ΒΙΩΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΔΩΔΕΚΑΧΡΟΝΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΟΥ 1912-1913

Ιω. Ν. Ξηροτύρη
ΟΜΟΤ. ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

   Θα ήθελα να αναφερθώ σε βιώματά μου ως δωδεκάχρονου το 1912, που αντανακλούν και στην ατμόσφαιρα της εθνικής υφής των χρόνων του 1912-13, του απελευθερωτικού αγώνα μας της Μακεδονίας-Θράκης. Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο και απουσιάζουν εκείνοι που έζησαν εκείνη την περίλαμπρη εποχή του Έθνους.
   Δεν θα λησμονήσω ποτέ εκείνη την εποχή. Περπατούσα στα δώδεκα χρόνια της ζωής μου. Μία ηλικία εξαιρετικά ευεπίφορη σε εντυπώσεις και μνήμες, σε γεγονότα τα οποία βιώνει η παιδική προεφηβική ψυχή κατά τον πιο απλό και κυρίως αγνό και αληθινό, της πραγματικότητας, τρόπο. Τα διαφυλάσσει όσο ζει κατά έντονα ζωηρό και καθαρό τρόπο, τέλεια ανόθευτο.
   Να γιατί ένα τέτοιο είδος μαρτυρίας βρίσκεται κοντά, σιμά και μέσα στο κέντρο των γεγονότων, μακριά από ρητορισμούς και βερμπαλισμό. Μακριά από παραπομπές και σημειώσεις.
   Η μαρτυρία μας παρουσιάζει κατά τον πιο αβίαστο τρόπο το πνεύμα των ημερών εκείνων, την ψυχή του λαού μας εκείνης της εποχής, που άντεξε και υπόταξε την καθημερινότητα για έναν υψηλό σκοπό. Αναπλάθει κατά τον πιο πιστό τρόπο τη συνειδητοποίηση του λαού μας που χωρίς θυσία τίποτε δε γίνεται, τίποτε δε σώζεται, τίποτε δεν πετυχαίνεται. Αυτό που πρέπει σήμερα να το συνειδητοποιήσουμε καθαρά, καθαρότατα.
   Η πατρίδα μας τότε (το 1912) ήταν μικρή. Τα σύνορά μας μόλις έφταναν λίγο πιο πάνω από τον Τίρναβο της Θεσσαλίας. Όλοι όλοι ήμασταν δυόμισι εκατομμύρια ελεύθερες ψυχές στην ελεύθερη τότε Ελλάδα. Στο σχολείο μας μαθαίναμε ότι πάνω από τον Όλυμπο βρίσκεται η ελληνική Μακεδονία. Το ίδιο πάλι πως πέρα και πάνω από την Άρτα η ελληνική Ήπειρος. Στο Αιγαίο μας μάθαιναν για τα ελληνικά νησιά μας και πέρα από αυτά μας μιλούσε ο δάσκαλος για την ελληνικότατη Σμύρνη. Κι ακόμα μακρύτερα ξέραμε από έξω στο μάθημα της Γεωγραφίας, όλα τα βιλαέτια με τα αρχαία τους ελληνικά ονόματα. Το κορύφωμα τότε στο σχολείο μας ήταν η Πόλη «με τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά της…».
   Όλα αυτά τα μέρη με το παιδικό μας μυαλό μας φαίνονταν πως ήταν πολύ μακριά. Μα για τη Μακεδονία μας είχαμε μιαν άλλη ιδέα, πως αυτή ήταν κοντά μας, σιμά κι έτσι την αισθανόμασταν. Γι’ αυτήν ακόμη δεν ακούγαμε μόνο από τον δάσκαλό μας παρά και από τους χωριανούς μας. Μαθαίναμε για τους αντάρτες, δηλαδή για τους Μακεδονομάχους και τα παλικάρια της.
   Αυτά βέβαια δεν ήταν γραμμένα στην Ιστορία.
   Τα ακούγαμε όμως τα βράδια του χειμώνα, του καλοκαιριού και της άνοιξης στα σπίτια ή στο χαγιάτι της εκκλησίας, όπου συγκεντρώνονταν οι χωρικοί, ή και στο μαγαζί του χωριού, όπου τα συζητούσαν οι χωρικοί μας, συγχωριανοί μας.    
