Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

π. Γε­ωρ­γί­ου Φλω­ρόφ­σκυ 

Δὲν θὰ ἦ­ταν σω­στὸ νὰ ποῦ­με ὅ­τι ἡ ρωσ­σι­κὴ θε­ο­λο­γί­α, στὴ δη­μι­ουρ­γι­κή της ἀ­νά­πτυ­ξη, εἶ­χε κα­τα­λά­βει καὶ ἀ­φο­μοι­ώ­σει πλή­ρως ἢ ἀρ­κε­τὰ σὲ βά­θος τοὺς Πα­τέ­ρες καὶ τὸ Βυ­ζάν­τιο. Αὐ­τό, πρέ­πει ἀ­κό­μα νὰ τὸ κά­νη. Πρέ­πει νὰ πε­ρά­ση μέ­σα ἀ­πὸ τὸ αὐ­στη­ρὸ σχο­λεῖ­ο τοῦ χρι­στι­α­νι­κοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Ὁ Ἑλ­λη­νι­σμός, οὕ­τως εἰ­πεῖν, προ­σέ­λα­βε αἰ­ώ­νιο χα­ρα­κτή­ρα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α- ἔ­χει ἐν­σω­μα­τω­θῆ σ᾿ αὐ­τὴν τὴ δο­μὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς ἡ αἰ­ώ­νια κα­τη­γο­ρί­α τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ὑ­πάρ­ξε­ως. Φυ­σι­κὰ ἐ­δῶ δὲν ἐν­νο­εῖ­ται ὁ ἐ­θνι­κὸς Ἑλ­λη­νι­σμὸς τῆς συγ­χρό­νου Ἑλ­λά­δος ἢ τῆς Ἀ­να­το­λῆς οὔ­τε ὁ ἑλ­λη­νι­κὸς φυ­λε­τι­σμός, πού εἶ­ναι ἀ­πηρ­χαι­ω­μέ­νος καὶ χω­ρὶς δι­καί­ω­ση. Ἀ­σχο­λού­με­θα μὲ τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ἀρ­χαι­ό­τη­τα, μὲ τὸν Ἑλ­λη­νι­σμὸ τοῦ δόγ­μα­τος, τῆς λει­τουρ­γί­ας, τῆς εἰ­κό­νος. Στὴ λει­τουρ­γί­α, τὸ ἑλ­λη­νι­κὸ style τῆς «εὐ­σέ­βειας τῶν μυ­στη­ρί­ων» μπῆ­κε μέ­σα στὸν ρυθ­μὸ τῆς λει­τουρ­γι­κῆς μυ­στα­γω­γί­ας, χω­ρὶς νὰ ὑ­πο­στῆ κά­ποι­ο εἶ­δος μυ­στι­κοῦ «ἐ­πα­νε­ξελ­λη­νι­σμοῦ». Θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νείς, πού εἶ­ναι μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, νὰ εἶ­ναι τό­σο ἀ­νό­η­τος, ὥ­στε αὐ­θαί­ρε­τα νὰ «ἀ­φελ­λη­νί­ση» τὶς λει­τουρ­γί­ες καὶ νὰ τὶς με­τα­φέ­ρη σ᾿ ἕ­να πιὸ «μον­τέρ­νο» style; Ἐ­πὶ πλέ­ον, ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς εἶ­ναι κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἕ­να προ­σω­ρι­νὸ σταθ­μὸ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Ὅ­ταν ὁ θε­ο­λό­γος ἀρ­χί­ση νὰ σκέ­πτε­ται ὅ­τι οἱ «ἑλ­λη­νι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες» εἶ­ναι ἀ­πηρ­χαι­ω­μέ­νες, αὐ­τὸ ἁ­πλῶς ση­μαί­νει ὅ­τι αὐ­τὸς ἔ­χει βγῆ ἔ­ξω ἀπ᾿ τὸν ρυθ­μὸ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ θε­ο­λο­γί­α δὲν μπο­ρεῖ ἴ­σως νὰ εἶ­ναι κα­θο­λι­κὴ πα­ρὰ μό­νο μέ­σα στὸν Ἑλ­λη­νι­σμό. Βέ­βαι­α, ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς ἔ­χει δι­πλὴ ση­μα­σί­α. Ἕ­να ἀν­τι­χρι­στι­α­νι­κὸ στοι­χεῖ­ο κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε στὸ ἀρ­χαῖ­ο πνεῦ­μα. Μέ­χρι τώ­ρα ὑ­πῆρ­ξαν πολ­λοὶ πού κα­τέ­φυ­γαν στὸν Ἑλ­λη­νι­σμὸ μὲ ὁ­λο­φά­νε­ρο σκο­πὸ νὰ ση­κω­θοῦν καὶ νὰ πο­λε­μή­σουν τὸν Χρι­στι­α­νι­σμὸ (ἁ­πλῶς θυ­μη­θῆ­τε τὸν Νί­τσε!).

Ἀλ­λὰ ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α· τέ­τοι­α εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρι­κὴ ση­μα­σί­α τῆς πα­τε­ρι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας. Αὐ­τὴ ἡ «ὁ­λο­κλή­ρω­ση τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ» συ­νε­πή­γε­το μί­α ἀ­νε­λέ­η­τη δι­ά­σπα­ση, τὸ κρι­τή­ριο τῆς ὁ­ποί­ας ὑ­πῆρ­ξε τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ἡ ἱ­στο­ρι­κὴ φα­νέ­ρω­ση τοῦ σαρ­κω­θέν­τος Λό­γου. Ὁ χρι­στι­α­νι­κὸς Ἑλ­λη­νι­σμός, με­τα­μορ­φω­μέ­νος κα­θὼς ἦ­ταν, εἶ­ναι τε­λεί­ως ἱ­στο­ρι­κός. Ἡ πα­τε­ρι­κὴ θε­ο­λο­γί­α εἶ­ναι πάν­τα «θε­ο­λο­γί­α γε­γο­νό­των», μᾶς φέρ­νει ἀν­τι­μέ­τω­πους μὲ γε­γο­νό­τα, τὰ γε­γο­νό­τα τῆς ἱ­ε­ρᾶς ἱ­στο­ρί­ας. Ὅ­λα τὰ σφάλ­μα­τα καὶ οἱ πει­ρα­σμοὶ ἑ­νὸς ἐ­ξελ­λη­νι­σμοῦ πού ἐ­πι­δι­ώ­χθη­κε ἀ­πε­ρί­σκε­πτα -συ­νέ­βη­σαν ἐ­πα­νει­λημ­μέ­να στὸν ροῦ τῆς ἱ­στο­ρί­ας- δὲν μπο­ροῦν ἴ­σως νὰ μει­ώ­σουν τή σπου­δαι­ό­τη­τα αὐ­τοῦ τοῦ θε­με­λι­ώ­δους γε­γο­νό­τος: τὸ «Εὐ­αγ­γέ­λιο» καὶ ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ θε­ο­λο­γί­α, ἅ­παξ διὰ παν­τός, δι­α­τυ­πώ­θη­καν ἐξ ἀρ­χῆς μὲ ἑλ­λη­νι­κὲς κα­τη­γο­ρί­ες. Πα­τε­ρι­κό­τη­τα καὶ κα­θο­λι­κό­τη­τα, ἱ­στο­ρι­κό­τη­τα καὶ Ἑλ­λη­νι­σμὸς εἶ­ναι δι­ά­φο­ρες ἀ­πό­ψεις ἑ­νὸς μο­να­δι­κοῦ καὶ ἀ­δι­αι­ρέ­του δε­δο­μέ­νου.
Ἕ­νας πα­λαι­ό­τε­ρος Ἀγ­γλι­κα­νὸς Ἐ­πί­σκο­πος ἔ­δω­σε στοὺς κλη­ρι­κούς του, σὲ μί­α πε­ρί­πτω­ση τού­τη τὴν ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη συμ­βου­λή:

“Σεῖς οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­φι­ε­ρώ­νε­στε στὴ θεί­α σπου­δὴ τῆς θε­ο­λο­γί­ας σεῖς οἱ ὁ­ποῖ­οι γί­νε­στε ὠ­χροὶ πά­νω ἀ­π᾿ τὶς ἅ­γι­ες Γρα­φὲς πά­νω ἀ­π᾿ ὅ­λα σεῖς οἱ ὁ­ποῖ­οι εἴ­τε ἔ­χε­τε τὸ σε­βα­στὸ λει­τούρ­γη­μα τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως, εἴ­τε τὸ πο­θεῖ­τε· Σεῖς οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­στε ἕ­τοι­μοι ν᾿ ἀ­να­λά­βε­τε τὴ φο­βε­ρὴ φρον­τί­δα ψυ­χῶν· ἐγ­κα­τα­λεῖψ­τε τὴ σπου­δὴ τῶν ἐ­πο­χῶν, μὴν ἔ­χε­τε κα­μμί­α σχέ­ση μὲ τοὺς νε­ω­τε­ρι­σμοὺς ποὺ εἶ­ναι τῆς μό­δας· ἀ­να­ζη­τῆ­στε πῶς ἦ­ταν στὴν ἀρ­χή· πη­γαί­νε­τε στὸ κε­φα­λά­ρι, κοι­τάξ­τε στὴν ἀρ­χαι­ό­τη­τα· ἐ­πι­στρέψ­τε στοὺς ἁ­γί­ους πα­τέ­ρες, ἔ­χε­τε σε­βα­σμὸ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τῶν πρώ­των χρό­νων, τοὐτέ­στιν, γιὰ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σω τὸ λό­γο τοῦ προ­φή­του, «ἐ­ρω­τή­σα­τε τρί­βους Κυ­ρί­ου αἰ­ω­νί­ους».

Ἦ­ταν ἕ­να ὀρ­θὸ πρό­γραμ­μα σπου­δῶν πραγ­μα­τι­κά… Ἐν­τού­τοις, αὐ­τὴ ἡ ὑ­πό­δει­ξη, ὅ­τι ἕ­νας σύγ­χρο­νος θε­ο­λό­γος θὰ ᾿πρε­πε γιὰ νὰ ἐμ­πνευ­σθεῖ νά γυ­ρί­σει πί­σω, πί­σω στίς πε­ρα­σμέ­νες ἐ­πο­χές, δὲν εἶ­ναι ἀ­κό­μη κα­θό­λου δη­μο­φι­λὴς ἀ­νά­με­σα στοὺς σπου­δα­στές μας τῆς Θε­ο­λο­γί­ας. Ἡ ἀ­νάγ­κη ν᾿  ἀν­τι­με­τω­πί­σου­με καὶ ν᾿ ἀν­τι­κρού­σου­με σὲ μί­α νέ­α θε­ο­λο­γι­κὴ σύν­θε­ση τὶς δυ­σκο­λί­ες τῆς δι­κῆς μας ἐ­πο­χῆς ὑ­περ­το­νί­ζε­ται ἐ­πι­κίν­δυ­να ἀ­πὸ τοὺς πε­ρισ­σο­τέ­ρους ἀ­π᾿ αὐ­τούς. Καί, συ­νή­θως, γί­νε­ται μί­α ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νη δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα στὸ δόγ­μα καὶ στὴ δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α. Ὅ­λα τὰ “δόγ­μα­τα” πρέ­πει νὰ λη­φθοῦν καὶ νὰ δι­α­τη­ρη­θοῦν ἀ­νέγ­γι­χτα κι ἀ­ναλ­λοί­ω­τα. Αὐ­τὸ ἐν­δε­χο­μέ­νως θε­ω­ρεῖ­ται ὡς δε­δο­μέ­νο ἀ­π᾿ ὅ­λους τούς κα­θο­λι­κῶς σκε­πτό­με­νους με­λε­τη­τές, ἀλ­λὰ πο­λὺ λί­γες μό­νο δι­α­τυ­πώ­σεις ἀ­να­γνω­ρί­ζον­ται πὼς εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὰ “δογ­μα­τι­κές”, μὲ μί­α αὐ­στη­ρὴ ἔν­νοι­α τοῦ ὅ­ρου, ὑ­πο­στη­ριγ­μέ­νες ἀ­πὸ μί­α ξε­κά­θα­ρη, κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὴ καὶ δε­σμευ­τι­κὴ αὐ­θεν­τί­α μί­ας Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου ἢ τῆς ὁ­μο­φώ­νου συμ­φω­νί­ας ὁ­λο­κλή­ρου της Ἐκ­κλη­σί­ας (Ecclesia Sparsa). Ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει, αὐ­τὲς οἱ δογ­μα­τι­κὲς προ­τά­σεις ἢ ὁ­ρι­σμοὶ ἀ­παι­τοῦν μί­αν ἐ­ξή­γη­ση, πρέ­πει νὰ ἐ­πε­κτα­θοῦν ἢ ν᾿ ἀ­να­πτυ­χθοῦν σ᾿ ἕ­να κα­τα­νο­η­τὸ σύ­στη­μα ἰ­δε­ῶν.

Κι ὁ κύ­ριος σκο­πὸς τῆς δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι εἶ­ναι ἁ­πλῶς ὁ ἀ­κό­λου­θος: νὰ κά­μει τὴν ἀ­με­τά­βλη­τη ἀ­λή­θεια τῶν δογ­μά­των πλή­ρως προ­σι­τὴ καὶ τὴν ἀ­πο­κε­κα­λυμ­μέ­νη ἀ­λή­θεια κά­τω ἀ­πὸ ὁ­ρι­σμέ­νους εἰ­δι­κοὺς ὅ­ρους γιὰ μί­α ὁ­ρι­σμέ­νη ἐ­πο­χὴ ἢ γιὰ ὁ­ρι­σμέ­νη γε­νιά.

Κι ἔ­τσι ἡ δογ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ἀ­να­πό­φευ­κτα ἔ­χει μί­α ἀ­να­φο­ρι­κὴ καὶ σχε­τι­κὴ μὲ μί­α συγ­κε­κρι­μέ­νη ἐ­πο­χὴ κι ἕ­να πε­ρι­βάλ­λον ἀ­ξί­α, καὶ πρέ­πει ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ νὰ ἐ­πα­να­προ­σαρ­μο­στεῖ στὴ νο­η­μο­σύ­νη τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἀλ­λά­ζει, πρέ­πει νὰ ἐ­πα­να­δι­α­τυ­πω­θεῖ ἢ νὰ ἐ­πα­νοι­κο­δο­μη­θεῖ ἀ­πὸ και­ροῦ εἰς και­ρόν. Κα­μμιὰ ἐ­ξή­γη­ση δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει τὴν ἴ­δια ση­μα­σί­α σ᾿ ὅ­λες τὶς ἐ­πο­χές! Καὶ ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ δογ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α θε­ω­ρεῖ­ται πο­λὺ συ­χνὰ πὼς εἶ­ναι ἁ­πλῶς μί­α ἐ­ξή­γη­ση τῆς πί­στε­ως, βο­η­θη­τι­κὴ καὶ δι­δα­κτι­κή, ἴ­σως, ἀλ­λὰ σχε­δὸν ἀ­πα­ραί­τη­τη ἢ ὑ­πο­χρε­ω­τι­κή. Ὅ­λως πε­ρι­έρ­γως αὐ­τὴν τὴ στά­ση συμ­με­ρί­ζον­ται ὁ­ρι­σμέ­νες φο­ρὲς συγ­κε­κρι­μέ­να συν­τη­ρη­τι­κὰ πνεύ­μα­τα καὶ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἡ πί­στη δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐ­ξαρ­τη­θεῖ ἀ­π᾿ ὁ­ποι­εσ­δή­πο­τε εἰ­δι­κὲς φι­λο­σο­φι­κὲς προ­ϋ­πο­θέ­σεις, τοῦ­το εἶ­ναι τὸ κύ­ριο ἐ­πι­χεί­ρη­μα. Στὴν προ­γε­νέ­στε­ρη γε­νιὰ Ρώ­σσων κλη­ρι­κῶν ὑ­πῆρ­χε μί­α ἰ­σχυ­ρὴ προ­κα­τά­λη­ψη ἐ­νάν­τια σὲ κά­θε “με­τα­φυ­σι­κή”, κά­θε φι­λο­σο­φί­α ἢ σκέ­ψη, εἴ­τε ἦ­ταν γερ­μα­νι­κὴ εἴ­τε ἑλ­λη­νι­κή.

Ἀ­κό­μη ζοῦ­με κά­τω ἀ­πὸ τὴ σκιὰ αὐ­τοῦ τοῦ ἰ­δι­ό­μορ­φου ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοῦ ἀ­γνω­στι­κι­σμοῦ. Ἡ κα­θα­ρό­τη­τα τῶν Γρα­φῶν καὶ ἡ ἁ­πλό­τη­τα τῆς πί­στε­ως ἀν­τι­δι­α­στέλ­λον­ται μὲ τὴ μα­ται­ο­δο­ξί­α ὅ­λων τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν σκέ­ψε­ων… Καὶ ὑ­πάρ­χει μί­α ἀ­πρό­σμε­νη συμ­φω­νί­α ἀ­νά­με­σα σ᾿ ἐ­κεί­νους ποὺ δυ­σπι­στοῦν σὲ κά­θε θε­ο­λο­γι­κὴ σκέ­ψη καὶ σ᾿ ἐ­κεί­νους ποὺ ἀ­να­ζη­τοῦν μί­α νέ­α ἢ σύγ­χρο­νη θε­ο­λο­γι­κὴ σύν­θε­ση. Καὶ οἱ δύ­ο πε­ρι­φρο­νοῦν τὴν πα­ρα­δο­σια­κὴ σύν­θε­ση, τὴν πα­τε­ρι­κὴ δογ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α. Γιὰ με­ρι­κοὺς εἶ­ναι ἀ­κό­μη μί­α σκέ­ψη, γιὰ ἄλ­λους εἶ­ναι μί­α σκέ­ψη τῶν πα­λαι­ῶν ἐ­πο­χῶν κι ἑ­πο­μέ­νως ἀ­πηρ­χαι­ω­μέ­νη. Τὰ πα­τε­ρι­κὰ κεί­με­να γί­νον­ται πράγ­μα­τι σε­βα­στά, ἀλ­λὰ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὡς ἱ­στο­ρι­κὰ ντο­κου­μέν­τα πα­ρὰ ὡ­ς βι­βλί­α αὐ­θεν­τί­ας… Ἀ­να­ρίθ­μη­τες πα­τε­ρι­κὲς πα­ρα­πομ­πὲς ἢ ἀ­κό­μη καὶ πε­ρι­κο­πὲς εἶ­ναι καὶ τώ­ρα συ­νή­θεις στὰ θε­ο­λο­γι­κά μας δο­κί­μια καὶ ἐγ­χει­ρί­δια. Ἀλ­λὰ πο­λὺ συ­χνὰ τοῦ­τα τὰ πα­λαι­ὰ κεί­με­να ἢ πε­ρι­κο­πὲς ἀ­πο­τε­λοῦν, ἁ­πλῶς, πα­ρεμ­βο­λὲς σ᾿  ἕ­να δι­ά­γραμ­μα δα­νει­σμέ­νο ἀ­π᾿ ἀλ­λοῦ. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τὰ κλασ­σι­κὰ δι­α­γράμ­μα­τα τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν μας ἐγ­χει­ρι­δί­ων προ­ῆλ­θαν ἀ­πὸ τὴ Δύ­ση, ἐν μέ­ρει ἀ­πὸ Ρω­μα­ϊ­κὲς πη­γὲς κι ἐν μέ­ρει ἀ­πὸ πη­γὲς τῆς Με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ως… Τὰ πα­τε­ρι­κὰ κεί­με­να δι­α­τη­ροῦν­ται καὶ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νον­ται. Τὸ πα­τε­ρι­κὸ πνεῦ­μα πο­λὺ συ­χνὰ χά­νε­ται ἢ λη­σμο­νεῖ­ται τε­λεί­ως… Ἡ Πα­λα­μι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α γιὰ τὶς θεῖ­ες ἐ­νέρ­γει­ες δὲν ἀ­να­φέ­ρε­ται σχε­δὸν κα­θό­λου στὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­π᾿ τὰ ἐγ­χει­ρί­διά μας. Ἡ ἰ­δι­ο­μορ­φί­α τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς μας πα­ρα­δό­σε­ως στὴ δογ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α πε­ρὶ τοῦ Θε­οῦ καὶ τῶν ἰ­δι­ο­τή­των Του ἔ­χει λη­σμο­νη­θεῖ καὶ πλή­ρως πα­ρα­νο­η­θεῖ…

Ἡ κοι­νὴ πα­τε­ρι­κὴ δογ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς θε­ώ­σε­ως πά­λι μᾶλ­λον ἀ­γνο­εῖ­ται στὰ σύγ­χρο­να συ­στή­μα­τα… Ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἱ­κα­νο­ποι­ή­σε­ως τῆς θεί­ας δι­και­ο­σύ­νης πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στὰ ἐ­κλα­ϊ­κευ­μέ­να μας ἐγ­χει­ρί­δια εἴ­τε σύμ­φω­να μὲ τὸν Ἀν­σελ­μο Καν­ταρ­βου­ρί­ας, εἴ­τε σύμ­φω­να μὲ κά­ποι­α με­τα­γε­νέ­στε­ρη Με­τὰ-Τρι­δεν­δι­κὴ αὐ­θεν­τί­α. Καὶ ἡ κοι­νὴ πα­τε­ρι­κὴ ἰ­δέ­α, ἡ τό­σο δυ­να­μι­κὰ το­νι­σμέ­νη στὰ λει­τουρ­γι­κὰ κεί­με­να, ὅ­τι ἡ Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ ἦ­ταν τὸ πε­ρι­βάλ­λον καὶ ἡ πραγ­μα­τι­κὴ πη­γὴ τῆς νί­κης ἐ­πὶ τοῦ θα­νά­του ἔ­χει ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κῶς πα­ρα­βλε­φθεῖ ἀ­πὸ τοὺς θε­ο­λό­γους μας… Ἡ  ἰ­δέ­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς Μυ­στι­κοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ἔ­χει ἐ­πί­σης λη­σμο­νη­θεῖ καὶ μί­α σύγ­χρο­νη ἀ­πό­πει­ρα νὰ τὸ ξα­να­θυ­μή­σου­με τοῦ­το, σὲ μί­α θε­ο­λο­γι­κὴ δι­α­τρι­βή, ἐ­πι­κρί­θη­κε αὐ­στη­ρὰ ἀ­πὸ τὴ Ρωσ­σι­κὴ Σύ­νο­δο πε­ρί­που σα­ράν­τα χρό­νια ἐ­νω­ρί­τε­ρα, (ἡ ὑ­πό­θε­ση τοῦ Αἰδ. Ε. Ἀκ­βι­τό­νοφ)… Οἱ θαυ­μά­σι­ες πραγ­μα­τεῖ­ες τοῦ Νι­κο­λά­ου Κα­βά­σι­λα ἢ τοῦ Συ­με­ὼν Θεσ­σα­λο­νί­κης ἔ­χουν με­λε­τη­θεῖ ἐ­λά­χι­στα ἀ­πὸ τοὺς θε­ο­λό­γους πα­νε­πι­στη­μια­κοὺς κα­θη­γη­τές μας ὡς μί­α αὐ­θεν­τί­α στὴν Ὀρ­θό­δο­ξη δι­δα­σκα­λί­α πε­ρὶ τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας… Ἡ ζω­τι­κὴ καὶ ἐ­πεί­γου­σα ἀ­νάγ­κη νὰ βελ­τι­ώ­σου­με τὴ θε­ο­λο­γι­κή μας σχο­λι­κὴ ρου­τί­να καὶ νὰ ἐ­πα­να­φέ­ρου­με τὴν πα­τε­ρι­κὴ νο­ο­τρο­πί­α στὴ θε­ο­λο­γι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α ἔ­γι­νε αἰ­σθη­τὴ καὶ ἐ­ξε­φρά­σθη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ μί­α φο­ρὰ στὰ τε­λευ­ταῖ­α πε­νήν­τα χρό­νια ἀ­πὸ πολ­λὰ δι­α­κε­κρι­μέ­να ἡ­γε­τι­κὰ στε­λέ­χη στὴ Ρωσ­σι­κὴ Ἐκ­κλη­σί­α. Ἦ­ταν ἕ­να σπου­δαῖ­ο καὶ ἱ­στο­ρι­κὸ ἐ­πί­τευγ­μα τοῦ τε­λευ­ταί­ου Μη­τρο­πο­λί­του Ἀν­τω­νί­ου (Χρα­πο­βί­τσκυ) τὸ ὅ­τι ἔ­χει κη­ρύ­ξει τό­σο δυ­να­μι­κὰ τὴ στα­θε­ρὴ ἀ­ξί­α τῶν Πα­τε­ρι­κῶν ἔρ­γων καὶ τοῦ Πα­τε­ρι­κοῦ πνεύ­μα­τος. Ἀ­τυ­χῶς, ἡ δι­κή του ἑρ­μη­νεί­α τῆς Πα­τε­ρι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ἦ­ταν σὲ πολ­λὰ ση­μεῖ­α πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἀ­νε­παρ­κής. Ἀλ­λ᾿ ἡ ὀρ­θὴ ἀρ­χὴ δι­α­κη­ρύ­χθη­κε μὲ με­γά­λη ἐ­πι­μο­νὴ καὶ πραγ­μα­τι­κὴ αὐ­θεν­τί­α… Αὐ­τὴ ἡ πρό­σκλη­ση νὰ “ἐ­πι­στρέ­ψου­με” στούς Πα­τέ­ρες μπο­ρεῖ εὔ­κο­λα νά πα­ρα­νο­η­θεῖ. Δέν ση­μαί­νει νά ἐπι­στρέ­ψου­με στό γράμ­μα πα­λαι­ῶν πα­τε­ρι­κῶν κει­μέ­νων. Τὸ ν᾿ ἀ­κο­λου­θοῦ­με τὰ βή­μα­τα τῶν πα­τέ­ρων δὲν ση­μαί­νει “νὰ ὁρ­κι­ζό­μα­στε στὰ λό­για τῶν δι­δα­σκά­λων” (Jurare in Verba Magistri). Αὐ­τὸ ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ ἐν­νο­εῖ­ται καὶ ζη­τεῖ­ται δὲν εἶ­ναι μί­α τυ­φλὴ καὶ δου­λι­κὴ μί­μη­ση καὶ ἐ­πα­να­λή­ψεις, ἀλ­λὰ μᾶλ­λον μί­α πε­ραι­τέ­ρω ἀ­νά­πτυ­ξη αὐ­τῆς τῆς πα­τε­ρι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας, ὁ­μοι­ο­γε­νὴς καὶ ὁ­μοί­ου ἐ­πι­πέ­δου πνεύ­μα­τος. Πρέ­πει ν᾿ ἀ­νά­ψου­με ξα­νὰ τὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ φω­τιὰ τῶν Πα­τέ­ρων, νὰ ξα­να­ζων­τα­νέ­ψου­με μέ­σα μας τὸ πα­τε­ρι­κὸ πνεῦ­μα. Ὅ­πως εἶ­πε ὁ Καρ­δι­νά­λιος Νι­ού­μαν μί­α φο­ρά: “Οἱ Πα­τέ­ρες εἶ­ναι οἱ δι­δά­σκα­λοί μας, ἀλ­λ᾿ ὄ­χι οἱ ἐ­ξο­μο­λό­γοι ἢ οἱ κα­ζου­ϊ­στές μας· εἶ­ναι οἱ Προ­φῆ­τες σπου­δαί­ων πραγ­μά­των, ὄ­χι οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ κα­θο­δη­γη­τὲς ἀ­τό­μων” (Δο­κί­μια II, 371)… Αὐ­τὸ ποὺ ἔ­χει πραγ­μα­τι­κὴ ση­μα­σί­α δὲν εἶ­ναι τό­σο ἡ ὁ­μοι­ό­τη­τα λε­χθέν­των λό­γων ὅ­σο ἡ πραγ­μα­τι­κὴ συ­νέ­χεια τοῦ τρό­που ζω­ῆς, τοῦ πνεύ­μα­τος καὶ τῆς ἐμ­πνεύ­σε­ως… Πρέ­πει κα­νεὶς νὰ με­γα­λώ­σει ἢ νὰ προ­χω­ρή­σει μα­κρύ­τε­ρα, ἀλ­λὰ στὴν ἴ­δια κα­τεύ­θυν­ση, ἤ, γιά νά τό ποῦ­με κα­λύ­τε­ρα, στόν ἴδιο τύ­πο καί πνεῦ­μα… Δύ­ο ση­μεῖ­α πρέ­πει ἐ­δῶ εἰ­δι­κῶς ν᾿ ἀ­να­φερ­θοῦν:

1. Ἀ­κό­μη καὶ ἱ­στο­ρι­κὰ εἶ­ναι ἐ­λά­χι­στα δυ­να­τὸ ν᾿ ἀ­πο­μο­νώ­σει κα­νεὶς τὸ ἐ­πί­ση­μο ἢ κα­θο­ρι­σμέ­νο δόγ­μα ἀ­π᾿ ἐ­κεῖ­νο τὸ πε­ρι­ε­κτι­κὸ θε­ω­ρη­τι­κὸ κεί­με­νο, στὸ ὁ­ποῖ­ο μό­νον ὁ ἴ­διος ὁ ὁ­ρι­σμὸς κα­τέ­χει τὴν πλή­ρη ἀ­ξί­α καὶ τὸ νό­η­μά του. Ἡ σχέ­ση τοῦ “δόγ­μα­τος” καὶ τῆς (πα­τε­ρι­κῆς) “δογ­μα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας” εἶ­ναι πο­λὺ βα­θύ­τε­ρη καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὀρ­γα­νι­κὴ ἀ­π᾿ ὅ­τι οἱ θι­α­σῶ­τες μί­ας νέ­ας θε­ω­ρη­τι­κῆς συν­θέ­σε­ως θὰ ᾿θε­λαν νὰ πα­ρα­δε­χθοῦν. Σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση ἡ πα­τε­ρι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α γιὰ ἕ­ναν ἱ­στο­ρι­κὸ εἶ­ναι τὸ κα­λύ­τε­ρο καὶ τὸ πιὸ φυ­σι­κὸ κλει­δὶ γιὰ τὸ δόγ­μα. Αὐ­τὴ ἡ ἑρ­μη­νεί­α εἶ­ναι ἴ­σως ἀ­τε­λής, ἐν­τού­τοις, πρέ­πει κα­νεὶς νὰ συ­νε­χί­σει τήν ἴδια γραμ­μή. Οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες πη­γαί­νουν ἀ­κό­μη πρῶ­τοι, πρέ­πει κα­νεὶς νὰ προ­χω­ρή­σει πα­ρα­πέ­ρα, καὶ πολ­λὲς ἀ­πό­ψεις ἀρ­κε­τὰ ἀ­προσ­δό­κη­τες ἐμ­φα­νί­ζον­ται, ἀλ­λ᾿ ὁ δρό­μος συ­νε­χί­ζει νὰ εἶ­ναι ὁ ἴ­διος, ὁ βα­σι­λι­κὸς δρό­μος τῆς κα­θο­λι­κῆς συμ­φω­νί­ας…

2. Καὶ τοῦ­το ἴ­σως εἶ­ναι τὸ κύ­ριο ση­μεῖ­ο. Οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες εἶ­ναι κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ ἁ­πλοὶ θε­ο­λό­γοι. Εἶ­ναι δι­δά­σκα­λοι, “δι­δά­σκα­λοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας” Doctores Ecclesiae, οἱ δι­δά­σκα­λοι τῆς οἰ­κου­μέ­νης… “Στὴν κα­θο­λι­κὴ με­τα­μόρ­φω­ση. Ἡ προ­σω­πι­κό­τη­τα λαμ­βά­νει δύ­να­μη καὶ ἰ­σχὺ γιὰ νὰ ἐκ­φρά­σει τὴ ζω­ὴ καὶ τὴ συ­νεί­δη­ση τοῦ συ­νό­λου. Κι αὐ­τὸ ὄ­χι ὡς ἕ­να ἀ­πρό­σω­πο μέ­σο, ἀλ­λὰ σὲ δη­μι­ουρ­γι­κὴ καὶ ἡ­ρω­ϊκὴ δρά­ση. Δὲν πρέ­πει νὰ λέ­με: “Κα­θέ­νας στὴν Ἐκ­κλη­σί­α πραγ­μα­το­ποι­εῖ τὸ ἐ­πί­πε­δό τῆς κα­θο­λι­κό­τη­τος”, ἀλ­λὰ, “κα­θέ­νας μπο­ρεῖ καὶ πρέ­πει καὶ κα­λεῖ­ται νὰ τὸ πραγ­μα­τώ­σει”. Δὲν κα­τορ­θώ­νε­ται πάν­το­τε κι ἀ­π᾿ ὅ­λους αὐ­τό. Στὴν Ἐκ­κλη­σί­α ὀ­νο­μά­ζου­με αὐ­τοὺς ποὺ τὸ ἔ­χουν κα­τορ­θώ­σει Δι­δα­σκά­λους καὶ Πα­τέ­ρες, ἐ­πει­δὴ ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους ἀ­κοῦ­με ὄ­χι μό­νο τὴν προ­σω­πι­κή τους ὁ­μο­λο­γί­α, ἀλ­λ᾿ ἐ­πί­σης τὴ μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας· ὁ­μι­λοῦν σὲ μᾶς ἀ­πὸ τὴν κα­θο­λι­κή της πλη­ρό­τη­τα, ἀ­πὸ τὴν πλη­ρό­τη­τα μί­ας ζω­ῆς πλή­ρους χά­ρι­τος…”.

Αὐ­τὴ ἡ “κα­θο­λι­κὴ νο­ο­τρο­πί­α” συ­νι­στᾶ τὴν ἀ­σύγ­κρι­τη με­θο­δο­λο­γι­κὴ ἀ­ξί­α ἡ αὐ­θεν­τί­α τῶν Πα­τε­ρι­κῶν γρα­πτῶν. Καὶ πά­λι τοῦ­το δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι ὅ­λες οἱ προ­σω­πι­κὲς γνῶ­μες τῶν Πα­τέ­ρων πρέ­πει ἐ­πί­σης νὰ δι­α­τη­ρη­θοῦν ἢ ὅ­τι πρέ­πει κα­νεὶς ν᾿ ἀ­κο­λου­θή­σει ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε συγ­κε­κρι­μέ­νο δι­δά­σκα­λο ἀ­νά­με­σα ἀ­π᾿ τοὺς Πα­τέ­ρες. Τὸ πρῶ­το κα­θῆ­κον γιὰ τὴν τω­ρι­νὴ γε­νιὰ τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων θε­ο­λό­γων θὰ ἦ­ταν νὰ ξα­να­ζων­τα­νέ­ψουν μέ­σα τους αὐ­τὴ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα ποὺ ἀ­παι­τεῖ αὐ­θυ­πέρ­βα­ση, ὄ­χι τό­σο πο­λὺ ν᾿ ἀ­να­πτύ­ξουν τὶς δι­κές τους ἰ­δέ­ες κι ἀ­πό­ψεις, ἀλ­λὰ νὰ μαρ­τυ­ροῦν ἀ­πο­κλει­στι­κῶς τὴν ἀ­μι­γή πί­στη τῆς Μη­τρὸς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ καρ­διὰ δι­κή μας, ἀλ­λὰ πάν­το­τε στὴν Ἐκ­κλη­σί­α! (Cor Nostrum sit Semper in Ecclesia!)…

Θὰ ἦ­ταν ἄ­δι­κο, ἀ­κό­μη κι ἀ­πὸ κα­θα­ρῶς ἱ­στο­ρι­κὴ σκο­πιά, νὰ ὑ­πο­κρι­θοῦ­με ὅ­τι οἱ ἀρ­χαῖ­οι Πα­τέ­ρες ἔ­χουν ἐκ­φρά­σει τὴν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας σὲ μί­α γλῶσ­σα προσ­δι­ο­ρι­σμέ­νη ἀ­πὸ τὴν τρέ­χου­σα φι­λο­σο­φί­α τῆς ἐ­πο­χῆς τους, ἡ ὁ­ποί­α προ­φα­νῶς δὲν ἔ­χει κα­νέ­να δι­καί­ω­μα νὰ κα­θι­ε­ρω­θεῖ ἔμ­με­σα. Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ἀ­λή­θεια γιὰ τοὺς ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρες εἶ­ναι πὼς ἔ­χουν δη­μι­ουρ­γή­σει μί­α νέ­α φι­λο­σο­φί­α πο­λὺ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ἀ­π᾿ τὸν Πλα­τω­νι­σμὸ κι ἀ­π᾿ τὸν Ἀ­ρι­στο­τε­λι­σμὸ ἢ ὁ,τι­δή­πο­τε ἄλ­λο… Αὐ­τὸ κά­νει γε­λοί­α κά­θε προ­σπά­θεια νὰ ἐ­πα­νερ­μη­νευ­θεῖ ἡ πα­ρα­δο­σια­κὴ δι­δα­σκα­λί­α μὲ ὅ­ρους ἢ κα­τη­γο­ρί­ες μί­ας νέ­ας φι­λο­σο­φί­ας, ὁ­ποι­α­δή­πο­τε κι ἂν εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ φι­λο­σο­φί­α. Ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς συγ­χρό­νου φι­λο­σο­φί­ας σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση δὲν μπο­ρεῖ ν᾿ ἀν­τι­με­τω­πί­ζε­ται ὡς ἕ­να ἀ­νε­ξάρ­τη­το πε­ρι­στα­τι­κό. Καὶ ἡ “σύγ­χρο­νη φι­λο­σο­φί­α” πρέ­πει νὰ ἐ­ξε­τα­σθεῖ πρώ­τι­στα μέ­σα ἀ­πὸ τὴν κα­θο­λι­κὴ αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Θὰ ἦ­ταν ἀ­κρι­βῶς γε­λοῖ­ο νὰ ἐ­λέγ­ξει κα­νεὶς τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ δογ­μα­τι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α μ᾿ ὁ­ρι­σμέ­να Καν­τια­νὰ ἢ Ἐ­γε­λια­νὰ κρι­τή­ρια ἢ μ᾿ ἐ­κεῖ­να τοῦ Λό­τζε, τοῦ Μπερ­γκσὸν καὶ ὁ­ρι­σμέ­νων ἄλ­λων. Αὐ­τὸ ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­παι­τεῖ­ται δὲν εἶ­ναι μί­α νέ­α γλῶσ­σα ἢ τί­πο­τε και­νού­ργι­ες λαμ­πρὲς ἐ­νο­ρά­σεις, ἀλ­λὰ μό­νο μί­α κα­λύ­τε­ρη πνευ­μα­τι­κὴ σκο­πιὰ, ἡ ὁ­ποί­α θὰ μᾶς ξα­να­έ­δι­δε τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ δι­α­κρί­νου­με στὴν πλη­ρό­τη­τα τῆς κα­θο­λι­κῆς ἐμ­πει­ρί­ας τό­σα, ὅ­σα ὁ πνευ­μα­τι­κὸς Πα­τέ­ρας μας καὶ οἱ προ­γο­νοὶ μας δι­έ­κρι­ναν… Αὐ­τὴ ἡ ἐ­πα­να­να­κά­λυ­ψη τῆς Πα­τε­ρι­κῆς σκο­πιᾶς θὰ ἦ­ταν τὸ μο­να­δι­κὸ πραγ­μα­τι­κὸ βῆ­μα πρὸς τὰ ἐμ­πρός… ἕ­να ση­μεῖ­ο πρέ­πει νὰ το­νι­σθεῖ ἐ­δῶ. Καμ­μιὰ συγ­κε­κρι­μέ­νη φι­λο­σο­φί­α δὲν ἔ­χει πο­τὲ κα­θι­ε­ρω­θεῖ σ᾿  ὁ­ποι­εσ­δή­πο­τε θε­ω­ρη­τι­κὲς ἢ δογ­μα­τι­κὲς δι­α­τυ­πώ­σεις.

Κι ἐ­πι­πλέ­ον ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ πα­ρα­δο­σια­κὰ σχή­μα­τα καὶ δι­α­τυ­πώ­σεις εἶ­ναι πέ­ρα ὡς πέ­ρα Ἑλ­λη­νι­στι­κὰ ἢ Ἑλ­λη­νι­κὰ. Αὐ­τὸς ὁ “ἑλ­λη­νι­σμὸς” εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά, ὄν­τως εἰ­πεῖν, κα­θι­ε­ρω­μέ­νος. Εἶ­ναι ἕ­νας νέ­ος Χρι­στι­α­νι­κός Ἑλ­λη­νι­σμὸς. Εἶ­ναι μί­α κοι­νὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ποὺ δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἀ­πὸ μί­α σει­ρὰ χρι­στι­α­νι­κῶν γε­νε­ῶν. Ἡ Χρι­στι­α­νι­κή μας λα­τρεί­α εἶ­ναι στὴν οὐ­σί­α της ἑλ­λη­νι­κή, ὅ­πως δεί­χθη­κε ἀρ­κε­τὰ πρό­σφα­τα σὲ πά­ρα πολ­λὲς δι­α­φω­τι­στι­κὲς ἐκ­δό­σεις τοῦ με­γά­λου Βε­νε­δι­κτί­νου με­λε­τη­τοῦ – ἐ­πι­στή­μο­νος Fr. Od Casel, τοῦ ἀβ­βα­εί­ου τῆς Maria Laach. Τὸ ἴ­διο πρέ­πει νὰ πεῖ κα­νεὶς γιὰ τὶς εἰ­κό­νες μας. Τὸ ἴ­διο εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὸ καὶ γιὰ τὶς θε­ω­ρη­τι­κές μας δι­α­τυ­πώ­σεις. Ὑ­πὸ μί­α ἔν­νοι­α ἡ ἴ­δια ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι ἑλ­λη­νι­κὴ, εἶ­ναι ἕ­νας ἑλ­λη­νι­κὸς σχη­μα­τι­σμός, ἤ, μ᾿ ἄλ­λα λό­για, ὁ Ἑλ­λη­νι­σμὸς εἶ­ναι μί­α στα­θε­ρὴ κα­τη­γο­ρί­α τῆς Χρι­στι­α­νι­κῆς ὑ­πάρ­ξε­ως… Κι ἔ­τσι κά­θε θε­ο­λό­γος πρέ­πει νὰ πε­ρά­σει ἀ­π᾿ τὴν ἐμ­πει­ρί­α ἑ­νὸς πνευ­μα­τι­κοῦ ἐ­ξελ­λη­νι­σμοῦ (ἤ, ἐ­πα­νε­ξελ­λη­νι­σμοῦ…). Πολ­λὲς ἐλ­λεί­ψεις στὶς σύγ­χρο­νες ἐ­ξε­λί­ξεις στὶς Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες ἐ­ξαρ­τῶν­ται κα­τὰ με­γά­λο μέ­ρος ἀ­πὸ τὴν ἀ­πώ­λεια αὐ­τοῦ τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος. Καὶ τὸ δη­μι­ουρ­γι­κὸ αἴ­τη­μα γιὰ τὸ προ­σε­χὲς μέλ­λον θὰ ἦ­ταν κά­πως ἔ­τσι: Ἂς γί­νου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο Ἕλ­λη­νες γιὰ νὰ ᾿μα­στε πραγ­μα­τι­κὰ κα­θο­λι­κοί, πραγ­μα­τι­κὰ Ὀρ­θό­δο­ξοι.