ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΣΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ

Θανάση Διαλεκτόπουλου

δρος Διαπολιτισμικῆς Παιδαγωγικῆς, Msc – δρος Βυζαντινῆς Ἱστορίας,

Msc Πρώην Συντονιστῆ Α΄/θμιας & Β΄/θμιας Ἐκπαίδευσης Ἑλληνοπαίδων Ἐξωτερικοῦ στὶς Βρυξέλλες

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ

Μὲτὸν ὅρο διασπορὰ χαρακτηρίζεται γενικὰ τὸ τμῆμα ἐκεῖνο τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, τὸ ὁποῖο, παρ’ ὅλο ποὺ ἐκπατρίστηκε γιὰ διάφορους λόγους καὶ ἐγκαταστάθηκε, ἔστω καὶ μὲ σχετικὴ μόνο μονιμότητα, σὲ χῶρες ἢ περιοχὲς ἐκτὸς τοῦ ἐθνικοῦ χώρου, ἐξακολούθησε νὰ συντηρεῖ μὲ ποικίλους τρόπους τοὺς ὑλικούς, τοὺς πολιτισμικοὺς ἢ ἔστω τοὺς συναισθηματικούς του δεσμοὺς μὲ τὴ γενέτειρα καὶ τὴ χώρα τῆς ἄμεσης ἢ παλιότερης καταγωγῆς του. Μὲ κοινωνιολογικὰ κριτήρια τὸ φαινόμενο τῆς διασπορᾶς βρίσκεται σὲ ἄμεση συνάρτηση μὲ τὴ διαδικασία κοινωνικοποίησης καὶ διαμόρφωσης ταυτότητας ἀτόμων ποὺ ζοῦν σὲ μεταναστευτικὰ περιβάλλοντα ἢ γενικότερα σὲ καταστάσεις συνάντησης καὶ ἀλληλεπίδρασης πολιτισμῶν. Σύμφωνα μὲ τὴν παραπάνω θεώρηση, μὲ τὸν ὅρο διασπορὰ ἐννοεῖται ὁ γεωγραφικὸς διασκορπισμὸς ἐθνοτικῶν ὁμάδων οἱ ὁποῖες ἀποκομμένες, ἀλλὰ ὄχι ὁπωσδήποτε καὶ ἀποξενωμένες, ἀπὸ τὴν ὁμάδα προέλευσης/ἀναφορᾶς τους, ἢ τὸν ἐθνικὸ κορμό, ζοῦν ὡς ἐθνοτικὲς ὁμάδες ἢ μειονότητες στὰ πλαίσια μιᾶς πολιτισμικὰ διαφορετικῆς κοινωνίας, κινοῦνται μεταξὺ δύο ὁμάδων ἀναφορᾶς καὶ μεταξὺ δύο πολιτισμικῶν συστημάτων καὶ ὡς ἐκ τούτου διαμορφώνουν κάτω ἀπὸ ἰδιαίτερες συνθῆκες τὴν ταυτότητά τους.

Ἡ ἱστορία τῆς νεοελληνικῆς διασπορᾶς μπορεῖ νὰ χωριστεῖ συμβατικὰ σὲ τρεῖς μεγάλες περιόδους, ἂν λάβουμε ὑπόψη τοὺς μεγάλους σταθμοὺς τῆς νεοελληνικῆς ἱστορίας ποὺ ἐκτείνεται ἀπὸ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης (1453) μέχρι σήμερα. Ἡ ελληνικὴ διασπορὰ εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς ἑλληνικῆς οἰκουμενικότητας ποὺ συνόδευε πάντα τὸν ἑλληνισμὸ στὶς διάφορες ἱστορικές του περιπέτειες. Ἡ πρώτη περίοδος καλύπτει τὸ διάστημα τῶν τεσσάρων, τουλάχιστον, αἰώνων τῆς Τουρκοκρατίας μέχρι τὴ δημιουργία τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους (1830). Ἡ δεύτερη περίοδος ἀρχίζει μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους καὶ τελειώνει μὲ τὴν ἔκρηξη τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου καὶ ἡ τρίτη περίοδος ξεκινᾶ στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ 1940, διευρύνθηκε δραματικὰ στὶς δεκαετίες τοῦ 1950 καὶ ἰδιαίτερα τοῦ 1960 καί, κατὰ κάποιον  τρόπο, ἔκλεισε στὴ δεκαετία τοῦ 1970. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1980, μὲ τὴν ἔνταξη τῆς Ἑλλάδας στὴν Εὐρωπαϊκὴ Κοινότητα καὶ τὴν ἐλεύθερη πλέον διακίνηση καὶ ἐργασία τῶν ὑπηκόων τῶν χωρῶν μελῶν, ἀλλάζει τὸ περιεχόμενο τῆς μετανάστευσης καὶ ὁριοθετεῖται νέα περίοδος στὴ σύγχρονη ἱστορία τοῦ ἀπόδημου ἑλληνισμοῦ.

Ἀνάλογα μὲ τὰ οἰκονομικά, κοινωνικοπολιτισμικά, χωροχρονικὰ καὶ κυρίως ἱστορικὰ χαρακτηριστικά της, ἡ νεοελληνικὴ διασπορὰ μπορεῖ νὰ διαφοροποιηθεῖ στὴν ἱστορικὴ καὶ στὴ μεταναστευτικὴ διασπορά. Ἡ πρώτη τοποθετεῖται στὴν περίοδο ἀπὸ τὴν πτώση τῆς Κωνσταντινούπολης μέχρι καὶ τὴ μικρασιατικὴ καταστροφὴ καὶ εἶναι δημιούργημα ἱστορικῶν ἐξελίξεων, πολλὲς φορὲς βίαιων (τεκταινόμενα στὸ ἐσωτερικὸ τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, ἐθνογένεση στὰ Βαλκάνια), χωρὶς τὴν ἐμπλοκὴ τοῦ ἐθνικοῦ κέντρου (εἴτε διότι δὲν ὑπῆρχε εἴτε διότι ἀδυνατοῦσε). Ἡ δεύτερη, ἡ μεταναστευτικὴ διασπορά, ἀπαρχὴ τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ἡ ἐργατικὴ μετανάστευση κυρίως πρὸς τὶς Η.Π.Α στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα, ἀναδεικνύεται ὡς νέα μορφὴ διασπορᾶς κατὰ τὶς δεκαετίες τοῦ 1950, 1960 καὶ 1970, ἀλλὰ σὲ ἕνα βαθμὸ μέχρι καὶ σήμερα, καὶ εἶναι «προϊὸν μιᾶς ἑκούσιας και, στὶς περισσότερες περιπτώσεις, προσυμφωνημένης (ἐλεγχόμενης), μεταξὺ τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους καὶ τοῦ κράτους ὑποδοχῆς μετανάστευσης.

Ἡ ἑλληνικὴ διασπορὰ σὲ μιὰ χώρα συγκροτεῖται ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν ἑλληνικῶν παροικιῶν στὴ χώρα αὐτή. Παροικίες εἶναι οἱ κοινωνικὲς ὁμάδες ποὺ ἀντλοῦν τὴν ἰδιαιτερότητά τους ἔναντι τοῦ κοινωνικοῦ περίγυρου ἀπὸ τὴν κοινὴ γεωγραφικὴ καὶ ἐθνική τους προέλευση, χωρὶς νὰ προϋποθέτουν τὴν ἐνεργὸ συμμετοχὴ τῶν μελῶν τους σὲ συλλογικὲς λειτουργίες. Ὅταν οἱ πάροικοι συσσωματώνονται, ἔστω καὶ ὑποτυπωδῶς σὲ ἐθνικοθρησκευτικὲς ὀργανώσεις τότε ἡ παροικία τους χαρακτηρίζεται γενικὰ (καὶ ἄσχετα ἀπὸ τὶς κατὰ περίπτωση ὀνομασίες της) ὡς Κοινότητα. Οἱ παροικίες ἐπιδιώκουν τὴ στενὴ συναισθηματικὴ καὶ ίδεολογική τους ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ ἐθνικὸ κέντρο, ἀκόμα καὶ ἄν τὰ μέλη τους εἶναι ἄτομα δεύτερης καὶ τρίτης γενιᾶς, ποὺ εἴτε μεγάλωσαν εἴτε γεννήθηκαν στὶς χῶρες φιλοξενίας καὶ ἡ παραμονή τους ἔχει μονιμότερο ἢ καὶ ὁριστικὸ χαρακτῆρα.

Οἱ Ἕλληνες τῆς διασπορᾶς ἔχουν ἔντονη τὴν πίστη σὲ μιὰ κοινὴ ἐθνοπολιτισμικὴ καταγωγή. Αὐτὸ ποὺ λειτούργησε καὶ λειτουργεῖ ὡς συνδετικὸς κρίκος μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων, ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος, εἶναι κατὰ κανόνα ἡ πίστη σὲ μιὰ κοινὴ πολιτισμικὴ καταγωγὴ καὶ τὸ συναίσθημα. Μὲ τὸν ὅρο ἑλληνισμὸς ἐννοοῦμε μιὰ παγκόσμια κοινότητα, ἡ ὁποία, πέρα ἀπὸ τὰ πραγματολογικά, συγχρονικὰ καὶ διαπιστώσιμα πολιτισμικὰ στοιχεῖα καὶ τὴν ὑλικὴ βάση ποὺ διαθέτει, φέρει ἔντονα συναισθηματικὰ καὶ ἰδεολογικὰ χαρακτηριστικὰ καὶ συμπεριλαμβάνει στοὺς κόλπους της ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἄτομα ποὺ μὲ βάση τὰ παραπάνω χαρακτηριστικὰ αὐτοπροσδιορίζονται ὡς Ἕλληνες καὶ αὐτοεντάσσονται σ’ αὐτὴν τὴν κοινότητα. Ἡ ἀκριβὴς καταγραφὴ τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπινου δυναμικοῦ τοῦ ἀποδήμου ἑλληνισμοῦ εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολη. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι οἱ περισσότερες χῶρες ὑποδοχῆς ἀπογράφουν τὴν ἐθνικὴ προέλευση τῶν μεταναστῶν εἴτε τῶν δύο πρώτων γενιῶν εἴτε μόνο τῆς πρώτης καὶ ἔτσι δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ σχηματίσουμε παρὰ μόνο μιὰ κατὰ προσέγγιση εἰκόνα τῆς ἀριθμητικῆς δύναμης τῶν ἀποδήμων. Στηριζόμενοι λοιπὸν σὲ στοιχεῖα ποὺ προσφέρουν γιὰ τοὺς κατὰ χῶρες ὁμογενεῖς τὰ δεδομένα τῶν ἀπογραφῶν (ὅταν ὑπάρχουν) στὶς γενικὲς ἐκτιμήσεις τῶν ἑλληνικῶν προξενικῶν ἀρχῶν καὶ στοὺς ὑπολογισμοὺς ὁμογενειακῶν φορέων, μποροῦμε νὰ θεωρήσουμε ὅτι χονδρικὰ τὸ σύνολο τοῦ Ἀποδήμου Ἑλληνισμοῦ κινεῖται σήμερα μεταξὺ ἑνὸς ἐλαχίστου 2.700.000 καὶ ἑνὸς μεγίστου 4.500.000 ἀτόμων.

Ἐπετιακὴ ἐορτὴ 100 χρόνων λειτουργίας τοῦ Ἀβερόφειου ἑλληνικοῦ σχολείου Ἀλεξάνδρειας.

Ἐπετειακὴ ἐορτὴ 100 χρόνων λειτουργίας τοῦ Ἀβερόφειου ἑλληνικοῦ σχολείου Ἀλεξάνδρειας.

ΔΙΑΣΠΟΡΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ

Πῶς προσδιορίζεται ἡ ἑλληνικὴ διασπορὰ σὲ ἐπίπεδο ταυτότητας; Ὅταν ἀναφερόμαστε στὴν πρώτη γενιὰ τῶν μεταναστῶν, ἡ ταυτότητα εἶναι σίγουρα ἀκόμη ἡ ἑλληνική. Μπορεῖ νὰ ἀλλοιώνεται ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ ἐνσωμάτωσης ἢ καὶ ἀφομοίωσης τοῦ κάθε μετανάστη στὴν κοινωνία ὑποδοχῆς, ἀλλὰ πάντως ἡ «ἑλληνικότητα» μὲ ὅ,τι αὐτὸ ἐξυπακούει, παραμένει. Μετὰ τὴ δεύτερη καὶ ἰδίως μετὰ τὴν τρίτη γενιὰ εἶναι ἀδύνατον νὰ μιλοῦμε γιὰ ἑλληνικὴ ταυτότητα. Ὑπάρχει μιὰ μετεξέλιξη ποὺ ὁδηγεῖ εἴτε σὲ ἕνα εἶδος ἐνσωμάτωσης μὲ μιὰ νέα πολυπολιτισμικὴ ταυτότητα εἴτε στὴν ἀφομοίωση, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀποδοχὴ τῆς κυρίαρχης ταυτότητας τῆς κοινωνίας ὑποδοχῆς.

Ἡ πολυπολιτισμικὴ ταυτότητα, ἰδίως σὲ χῶρες μὲ ἀνοικτὲς κοινωνίες, διατηρεῖ στοιχεῖα τῆς «ἑλληνικότητας», ὁ βαθμὸς τῶν ὁποίων εἶναι ἀνάλογος μὲ τὸν βαθμὸ ἐνσωμάτωσης ἢ ἀφομοίωσης τοῦ ἀτόμου». Ἂν δεχτοῦμε ὅτι ἡ ταυτότητα τοῦ ἀτόμου δὲν εἶναι δεδομένη καὶ δὲν κληρονομεῖται, ἀλλὰ διαμορφώνεται καὶ ἐξελίσσεται – κάτω ἀπὸ τὶς ἑκάστοτε εἰδικὲς συνθῆκες -, τότε θὰ πρέπει νὰ ἀναμένουμε ἡ ταυτότητα (ἢ γενικότερα ἡ προσωπικότητα) ποὺ διαμορφώνει τὸ ἄτομο νὰ βρίσκεται σὲ ἀντιστοιχία μὲ τὸ κοινωνικοπολιτισμικό του περιβάλλον. Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ἀντιμετωπίζεται τὸ φαινόμενο τῆς διασπορικῆς ταυτότητας. Μιᾶς ταυτότητας ποὺ δομεῖται σὲ διαλεκτικὴ σχέση μὲ τὴ χώρα καταγωγῆς καὶ τὸν τόπο διαμονῆς καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποτελεῖ μιὰ σύνθετη διαδικασία, δεδομένου ὅτι λαμβάνει χώρα κάτω ἀπὸ διπολιτισμικὲς-διγλωσσικὲς ἢ πολυπολιτισμικὲς-πολυγλωσσικὲς συνθῆκες. Μὲ τὶς παραπάνω ὑποθέσεις ὡς ἀφετηρία καὶ κατὰ συνέπεια τὴν πολιτισμικὴ ἑτερότητα τῶν μελῶν ἐθνοπολιτισμικῶν ὁμάδων τῆς διασπορᾶς ἐπιχείρησε ὁ Καθηγητὴς Μ. Δαμανάκης νὰ δώσει ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα ἂν ὑπάρχουν καὶ ποιὰ εἶναι τὰ πολιτισμικὰ στοιχεῖα ποὺ ἑνώνουν τοὺς ἁπανταχοῦ Ἕλληνες καὶ λειτουργοῦν ὡς κοινὰ συνδετικὰ στοιχεῖα τῶν πολλαπλῶν ταυτοτήτων τους. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι τὰ κοινὰ στοιχεῖα ἑστιάζονται στὴ γλῶσσα, στὴ θρησκεία, στὴν ἱστορία καὶ στὴν παράδοση. Ὅμως, ἀπὸ τὶς ἔρευνες τοῦ Δαμανάκη σὲ Ἕλληνες ὁμογενεῖς ἀνὰ τὸν κόσμο προέκυψε ὅτι ὁ παραπάνω ἰσχυρισμὸς δὲν τεκμηριώνεται ἱκανοποιητικά. Γιὰ παράδειγμα οἱ κρητικῆς καταγωγῆς μουσουλμάνοι τῆς Συρίας ὑποστηρίζουν ὅτι τὸ χριστιανικὸ θρήσκευμα δὲν εἶναι ἀπαραίτητο συνθετικὸ στοιχεῖο τῆς ἑλληνικῆς τους ταυτότητας. Ἐπίσης οἱ ταταρόφωνοι πληθυσμοὶ τῶν λεγόμενων ἑλληνικῶν χωριῶν τῆς Μαριούπολης στὴν Οὐκρανία δὲν μιλοῦν ἐπὶ αἰῶνες ἑλληνικά δὲν ἔχουν κοινὰ ἤθη καὶ ἔθιμα μὲ τοὺς Ἕλληνες τοῦ μητροπολιτικοῦ χώρου, ὑπῆρξαν ἐπὶ πολὺ χρόνο χωρὶς θρησκευτικὴ πρακτική, καὶ ὅμως θεωροῦν τοὺς ἑαυτούς τους Ἕλληνες.

Στὴν περίπτωση τῶν ταταρόφωνων πληθυσμῶν τῆς Οὐκρανίας, ἂν καὶ δὲν ὑπάρχουν οὔτε τὰ συγχρονικὰ/ πραγματολογικὰ οὔτε τὰ διαχρονικὰ στοιχεῖα ποὺ συγκροτοῦν τὴν ἑλληνικὴ ταυτότητα – τουλάχιστον ὅπως αὐτὴ γίνεται ἀντιληπτὴ στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο -, αὐτὸ ποὺ τοὺς κάνει νὰ αὐτοπροσδιορίζονται ὡς Ἕλληνες εἶναι μιὰ διάσταση ἰδεολογική. Ὁ Μ. Δαμανάκης τονίζει ὅτι τὸ ἐλάχιστο κοινὸ στοιχεῖο ὅλων ὅσων αὐτοπροσδιορίζονται ὡς Ἕλληνες εἶναι, κατὰ κανόνα, ἡ προφορικὴ παράδοση, ἡ ὁποία ἐκφράζεται ὡς πίστη ἢ ὡς ἰδεολόγημα ἢ ὡς μῦθος περὶ μιᾶς κοινῆς πολιτισμικῆς ἢ βιογενετικῆς καταγωγῆς ἢ ἁπλὰ ὡς ἕνας συναισθηματικὸς δεσμός. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ δὲν ἔχουν τεκμήρια τῆς ἑλληνικότητάς τους καὶ ὅμως ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι Ἕλληνες, γιατὶ ἔτσι νιώθουν. Εἶναι τὸ ἐλάχιστο αἴσθημα ποὺ κουβαλοῦν μαζὶ τους καὶ ποὺ πέρασε ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά. Ἡ ἔκφανση αὐτὴ τῆς ἑλληνικότητας μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς «συμβολικὴ ἑλληνικότητα». Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο οἱ δεσμοί τους καὶ ἡ ἐντύπωση γιὰ τὴν Ἑλλάδα ἀναπτύχθηκαν σὲ ἕνα ἀφαιρετικὸ ἐπίπεδο. Εἶναι ἀποτέλεσμα ἀφαιρετικῆς ἐξιδανίκευσης καὶ ἀναφορᾶς στὸ μακρινὸ παρελθὸν ποὺ φτάνει στὰ ὅρια τοῦ μύθου καὶ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴ σύγχρονη πραγματικότητα. Αὐτὸς ὅμως ὁ μῦθος, αὐτὸ τὸ πολιτισμικὸ ἐλάχιστο, ἔχει ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸν φορέα του, γιατὶ χρησιμοποιεῖται ὡς στοιχεῖο αὐτοπροσδιορισμοῦ καὶ αὐτοαντίληψης καὶ κατὰ συνέπεια συνθετικὸ στοιχεῖο τῆς ταυτότητας, τῆς αὐτοεικόνας καὶ τοῦ αὐτοσυναισθήματος ποὺ ἔχει τὸ ἄτομο καὶ ἡ ὁμάδα.

Βέβαια οἱ ἰδεολογίες ποὺ στεροῦνται ὑλικῆς βάσης ὡς προϊόντα ἀφαιρετικῆς ἐξιδανίκευσης καὶ μυθοποίησης τοῦ παρελθόντος (χωρὶς συγχρονικὰ στοιχεῖα) ἔχουν περιορισμένα ὅρια ἀντοχῆς καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἀντέξουν, σὲ περίπτωση ποὺ ἔρθουν ἀντιμέτωπα μὲ τὴν πραγματικότητα. Ὅμως, ὅταν καλλιεργοῦνται συστηματικὰ καὶ γίνουν συστατικὰ στοιχεῖα τῆς πολιτισμικῆς ζωῆς μιᾶς ὁμάδας, μετατρέπονται σὲ παράγοντα κοινωνικοποίησης τῶν ἀτόμων καὶ σὲ συνθετικὸ στοιχεῖο τῆς ταυτότητάς τους καὶ κατὰ συνέπεια δημιουργοῦν μιὰ πραγματικότητα. Ἡ ἰδεολογία γιὰ παράδειγμα ἀνάμεσα στοὺς ὀρεινοὺς πληθυσμοὺς τοῦ Πακιστάν, τοὺς λεγόμενους Καλὰς ὅτι κατάγονται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου ἀποτελεῖ ὡς ἐσωτερικευμένος πολιτισμικὸς μῦθος μιὰ ἐσωτερική, ψυχολογικὴ πραγματικότητα καὶ μ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια συνθετικὸ στοιχεῖο τῆς ἐθνοπολιτισμικῆς τους ταυτότητας. Ὁ Δαμανάκης ὑποστηρίζει πὼς ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ πολιτισμικὸ ἐλάχιστο χρησιμοποιεῖται ὡς στοιχεῖο αὐτοπροσδιορισμοῦ τοῦ ἀτόμου ἢ τῆς ὁμάδας καὶ καθίσταται συνθετικὸ στοιχεῖο τῆς αὐτοαντίληψης, τῆς αὐτοεικόνας καὶ τοῦ αὐτοσυναισθήματος τοῦ ἀτόμου ἀποκτᾶ ἰδιαίτερο νόημα γιὰ τὸ ἄτομο καὶ μπορεῖ νὰ ἀναλυθεῖ καὶ νὰ τεκμηριωθεῖ ἀπὸ τὶς κοινωνικὲς ἐπιστῆμες ὁ κοινωνικοποιητικός του ρόλος. Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ ἡ ἔννοια τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ μπορεῖ νὰ συνδεθεῖ μὲ τὴν ἔννοια τῆς αὐτονομίας τοῦ ἀτόμου καθὼς καὶ μὲ τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα καὶ ἄρα νὰ τεκμηριωθεῖ καὶ ἀπὸ φιλοσοφικῆς καὶ κοινωνιολογικῆς πλευρᾶς. Συνοψίζοντας μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἐθνοπολιτισμικὴ ταυτότητα ἀτόμων καὶ ὁμάδων ποὺ ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸν ἐθνικὸ κορμό, στὴ διασπορά, μπορεῖ νὰ ἐμφανίζεται στὴν πιὸ ἐξεζητημένη της μορφὴ ἁπλῶς ὡς ἰδεολόγημα, ὡς συναίσθημα, ὡς πίστη σὲ μιὰ κοινὴ καταγωγή, χωρὶς ὅμως νὰ συνοδεύεται ἀπὸ συγχρονικὰ διαπιστώσιμα στοιχεῖα, ὅπως ἡ γλῶσσα, ἡ θρησκεία, ἡ ἱστορία, οἱ θεσμοί, τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα.

Ἡ ὁμάδα αὐτὴ ἀτόμων διαθέτει στὴν καλύτερη τῶν περιπτώσεων κάποια «ἑλληνογενῆ πολιτισμικὰ καὶ γλωσσικὰ ψήγματα», αὐτὸ ποὺ ὁ Δαμανάκης ἀποκαλεῖ «πολιτισμικὸ ἐλάχιστο». Στὸν ἀντίποδα τῆς παραπάνω κατηγορίας τοποθετεῖται ἡ ὁμάδα ἀτόμων τὰ ὁποῖα ἔχουν πλήρη συνείδηση τῆς κοινωνικοπολιτισμικῆς τους καταγωγῆς, χειρίζονται τὴ γλῶσσα ἢ διάλεκτο τῆς χώρας καταγωγῆς, δραστηριοποιοῦνται ἢ ἔστω συμμετέχουν στὴν παροικιακὴ ζωὴ καὶ διατηροῦν ἐπαφὲς μὲ τὸν μητροπολιτικὸ χῶρο. Ἡ ἐθνοπολιτισμική τους ταυτότητα μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει τὴν ἔκφανση τῆς χώρας καταγωγῆς ὡς πρότυπο, ἀλλὰ εἶναι πολὺ κοντὰ σ’ αὐτήν, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι διαθέτει συγχρονικὰ στοιχεῖα, ὅπως γλῶσσα, θρησκεία, ἱστορία, θεσμούς, ἤθη-ἔθιμα, παραδόσεις. Πρόκειται, δηλαδή, γιὰ μιὰ ἐξωελλαδικὴ ἀλλὰ ἐντούτοις ἑλλαδοκεντρικὰ προσανατολισμένη ἑλληνικότητα. Αὐτὴ ἡ κατηγορία ἔκφανσης τῆς ἑλληνικότητας συναντᾶται σὲ χῶρες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης καὶ ἰδιαίτερα στὸν χῶρο τῆς Γερμανίας – λόγῳ τῆς μικρῆς γεωγραφικῆς ἀπόστασης ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα -, ὅπου λειτουργεῖ πλῆθος ἀμιγῶν ἑλληνικῶν σχολείων, γύρω ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἀναπτύσσονται δυναμικὰ παράλληλες ἑλληνικὲς κοινότητες καὶ δίκτυα. Ἡ δυνατότητα ποὺ παρέχεται στοὺς Ἕλληνες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης νὰ ἐκφράζονται ὡς Ἕλληνες καὶ συγχρόνως ὡς Εὐρωπαῖοι πολῖτες τοὺς δίνει τὴ δυνατότητα, θεωρητικὰ καὶ πρακτικά, νὰ προσανατολίζονται καὶ νὰ ἔχουν ὡς ἄμεσο σημεῖο ἀναφορᾶς τὴν Ἑλλάδα. Αὐτὸς ὁ προσανατολισμὸς στὴν ἀκραία του ἔκφανση μπορεῖ νὰ καταστεῖ ἐθνοκεντρικὸς καὶ ἡ ὀργάνωση τῆς παροικίας νὰ πάρει ἀμυντικὸ καὶ ἀντιφατικὸ χαρακτῆρα, ὅπως εἶχε στὶς δεκαετίες τοῦ 1960 καὶ 1970, τότε ποὺ καλλιεργήθηκε ἔντονα ἡ ἰδιότυπη ἐθνικὴ ἰδεολογία ὡς παράγοντας συνοχῆς μὲ τὸ ἐθνικὸ κέντρο. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς τοὺς δύο πόλους ἐντοπίζεται μιὰ ποικιλία ἐκφάνσεων τῆς ἑλληνικῆς ἐθνοπολιτισμικῆς ταυτότητας καὶ τῆς γλωσσικῆς ἐπάρκειας, ἀποτέλεσμα τῶν διαφορετικῶν παραστάσεων, τῶν διαφορετικῶν ὁμοιωμάτων, τῶν διαφορετικῶν εἰκόνων καὶ διαφορετικῶν ἐμπειριῶν ποὺ ἔχει τὸ κάθε ἄτομο. Μὲ ἄλλα λόγια ὑπάρχουν πολλαπλὲς ταυτότητες, γεγονὸς ποὺ παραπέμπει περισσότερο σὲ μιὰ πολιτισμικὴ ἑτερότητα παρὰ σὲ μιὰ πολιτισμικὴ ταυτότητα. Ἡ ἑτερότητα ὑπάρχει μόνο ἐφόσον τὸ Ἐγὼ καὶ ὁ Ἄλλος συμμετέχουν σὲ μιὰ κοινὴ μοῖρα. Πρέπει νὰ τονιστεῖ ὅτι ὁ αὐτοπροσδιορισμὸς καὶ ἡ ἀπόκτηση αὐτοαντίληψης, αὐτοσυναισθήματος καὶ αὐτοεικόνας εἶναι διαδικασίες ποὺ συντελοῦνται στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀτόμου, πάντα ὅμως σὲ σχέση μὲ τοὺς ἄλλους. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὸ Ἐγὼ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρὶς τὸ Ἐσύ. Ὁ ἑαυτὸς δὲν ὑπάρχει παρὰ μέσα καὶ διαμέσου τῶν σχέσεών του μὲ τοὺς Ἄλλους. Δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὴν πληρότητα χωρὶς τὸν Ἄλλο ἔχει ἀνάγκη τοὺς Ἄλλους, προσδοκᾶ τὴν ἀναγνώριση ἀπ’ αὐτούς, ἀκόμα καὶ μέσα στὴ μοναξιὰ δὲν σταματάει νὰ συναντιέται μαζὶ τους. Τὸ ἄτομο καθορίζεται ἔτσι ἀπὸ τὴν πολλαπλότητα τῶν ἀλληλεπιδράσεων μὲ τὸν περιβάλλοντα κόσμο. Τὰ μέλη μιᾶς ἐθνοπολιτισμικῆς ὁμάδας αὐτοπροσδιορίζονται σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα μέλη τῆς παροικίας, τοὺς ἀλλογενεῖς στὴ χώρα ὅπου ζοῦν καὶ τοὺς κατοίκους τῆς χώρας προέλευσης. Πέρα ἀπὸ τὸν αὐτοπροσδιορισμὸ τοῦ ἀτόμου στὸ πλαίσιο τῆς διπολιτισμικῆς του κοινωνικοποίησης, σημαντικὸ ρόλο σ’ αὐτὴν τὴ διαδικασία παίζει καὶ ὁ ἑτεροπροσδιορισμός του. Μὲ τὸν ὅρο αὐτὸν νοεῖται ἡ στάση τῆς κοινωνίας τῆς χώρας προέλευσης καὶ ὑποδοχῆς ἀπέναντί του.

Ἕνας ἀντιφατικὸς ἑτεροπροσδιορισμὸς μπορεῖ νὰ ἔχει ἀνασταλτικὰ ἀποτελέσματα. Αὐτὸ φαίνεται καθαρὰ στὴν Ἑλλάδα στὴν περίπτωση τῶν ἑλληνικῆς καταγωγῆς προσφύγων ἀπὸ παρευξείνιες χῶρες. Αὐτοὶ ἔχουν νὰ διαχειριστοῦν μιὰ σειρὰ ἐναλλακτικῶν προσδιορισμῶν ἀνάλογα μὲ τὴν ἑκάστοτε περίσταση: Τὸ ἑλληνικὸ κράτος τοὺς χαρακτηρίζει «Ἑλληνοπόντιους», ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία τοὺς ἀντιμετωπίζει ὡς «Ρωσοπόντιους», οἱ ἴδιοι αὐτοπροσδιορίζονται ὡς «Πόντιοι» καὶ τὰ παιδιά τους μετακινοῦνται στὰ μεσοδιαστήματα αὐτῶν τῶν ὁριοθετήσεων. Χαρακτηριστικὴ εἶναι καὶ ἡ περίπτωση τῶν Ἑλλήνων τῆς Γερμανίας, ὅπου στὴ μὲν Γερμανία εἶναι οἱ ἀλλοδαποὶ (Ausländer), στὴ δὲ Ἑλλάδα οἱ «Λαζογερμανοί». Σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὴν πολιτισμικὴ ταυτότητα – ἡ ὁποία εἶναι προϊὸν τῆς κοινωνικοποίησης τοῦ ἀτόμου κάτω ἀπὸ συγκεκριμένες καὶ πραγματικὲς συνθῆκες – οἱ ὁμογενεῖς εἶναι δυνατὸν νὰ ἐμφανίζουν μιὰ ἐθνικὴ ταυτότητα, ἡ ὁποία εἶναι προϊὸν τῆς ἐξιδανίκευσης καὶ τῆς μυθοποίησης τοῦ παρελθόντος καὶ δὲν συνοδεύεται ἀπὸ συγχρονικὰ στοιχεῖα. Αὐτὴ ἀποκαλεῖται ἀπὸ τὸν Μ. Δαμανάκη «εἰκονικὴ ἐθνικὴ ταυτότητα». Ὁ ἐρευνητὴς ἀντιδιαστέλλει τὴν εἰκονικὴ ἐθνικὴ ταυτότητα ἀπὸ τὴν πολιτισμικὴ ταυτότητα, καθὼς ἡ τελευταία στηρίζεται κυρίως σὲ συγχρονικὰ στοιχεῖα καὶ ἔχει βιωματικὸ χαρακτῆρα, διαμορφώνεται δηλαδὴ κυρίως μέσα ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ ἐνασχόληση τοῦ ἀτόμου μὲ τὸ ἄμεσο κοινωνικοπολιτισμικὸ περιβάλλον.

Στὴ χώρα διαμονῆς ἡ εἰκονικὴ ἐθνικὴ ταυτότητα δὲν ἀποτελεῖ πρόβλημα γιὰ τὸ ἄτομο, ἀφοῦ αὐτὸ ζεῖ σὲ μιὰ πολυπολιτισμικὴ κοινωνία, ἡ ὁποία ἀνέχεται τὴν πολιτισμικὴ ἑτερότητα. Καθὼς ἡ εἰκονικὴ ταυτότητα δὲν ἔρχεται ἀντιμέτωπη μὲ τὴν πραγματικότητα, τὸ ἄτομο δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀντίφαση μεταξὺ εἰκονικῆς ἐθνικῆς ταυτότητας καὶ πολιτισμικῆς ταυτότητας. Ὅμως, σὲ περίπτωση παλιννόστησης ἢ μόνο ἄμεσης ἐπαφῆς μὲ τὴν πραγματικότητα, αὐτὴ ἡ ἀντίφαση ἀναδεικνύεται, καὶ μπορεῖ νὰ ἀποβεῖ, μοιραία γιὰ τὸ ἄτομο, ἐπειδὴ ἡ πολιτισμική του ταυτότητα διαφοροποιεῖται ἀπὸ ἐκείνη τῶν ἑλλαδιτῶν. Καὶ τὸ κυριότερο, ἡ εἰκονικὴ ἐθνικὴ ταυτότητα καὶ ἡ ἐξιδανικευμένη εἰκόνα ποὺ εἶχε γιὰ τὴν Ἑλλάδα καταρρέουν σὲ τόσο σύντομο χρονικὸ διάστημα, ποὺ δὲν τοῦ ἀφήνουν περιθώρια γιὰ ὁμαλὴ κοινωνικοπολιτισμικὴ ἔνταξη ἢ ἔστω προσαρμογή. Εἶναι πολλὰ τὰ παραδείγματα ἀτόμων ἑλληνικῆς καταγωγῆς δεύτερης καὶ τρίτης μεταναστευτικῆς γενιᾶς ποὺ ἐπισκέπτονται γιὰ πρώτη φορὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ συναντοῦν μιὰ εἰκόνα διαφορετικὴ ἀπὸ ἐκείνη ποὺ συντηροῦσαν μέσα ἀπὸ διηγήσεις τῶν γονέων ἢ τῶν παππούδων-γιαγιάδων τους στὸ ἐνδοοικογενειακὸ περιβάλλον. Ἡ ἐξιδανικευμένη εἰκόνα γιὰ Ἑλλάδα – συχνὰ προϊὸν τοῦ ἀπώτερου πολιτισμικοῦ παρελθόντος – δὲν φαίνεται νὰ συμβαδίζει μὲ τὴ σκληρὴ πραγματικότητα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Δαμανάκης, Μ. (1998). Τὸ πολιτισμικὸ ἐλάχιστο ὡς στοιχεῖο τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ καὶ τῆς αὐτοαντίληψης. Σέ: Ἡ Παιδεία τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων. Πρακτικὰ διημερίδας, 30 καὶ 31 Ὀκτωβρίου 1998. Ἀθήνα: ΙΣΤΑΜΕ, 121-128.

Δαμανάκης, Μ. (1999) Ἐθνοπολιτισμικὴ Ταυτότητα καὶ Ἐκπαίδευση στὴν Ἑλληνικὴ Διασπορά, στό: Δαμανάκης Μ., Μιχελακάκη Θ. (ἐπιμ.) Ἑληνόγλωσση ἐκπαίδευση στὸ ἐξωτερικό. Πρακτικὰ Πανελλήνιου-Πανομογενειακοῦ Συνεδρίου, Ρέθυμνο 26-28 Ἰουνίου 1998, Ρέθυμνο: Ε.ΔΙΑ.Μ.Μ.Ε, 36-47.

Δαμανάκης, Μ. (2001) Ἡ διαμόρφωση τῆς ἐθνικῆς καὶ πολιτισμικῆς ταυτότητας τῶν ἑλληνοπαίδων ἐξωτερικοῦ, Ἐπιστῆμες Ἀγωγῆς, τ.1/2001, 7-19.

Δαμανάκης, Μ. (2001). Θεωρητικὴ προσέγγιση τῆς κοινωνικοποίησης τῶν ἑλληνοπαίδων τῆς διασπορᾶς. Σέ: Μ. Βάμβουκας, Μ. Δαμανάκης & Γ. Κατσιμαλῆ (ἐπιμ.), Προλεγόμενα ἀναλυτικοῦ προγράμματος γιὰ τὴν ἑλληνόγλωσση ἐκπαίδευση στὴ διασπορά. Ρέθυμνο: Ε.ΔΙΑ.Μ.ΜΕ, 15-48.

Δαμανάκης, Μ. (2004) Νεοελληνικὸ Κράτος καὶ Νεοεληνικὴ Διασπορά: Θεσμικὲς καὶ ἐκπαιδευτικοπολιτικὲς διαστάσεις στὴ μεταξὺ τους σχέση, στό: Δαμανάκης Μ., Καρδάσης Β., Μιχελεκάκη Θ., Χουρδάκης Α., (ἐπιμ.) Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Διασπορᾶς Ἔρευνα καὶ Διδασκαλία. Πρακτικὰ Συνεδρίου 4-6 Ἰουλίου 2003, Ρέθυμνο: Ε.ΔΙΑ.Μ.Μ.Ε, 25-44.

Δαμανάκης, Μ. (2007) Ταυτότητες καὶ ἐκπαίδευση στὴ Διασπορά. Ἀθῆνα: Gutenberg Διαλεκτόπουλος, Θ. (2004) Δύο σὲ… Ἕνα. Διπολιτισμικὴ-Διγλωσσικὴ κοινωνικοποίηση Ἑλλήνων μαθητῶν στὴν Ὀλλανδία, Ἀθήνα: Κίων.

Διαλεκτόπουλος, Θ. (2008). Νέοι τῆς Διασπορᾶς. Πολλαπλὲς Ἑλληνικὲς Ταυτότητες. Θεσσαλονίκη: Ἑταιρεία Ἑλληνοευρωπαϊκῶν Μελετῶν.

Κωνσταντινίδης, Σ. (2004) Ἑλληνικὴ Διασπορὰ καὶ Ἱστορία, στό: Δαμανάκης Μ., Καρδάσης Β., Μιχελεκάκη Θ., Χουρδάκης Α., (ἐπιμ.) Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς Διασπορᾶς Ἔρευνα καὶ Διδασκαλία. Πρακτικὰ Συνεδρίου 4-6 Ἰουλίου 2003, Ρέθυμνο: Ε.ΔΙΑ.Μ.Μ.Ε, 45-49.

Τσοκαλίδου, Ρ. (1999). Διαπιστώσεις Πρώτης Ἐπιτόπιας Ἔρευνας στὶς Ἑλληνόφωνες Ἑστίες στὸν Λίβανο καὶ στὴ Συρία. Σέ: Ἑλληνόγλωσση Ἐκπαίδευση στὸ Ἐξωτερικό. Πρακτικὰ Πανελλήνιου-Πανομογενειακοῦ συνεδρίου, 26 ἕως 28 Ἰουνίου 1998. Ρέθυμνο: Ε.ΔΙΑ.Μ.ΜΕ, 394-403. Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν, Διεύθυνση Ἀποδήμων Ἑλλήνων (1992) Ὁ Ἑλληνισμὸς τοῦ ἐξωτερικοῦ, Β΄ ἔκδοση, Ἀθῆνα: Ἐκδοτικὴ Ἑλλάδος.

Χασιώτης, Ι. (1993) Ἐπισκόπηση τῆς Ἱστορίας τῆς Νεοελληνικῆς Διασπορᾶς. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.