   Μια μέρα ο δάσκαλος του χωριού μας έβγαλε περίπατο 300 μέτρα επάνω από το χωριό. Το χωριό μας, ένα ορεινό της Ρούμελης, σε υψόμετρο 1.100 μέτρα, κείται όμορφα στην αγκαλιά του Δρυμού της Οίτης. Ήταν ημέρα ανοιξιάτικη. Η ατμόσφαιρα εξαιρετικά καθαρή. «Να ο Όλυμπος», μας είπε ο δάσκαλός μας. Σήμερα η ατμόσφαιρα είναι καθαρή και τον βλέπουμε με όλη την περηφάνια και τη λεβεντιά του. «Πίσω από εκεί», είπε, «είναι η Μακεδονία μας. Εκεί ετούτα τα χρόνια είχαν πάει κρυφά πολλά παλληκάρια ως αντάρτες, μακεδονομάχοι, και τρεις από το χωριό μας». Να ο μπάρμπας του Γιάννη, ο Νίκος, ο Ηλίας και ο Παναγιώτης, που πολέμησαν ως αντάρτες. Φαίνεται τώρα πια να ετοιμάζεται ο Ξεσηκωμός. Γρήγορα νομίζω πως το μέρος αυτό θα ξαναγίνει ελληνικό.
   Κατόπιν ο δάσκαλός μας μας μίλησε για τις τόσο μεγάλες πόλεις της Μακεδονίας, έπειτα για τον Παύλο Μελά, για τον Βάρδα, και για άλλους αρχηγούς και καπεταναίους. Μετά τραγουδήσαμε το τραγούδι των Μακεδονομάχων, αυτό που τραγουδάγαμε στο σχολείο μας.
«Λεβεντιά καμαρωτή
Μέσα σε βουνά και δάση»
   Και σε κάθε επωδό αναφερόταν και το όνομα ενός καπεταναίου «Γεια σου, Βάρδα μας, αητέ», «Γεια σας κάθε παλληκάρι».
   Η συγκίνησή μας ήταν ανείπωτη (Μάιος του 1912). Όλα τα παιδιά στραμμένα προς τον Όλυμπο, προς τη Μακεδονία, ήμασταν έτοιμα, χωρίς καμιά υπερβολή, λίγο ακόμα αν μας μιλούσε ο δάσκαλός μας, να κλάψουμε από τον καημό μας για τους σκλαβωμένους Έλληνες. ¨Όλα αυτά γίνονταν τον Μάιο του 1912.
   Πέρασε το καλοκαίρι και ο κόσμος όλο και κάτι περίμενε, γιατί όλο και κάτι ψιθυριζόταν. Τελειώσαμε τον Ιούνιο και το σχολείο και δυο-τρία παιδιά από το χωριό δώσαμε εξετάσεις, για να μπούμε στο «Ελληνικό Σχολείο Σχολαρχείο», που ήταν στην κοντινή προς το χωριό μας κοινότητα Υπάτη. Το χωριό μας η Καστανιά – Υπάτης, απείχε από την κωμόπολη, όπου ήταν το τριτάξιο σχολείο μέσης εκπαίδευσης, περίπου δύο ώρες με τα πόδια. Στις 15 Σεπτεμβρίου αρχίσαμε τα μαθήματα. Στις 5 του Οκτώβρη κατά τις 7 το πρωί χαλούσαν τον κόσμο οι καμπάνες της κωμόπολης και των γύρω από αυτήν χωριών. Καλούσαν σε συναγερμό. Είχε κηρυχθεί ο πόλεμος κατά της Τουρκίας. Είχε γίνει επιστράτευση και ο κόσμος έπρεπε να μάθει να γυρίσει πίσω από τις αγροτικές δουλειές, όσοι πήγαιναν σαν γεωργοί, πρωί-πρωί. Όλοι γρήγορα γύριζαν και πληροφορούνταν ότι είχαμε πόλεμο με την Τουρκία. Οι νέοι που επιστρατεύονταν με σπουδή τακτοποιούσαν τις πιο επείγουσες δουλειές τους και έπειτα συγκεντρώνονταν, γίνονταν παρέες και από συγγενικό σε συγγενικό σπίτι τραγουδώντας ρουμελιώτικα δημοτικά τραγούδια της λεβεντιάς αποχαιρετούσαν μέσα σε μία ατμόσφαιρα πονεμένη και χαρούμενη. Μέσα σε τρεις-τέσσερις ώρες όλοι έτοιμοι, 30-40 παλληκάρια. Όλη η κωμόπολη, στο πόδι φυσικά, βρισκόταν συναγμένη στην πλατεία. Κανένας δεν έμεινε πίσω στα σπίτια, ούτε ψυχή.
   Ο γεροσχολάρχης μας, όταν πήγαμε το πρωί στο σχολείο, στις 8, μας είπε: «Παιδιά μου, όπως μάθατε, από σήμερα έχουμε πόλεμο με τον Τούρκο. Ήρθε ο καιρός και λευτερώσαμε από τη σκλαβιά τους αδελφούς μας της Μακεδονίας και οι πατεράδες θα παν να πολεμήσουν. Αυτοί θα είναι περήφανοι, όπως και εκείνοι ακόμη που θα παν να πολεμήσουν τα μεγάλα αδέλφια τους. Ωστόσο όλοι μας θα κάνουμε τον σταυρό μας και θα προσευχόμαστε γι’ αυτούς και για όλους τους Έλληνες να είναι πάντα καλά και να νικούν… Τώρα όμως αφού τραγουδήσουμε τον εθνικό μας ύμνο, θα σας αφήσω να πάτε στα σπίτια σας, να ιδείτε τους δικούς σας, τους συγγενείς σας που αποχαιρετούν και φεύγουν για τον πόλεμο, να τους αποχαιρετήσετε και να σας αποχαιρετήσουν. Εσείς που είστε από τα γύρω χωριά δε θα φύγετε για τα χωριά σας. Οι δικοί σας θα περάσουν από εδώ, γιατί πρέπει να περάσουν, για να πάρουν ένα χαρτί από τον αστυνομία, να πάρουν ένα χαρτί από τον αστυνομικό μας σταθμό, μία κατάσταση για να επιβιβαστούν στο τρένο, για να παν να παρουσιαστούν στα συντάγματά τους. Επομένως θα συναντηθείτε και θα αποχαιρετιστείτε. Κι έτσι βέβαια θα ιδείτε κι εσείς τους δικούς σας. Τις εντεκάμισι όμως να είστε όλοι εδώ στο σχολείο. Θα συνταχθούμε και θα πάμε στην πλατεία, εκεί θα παραταχθούμε και θα αποχαιρετήσουμε πια ομαδικά σαν σχολείο όλους τους επιστράτους μας που θα φεύγουν στον πόλεμο».
   Όλα έγιναν, όπως τα όρισε ο σχολάρχης μας. Στις 11.30 μπροστά η σημαία, κοντά οι δάσκαλοί μας και πίσω εμείς στη γραμμή τραγουδώντας πατριωτικά άσματα, φτάσαμε στην πλατεία. Ο κόσμος που ήταν εκεί συνταγμένος έβγαλε το καπέλο του και χαιρετούσε τη σημαία μας. Τότε ταιριαστήκαμε οι μισοί από τη μια μεριά και οι άλλοι μισοί από την άλλη και δίπλα μας οι κάτοικοι της κωμόπολης, όλοι άντρες, γυναίκες, γέροντες κτλ. Οι πάντες. Οι επίστρατοι ξεκίνησαν από τον αυλόγυρο της εκκλησίας του Αγ. Γεωργίου, όπου είχαν ορίσει τη σύναξή του. Εκεί προσκύνησαν πρώτα στον άγιο του τόπου, έπειτα συντάχθηκαν και τραγουδώντας τραγούδια της λεβεντιάς ακολούθησαν τον κεντρικό δρόμο και έφτασαν στην πλατεία.
   Εμείς του παιδιού τραγουδούσαμε και οι γυναίκες τους έριχναν αγιοδημητριάτικα λουλούδια και τους εύχονταν με συγκίνηση «καλή τύχη και με τη νίκη». Ήταν μια ατμόσφαιρα τόσο αδελφική εκείνη την ημέρα, τόσο ανθρώπινη, τόσο ωραία, τόσο πονεμένη, τόσο περήφανη και γενναία, όσο και ήρεμη, ψύχραιμη και αποφασιστική. Όλοι οι άνθρωποι τότε εκείνες τις ημέρες είχαν υψωθεί, εκείνες τις στιγμές, επάνω από τον εαυτό τους. Και δεν ήταν η ατμόσφαιρα αυτή μόνο στο μέρος εκείνο. Φαίνεται πως όλο το έθνος είχε υψωθεί επάνω από τν εαυτό του και μεταφέρετο σε έναν κόσμο υψηλότερο. Σε έναν κόσμο αλλιώτικο, ανώτερο από εκείνον τον συνηθισμένο κόσμο που περνά η καθημερινή ζωή. Οι άνθρωποι είχαν εκείνη την εποχή ξαστοχήσει τον εαυτό τους, είχαν διώξει από κοντά τους το ενδιαφέρον για τις ατομικές υποθέσεις. Είχαν παραδοθεί σύψυχα στην εξυπηρέτηση των κοινών του έθνους σκοπών.
   Την άλλη μέρα, στις 6 του Οκτώβρη, άρχισαν τα μαθήματα πάλι τακτικά. «Οι άλλοι πολεμούν»,  μας είπε ο γεροσχολάρχης μας, «κι εμείς εδώ έχουμε το δικό μας καθήκον. Όπου ο καθένας βρίσκεται, ας κάνει τη δουλειά του τίμια και παστρικά. Έτσι μόνο αγαπά κανένας και υπηρετεί την πατρίδα του». Αυτά τα λόγια μας έκαναν μεγάλη εντύπωση, «ώστε μπορούμε κι εμείς, είπαμε, με το διάβασμα να υπηρετήσουμε την πατρίδα». «Είναι σαν να πολεμάτε και να νικάτε τον Τούρκο, όταν νικάτε την αμορφωσιά». Έτσι περνούσαν οι μέρες. Κι όταν τα βράδια έρχονταν από την Αθήνα οι εφημερίδες και εμείς τα παιδιά πηγαίναμε να ακούσουμε τον ψιλόλιγνο χασάπη της κωμόπολης, που είχε πάει στον καιρό του ως τη δεύτερη τάξη του τετραταξίου γυμνασίου και διάβαζε τώρα την εφημερίδα «εις υπήκοον όλων», αλλά τόσο γρήγορα και χωρίς τόνο και νόημα που συναγωνιζόταν τον «παπατρέχα».
   Ούτε εμείς οι μαθητές ούτε και οι άλλοι με τα λίγα γράμματα καταλαβαίναμε τίποτα από όσα ανήγγειλε τότε το πρακτορείο «Ρόιτερ». Μόνο αυτό είχαμε μάθει όλα τα παιδιά. Οι εφημερίδες εκεί ήταν πολυτέλεια, με αυτές δεν γίνονταν δουλειά. Τότε ο κόσμος στράφηκε προς τον τηλεγραφητή του τόπου. «Άμα έχεις νέα», του είπαν οι άνθρωποι της κωμόπολης, «και όταν μαθαίνεις κάτι με την επικοινωνία που έχεις με την πρωτεύουσα του νομού, να στέλνεις να χτυπάς την καμπάνα. Κι εμείς θα ερχόμαστε στην πλατεία κι εσύ θα μας ανακοινώνεις τα νέα».
   Μόνον έτσι μαθαίναμε πια τακτικά όλοι μας μικροί και μεγάλοι και ο κόσμος που εργαζόταν στα χωράφια πως από τις πρώτες μέρες του πολέμου πήραμε την Ελασσόνα, ύστερα το Σαραντάπορο, τα Σέρβια, την Κοζάνη. Πάντα και κάθε τρεις και τόσο θα είχαμε κωδωνοκρουσίες, κάποιο χαρούμενο άγγελμα. Έπειτα μάθαμε ότι πήραμε τη Βέροια, τα Γιαννιτσά και από κει προχωρούσαμε για τη Θεσσαλονίκη.
   Όλο και πλησιάζαμε προς τη γιορτή του Αγ. Δημητρίου. «Θα ιδείτε¨, έλεγαν οι γεροντότεροι, «πως ο Άγιος θα τα φέρει έτσι, ώστε την ημέρα της Χάρης του να λειτουργηθεί ο στρατός μας μέσα στη Θεσσαλονίκη…Είναι θέλημα Θεού να λευτερωθούν πια οι σκλάβοι». «Ακούτε αυτά που σας λέγω εγώ», έλεγε ο πιο μεγάλος γέροντας του τόπου. Εμείς τα παιδιά ακούγαμε με αφάνταστη προσοχή και ευλάβεια τα λόγια των γερόντων κι όλο περιμέναμε από μέρα σε μέρα και από ώρα σε ώρα να ακούσουμε τις καμπάνες, να ιδούμε τον τηλεγραφητή με το χαρτί στο χέρι, το τηλεγράφημα πως πήραμε τη Θεσσαλονίκη. Στις 26 το βράδυ, νύχτα, ύστερα από τις 10, ήρθε το τηλεγράφημα. Όσοι ήταν ακόμη ξυπνητοί άκουσαν μερικά ντουφέκια. Εκείνοι που το πρωτόμαθαν δεν μπορούσαν να χτυπήσουν την καμπάνα, γιατί αργά τη νύχτα ένα έθιμο του τόπου το απαγόρευε. Έτσι ντουφεκούσαν. Το πρωί στις 27 Οκτωβρίου ο κόσμος έπιασε χορό στην πλατεία της Ρουμελιώτισσας κωμόπολης, χόρεψε λεβέντικα, γλέντησε και χάρηκε περήφανα την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης μας.
   Εκείνη την ημέρα, την 27η Οκτωβρίου, μας μίλησε ο γεροσχολάρχης μας για τη θέση της Θεσσαλονίκης, για το εμπόριό της, για τους Χριστιανούς, για την ιστορία της, κι έπειτα τελειώνοντας μας είπε: «Εσείς μι μέρα θα πάτε στη Θεσσαλονίκη και θα την δείτε. Εγώ δεν θα την δω. Μερικοί ίσως και ζήσετε εκεί. Θα μεγαλώσετε κι ο τόπος μας θα έχει ανάγκη από τις υπηρεσίες σας. Η γενιά σας θα είναι πολύ τυχερή. Ήθελα κι εγώ να ήμουν σαν κι εσάς, να δω αυτά τα ωραία κι όμορφα ελληνικά μέρη…». Εμείς ήμασταν όλοι περήφανοι εκείνη την ημέρα, πως μια μέρα θα βλέπαμε τη Θεσσαλονίκη, όπου για τη λευτεριά της πολεμούσαν οι πατεράδες μας, ήταν μεγάλα αδέλφια μας.
   Ύστερα από χρόνια, οπότε έγιναν πράξη τα λόγια του γεροσχολάρχη μας, όταν τα καλοκαίρια με τις διακοπές γυρίζει στο πατρικό σπίτι για ξεκαλοκαιριό, ένας γέρος, είναι χρόνια τώρα που πέθανε, αλλά είχε πολεμήσει το 1912-13 και μπήκε το Σύνταγμά του από τους πρώτους μέσα στη Θεσσαλονίκη, γνήσιος Εύζωνας, όλο και με ρωτούσε: «Τι γίνεται η Θεσσαλονίκη, τι γίνεται εκείνος ο τότε δεσπότης που μας μίλησε στη Μητρόπολη;». Κι εννοούσε τον μακαρίτη Γεννάδιο. «Πέθανε του ‘λεγα, δε ζει πια…». «Μπα..». Κι έπειτα άρχιζε και μου διηγούνταν με όλες τις λεπτομέρειες την πορεία, τις μάχες, τη βροχή, την ατέλειωτη και τη λάσπη, την παλικαριά των Ευζώνων αλλά και των φαντάρων και του τότε αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου. Κι άρχιζε κι όλο και δάκρυζε από συγκίνηση ο γέροντας πολεμιστής.
   «Ήταν παιδί μου», μου έλεγε, «η εποχή της ομόνοιας τότε. Ξεκινούσαμε όλοι σαν αδελφοποιητές για τη λευτεριά των σκλαβωμένων αδελφών μας, βάναμε τη ζωή μας με ευχαρίστηση ενέχυρο… Μιλούσαμε ο ένας στον άλλο θαρρετά και απονήρευτα. Σκληρή, σκληρότατη ήταν η ζωή μας τότε, η φτώχια κατακόρυφη, αλλά μας γαλβάνιζε η θέληση, για να λευτερώσουμε τα σκλαβωμένα μέρη μας».
   Ύστερα από τα απλά και αγνά αυτά λόγια του γέροντα πολεμιστή και τραυματία σκεφτόμουν ότι πάντα υπάρχουν λαμπρές και φωτεινές εποχές, που ο Έλληνας, ο οποίος διακρίνεται για την αντίθεσή του για ό,τι βρίσκεται έξω από τον ατομικισμό του, παρουσιάζει τέτοιες ανατάσεις, που αγκαλιάζει το κοινό καλό και συμφέρον του συνόλου, 1912, 1940. Σήμερα όμως, μέσα στην κοινωνία της ευμάρειας και της κερδολαγνείας που ζούμε, δυστυχώς όχι μόνο δε βοηθά το κοινό καλό και συμφέρον του συνόλου, παρά προσπαθεί με κάθε μέσον να κερδίσει εις βάρος του συνόλου. Θα συνειδητοποιήσουμε την κατάστασή μας; Ο κίνδυνος είναι σοβαρότατα εθνικός.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα