ΑΡΙΣΤΑΡΧΟΣ Ο ΣΑΜΟΘΡΑΞ

Μάρθας Βασιλείου-Ναζλῆ
φιλολόγου

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣΕἶναι γνωστὸ τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου στρατηλάτη, πολιτικοῦ ὁραματιστῆ καὶ ἐρευνητῆ, Ἀλεξάνδρου τοῦ Μεγάλου, τοῦ Μακεδόνα, καὶ χιλιάδες βιβλία ἔχουν γραφεῖ μέχρι σήμερα, σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο, σ’ ὅλες τὶς γλῶσσες.

Ἡ ἐλεύθερη διακίνηση ταξιδιωτῶν καὶ ἐμπορευμάτων στὴν ἐκτεταμένη ἐπικράτεια, ποὺ τέθηκε στὴ δικαιοδοσία του, ἀλλὰ καὶ ἡ δυνατότητα νὰ ἐξερευνηθοῦν καὶ νὰ χαρτογραφηθοῦν τόποι, ποὺ μέχρι ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἦταν ἄγνωστοι, στὴν Ἀσία, Ἀφρικὴ καὶ Εὐρώπη, ἄλλαξαν τὴν πορεία τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ προστασία τῶν γραμμάτων καὶ τῶν τεχνῶν ἀπὸ τὸν Ἀλέξανδρο ὡς «λάτρη τῆς λογοτεχνίας καὶ μανιώδη ἀναγνώστη», κατὰ τὴν περιγραφὴ τοῦ Πλουτάρχου, μὲ τὴ φιλοξενία καὶ προστασία τῶν ἐκπροσώπων τους, δημιούργησε πολιτιστική, μορφωτικὴ καὶ πολιτικὴ παράδοση. Δημιούργησε πολλὲς νέες πόλεις, σὲ διάφορα σημεῖα τῆς ἀχανοῦς βασιλείας του, ἀλλὰ ἡ Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου εἶχε ὅλα τὰ ἐχέγγυα γιὰ νὰ ἀναδειχθῆ ἡ σημαντικώτερη καὶ ἡ κατ’ ἐξοχὴν διαχρονική, γιατὶ ἡ πολιτιστικὴ καὶ μορφωτικὴ ἐπανάσταση τῆς ἐποχῆς βρῆκαν πρόσφορο ἔδαφος ἐκεῖ.

Ἡ συμβίωση ποικίλων φυλῶν καὶ πολιτισμῶν στὸν ἴδιο γεωγραφικὸ χῶρο, ἡ προστασία καὶ ἡ ἀνάδειξη τῶν λογίων στὴν αὐλὴ τῶν ἐπιγόνων τοῦ Ἀλεξάνδρου, τῶν Πτολεμαίων, ἔδωσε πνευματικὴ ἄνθηση στὴν πόλη καὶ οἰκονομικὴ σταθερότητα στὴν περιοχή, ἐπὶ τρεῖς ὁλόκληρους αἰῶνες. Δυστυχῶς ὁ Ἀλέξανδρος δὲν πρόλαβε νὰ χαρῆ τὴ νέα πόλη, γιατὶ ὁ πρόωρος θάνατος τὸν πῆρε τὸ 323 π.Χ.

Ὁ στρατηγός του ὅμως ὁ Πτολεμαῖος Α’ Λαγοῦ τὸ 320 π.Χ. ἐγκαταστάθηκε ἐκεῖ, στὴν Ἀλεξάνδρεια, καὶ τὴν κατέστησε κέντρο διοίκησης καὶ κατοικίας του, μετὰ τὸν διαμελισμὸ τῆς αὐτοκρατορίας σὲ σατραπεῖες. Ἐπὶ Πτολεμαίου τοῦ Α’ καὶ τῶν ἐπιγόνων του ἡ Αἴγυπτος εὐημέρησε καὶ τέθηκαν τὰ θεμέλια, ὥστε ἡ Ἀλεξάνδρεια νὰ γίνη ὀνομαστὸ κέντρο ἐρευνῶν, πνευματικὸ καὶ ἐμπορικὸ κέντρο, ἀπὸ τὰ σημαντικώτερα τῆς ἀρχαιότητας τοῦ τότε κόσμου.

Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ ἐμπορικο-οικονομικὸ κέντρο καὶ τὴ συγκέντρωση πληθώρας ἀνθρώπων τοῦ πνεύματος, ἄρχισε νὰ δημιουργῆται καὶ τὸ ἀνάλογο κλῖμα τῆς ἀναγέννησης τοῦ πνεύματος. Ἔτσι δημιουργήθηκε ἡ Βιβλιοθήκη καὶ τὸ Μουσεῖο τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Ἡ Βιβλιοθήκη ἦταν ἕνα καθοδηγητικὸ φωτεινὸ σύμβολο τῆς εξελικτικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος, μαζὶ μὲ τὸν Φάρο, ποὺ ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θαύματα τῆς ἀρχαιότητας.

Ἡ Βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξάνδρειας ἀποτέλεσε ἕνα ἐγχείρημα πρωτοφανὲς γιὰ τὴν ἐποχή της, στὸ νὰ συγκεντρωθοῦν ὅλες οἱ γνώσεις τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου, ὄχι μόνον τὰ ἔργα Ἑλλήνων συγγραφέων ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τῶν μὴ ἑλληνοφώνων μὲ οἰκουμενικὴ ἐμβέλεια μεταφρασμένα. Ἦταν τὸ πρῶτο οἰκουμενικὸ θησαυροφυλάκιο γνώσεων στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας.

Δὲν θὰ ἀναφερθῶ ἐδῶ στὰ τῆς Βιβλιοθήκης, ποὺ καὶ γι’ αὐτὴν ἔχουν γραφτῆ πάμπολλα βιβλία ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῆς δημιουργίας της μέχρι καὶ αὐτὴν τὴν στιγμή.

Ἀπὸ τὴν ἡμερομηνία τῆς δημιουργίας της, φυσικὸ ἦταν ὁ ἑκάστοτε διευθυντής της – βιβλιοθηκάριος νὰ ἔχη γνώσεις, μόρφωση καὶ ἐμπειρίες ἀνάλογες τοῦ συγκεντρωθέντος πνευματικοῦ θησαυροῦ στὰ κτήριά της. Τὸ ἀξίωμα αὐτὸ εἶχε ἐξόχως τιμητικὸ χαρακτῆρα καὶ ἀπονεμόταν συνήθως σὲ βασιλικοὺς παιδαγωγούς, ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ἀπὸ τὶς κυριώτερες θέσεις τῆς διοικητικῆς ἱεραρχίας.

Δυστυχῶς, δὲν ὑπάρχουν ἀκριβεῖς πηγὲς γιὰ τὴ σειρὰ τῶν διευθυντῶν τῆς μεγάλης αὐτῆς Βιβλιοθήκης, ἀλλὰ σίγουρα διετέλεσαν οἱ Ζηνόδοτος, Ἀπολλώνιος ὁ Ρόδιος, Ἀπολλώνιος ὁ Εἰδογράφος, Ἐρα- τοσθένης ὁ Κυρηναῖος, Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος, Ἀρίσταρχος ὁ Σαμόθραξ κ.ἄ.

Ὀ Ἀρίσταρχος ὁ Σαμόθραξ γεννήθηκε περίπου τὸ 216 π.Χ καὶ πέθανε τὸ 145 π.Χ. Ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἀριστοφάνη τοῦ Βυζάντιου (1), ὁ ὁποῖος ἦταν προκάτοχος τοῦ Διευθυντῆ τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἀλεξάνδρειας. Διετέλεσε Διευθυντὴς τῆς Βιβλιοθήκης ἀπὸ τὸ 180 ἕως τὸ 145 π.Χ. Νά τί γράφει γι’ αὐτὸν τὸ λεξικὸ Σουΐδα (2): «Άρίσταρχος, Ἀλεξανδρεὺς θέσει, τῇ δὲ φύσει Σαμόθραξ, πατρός Ἀριστάρχου, γέγονε δὲ κατὰ τὴν ρνς΄ (156η) Ὀλυμπιάδα, ἐπὶ Πτολεμαίου Φιλομήτορος, οὗ καὶ τὸν υἱὸν ἐκπαίδευσεν, λέγεται δὲ γράψαι ω΄ (800) βιβλία, ὑπομνημάτων μόνων. Μαθητὴς δὲ γέγονεν Ἀριστοφάνους τοῦ γραμματικοῦ καὶ Κράτητος τοῦ γραμματικοῦ Περγαμηνοῦ, μαθηταὶ δὲ αὐτοῦ γραμματικοὶ περὶ τοὺς μ΄ (40) ἐγένοντο. Τελευτᾷ δὲ ἐν Κύπρῳ ἑαυτὸν ὑπεξαγαγών, ἐνδείᾳ τροφῆς, νόσῳ τῇ ὕδρωπι ληφθείς. Ἔτη δὲ αὐτοῦ τῆς ζωῆς οβ΄ (72) καὶ παῖδας μὲν κατέλιπεν Ἀρίσταρχον καὶ Ἀρισταγόραν, ἄμφω δὲ ἐγένοντο εὐηθεῖς ὥστε καὶ ἐπράχθη ὁ Ἀρίσταρχος, Ἀθηναῖοι δὲ ἐλθόντες παρ’ αὐτοῖς ἐξωνήσαντο» (Λεξικό Σουΐδα τ. Α΄ σελ. 167, ἔκδοση Γεωργιάδη).

Ὁ Ἀρίσταρχος θεωρεῖται πρότυπο κριτικοῦ φιλολόγου, ὁ δὲ Παναίτιος ὁ Ρόδιος (3) τὸν χαρακτήρισε τὸν μεγαλύτερο φιλόλογο τῆς ἀρχαιότητας «μάντιν… διὰ τὸ ῥᾳδίως καταμαντεύεσθαι τῆς τῶν ποιημάτων διανοίας» (Ἀθην. 14634c.), δηλαδὴ μὲ τὴ φιλολογική του γνώση καὶ τὴν ἑρμηνευτική του διαίσθηση μάντευε τὸ νόημα τῶν ποιημάτων, μποροῦσε νὰ εἰσχωρήση σωστὰ μέσα στὴν ποίηση καὶ νὰ κατανοήση τὴ σκέψη καὶ τὸ νόημα τῶν ποιητῶν.

Ἡ κριτικὴ στάση καὶ θέση τοῦ Ἀρίσταρχου ἐπηρεάστηκε σίγουρα ἀπὸ τὴ θέση τοῦ Ἐρατοσθένη τοῦ Κυρηναίου (4), ὁ ὁποῖος ἑδραίωσε τὴν ἀντικειμενικὴ κριτικὴ τῶν ὁμηρικῶν καὶ ἐν γένει ποιητικῶν ἔργων, μιᾶς κριτικῆς ποὺ στηριζόταν σὲ ἀμιγῶς καλλιτεχνικὰ κριτήρια ἀξιολόγησης. Στὴν Ἀλεξάνδρεια εἶχε ἀναπτυχθῆ ἤδη ἕνας τομέας ἐπιστημονικῆς ἔρευνας, ποὺ ὀνομάστηκε κριτικὴ ἀξιολόγηση κειμένων. Ἡ πληθώρα ἀντιγράφων τοῦ ἰδίου ἔργου, ποὺ διέθετε ἡ βιβλιοθήκη, ὑποχρέωσε τοὺς μελετητὲς νὰ ἀναζητήσουν μιὰ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα ποιά ἐκδοχὴ τοῦ κειμένου ἀντιστοιχεῖ στὸ πρωτότυπο. Ἡ διαδικασία ἀπαιτοῦσε ἐκτεταμένη ἔρευνα ὄχι μόνο τῆς γλώσσας καὶ τοῦ ὕφους τοῦ συγγραφέα ἀλλὰ καὶ τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τῆς περιόδου, κατὰ τὴν ὁποία γράφτηκε τὸ πρωτότυπο.

Ὁ Ἀρίσταρχος ὑπῆρξε ὁ ἐπιφανέστερος τῶν ἐρευνητῶν τοῦ ὁμηρικοῦ ἔργου· βασική του δραστηριότητα ἦταν ἡ ἔκδοση (δύο φορές) τοῦ Ὁμήρου, ἡ ὁποία περιεῖχε τὸ ὁμηρικὸ κείμενο καὶ στὸ ἀριστερὸ περιθώριο τὰ κριτικὰ σημεῖα. Ὅταν ἀνέλαβε ἐπικεφαλῆς τῆς Βιβλιοθήκης τῆς Ἀλεξάνδρειας (180-145 π.Χ.), ὑπέβαλε ὅλες τὶς προηγούμενες ἀποδόσεις τῶν κειμένων τοῦ μεγάλου ποιητῆ σὲ ἐξονυχιστικὸ ἔλεγχο καὶ παρέδωσε πάνω ἀπὸ 650 διορθώσεις, ὑποστηρίζοντας τὶς θέσεις του, μὲ βάσιμα ἱστορικο- κοινωνιολογικὰ καὶ ἐτυμολογικὰ ἐπιχειρήματα, ἀποκαθιστῶντας τὸ ὁμηρικὸ κείμενο μέσῳ μιᾶς ἔγκυρης ἑρμηνείας.

Ἡ Ἀλεξάνδρεια, ὡς πόλος ἕλξης διαπρεπῶν λογίων καὶ μὲ παραγωγὴ πνευματικοῦ ἔργου ὑψηλῆς στάθμης, τράβηξε τὸ πνεῦμα, στὴν ἀρχὴ, τοῦ Ἀρίσταρχου καὶ στὴ συνέχεια τὸν ἴδιο. Ἐκεῖ ἔζησε ἐπὶ Πτολεμαίου ΣΤ΄ τοῦ Φιλομήτορος καί, σύμφωνα μὲ τὴ μακραίωνη παράδοση τῶν Λαγιδῶν, ἀνέλαβε τὴν ἐκπαίδευση τῶν νεαρῶν γόνων τοῦ βασιλικοῦ οἴκου καὶ ταυτόχρονα τὴ διεύθυνση τῆς βασιλικῆς Βιβλιοθήκης. Ἐθεωρεῖτο λαμπρὸς δάσκαλος καὶ ἀναγνωρίσθηκε ὡς διαπρεπὴς ἐπιστήμονας· γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ τοῦ ἀπονεμήθηκε ἡ ἰδιότητα τοῦ πολίτη τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Τὸ ἐκτεταμένο ἑρμηνευτικό του ἔργο κάλυπτε τὴν πλειονότητα τῶν κλασσικῶν ἀρχαιοελληνικῶν ἔργων, ποιητικῶν καὶ πεζῶν. Ἀξίζει νὰ σημειωθῆ, ἀπ’ ὅσον εἶναι γνωστό, ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ προχώρησε σὲ ἑρμηνευτικὸ σχολιασμὸ πεζογραφημάτων· ἕνα ἑρμηνευτικό του σχόλιο στὸ Α’ βιβλίο τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἡροδότου περιέχεται σὲ ἕναν σωζόμενο πάπυρο τοῦ 3ου μ.Χ αἰῶνα. Πάντως, ἡ μεγαλύτερη συνεισφορὰ τοῦ Ἀρίσταρχου, στὴν ἐγκύκλιο παιδεία, ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα ἡ διεξαγωγὴ ἐπισταμένων ἐρευνῶν στὰ ἔργα τοῦ Ὁμήρου, χάρις στὶς ὁποῖες κέρδισε ἐπάξια τὴν προσωνυμία «Ὁμηρικός».

Μιὰ ἄριστη περιγραφὴ τῆς μεθόδου, ποὺ χρησιμοποιοῦσε γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῶν ὁμηρικῶν γραπτῶν ὁμηρικῶν ἀποδόσεων, μᾶς δίνει ὁ Πορφύριος (5) μὲ τὴν περίφημη ρήση του «Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου ἀποσαφηνίζειν». Ἐπίσης ὁ ἴδιος γράφει: «Ἀρίσταρχος ἀξιοῖ τὰ φραζόμενα ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ ἐκδέχεσθαι κατὰ τὴν ποιητικὴν ἐξουσίαν, μηδὲν ἔξω τῶν κρατουμένων ὑπό τοῦ ποιητοῦ περιεργαζόμενος».

Πρωταρχικὸς στόχος τοῦ Ἀρίσταρχου ἦταν νὰ διερευνήση σὲ βάθος τὶς ἐκφραστικὲς προθέσεις τοῦ ἰδίου ποιητῆ μέσα στὰ κείμενά του. Πεποίθησή του ἦταν, μετὰ τὴν πολυχρόνια καὶ ἐμβριθῆ μελέτη του, ὅτι ὁ Ὅμηρος, ὡς εὐφάνταστος καὶ ἐμπνευσμένος δημιουργός, διακατεχόταν ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ τέρψη, ὄχι νὰ διδάξη.

Βιβλιοθήκη Αλεξάνδρειας

Κατέγραψε ὅλα τὰ γλωσσικὰ στοιχεῖα ποὺ συναντῶνται στὴν Ἰλιάδα καὶ τὴν Ὀδύσσεια καὶ στὴ συνέχεια προχώρησε στὴν ἑρμηνεία, ξεχωριστά, τῶν λέξεων καὶ τῶν γεγονότων.

Ὁ Ἀρίσταρχος, κάθε φορὰ ποὺ διαπίστωνε τὴ χρήση κάποιας ἔκφρασης ἢ λέξης ποὺ δὲν ἦταν συμβατὴ μὲ τὰ ὁμηρικὰ γλωσσικὰ πρότυπα ἢ τὰ γνωστὰ κοινωνιολογικὰ δεδομένα τῆς εποχῆς, τὴν ἀπέρριπτε ἀμέσως καὶ τὴν ἀπέδιδε στὸν «ὁμηρικὸ κύκλο», δηλαδὴ σὲ μεταγενέστερες παρεμβάσεις τῶν «συνεχιστῶν» τοῦ ὁμηρικοῦ ἔργου καὶ ὄχι στὸ γνήσιο ὁμηρικὸ κείμενο.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς δύο ὁμηρικὲς ἐκδόσεις μὲ τὶς διορθώσεις τοῦ Ἀρίσταρχου, παραδόθηκαν καὶ ἔργα του μὲ τοὺς τίτλους: 1) ὑπομνήματα, 2) συγγράμματα (συνέγραψε 800 βιβλία). Τὸ πρῶτο του ἔργο, τὰ ὑπομνήματα, ἦταν βασικὰ σημειώσεις τῶν μαθητῶν του ἀπὸ τὶς παραδόσεις του, ἐνῷ τὸ δεύτερο, τὰ συγγράμματα, περιεῖχε διάφορα ἐπὶ μέρους θέματα, ὁμηρικὰ καὶ ἄλλα, ὡς ἐπιστημονικὲς μονογραφίες καὶ μελέτες. Οἱ μονογραφίες αὐτές ἦταν, κυρίως, τοποθετήσεις ἐναντίον ἄλλων φιλολόγων σὲ πολεμικὸ ὕφος π.χ. Περὶ τοῦ ναυστάθμου, Περὶ Ἰλιάδος καὶ Ὀδύσσειας, Πρὸς Κωμανό, Πρὸς Φιλώτα, Πρὸς τὸ ξενῶνος παράδοξον. Τὸ ἔργο τοῦ Ἀρίσταρχου, ὡς φιλολογικὴ κριτική, ἦταν τεράστιο καὶ μᾶς πληροφοροῦν γι’ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖες πηγὲς ἀπὸ γνωστοὺς γραμματικοὺς καὶ λεξικογράφους (Ἀριστόνικος, Δίδυμος, Ἡρωδιανός, Νικάνωρ, Ἀπολλώνιος ὁ Σοφιστής κ.ἄ.).

Οἱ πηγὲς αὐτὲς μᾶς πληροφοροῦν ὅτι ὁ Ἀρίσταρχος στὴν κριτικὴ ἔκδοση τοῦ Ὁμήρου χρησιμοποίησε α) τὶς λεγόμενες κοινὲς ἐκδόσεις, ποὺ ἦταν σὲ πληθώρα στὴ Βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξάνδρειας, β) τὶς ἐκδόσεις τοῦ Ὁμήρου «κατὰ πόλεις», ὅπως τὴν Ἀργολική, τὴ Χιώτικη, τῆς Μασσαλίας καὶ τῆς Σινώπης καὶ γ) τὶς ἐκδόσεις «κατ’ ἄνδρας», δηλαδὴ τὶς ἐκδόσεις ποὺ ἔκαναν ἄλλοι γνωστοὶ λόγιοι καὶ φιλόλογοι πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀρίσταρχο, ὅπως ὁ Ζηνόδοτος (6), ὁ Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος κ.ἄ.

Ὁ Ἀρίσταρχος, ὅπως προαναφέρθηκε, ἦταν μεγάλος κριτικὸς φιλόλογος, μὲ διόραση καὶ μεγάλη ἐπιστημοσύνη στὴν κριτικὴ ἀξιολόγηση τῶν κειμένων, σὲ ἀντίθεση μὲ ἄλλους φιλολόγους σύγχρονούς του ἢ προγενέστερους, οἱ ὁποῖοι ἐφάρμοζαν τὴν πρακτικὴ τοῦ ἐντοπισμοῦ προβλημάτων καὶ τῆς ἐξεύρεσης λύσεων καὶ εἶχαν ὡς ἐπάγγελμα τὴν ἐπίλυση ὁμηρικῶν ζητημάτων.

Τὴ μέθοδο αὐτὴν τὴ χρησιμοποίησαν μᾶλλον ἥσσονος σημασίας ἐρευνητές· οἱ ἐπιφανέστεροι καὶ σοβαροὶ φιλόλογοι δὲν ἐκτιμοῦσαν αὐτὴν τὴν πρακτικὴ καὶ τὴ θεωροῦσαν ὡς ἕνα μᾶλλον ἀφελὲς παίγνιο. Ὁ Ἀρίσταρχος ἦταν ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὴν ἐπέκριναν χλευαστικά, τόσο προφορικὰ ὅσο καὶ γραπτὰ (βλέπε πιὸ πάνω πολεμικὲς τοποθετήσεις του, ἐναντίον ἄλλων φιλολόγων, στὶς μονογραφίες) καὶ ἐπεσήμαινε ὅτι τὰ μειονεκτήματά της μποροῦσαν νὰ βλάψουν τὴν ἔρευνα.

Βασικὴ ἀρχὴ τοῦ Ἀρίσταρχου ἦταν ὁ σεβασμὸς στὴ χειρόγραφη παράδοση, μιὰ ἀρχὴ ποὺ ἰσχύει καὶ σήμερα στὴν κλασικὴ φιλολογία. Γνώμη του ἦταν ὅτι ἡ παράδοση δὲν ἔπρεπε νὰ μεταβάλλεται καὶ νὰ φθείρεται μὲ τὸν καιρό.

Διαφοροποιεῖται συχνὰ ἀπὸ τὸν Ζηνόδωρο καὶ τὸν Ἀριστοφάνη τὸν Βυζάντιο, τὸν δάσκαλό του. Οἱ προκάτοχοί του αὐτοὶ συχνὰ δὲν περιελάμβαναν στὸ κείμενό τους τοὺς νόθους στίχους, ἐνῷ ὁ Ἀρίσταρχος τοὺς διατηροῦσε αὐτούσιους καὶ δήλωνε καθαρὰ τὴ θέση του γιὰ τὴ γνησιότητά τους μὲ εἰδικὸ σημάδι καὶ ἐπεξηγηματικὰ σχόλια. Ἄλλη φιλολογικὴ ἀρχὴ τοῦ Ἀρίσταρχου ἦταν ἡ προσεκτικὴ καὶ αὐστηρὴ ἀντιμετώπιση τῆς γλωσσικῆς χρήσης, ἀπ’ ὅπου ἔβγαζε συμπεράσματα γιὰ τὴν κριτικὴ ἐργασία.

Φάρος ΑλεξάνδρειαςΠαρατηροῦσε, διατύπωνε καὶ καθόριζε τὰ φαινομενικὰ συνώνυμα· π.χ τὰ ρήματα βάλλειν, τύπτειν, οὐτάζειν, ποὺ εἶναι συνώνυμα, διαφοροποιοῦνται. Τὸ βάλλειν χρησιμοποιεῖται γιὰ ὅπλο ποὺ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ κάποιον, ἐνῷ τὰ ἄλλα δύο γιὰ ξίφος. Ἡ λέξη πόνος στὸν Ὅμηρο σήμαινε κόπος, ἐργασία, ὄχι ἄλγος ὅπως ἀργότερα. Ὁ φόβος σημαίνει φυγὴ στὸν Ὅμηρο, ὄχι φόβος-τρόμος ὅπως ἀργότερα κ.ἄ.

Μιὰ τρίτη ἀρχὴ τοῦ Ἀρίσταρχου ἦταν ἡ προσεκτικὴ παρατήρηση τῶν πραγμάτων· γι’ αὐτὸν τὰ πραγματικὰ στοιχεῖα ἀποτελοῦσαν τὸ βασικὸ μέσο γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τοῦ κειμένου.

Μιὰ τέταρτη ἑρμηνευτική του ἀρχή καθορίζει τὴ σωστὴ ἀντιμετώπιση τῶν ποιητικῶν κειμένων· ὁ κάθε συγγραφέας εἶναι ὁ καλύτερος ἑρμηνευτὴς τοῦ ἔργου του καὶ μᾶς δίνει ὁ ἴδιος τὴν καλύτερη δυνατότητα γιὰ τὴν κατανόησή του.

Κατὰ τὸν Ἀρίσταρχο, ἡ γλῶσσα προχωρεῖ μὲ σταθεροὺς κανόνες (ἀνάλογα τῶν γραμματικῶν φαινομένων μεταξὺ τους).

Σύγχρονος καὶ φανατικὸς ἀντίπαλος τοῦ Ἀρίσταρχου ὑπῆρξε ἡ ἐξέχουσα φιλολογικὴ φυσιογνωμία τῆς Περγάμου, ὁ Κράτης ὁ Μαλλωτής, σύνθετος καὶ ἀντίθετος πρὸς αὐτὸν καὶ τοὺς ἀλεξανδρινούς, φιλόλογος, ὁ ὁποῖος στηριζόταν στὸ γεγονός ὅτι ἡ γλῶσσα δὲν προχωρεῖ «κατ’ ἀναλογίαν» ἀλλὰ «κατ’ἀνωμαλίαν». Ἡ «ἀλληγορία», ποὺ ἀποτελοῦσε οὐσιαστικὸ σημεῖο τῆς στωϊκῆς φιλοσοφικῆς σκέψης, συνιστοῦσε βασικὴ ἀρχὴ γιὰ τὴ φιλολογικὴ θέση τοῦ Κράτητος.

Οἱ δύο φιλολογικὲς σχολὲς τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τῆς Περγάμου δημιούργησαν καὶ προήγαγαν τὴ φιλολογικὴ ἐπιστήμη. Ἀποτέλεσαν τὴ βάση γιὰ ὅλες τὶς μετέπειτα κριτικές, φιλολογικές, λεξικογραφικὲς καὶ ἑρμηνευτικὲς δραστηριότητες.

Ἡ μεγάλη ὅμως συνέχεια τῆς φιλολογίας ὀφείλεται, κυρίως, στὴν ἀλεξανδρινὴ σχολὴ τοῦ Ἀρίσταρχου τοῦ Σαμόθρακος. Οἱ μαθητές του συνέχισαν τὸ μεγάλο, δύσκολο καὶ σοβαρὸ ἔργο του. Ὀνομαστοὶ ὑπῆρξαν: 1) Ὁ Ἀπολλόδωρος ὁ Ἀθηναῖος (7), ποὺ ὑπῆρξε καὶ ὁ πιὸ σημαντικός, ποὺ ἔζησε, ἔδρασε, δίδαξε καὶ συνέγραψε στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴν Πέργαμο καὶ στὴν Ἀθήνα, στὰ τρία μεγαλύτερα πνευματικὰ κέντρα τῆς ἐποχῆς του. 2) Ὁ Διονύσιος ὁ Θράξ (170-90π.Χ.) (8), γραμματικός, φιλόλογος, μὲ τὸ γνωστό του ἔργο «Τέχνη γραμματική», τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ μόνο τῆς ἑλληνιστικῆς περιόδου ποὺ σώθηκε ὁλόκληρο.

Σημειώσεις

1. Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος: (257-180π.Χ.): κατ’ ἐξοχὴν γραμματικός, μαθητὴς τοῦ Ζηνόδοτου καὶ τοῦ Καλλίμαχου. Ἡ φιλολογική του δραστηριότητα ἦταν ποικίλη καὶ ἐξαίρετη μὲ κριτικὴ ἀρχαίων κειμένων, λεξικογραφία, γραμματικὴ καὶ φιλολογικοϊστορικὴ συγγραφὴ καὶ ἔκδοση λυρικῶν ποιητῶν. Ὑπῆρξε ἱδρυτὴς τῆς ἐπιστημονικῆς λεξικογραφίας καὶ τῆς γραμματικῆς ὡς ἐπιστήμης. Μὲ αὐτὸν ὡς τέλειο φιλόλογο ἡ φιλολογία φτάνει στὸ ἀποκορύφωμά της.

2. Σουΐδα ἢ Σούδα: Βυζαντινὸ λεξικὸ τοῦ 10 μ.Χ., συλλογικὸ ἔργο δώδεκα βυζαντινῶν λογίων καὶ ὄχι ἑνὸς λογίου, τοῦ Σουΐδα, ὅπως πιστευόταν μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια. Περιέχει βιογραφικές, φιλολογικὲς καὶ ἀρχαιολογικὲς πληροφορίες καὶ ἀναφέρει πολλὰ χωρία ἀπὸ ἔργα συγγραφέων, ἄγνωστα ἀπὸ ἄλλες πηγές.

3. Παναίτιος ὁ Ρόδιος: Στωϊκὸς φιλόσοφος (185-110 π.Χ.), μαθητὴς τοῦ Διογένη τοῦ Βαβυλώνιου καὶ τοῦ Ἀντίπαρου στὴν Ἀθήνα. Στὴ Ρώμη θεμελίωσε τὸν στωϊκισμό, στὰ ἐκεῖ φιλοσοφικὰ κέντρα. Ἀπὸ τὰ ἔργα του διασώθηκαν μόνο ἀποσπάσματα.

4. Ἐρατοσθένης ὁ Κυρηναῖος: Γεννήθηκε στὴν Κυρήνη τῆς Β. Αφρικῆς τὸ 275 π.Χ. Ἔζησε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ὁ Πτολεμαῖος Γ΄ ὁ Εὐεργέτης τὸν τοποθέτησε διευθυντὴ τῆς βιβλιοθήκης. Ἀποσπάσματα τῶν ἔργων του διασώθηκαν, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονταν στὴ γραμματική, στὴ φιλοσοφία, στὰ μαθηματικά, στὴν ποίηση, στὴν ἀστρονομία, στὴ γραμματολογία καὶ στὴ γεωγραφία. Θεωρεῖται ὁ πατέρας τῆς χρονογραφίας μἐ τὸ ἔργο του «Χρονογραφίαι».

5. Πορφύριος: Ἕλληνας φιλόσοφος (233- 304 μ.Χ.) ἀπὸ τὴν Τύρο τῆς Συρίας, ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Κάσσιου καὶ τοῦ Ὠριγένη στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ὁ τελευταῖος τῆς νεοπλατωνικῆς σχολῆς της. Ἔγραψε πληθώρα ἔργων καὶ σχόλια στὸν Πλάτωνα καὶ Ἀριστοτέλη. Ἔγραψε ἔργο «Κατὰ τῶν Χριστιανῶν» καὶ ξεσήκωσε τοὺς χριστιανούς.

6. Ζηνόδοτος ὁ Ἐφέσιος (325-260 π.Χ.): ὁ πρῶτος διευθυντὴς τῆς βιβλιοθήκης, ποὺ ἀντιπαρέβαλε τὰ χειρόγραφα τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν καὶ μὲ κριτικὴ μελέτη ἀποκατέστησε τὸ πρωτότυπο πρῶτος.

7. Ἀπολλόδωρος ὁ Ἀθηναῖος (180-109 π.Χ.): πῆγε στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴν Πέργαμο καὶ τὸ 133 π.Χ. ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα. Σπουδαῖο ἔργο του εἶναι «Τὰ Χρονικά». Ἀπὸ τὰ ἔργα του διασώθηκε μόνο ἡ «ἡ Ἀπολλοδώρου Βιβλιοθήκη», ποὺ περιεῖχε μύθους ποὺ ἀφοροῦν τὴ γένεση τῶν θεῶν καὶ τὶς γενεαλογίες τῶν πτηνῶν, ἐπειδὴ εἶχε ἐκδοθῆ σὲ πολλὰ ἀντίτυπα γιὰ τὸν λόγο ὅτι διδασκόταν στὰ σχολεῖα.

8. Διονύσιος ὁ Θράξ: Ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ σημαντικοὺς γραμματικούς. Γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀλλὰ καταγόταν ἀπὸ τὴ Θράκη. Ὑπῆρξε πολυγραφότατος, ἔγραψε ἑρμηνεῖες γιὰ τὰ ὁμηρικὰ ἔπη καὶ διάφορες πραγματεῖες πάνω σὲ γραμματικὰ καὶ λογοτεχνικὰ θέματα.

Πηγές

Ἡ χαμένη βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξάνδρειας, Λουτσιάνο Κάνφορα.

Ἡ ἀρχαία βιβλιοθήκη τῆς Ἀλεξάνδρειας, Μουσταφὰ Ἐλ Ἀμπαντί.

Ἐγκυκλοπαίδεια Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα.

Ἐγκυκλοπαίδεια Ἐπιστήμη καὶ Ζωή.

Λεξικὸ Σουΐδα.