Τό Βυζάντιο ὡς μέγεθος τῆς εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας

Κωνσταντίνου Π. Χρήστου

καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς ΑΠΘ

Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι γιὰ πολὺ μεγάλο διάστημα κατὰ τὸ παρελθόν, τὸ Βυζάντιο ἀπετέλεσε, καὶ στὴν πραγματικότητα ἀποτελεῖ μέχρι σήμερα, τόσο γιὰ τὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἱστορικὴ συνείδηση τῶν Εὐρωπαίων, ἕνα κατ’ ἐξοχὴν ἀμφιλεγόμενο κρίκο στὴν ἐξέλιξη ποῦ ὁδήγησε στὴ διαμόρφωση τῆς Εὐρώπης. Αἰτία τῆς ἀντιμετώπισης αὐτῆς ὑπῆρξε τὸ φαινόμενο ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ γενικῶς ὡς ἀντιβυζαντινισμὸς ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἕνα σύνολο ἀπὸψεων, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἡ βυζαντινὴ περίοδος ὑπῆρξε μία ἐποχὴ διαφθορᾶς καὶ παρακμῆς. Τὶς ρίζες αὐτῆς τῆς ἀντίληψης θὰ πρέπει νὰ τὶς ἀναζητήσωμε πίσω στὸ ἱστορικὸ παρελθόν.

Κατὰ τὴν περίοδο τῆς κατάρρευσης τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, τὰ διάφορα βαρβαρικά, κυρίως γερμανικά, φῦλα, ἀνέπτυξαν, γιὰ εὐνοήτους λόγους, ἐχθρότητα πρὸς τοὺς Ρωμαίους, ἀλλὰ καὶ εἰδικῶς πρὸς τοὺς ἀνατολικοὺς Ρωμαίους, τοὺς Βυζαντινούς, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἰσχυρότεροι καὶ πλέον ἐπίφοβοι ἀπὸ τοὺς δυτικούς. Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἐντοπίζεται στὶς ἱστορικὲς πηγὲς ἐχθρότητα τῶν βαρβαρικῶν λαῶν ἔναντι τοῦ Βυζαντίου, παράλληλα μὲ τὸν σεβασμὸ ποὺ ἐξακολουθοῦσε νὰ ὑφίσταται γιὰ τὴν Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Ἐκτὸς αὐτοῦ, οἱ θρησκευτικὲς ἔριδες ποὺ ἀκολούθησαν, πρὶν ἀπὸ τὸ σχίσμα τοῦ 1054, ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτό, συνέβαλαν πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση.

Ἐντούτοις, τὴν ἐποχὴ ποὺ τὸ Βυζάντιο ἐξέπνεε, τὸν 15ο αἰῶνα, οἱ κορυφαῖοι ἐκπρόσωποι τῆς Ἀναγέννησης μιλοῦσαν μὲ σεβασμὸ γι’ αὐτό, ὅπως καὶ γιὰ τοὺς λογίους του, τοὺς ὁποίους οἱ ἴδιοι θεωροῦσαν ὡς δασκάλους τους. Παρομοίως, ὅταν ξεκίνησαν οἱ βυζαντινὲς σπουδὲς στὴν Γερμανία καὶ στὴν Γαλλία (16ος– 17ος αἰ.) δὲν συναντοῦμε ἀρνητικότητα ἀπέναντι στὸ Βυζάντιο. Ἐκείνη τὴν ἐποχή, μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν βασιλέων τῆς Γαλλίας Λουδοβίκου 13ου καὶ Λουδοβίκου 14ου ἀναπτύσσεται ἕνα ἰσχυρὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς βυζαντινολογικὲς σπουδές. Παράγονται τότε διάφορα σημαντικὰ ἔργα βυζαντινoλoγίας, ὅπως τὸ λεξικὸ τοῦ Du Cange κ.ἄ. Μποροῦμε νὰ ποῦμε ἐπίσης ὅτι, κατ’ ἐκείνη τὴν ἐποχή, τμήματα τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορικῆς ἰδεολογίας χρησιμοποιήθηκαν ἀπὸ τοὺς βασιλεῖς τῆς Γαλλίας, προκειμένου αὐτοὶ νὰ προπαγανδίσουν καὶ νὰ νόμιμοποιήσουν τὴ δική τους ἀπόλυτη μοναρχία, ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὁποίας δὲν ἦταν καθόλου αὐτονόητη τότε, ἐφόσον ἀμφισβητοῦνταν ἀπὸ τὴν τάξη τῶν εὐγενῶν. Ἡ περιφρόνηση πρὸς τὸ Βυζάντιο καὶ ἡ ὑποτίμηση τῆς ἱστορίας του εἶναι κυρίως προϊὸν τῶν ἱστορικῶν καὶ τῶν διανουμένων, ὀπαδῶν τοῦ Διαφωτισμοῦ, τοῦ 18ου καὶ τοῦ 19ου αἰ., οἱ ὁποῖοι στράφηκαν ἐναντίον τοῦ Μεσαίωνα γενικῶς, ἀνατολικοῦ καὶ δυτικοῦ, γιὰ λόγους ἰδεολογικούς.

Ὁ Διαφωτισμὸς διαμόρφωσε τὴ δική του ἀντίληψη περὶ τῆς γραμμικῆς ἐξέλιξης τῆς ἱστορίας καὶ περὶ τῆς ἰδέας τῆς προόδου, σύμφωνα μὲ τὶς ὁποῖες τὸ ἱστορικὸ παρελθὸν γενικῶς ὑποτιμᾶται, διότι δὲν παρουσιάζει κάποιο ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ σύγχρονη ἐποχή. Ὄχι μόνο τὸ Βυζάντιο λοιπόν, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἡ ἀρχαιότητα, θεωρήθηκαν ἀπὸ τοὺς διαφωτιστὲς ὡς περίοδοι ἀγριοτήτων, βαρβαρότητος κ.τ.τ. Ἐδῶ θὰ πρέπει βεβαίως νὰ ἀναφέρουμε ἕνα ὄνομα, γνωστὸ σὲ ὅλους, ἐκεῖνο τοῦ Ἐδουὰρδου Γίββωνος. Ὁ Γίββων υἱοθέτησε καὶ ἐξέφρασε αὐθεντικὰ τὴν ἀκραία ἀπόρριψη τῆς βυζαντινῆς περιόδου στὸ ἔργο του, τὸ ὁποῖο χαρακτηριστικὰ ἐπιγράφεται «Ἱστορία τῆς παρακμῆς τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους». Ἀνεξαρτήτως τῶν προθέσεων τοῦ συγγραφέως καὶ ἐπειδὴ τὸ ρωμαϊκὸ παρελθὸν διατηροῦσε ἀκόμη τὴ θετική του εἰκόνα, ὁ μὴ εἰδικὸς ἀναγνώστης θὰ μποροῦσε νὰ καταλήξει στὸ παράλογο συμπέρασμα ὅτι, ἀντὶ τῶν αὐθεντικῶν Ρωμαίων, τὸ θλιβερὸ φορτίο τῆς παρακμῆς ἀνέλαβαν νὰ φέρουν στοὺς ὤμους τους, γιὰ χίλια περίπου χρόνια, οἱ ἀνατολικοὶ Ρωμαῖοι, δηλαδὴ οἱ βυζαντινοὶ Ἕλληνες, ὡσὰν οἱ πρῶτοι νὰ ἀπέφυγαν τὴν περίοδο τῆς κατάπτωσης καὶ νὰ πέρασαν στὸ μουσεῖο τῆς ἱστορίας μὲ ἄφθαρτο τὸ μεγαλεῖο τους. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη, περὶ τῆς βυζαντινῆς ἱστορίας ὡς μιᾶς χιλιόχρονης περιόδου παρακμῆς, ἔχει ἐπίδραση μέχρι σήμερα στὴν κοινὴ γνώμη τῆς Εὐρώπης ἀλλὰ καὶ τῆς Ἑλλάδος, κυρίως βέβαια σὲ συγγράμματα ποὺ δὲν θὰ τὰ θεωρούσαμε αὐστηρῶς ἐπιστημονικά.

Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε, ὁ Διαφωτισμὸς κατεδίκαζε συλλήβδην τὸ μεσαιωνικὸ παρελθὸν τῆς Εὐρώπης. Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 18ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ. ὅμως, οἱ εὐρωπαϊκοὶ λαοί, διαμέσου ἐκείνου τοῦ λογοτεχνικοῦ καὶ φιλοσοφικοῦ ρεύματος ποὺ ὀνομάστηκε Ρομαντισμός, ἡ περίοδος αὐτὴ τῆς εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας ἀποκαταστάθηκε. Κάθε εὐρωπαϊκὸ ἔθνος στράφηκε στὴν ἔρευνα τῆς ἱστορίας του, ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τοὺς μύθους καὶ τὶς παραδόσεις του, γιὰ τὴν Τέχνη του κ.ο.κ. Πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση συνετέλεσε καὶ μία ἄλλη κίνηση, ἐπιστημονικὴ καὶ φιλοσοφική, ὁ ἱστορικισμός, ὁ ὁποῖος ἐμπέδωσε τὴν ἀντίληψη ὅτι κάθε ἱστορικὴ περίοδος ἔχει τὴν δική της αὐτοτελῆ ἀξία. 

Τὸ Βυζάντιο παρέμεινε ὅμως ἐκτὸς τῆς ἀποκατάστασης αὐτῆς, γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι δὲν εἶχε συνήγορο. Δὲν ὑπῆρξε δηλαδὴ ἡ πνευματικὴ καὶ ἐπιστημονικὴ ἐκείνη ἐλίτ, ἡ ὁποία θὰ ἐπεδίωκε αὐτὴ τὴν ἀποκατάσταση, γιὰ λογαριασμὸ τοῦ ἔθνους στὸ ὁποῖο ἀνῆκε. Βεβαίως τὸ ἔθνος αὐτὸ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ ἑλληνικό. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὅμως, οἱ Ἕλληνες λόγιοι παρέμεναν δέσμιοι τοῦ Κλασικισμοῦ καὶ τοῦ Διαφωτισμοῦ. Ἑπομένως, δὲν ἐνδιαφέρονταν νὰ ἀνατρέψουν τὴν ὑποτίμηση τοῦ Βυζαντίου.

Ὅμως, τὰ αἴτια τῆς ἐχθρότητος πρέπει, κατὰ τὴν ἄποψή μας, νὰ ἀναζητηθοῦν καὶ σὲ ἕνα βαθύτερο στοιχεῖο τῆς ἱστορικῆς αὐτοσυνειδησίας τῶν δυτικοευρωπαίων. Λέγεται συνήθως ὅτι οἱ Εὐρωπαῖοι ἔλαβαν τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία, τὶς ἐπιστῆμες καὶ γενικῶς τὸν πολιτισμό, ἀρχικῶς ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους καὶ κατόπιν, κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Μεσαὶωνα, καὶ ἀπὸ τοὺς Ἄραβες. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πολὺ διαφορετική. Ἡ ρωμαϊκὴ ἐπίδραση στὴ Δύση δὲν εἶχε στὴν πραγματικότητα ἀγγίξει τοὺς γηγενεῖς λαούς, Κέλτες, Γερμανοὺς καὶ ἄλλους, στὸ ἐπίπεδό του πνευματικοῦ πόλιτισμοῦ, παρὰ μόνο σὲ πολὺ μικρὸ βαθμό. Ὑπῆρχαν βέβαια κάποια μέλη τῆς ἀριστοκρατίας, στὴν Γαλατία καὶ ἀλλοῦ, ποὺ διάβαζαν τοὺς κλασσικούς, Ἕλληνες καὶ Λατίνους, καὶ συνέγραφαν ἔργα ἔχοντας αὐτοὺς ὡς πρότυπό τους.

Αὐτὲς οἱ ἐνασχολήσεις ὅμως, παρέμειναν περιορισμένες σὲ ἕνα πολὺ μικρὸ τμῆμα τῆς κοινωνίας καὶ κατέπαυσαν, τὸ ἀργότερο λίγες δεκαετίες μετὰ τὴν κατάρρευση τοῦ Δυτικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους. Ὅταν οἱ λαοὶ καὶ οἱ χῶρες τῆς Δύσεως ξεκίνησαν τὴν προσπάθειά τους πρὸς τὴν συγκρότηση πολιτισμοῦ, διαθέτοντας λίγα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ παρελθόντος, τὸ πρότυπό τους σ’ αὐτὴ τὴν πορεία δὲν τὸ παρεῖχε ἡ θολὴ ὁπωσδήποτε ἀνάμνηση τοῦ ρωμαϊκοῦ μεγαλείου καὶ τοῦ ἀρχαὶου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ἀλλὰ ἡ ἁπτὴ πραγματικότητα τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους καὶ τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ. Ἡ Δύση ἀνδρώθηκε ἔχοντας γιὰ πολλοὺς αἰῶνες τὸ Βυζάντιο ὡς καθοδηγητικὴ εἰκόνα, ζῶντας γιὰ ἀρκετὸ διάστημα ὑπὸ τὴν πολιτικὴ του πρωτοκαθεδρία, ἀλλὰ καὶ προστατευομένη ἀπὸ αὐτὸ ἔναντι ἰσχυρῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν, στὴν Μεσόγειο, τὴν Ἐγγὺς Ἀνατολὴ καὶ τὴν νοτιοανατολικὴ Εὐρώπη. Γιατί λοιπὸν ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα, ἀλλὰ καὶ ἡ διανόηση, μετὰ τὸν 18ο αἰ., ἀπώθησε τὸ Βυζάντιο στὸ περιθώριο; 

Κατὰ τὸν 19ο αἰ., στὶς σημαντικότερες εὐρωπαϊκὲς χῶρες, ἡ ἀναδυομένη ἱστορικὴ ἐπιστήμη τέθηκε μπροστὰ σὲ ἕνα θεμελιῶδες ἐρώτημα: ἀπὸ ποιὸν παρέλαβαν τὸν πολιτισμὸ οἱ (δυτικο) εὐρωπαϊκοὶ λαοί; Γιὰ κάποιο διάστημα, τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐρευνῶν στὸν πεδίο τῶν ἀνατολικῶν σπουδῶν ὠθοῦσαν τὰ πράγματα πρὸς τὴν ἀπάντηση ὅτι ὁ πολιτισμὸς ἦλθε στὴν Εὐρώπη ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Μεσοποταμία. Ὅμως, ἡ ἀπάντηση ποὺ τελικῶς δόθηκε, καὶ ἰσχύει μέχρι σήμερα, ἦταν διαφορετική: Οἱ Ἕλληνες καὶ κατόπιν οἱ Ρωμαῖοι δημιούργησαν πρῶτοι πολιτισμὸ ἐπὶ εὐρωπαϊκοῦ ἐδάφους καὶ αὐτοὶ μετέδωσαν τὸν πολιτισμὸ στὴν Δύση. Ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τὸ ἀποτέλεσμα κρίθηκε στὸ πεδίο τῆς ἀρχαίας ἱστορίας. Αὐτὸ ὅμως εἶχε καὶ μία συνέπεια ποὺ ἀφορᾶ στὸ θέμα μας. Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, τὸ Βυζάντιο ἀπωθήθηκε στὸ περιθώριο, διότι ἡ ἱστορικὴ αὐτοσυνειδησία καὶ ὁ ἐθνικὸς ἐγωισμὸς τῶν Εὐρωπαίων δὲν μποροῦσε νὰ ἀποδεχθῆ ὅτι, ὄχι μόνο στὴν ἀρχαιότητα ἀλλὰ καὶ στὴν μεσαιωνικὴ περίοδο ἡ δημιουργία τοῦ πολιτισμοῦ, κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος, δὲν λάμβανε χώρα σὲ κάποιον δυτικοευρωπαϊκὸ πυρῆνα, ἀλλὰ στὴν περιοχὴ τοῦ βυζαντινοῦ ἑλληνισμοῦ. Οἱ Εὐρωπαῖοι δὲν θέλησαν νὰ δεχθοῦν ὅτι γιὰ δεύτερη φορὰ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἱστορίας οἱ πoλιτιστικοί τους πρόγονοι τοποθετοῦνται ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς περιοχῆς τους, ὅπως τὰ καθορίζουν οἱ ἴδιοι. Αὐτός, κατὰ τὴν ἄποψή μας, ὑπῆρξε ὁ κυριότερος λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖον τὸ Βυζάντιο τέθηκε στὸ περιθώριο. Ἡ ἄποψη αὐτὴ μεταφέρθηκε καὶ στὸν ἑλληνικὸ χῶρο, ὅπου ἀπέκτησε, καὶ ἐν μέρει διατηρεῖ ἀκόμη, πολλοὺς καὶ φανατικοὺς ὀπαδούς.

Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἀδικίας αὐτῆς ξεκίνησε, ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ., ἀπὸ ξένους ἱστορικούς, ὅπως ὁ Finlay καὶ ἀπὸ Ἕλληνες, ὅπως ὁ Παπαρηγόπουλος καὶ ὁ Ζαμπέλιος. Τὴν ἴδια ἐποχή, ἱδρύθηκε τὸ Βυζαντινολογικὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μονάχου ἀπὸ τὸν Krumbacher, ὁ ὁποῖος μᾶς ἄφησε καὶ μία σημαντικὴ γιὰ τὴν ἐποχή της καὶ ἀκόμη ἀξιοπρόσεκτη Ἱστορία τῆς βυζαντινῆς λογοτεχνίας. Οἱ εἰδικοὶ βυζαντινολὸγοι ἔχουν ἔκτοτε συνεισφέρει πολλὰ στὴν ἔρευνα τῆς ἱστορίας τοῦ Βυζαντίου, ἀλλὰ καὶ στὴ μερική, τουλάχιστον, ἀποκατάστασή του, ὡς παράγοντος ὁ ὁποῖος συνέβαλε στὴ διαμόρφωση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Μεσαίωνος καί, κατὰ συνέπεια, τῆς νεώτερης εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας. Παρὰ ταῦτα, ὅπως παρατηροῦν Εὐρωπαῖοι στοχαστὲς ποὺ ἐνδιαφέρθηκαν γιὰ τὸ ζήτημα, τὸ βυζαντινὸ παρελθὸν ἀποσιωπᾶται, σὰν νὰ ὑπάρχει κάποια συνωμοσία. Ἡ ἀποσιώπηση αὐτὴ ὀφείλεται καὶ σὲ ἕναν ἄλλο λόγο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἐπιστημολογικός. Ἡ ὀργάνωση τῶν βυζαντινῶν σπουδῶν στὰ εὐρωπαϊκὰ πανεπιστήμια ὁδήγησε στὴν δημιουργία ξεχωριστῶν ἑδρῶν βυζαντινολογίας καὶ ἰνστιτούτων. Αὐτὸ σήμαινε βέβαια ὅτι ἡ βυζαντινολογία ἔμεινε ἐκτὸς τοῦ καθιερωμένου σχήματος, ἀρχαία (ἑλληνικὴ καὶ ρωμαϊκὴ) ἱστορία μεσαιωνικὴ (εὐρωπαϊκὴ) ἱστορία νεώτερη (εὐρωπαϊκὴ) ἱστορία καὶ θεωρήθηκε ὡς μία ἐπιστήμη ὅπως ἡ αἰγυπτιολογία, ἡ ἀσσυριολογία, ἡ ἰρανολογία, ἀργότερα ἡ ἀφρικανολογία κ.ἄ. Δηλαδὴ δὲν ἐντάχθηκε στὸ εὐρύτερο πλέγμα τῆς εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας. Ἑπομένως, ἡ ἔρευνα τῆς βυζαντινῆς περιόδου καλλιεργεῖται ὡς ἕνα ἐξωτικό, ὅπως εὔστοχα χαρακτηρίσθηκε, γνωστικὸ ἀντικείμενο (1).

Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἡ ἐρευνητικὴ κοινὸτητα ὕψωσε ἰσχυροὺς φραγμοὺς ἀπέναντι στὴν προσπάθεια τῶν βυζαντινολόγων νὰ ἐντάξουν τὸ Βυζάντιο στὸ εὐρωπαϊκὸ ἱστορικὸ παρελθόν. Ὁπωσδήποτε ὅμως, βαθμιαία ὑπῆρξε πρόοδος καὶ πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή. Στὸ Ἐγχειρίδιο Εὐρωπαϊκῆς Ἱστορίας (Handbuch der europaischen Geschichte), τοῦ Th. Schieder, τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε στὴν Γερμανία τὶς δεκαετίες τοῦ 1970 καὶ τοῦ 1980, ἡ ἔννοια τῆς Εὐρώπης ἐπεκτείνεται γιὰ νὰ συμπεριλάβει καὶ τὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη, δηλαδὴ τὸν χῶρο τῶν ὀρθοδόξων λαῶν, ποῦ κατὰ τὴν μεσαιωνικὴ περίοδο ἀποτελοῦσε τὸν βυζαντινὸ κόσμο, τὴν βυζαντινὴ κοινοπολιτεία κατὰ τὸν Obolensky (2). Αὐτὸ ὑπῆρξε ὁπωσδήποτε μία πρόοδος στὴ θεώρηση τοῦ Βυζαντίου ὡς εὐρωπαϊκοῦ χώρου. Ἐντούτοις, παρατηρεῖ κανεὶς ὅτι γιὰ τὸ Βυζάντιο ἀφιερώνεται ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς σελίδων.

Ὑπῆρξε βέβαια ἕνα βιβλίο ποὺ ἐκδόθηκε στὴν Βρετανία τὸ 1952 ἀπὸ τὸν Ἄγγλο ἱστορικὸ J. Lindsay, μὲ τίτλο Byzantium into Europe καὶ μὲ τὸν ἐνδιαφέροντα ὑπότιτλο, ὅπως ἀποδίδεται στὰ Ἑλληνικά, «Ἡ ἱστορία τοῦ Βυζαντίου ὡς τῆς πρώτης Εὐρώπης». Ὁ συγγραφέας, ἀσχολούμενος μὲ τὴν παραπάνω προβληματική, θεωρεῖ τὸ Βυζάντιο ὡς τὴν πρώτη Εὐρώπη, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι αὐτὸ προηγήθηκε σὲ πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐξελίξεις ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες διαμόρφωσαν τὸν εὐρωπαϊκὸ πολιτισμὸ τοῦ Μεσαίωνος καὶ τῶν νεωτέρων χρόνων καὶ ὅτι, ὡς ἐκ τούτου, τὰ κράτη τῆς Δύσεως ἀκολούθησαν τὴν ἐξέλιξή του. Τὸ βιβλίο αὐτὸ κρίθηκε ἀπὸ ἐξέχοντα μέλη τῆς ἀκαδημαϊκῆς κοινότητας ὡς δημοσιογραφικό, ἐρασιτεχνικὸ καὶ ἰδεολογικὰ μονομερές (3), μᾶς προσέφερε ὅμως μία θεωρία, ἡ ὁποία βαθμηδὸν μπορεῖ νὰ ἐπαληθευθῆ ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα.

Μετὰ τὸν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνεχίσθηκε ἡ προσπάθεια τῶν βυζαντινολόγων νὰ τεκμηριώσουν διπλωματικὲς ἐπαφές, σχέσεις τοῦ Βυζαντίου μὲ δυνάμεις τῆς Δύσεως, βεβαίως ἐντὸς τοῦ παραδεκτοῦ πλαισίου ὅτι τὸ Βυζάντιο ἦταν ἕνα κράτος σημαντικὸ καθεαυτό, ποὺ κινοῦνταν ὅμως στὸ περιθώριο τῆς εὐρωπαϊκῆς ἱστορίας. Ἐδῶ θὰ πρέπει νὰ σημειώσωμε ὅτι καὶ στὴν ἱστορικὴ μνήμη, τόσο τῶν Ἑλλήνων ὅσο καὶ τῶν Δυτικο Εὐρωπαίων, εἶναι κυρίως οἱ συγκρούσεις τοῦ Βυζαντίου μὲ τοὺς Δυτικοὺς οἱ ὁποῖες τονίζονται. Ἐκτὸς τῶν παραπάνω, ἡ ἅλωση τοῦ 1453 ὁδήγησε ἀπὸ πολιτικῆς πλευρᾶς τὸν χῶρο τοῦ Βυζαντίου στὴν Ἀσία, σημαίνει ἑπομένως γιὰ τοὺς Εὐρωπαίους τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς ἀντιλήψεώς τους ὅτι τὸ Βυζάντιο ἀνήκει ἐκεῖ.

Ἂν ὅμως ξεπεράσει κανεὶς αὐτὲς τὶς συλλογικὲς μνῆμες καὶ μείνει στὰ ἱστορικὰ γεγονότα, ἐντάσσοντάς τα στὰ πλαίσια τῆς κάθε ἐποχῆς καὶ ἐξετάζοντάς τα μὲ τὰ κριτήρια αὐτῆς, ἐὰν δηλαδὴ παύση νὰ θεωρεῖ τὸ Βυζάντιο μόνο ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς σύγκρουσής του μὲ τὴ Δύση καὶ τῆς τελικῆς πτώσης του στοὺς Ὀθωμανούς, τότε καταλήγει σὲ ἐντελῶς διαφορετικὰ συμπεράσματα. Ἄν, ἐπὶ παραδείγματι, ἐξετάσουμε τὰ γεγονότα καὶ τοὺς συσχετισμοὺς τοῦ 6ου ἢ τοῦ 10ου αἰῶνος εἶναι προφανὲς ὅτι θὰ ἑξαγάγουμε τὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ Βυζάντιο ὄχι μόνο ἐντάσσεται στὶς εὐρωπαϊκὲς ἐξελίξεις ἀλλὰ καὶ τὶς καθορίζει σὲ σημαντικὸ βαθμό.

Διαπιστώνει κανεὶς ὅτι τὸ Βυζάντιο, ὡς πολιτιστικὰ ἀνώτερο, ὑπῆρξε κυρίως δότης πολιτιστικῶν στοιχείων, ἐνῷ ὁ συσχετισμὸς ἐξισορροπήθηκε μετὰ τὸν 13ο αἰ. Ἡ ἐπίδραση αὐτὴ ἀσκήθηκε σὲ πολλοὺς τομεῖς καὶ ὁπωσδήποτε στὴν φιλοσοφία καὶ στὶς ἐπιστῆμες. Εἶναι γνωστὸ ὅτι οἱ Δυτικοί, κατὰ τὴν ἀρχὴ τοῦ Μεσαίωνα, λίγο μετὰ τὸ 500, κατεῖχαν ἐλάχιστα συγγράμματα τοῦ Πλάτωνα (ἐξ ὁλοκλήρου μόνο τὸν Τίμαιο) καὶ τὴν Εἰσαγωγὴ (στὴν λογική) του Πορφυρίου. Στὴ συνέχεια ὁ ἐμπλουτισμὸς τοῦ γνωστικοῦ ἐξοπλισμοῦ τῶν Δυτικῶν πραγματοποιήθηκε μέσῳ συγγραμμάτων τὰ ὁποῖα ἔφθασαν σ΄ αὐτοὺς ἀπὸ διαφόρους δρόμους, προέρχονταν ὅμως στὸ σύνολό τους ἀπὸ τὸν βυζαντινὸ κόσμο. Ἔτσι, ἀπὸ τὸν 11ο αἰ., ἐμφανίζονται μεταφράσεις ἔργων ἀρχαίων φιλοσόφων, τὰ ὁποῖα εἶχαν διασωθῆ στὶς βιβλιοθῆκες τοῦ Βυζαντίου καὶ τὰ ὁποῖα κινοῦν πλέον τὸ ἐνδιαφέρον τῶν δυτικῶν λογίων. Ἡ μεταφραστικὴ προσπάθεια θὰ συνεχισθῆ κατὰ τοὺς ἑπόμενους αἰῶνες. Θὰ πρέπη νὰ σημειωθῆ ὅτι ἀκόμη καὶ τὰ κείμενα ποῦ ἔφθασαν στὴ Δύση μέσῳ τῶν Ἀράβων, εἶχαν παραληφθῆ ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς τῆς Συρίας, τῆς Παλαιστίνης καὶ τῆς Αἰγύπτου, οἱ ὁποῖοι συνέχισαν κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς ἀραβικῆς κυριαρχίας νὰ μιλοῦν καὶ νὰ γράφουν Ἑλληνικά, ὅπως παραδείγματος χάριν ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι σημαντικοὶ ἐκκλησιαστικοὶ συγγραφεῖς.

Ὁ Ἰωάννης ἀποτελεῖ ἐπίσης παράδειγμα τῆς ἐπίδρασης ποὺ ἄσκησαν οἱ Βυζαντινοὶ στὴ Δύση στὸν θεολογικὸ τομέα, ὅπως καὶ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, τὰ συγγράμματα τοῦ ὁποίου ἔφθασαν ἐκεῖ στὶς ἀρχὲς τοῦ 9ου αἰ., διὰ μέσου βυζαντινῆς διπλωματικῆς ἀποστολῆς καὶ περιεβλήθησαν ἀμέσως μὲ μεγάλο κῦρος. Ἔγιναν δύο προσπάθειες νὰ μεταφραστοῦν, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ δεύτερη, ἐκείνη τοῦ Scotus Eriugena, θεωρήθηκε ἐπιτυχής. Ἡ σκέψη τοῦ Διονυσίου κυριάρχησε στὴ δυτικὴ θεολογία καὶ φιλοσοφία γιὰ τρεῖς περίπου αἰῶνες. Διὰ μέσου τῶν ἀρεοπαγιτικῶν συγγραμμάτων εἰσῆλθαν στὴ Δύση ὁ πλατωνισμὸς καὶ ὁ νεοπλατωνισμός. Ἀργότερα, κατὰ τὴν ἀκμὴ τοῦ δυτικοῦ σχολαστικισμοῦ, τὸ κυριώτερο σύγγραμμα τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη, ἡ περίφημη Summa theologica, ἡ συστηματικὴ ἔκθεση τῆς δογματικῆς τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας, στηρὶχθηκε ἐν πολλοῖς στὴν διάταξη τοῦ ὑλικοῦ του ἀντιστοίχου ἔργου τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, «Ἔκθεσις ἀκριβής της ὀρθοδόξου πίστεως».

Γενικότερα, στὸν τομέα τῆς μόρφωσης μποροῦμε νὰ παρατηρήσουμε ὅτι τὸ Βυζάντιο ὄχι ἁπλῶς προηγήθηκε, ἀλλὰ ἀπετέλεσε τὸ πρότυπο, μέσα ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀναπτύχθηκαν ἐκπαιδευτικὲς δομὲς στὴ δυτικὴ Εὐρώπη. Στὴν Κωνσταντινούπολη ὀργανώθηκε ἀπὸ τὸν 5ο αἰ., ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο Β΄ τὸ Πανδιδακτήριο (425). Τὸ Πανδιδακτήριο θὰ συνεχίση τὴν πορεία του, ὑπὸ διάφορες μορφὲς καὶ μὲ κάποιες διακοπὲς καὶ ἐπανιδρύσεις, καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς ὑπάρξεως τοῦ Βυζαντίου. Δὲν εἴμαστε βέβαια σὲ θέση νὰ παρακολουθήσουμε τὴν ἐξέλιξή του στὶς λεπτομέρειές της, γνωρίζομε ὅμως τὶς συστηματικὲς προσπάθειες ἀναδιοργάνωσής του, τὸν 9ο καὶ τὸν 11ο αἰ. Χωρὶς ἀμφιβολία ὑπῆρξε ἕνα ἵδρυμα τὸ ὁποῖο ἐπηρέασε τὰ πράγματα εὐρύτερα. Ἔχομε ἄλλωστε πληροφορίες ὅτι σ’ αὐτὸ σπούδαζαν ὄχι μόνο βυζαντινοὶ ἀλλὰ καὶ ἀλλοδαποί, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ δυτικοευρωπαῖοι. Τὸ Βυζάντιο ὑπῆρξε γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα ἡ μοναδικὴ εὐρωπαϊκὴ χώρα ὅπου ὑπῆρχαν κρατικὲς βιβλιοθῆκες καὶ ὄχι μόνο στὴν Κωνσταντινούπολη ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες μεγάλες καὶ μεσαῖες πόλεις. Στὸν τομέα τοῦ δικαίου, τὸ Βυζάντιο παρέλαβε ἀπὸ τὴν Ρώμη τὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο, τὸ ὁποῖο ἐκχριστιάνισε καὶ ἐμπλούτισε, ἔργο τὸ ὁποῖο παρουσιάζεται στὸ ἰουστινιάνειο δίκαιο. Θὰ πρέπη νὰ ἀναφέρουμε ὅτι, ὅταν οἱ βαρβαρικοὶ λαοὶ κατέκτησαν τὴ Δύση, ἡ κατάρρευση τῶν ρωμαϊκῶν δομῶν διοίκησης συμπαρέσυρε ἐν μέρει καὶ τὸ δίκαιο. Τὸ ρωμαϊκὸ δίκαιο στὴ μορφὴ τοῦ ἰουστινιάνειου ρωμαϊκοῦ δικαίου ἐπανεισήχθηκε στὴν Δύση ἀπὸ τὸ Βυζάντιο καὶ ἐπιβλήθηκε ἀπὸ τὸν 13ο αἰ. καὶ ἑξῆς. Στὴν ἐξέλιξη αὐτὴ ἔπαιξε κεντρικὸ ρόλο ἡ νομικὴ σχολὴ τῆς Μπολώνια, ἡ ὁποία, ὅπως ἀπέδειξε ὁ Γερμανὸς ἱστορικός του δικαίου Zacharia von Lingenthal, ἱδρύθηκε κατὰ τὰ πρότυπά της νομικῆς σχολῆς τοῦ παενεπιστημίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Μὲ τὴν ἴδια μέθοδο, ἐρευνόνταν ