατὰ τὴν κλασικὴ περίοδο καὶ ἐπεκτάθηκε στὰ τετραπέρατά του κόσμου κατὰ τὴν ἑλληνιστικὴ περίοδο. Ἐν συνέχεια διαδόθηκε μέσω τῆς λατινικῆς πρὸς ὅλες τὶς μετέπειτα εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες οἱ ὁποῖες δανείσθηκαν τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ παρακαταθήκη λέξεων, ριζῶν καὶ λημμάτων τῆς ὁμηρικῆς διαλέκτου ἡ ὁποία, σημειωτέον, περιελάμβανε καὶ λέξεις ἄγνωστες σὲ μᾶς ὡς μὴ χρησιμοποιηθεῖσες ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου ἀλλὰ διαιωνισθεῖσες ἀπὸ τὸν μετέπειτα Ἑλληνισμό.
Ὁ Ἰσοκράτης λέει πὼς ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς ὑψώθηκε τόσο πολὺ καὶ ἐπικράτησε τόσο πλατιὰ στὸν κόσμο, ὥστε τὸ ὄνομα Ἕλληνας νὰ μὴ σημαίνει πιὰ τὴν καταγωγή, παρὰ τὸν πολιτισμένο ἄνθρωπο. Εἶναι φανερὸ δηλαδὴ ὅτι τὸ ὄνομα Ἕλληνας ἀπὸ τὸν 4ο π.Χ. αἰώνα ἀκόμη ὑπερβαίνει τὴ φυλετικὴ καὶ τὴν ἐθνογραφική του σημασία καὶ ταυτίζεται μὲ τὸν ἄνθρωπο τῆς παιδείας εἴτε αὐτὸς εἶναι Ἕλληνας εἴτε ὄχι.
Οἱ κατακτητὲς ρωμαῖοι μαγεύτηκαν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ σὲ κάθε εὐκαιρία ἔσπευδαν νὰ ἀκούσουν τοὺς Ἕλληνες ρήτορες οἱ ὁποῖοι «ἐλάλουν ὡς ἀηδόνες». Ἀντίθετα παραξενεύονταν ἀπὸ τὸν θαυμασμὸ ὁρισμένων Ἑλλήνων πρὸς τοὺς Ρωμαίους τους ὁποίους κοροϊδευτικὰ ἀποκαλοῦσαν «γραικύλους». O ρωμαῖος ρήτορας Κικέρων ἐπισκεύτηκε τὴν Ἑλλάδα προκειμένου νὰ καλλιεργήσει τὴν ρητορική του ἱκανότητα. Γοητευμένος ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ἔλεγε: «εἰ οἱ θεοὶ διαλέγονται τὴν τῶν ἑλλήνων γλώτταν χρῶνται».
Ὁ Ρωμαῖος αὐτοκράτορας Κλαύδιος, προτίμησε νὰ γράψει τὰ ἀπομνημονεύματά του στὴν Ἑλληνικὴ καὶ ὄχι στὴ μητρική του γλώσσα. Αὐτὴ ἡ ἐπιλογὴ παρεῖχε μεγαλύτερη δυνατότητα ἔκφρασης καὶ ὀμορφιᾶς καὶ ἴσως στὸ μυαλὸ τοῦ αὐτὴ ἡ βιογραφία νὰ ταυτιζόταν μὲ τὰ ὁμηρικὰ ἔπη. Τὰ τελευταία λόγια του Καίσαρα «καὶ σὺ τέκνον Βροῦτε» δὲν ἦταν λατινικὰ ὅπως συνήθιζε ἀλλὰ ἑλληνικά. Ἔτσι ἐξέφρασε μὲ τὸν πιὸ ἔντονο τρόπο τὰ τραγικὰ συναισθήματα ποὺ τὸν διαπέρασαν ταυτόχρονα μὲ τὸ φονικὸ ὄργανο. Ὁ Μάρκος Αὐρήλιος κρατοῦσε στὰ ἑλληνικὰ τὸ προσωπικό του ἡμερολόγιο ὅπου κατέγραφε τὶς σκέψεις του.
Στὶς μετέπειτα ἐποχὲς παρὰ τὸν ὀθωμανικὸ σκοταδισμὸ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα ἀπετέλεσε κυρίαρχο ἐργαλεῖο τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων τῆς Εὐρώπης. Πίστευαν ὅτι ἡ σπουδὴ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος ἐνεργοποιεῖ λανθάνουσες δυνάμεις, ποὺ ὑπάρχουν μέσα στὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, τὶς ὁποῖες ὁ ἴδιος γνωρίζει ὅτι ὑπάρχουν ἀρκεῖ νὰ ἀσχοληθεῖ μαζί τους.
Ἂς δοῦμε ὅμως μὲ συγκεκριμένα στατιστικὰ στοιχεῖα τὴν ἐπιρροὴ τῆς ἑλληνικῆς στὶς ἄλλες γλῶσσες ξεκινώντας ἀπὸ τὴν περισσότερο διαδεδομένη σήμερα γλώσσα στὸν πλανήτη τὴν ἀγγλική. Μὲ μία πρώτη συστηματικὴ καταμέτρηση τῶν ἑλληνικῶν λέξεων σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ λεξικὰ τῆς καθομιλουμένης, ὁ ἀριθμὸς τοὺς λέξεων ἔφθασε τὶς 6.500. Ἂν προχωρήσουμε καὶ στὴν ἐπιστημονικὴ ὁρολογία, καλύπτοντας σημαντικὸ τμῆμα της, θὰ φανεῖ περισσότερο σφαιρικὰ ὁ βαθμὸς ἐπίδρασης τῆς γλώσσας μας στὴν Ἀγγλική. Εἶναι προφανὲς ὅτι ἡ συμμετοχὴ τῆς Ἑλληνικῆς στὴν ἐπιστημονικὴ ὁρολογία, εἶναι πολὺ μεγαλύτερη, ἀπ’ ὅτι στὰ λεξικὰ τῆς καθομιλουμένης. Ὅμως πολλοὶ ἐπιστημονικοὶ ὄροι, ἰδίως τῆς Ἰατρικῆς, ἐνῶ περιλαμβάνονται μόνο στὰ ἐπιστημονικὰ λεξικά, ἐν τούτοις εἶναι εὐρύτερα γνωστοὶ καὶ στὴν καθομιλουμένη π.χ. ἀρτηριοσκλήρωση, ἀνεύρυσμα, ἀρθραλγία, δερματοπάθεια, μαστεκτομὴ κ.α.
Ὁρισμένοι ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ δανεισμοὶ τῶν ἄλλων γλωσσῶν προέρχονται ἀπὸ μία «ἀφηρημένη καὶ νεκρὴ ἀρχαία Ἑλληνική». Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν δανεισμῶν αὐτῶν εἶναι λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦνταν στὴν ἀρχαία Ἑλληνική, χρησιμοποιοῦνται, ὅμως καὶ στὴ νέα Ἑλληνικὴ π.χ. bradyglossia, bradylogia, pandemy, cachexy, chrematistic, criterion, dysecoia, dysgraphia, dyspepsia, thalassocracy, thalposic, cacophony, calligraphy, chthonian, panacea, psalm, mania, oekosite, ostracism, cacosmia, thaumaturgy, diasyrm, κ.α. Αὐτό, ἁπλὰ δείχνει τὴ διαχρονικότητα τῆς ἑλληνικῆς, ποὺ ποτὲ δὲν ἔπαψε νὰ ὑφίσταται, νὰ γράφεται καὶ νὰ μιλιέται μὲ τὸ ἴδιο ἐτυμολογικό.
Ἀναφέρουμε ἕνα ἀπόσπασμα τοῦ ’γγλου καθηγητοῦ τῆς Γλωσσολογίας στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Λονδίνου, R. H. Robins, ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ «Σύντομη Ἱστορία τῆς Γλωσσολογίας»:
«Φυσικά, δὲν εἶναι μόνο στὴ γλωσσολογία ὅπου οἱ Ἕλληνες ὑπῆρξαν πρωτοπόροι γιὰ τὴν Εὐρώπη. Στὸ σύνολό της, ἡ πνευματικὴ ζωὴ τῆς Εὐρώπης (ἡ φιλοσοφική, ἠθική, πολιτική, καὶ αἰσθητικὴ σκέψη τῆς) ἀνάγεται στὸ ἔργο τῶν Ἑλλήνων στοχαστῶν, ἀκόμη καὶ σήμερα, ἐπιστρέφουμε ἀδιάκοπα στὴν ἑλληνικὴ κληρονομιὰ γιὰ νὰ βροῦμε ἐρεθίσματα κι ἐνθάρρυνση. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος αἰσθάνεται ἀναντίρρητα νὰ τὸν συνδέει μὲ τοὺς Ἕλληνες μία πνευματικὴ συγγένεια ποὺ δὲν νιώθει μὲ κανένα προηγούμενο ἢ σύγχρονο πολιτισμό. Πιθανῶς δὲ θὰ μάθουμε ποτὲ μὲ βεβαιότητα ποιὲς περιβαλλοντικές, πολιτισμικὲς καὶ βιολογικὲς συνθῆκες προκάλεσαν αὐτὴ τὴ λαμπρὴ ἄνθηση τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος στὴν κλασικὴ Ἑλλάδα. Αὐτὸ ὅμως δὲ μειώνει καθόλου τὴν εὐγνωμοσύνη μας γιὰ τὰ ὅσα ἐπιτελέστηκαν».
Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ γλώσσα στὴν χώρα μᾶς ἄγγιξε αὐτὸν τὸ βαθμὸ τελειότητας ἐπειδὴ ἐδῶ ἔτυχε νὰ ζήσουν κάποια φωτισμένα μυαλὰ ὅπως οἱ Ἀριστοτέλης, Ὅμηρος, Πραξιτέλης, Θουκυδίδης, Δημοκριτος, Ἱπποκράτης, Εὐκλείδης, Αἰσχύλος, Σοφοκλῆς, Εὐριπίδης, Πλάτωνας κ.α. Δὲν ἦταν, ὅμως, μόνο αὐτὰ τὰ φωτεινὰ μυαλά. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες μὲ τὴν πλούσια φαντασία τους καὶ τὸ ἐξαιρετικὰ ἐφευρετικὸ πνεῦμα τοὺς ἦταν καὶ γλωσσοπλάστες.
Ἡ δύναμη ἀλλὰ καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῆς γλώσσας μας καὶ τῶν λέξεών της, ἐν μέρει ἔγκειται στὸ ὅτι εἶναι πιὸ εὔηχες ἀπὸ ἀντίστοιχες λέξεις ἄλλων γλωσσῶν. Ἐν μέρει, στὸν τεράστιο πλοῦτο τῶν λημμάτων καὶ τῶν συνωνύμων της, ποὺ δίνουν τὴ δυνατότητα στὸ χρήστη της νὰ κυριολεκτεῖ. Δὲν εἶναι τυχαῖο αὐτὸ ποὺ λένε οἱ Ἀμερικανοὶ ὅταν ἀντιμετωπίζουν πρόβλημα κυριολεξίας «οἱ Ἕλληνες ἔχουν τὴν κατάλληλη λέξη» (the Greeks have word for it). Ἡ λέξη π.χ. λακωνικός, δὲν εἶναι μία λέξη ποὺ σημαίνει ἁπλὰ σύντομος, ὅπως τὸ Ἀγγλικὸ brief. Προῆλθε ἀπὸ τὸν τρόπο ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς τῶν Σπαρτιατῶν, καὶ στὴν ἔννοιά της περικλείεται ἡ ἁπλότητα, ἡ λιτότητα, ἡ φυσικότητα καὶ μία θεώρηση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς ὅπως οἱ ἴδιοι τὴν ἤθελαν καὶ τὴν ἀντιλαμβάνονταν. Ἕνα ἀκόμη παράδειγμα. Ἡ νοσταλγία δὲν εἶναι ἁπλὰ μία «ἐπιθυμία καὶ ἐνθύμηση».
Δὲν εἶναι συμπτωματικὸ ἄλλωστε ὅτι οἱ βασικὲς ἔννοιες σκέψης καὶ ἔκφρασης στὴν Ἀγγλικὴ-ἀλλὰ καὶ στὶς ἄλλες Εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες- εἶναι λέξεις καθαρὰ Ἑλληνικές: analysis (1667), synthesis (1611), antithesis (1529), problem (1382), hypothesis (1596), method (1541), theory (1605), practice (1553), empiric (1605), paradigm (1483), music (1250), orchestra (1606), melody (1569), rhythm (1557), harmony (1532), rhapsody (1542), organ (1000), hypocrisy (1225), theater (1374), drama (1515), tragedy (1374), comedy (1374), poetry (1447), lyrism (1859), symptom (1398), diagnosis (1681), therapy (1846), politic (1420), democracy (1531), tyranny (1374), anarchy (1539), despotism (1727), oligarchy (1577), idea (1430), ideology (1796), logic (1362), dilemma (1656), category (1588), program (1633), system (1638), organization (1432), etiology (1656), symbol (1450), syllable (1384), phrase (1530), dialect (1551), dialogue (1551), theme (1300), theorem (1551), axiom (1485), physic (1390), energy (1581), plastic (1632), meter (900), machine (1549), metal (1300), mass (900), magic (1386), myth (1838), mystery (1315), phenomenon (1639), period (1413), phase (1812), dynamic (1827), fantasy (1382), crisis (1543), criterion (1647), dogma (1600), psalm (961), bible (1095), church (825), martyr (900), liturgy (1560), orthodox (1630), catholic (1551), hymn (1667), symmetry (1563), assymetry (1652) panic (1420), mania (1607), aesthesis (1879). Οἱ ἀριθμοὶ στὶς παρενθέσεις δείχνουν τὴ χρονολογία ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ οἱ λέξεις αὐτὲς ἐμφανίζονται σὲ Ἀγγλικὸ κείμενο. Βλέποντας κανεὶς λέξεις τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁμήρου καὶ τοῦ Ἀριστοτέλη νὰ εἰσάγονται στὴν Ἀγγλικὴ μετὰ ἀπὸ 15 ἢ 17 αἰῶνες, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἐκτιμήσει τὴν προσφορὰ αὐτῆς τῆς γλώσσας στὴν ἐξέλιξη τῆς ἀνθρωπότητας καὶ βέβαια τὴ βαριὰ κληρονομιὰ ποὺ κουβαλᾶμε.
Ἡ καταγραφὴ καὶ μόνο τῶν κυριώτερων κλάδων τῶν ἐπιστημῶν, στὴν ἀγγλικὴ ἀλλὰ καὶ τὶς ἄλλες γλῶσσες, μᾶς δίνει ἀνάγλυφα τὸ εὖρος τῆς ἐπίδρασης αὐτῆς:
Ὅμως δὲν εἶναι τὸ ὄνομα καὶ μόνο κάποιας ἐπιστήμης ἑλληνικό. Ἑλληνικὴ εἶναι καὶ ἡ ὁρολογία ποὺ χρησιμοποιεῖ αὐτὴ γιὰ τὴν περιγραφὴ καὶ τὴν ἐξέλιξή της. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι οἱ Ἕλληνες δὲν βάπτισαν ἁπλὰ τὶς ἐπιστῆμες ἀλλὰ τὶς δημιούργησαν, τὶς καλλιέργησαν καὶ τὶς παρέδωσαν στὸν ὑπόλοιπο κόσμο. Πολλοὶ θεωροῦν ὅτι μόνο ἡ ἰατρικὴ ὁρολογία εἶναι σὲ μεγάλο ποσοστὸ ἑλληνική. Ἴσως ἐπειδὴ ἡ ἐπιστήμη αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ κοντινότερη στὸν ἄνθρωπο. Ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἐπιστῆμες ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἀναφέρθηκαν παραπάνω, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὄνομα, ἔχουν ἑλληνικὴ ὁρολογία. Γιὰ παράδειγμα στὴ Βοτανικὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὄνομα καὶ τὴν ὁρολογία θὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε καὶ περίπου 500.000 ὀνόματα φυτῶν τὰ ὁποία εἶναι ἑλληνικά. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ στὴ Ζωολογία ἀλλὰ καὶ στὶς ὑπόλοιπες ἐπιστῆμες σὲ μεγαλύτερο ἢ μικρότερο βαθμό.
Βέβαια μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ κανεὶς ὅτι ἡ διείσδυση αὐτὴ ἔγινε κάποτε στὸ παρελθόν. Σήμερα ποὺ ὁ πολιτισμὸς καὶ ἡ ἀνάπτυξη ἐξαπλώθηκε σὲ ἀρκετὲς ἄλλες χῶρες τοῦ κόσμου συμβαίνει κάτι παρόμοιο; Εἶναι ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπιτεύγματα τῶν σύγχρονων ἐπιστημῶν σὲ διάφορα μέρη τοῦ πλανήτη, καὶ μάλιστα ἐκτὸς Ἑλλάδος, ἐπιστρατεύεται γιὰ τὴν περιγραφή τους καὶ πάλι ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἀναφερθεῖ κάτι πολὺ πρόσφατο. Ὁ ‘Ἀγγλος οἰκονομολόγος James Meade (Τζέημς Μήντ), ποὺ βραβεύτηκε μὲ τὸ Νόμπελ οἰκονομίας τὸ 1977, στὸ νέο του βιβλίο ἀναπτύσσει μία νέα οἰκονομικὴ θεωρία. Ὑποστηρίζει ὅτι: «ὁ κομμουνισμὸς σὰν οἰκονομικὴ λύση ἀπέτυχε, ὁ καπιταλισμὸς εἶναι γεμάτος πληγές, ἄρα μὴ ἐφαρμοστέος, στὴν ἀμιγῆ τουλάχιστον μορφή του. Τὸ καλύτερο εἶναι νὰ δημιουργήσουμε ἕνα νέο οἰκονομικὸ πλαίσιο, μὲ τὰ ἀπαραίτητα στοιχεῖα τῆς κοινωνικῆς πολιτικῆς ἀλλὰ καὶ τὴ διατήρηση τῆς πρωτοβουλίας τοῦ ἀτόμου. Καὶ πῶς νὰ ὀνομάσουμε αὐτὸ τὸ νέο σύστημα, στὸ ὁποῖο θὰ ἀξίζει νὰ ζεῖ κανείς; Ἀγαθοτοπία». Agathotopia, λοιπόν, ὀνομάζει τὸ νέο βιβλίο καὶ τὴ νέα θεωρία του.
Ἂς δοῦμε στὴ συνέχεια τὴ συμμετοχὴ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας στὴ γερμανικὴ ἡ ὁποία κυριάρχησε τὸν αἰώνα ποὺ ἔφυγε σὲ μεγάλο βαθμὸ στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο. Κατ’ ἀρχὴν ὁ Μαρτίνος Λούθηρος, γιὰ νὰ δημιουργήσει τὴν Γερμανικὴ γραμματικὴ ἀντέγραψε τὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ γραμματική.
O μεγάλος μουσουργὸς Beethoven ἐπαναλάμβανε συχνὰ ἐκφράσεις ἀπὸ Ὅμηρο: «Ὅπως ὁ σοφὸς Ὀδυσσέας ἔτσι ξέρω καὶ ἐγὼ νὰ βοηθῶ τὸν ἑαυτό μου», Στὰ σημειωματάριά του βρίσκει κανεὶς γραμμένη μὲ πένα τὴν ἑξῆς πρόταση: «Ὁ Σωκράτης καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶναι τὰ πρότυπά μου». Ἔδινε ἀκόμη ἕναν πρωτότυπο ὁρισμὸ τῆς διασκέδασης, ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ προβληματίσει πολλοὺς νεοέλληνες: «Διασκέδαση σημαίνει, νὰ εἶναι κανεὶς μόνος μὲ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες». Ἀπὸ τὴν Ἰλιάδα ἀποστήθισε ἕνα στίχο καὶ τὸν ἐπαναλάμβανε τακτικά. Ἐπεδίωκε δὲ νὰ ὑλοποιήσει τὸ νόημα τοῦ στίχου στὴ ζωή του.
«Ὅτι δὲ θὰ ἤθελα ἄπραγος νὰ βυθιστῶ στὴ σκόνη, ἄδοξος ὄχι, πρῶτα κάτι μεγαλειῶδες θὰ τελειώσω, τὸ ὁποῖο θὰ ἀκοῦν κι’ οἱ κατοπινοὶ» (Ἰλιάδα, Ραψωδία Χ, στίχοι 304-305)
Τὸ ἀντίτυπο τῆς Ὀδύσσειας τὸ ὁποῖο διάβαζε (μετάφραση J.H.Voss) εἶναι γεμάτο ὑπογραμμίσεις, ἰδιαίτερα σ’ ἐκεῖνα τὰ σημεῖα ποὺ θεωροῦσε ὅτι ἀντικατοπτρίζονταν οἱ καταστάσεις τῆς ἐποχῆς του. Τὸ ἀντίτυπο αὐτὸ τοῦ Beethoven φυλάσσεται σήμερα στὴ βιβλιοθήκη τοῦ Βερολίνου.
Ὁρισμένους ἀπὸ τοὺς στίχους τοῦ Ὁμήρου μὲ τοὺς ὁποίους αἰσθάνονταν ὅτι ταυτίζεται καὶ ἐκφράζεται εἶναι οἱ ἑξῆς, ὅπου διακρίνει κανεὶς τὶς δοκιμασίες καὶ τὴν ἀντοχὴ τοῦ Ὀδυσσέα νὰ ξαναζοῦν στὸν μουσουργό. Ἡ καρδιά μου στὸ στῆθος σκλήρυνε ἀπὸ καιρὸ στὸν πόνο γιατί ἔζησα πολλὰ καὶ πολλὰ πέρασα
(Μοιάζει μὲ τοὺς στίχους τῆς Ὀδύσειας ὑ 18-19, ἢ τ 377-378, διότι ἐνδέχεται νὰ μὴν μεταφέρονται ἀκριβῶς οἱ στίχοι τοῦ Ὁμήρου, ἀλλὰ μὲ κάποια τροποποίηση) Ὅμως καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅλη τὴν ὀδύνη τοῦ Ὀδυσσέα ἀντικατοπτρίζεται στὸν ἑξῆς στίχο τοῦ Ὁμήρου. Αὐτὰ τραγούδησε ὁ περίφημος Δημοδοκός, μὰ ὁ Ὀδυσσέας ἔλιωσε στὸ πόνο καὶ δάκρυα κύλησαν στὰ ματόκλαδα καὶ μάγουλα. (Ὀδύσεια, Ραψωδία θ, στίχοι 541-542)
Ἴσως ὁ μουσουργὸς αἰσθανόταν μία συγγενικὴ σχέση στὴν τραγικότητα μὲ τὸν Ὅμηρο, διότι κατὰ σύμπτωση ὁ ποιητὴς λέγεται ὅτι ἦταν τυφλός, ἐνῶ ὁ μουσουργὸς ἔχανε ὅλο καὶ περισσότερο τὴν ἀκοή του.
Τὰ τετράδια τοῦ ἔτους 1823 παρουσιάζουν ὅτι ὁ ἀνεψιὸς ἦταν σὲ θέση νὰ διαβάζει τοὺς Ἕλληνες τραγικούς. Σ’ ἕνα ἄλλο σημειωματάριο διαβάζουμε μία ἀφιέρωση μὲ τὴν ὁποία δωρίζει στὸν ἀνεψιὸ τοῦ Karl, τοὺς βίους τοῦ Ἀριστείδη καὶ τοῦ Θεμιστοκλῆ καὶ ὅπου του ἐπισημαίνει καὶ τοῦ εὔχεται νὰ εἶναι δίκαιος σὰν τὸν πρῶτο καὶ τολμηρὸς σὰν τὸν δεύτερο καὶ ἔτσι ὅπως λέει μέσα ἀπὸ τὴν γλώσσα νὰ ἀντιληφθεῖ τὸ πνεῦμα τῆς ἀρχαιότητας.Ὅταν κάποτε γνώρισε τὸν ἀνεψιό του στὸν ‘Ἀγγλο μουσικὸ Edward Schulz τοῦ εἶπε: «Μπορεῖτε νὰ τοῦ δώσετε ὁποιοδήποτε αἴνιγμα στὰ ἑλληνικά. Ὁ μικρὸς Οἰδίποδας μπορεῖ νὰ τὸ λύσει γιατί γι’ αὐτόν, σ’ αὐτὴν τὴ γλώσσα, δὲν ὑπάρχει κανένα μυστικό».
Ο Robert Schumann ἔλεγε ὅτι, ὅταν τὸν κατελάμβαναν μεγάλη θλίψη καὶ ἀπαισιοδοξία ὅτι ἔβρισκε παρηγοριὰ καὶ δύναμη στὸ ξεφύλλισμα τοῦ Ὁμήρου. Ο Franz Schubert ἔγραψε συνολικὰ 600 τραγούδια, τὰ 40 ἀπὸ αὐτὰ σχετίζονται μὲ τὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα, ὅπως: «Γανυμήδης», «Ἰφιγένεια», «Ἀντιγόνη», «Ὁ ἀποχαιρετισμὸς τοῦ Ἕκτορα». Ο Franz Liszt ἔγραφε σ’ ἕνα γράμμα του: «αἰσθάνομαι ὅτι ὁ Ὅμηρος καὶ ὁ Πλάτων μὲ τριγυρίζουν. Τοὺς σπουδάζω καθημερινά, τοὺς σκέπτομαι, τοὺς καταπίνω».
Ο Mozart, ἡ ἄλλη μεγαλοφυία τῆς μουσικῆς μεταξὺ ἄλλων ἔγραψε τὴν 41ή συμφωνία ποὺ τὴν ὀνόμασε «τοῦ Διὸς» (Juppiter-Symphonie), ἀλλὰ καὶ τρεῖς ὄπερες οἱ ὁποῖες ἔχουν ἀρχαία ἑλληνικὰ θέματα. Αὐτὲς εἶναι: ὁ «Ἀπόλλων καὶ ὁ Ὑάκινθος», ὁ «Μιθριδάτης, ὁ Βασιλιὰς τοῦ Πόντου» καὶ ὁ «Ἰδομενέας, ὁ Βασιλιὰς τῆς Κρήτης». Ο Johann Wolfgang von Goethe (1749 – 1832) ποὺ διάβαζε ἤδη στὰ δέκα του τὸν Ὅμηρο ἔλεγε:«’Ὅ,τι εἶναι ἡ καρδιὰ καὶ ὁ νοῦς γιὰ τὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἡ Ἑλλάδα γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα».
Μία ἄλλη μεγάλη μορφὴ τῶν γερμανικῶν γραμμάτων ἦταν ὁ Friedrich Schiller (1759-1805), πολύπλευρος ἐπιστήμονας, λογοτέχνης καὶ κατ’ ἐξοχὴν ἑλληνιστής. Ὡς ἄνθρωπος τοῦ πνεύματος καὶ μάλιστα ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς κορυφαίους ἐκπροσώπους τῆς γερμανικῆς γραμματείας ὁ Schiller ἐντρύφησε βαθειὰ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ παιδεία καὶ φιλοσοφία. Παραλλήλιζε στὴν καθημερινή του ζωὴ πολλὰ ρητὰ τοῦ Ἀριστοτέλη, τόσο μὲ τὶς προσωπικές του καταστάσεις ὅσο καὶ μὲ τὶς κοινωνικές. Ὁ ‘Ὅμηρος, ὁ Σοφοκλῆς, ὁ Εὐριπίδης, ὁ Πλούταρχος, ὁ Λουκιανὸς εἶναι γιὰ τὸν Schiller ἡ ἀληθινὴ χαρὰ τῆς ζωῆς.
 
Ὁ αὐστριακὸς ἀρχαιολόγος καὶ συγγραφέας Ἔγκον Φρίντελ (Egon Friendel) στὸ βιβλίο τοῦ «Πολιτικὴ ἱστορία τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος» τὸ 1938, ἔγραφε: «Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶναι τὸ πλουσιότερο καὶ ὑποδειγματικότερο, συναρπαστικότερο καὶ φαντασμαγορικότερο θεατρικὸ θέαμα τοῦ κόσμου, καὶ ἡ οἰκουμένη εἶναι τὸ αἰώνιο καὶ μεταβλητό, κριτικὸ καὶ ἀφοσιωμένο κοινό τους». Εἰδικότερα γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ἔλεγε ἴδιος: «Τὸ πρῶτο καὶ μεγαλύτερο καλλιτεχνικὸ δημιούργημα τῶν Ἑλλήνων εἶναι ἡ γλώσσα τοὺς τὸ ἐκπληκτικὸ γνώρισμα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ γλωσσοπλαστικὴ τῆς ἱκανότητα καὶ ἡ ἐλευθερία σύνταξης ἡ ὁποία λείπει ὁλότελα ἀπὸ τὴ λατινικὴ καὶ τὶς θυγατρικές της γλῶσσες».
 
Ἡ ἑλληνικὴ παιδεία ἐπηρέασε σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀνεξαίρετα ὅλες τὶς ἐπιστῆμες στὴν Γερμανία καὶ ὄχι μόνο τὶς θεωρητικές. Μάλιστα πολλοὶ ἐκτιμοῦν ὅτι ἡ ἐπιλογὴ τῆς Γερμανίας νὰ θεμελειώσει τὸ ἐκπαιδευτικό της σύστημα στὴν κλασικὴ ἑλληνικὴ παιδεία τῆς χάρισε αὐτὴ τὴν ραγδαία ἐπιστημονικὴ καὶ τεχνολογικὴ ἀνάπτυξη. Ὁ πυρηνικὸς φυσικὸς Dr. Werner Heisenberg ποὺ τιμήθηκε μὲ τὸ βραβεῖο Nobel τὸ 1932 εἶπε στὸ λόγο τοῦ κατὰ τὴν τελετὴ τῆς βράβευσής του ἀπὸ τὴν Σουηδικὴ Ἀκαδημία: «Ἡ μεγαλύτερη πνευματική μου ἄσκηση ἦταν ἡ θητεία μου στὴν ἀρχαία ἑλληνική».
Ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν εἶναι μόνο τῶν ἀρχαίων θεῶν, ἡμιθέων ἢ ἡρώων ἀλλὰ καὶ ἡ γλώσσα ποὺ ἐξέφρασε στὴ συνέχεια τὴν κοσμοθεωρία τοῦ Χριστιανισμοῦ διὰ τῶν Εὐαγγελίων. Στὴν ἑλληνικὴ γράφτηκε ἀπ’ εὐθείας ἡ Καινὴ Διαθήκη ἡ ὁποία θεωρεῖται τὸ περισσότερο θεόπνευστο βιβλίο. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη περισσότερο ἱστορικὸ βιβλίο μεταφράστηκε καὶ αὐτὸ στὴν ἑλληνικὴ ἀπὸ τοὺς 72 λόγιους Ἑβραίους ἐπὶ Πτολεμαίου τοῦ Β΄ τοῦ Φιλάδελφου. Ἡ διάδοση τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν στὴ συνέχεια ἔγινε ἀπὸ τὸν ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο ὁ ὁποῖος κήρυξε ἀλλὰ καὶ ἔγραψε τὶς ἐπιστολές του στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα. Γιὰ τὴν ὀμορφιὰ ποὺ ἔδωσε ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα σὲ μία θρησκεία ἀγάπης ὅπως αὐτὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ θὰ δανεισθῶ τὰ λόγια του γερμανοῦ ποιητῆ Johann Wolfgang von Goethe (1749 – 1832): «’Ἄκουσα τὸ Εὐαγγέλιο στὸν ‘Ἅγιο Πέτρο τῆς Ρώμης σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες. Ἡ ἑλληνικὴ ἀντήχησε σὰν ἄστρο ποὺ ἐμφανίζεται τὴ νύχτα».

Elliniki Gnomi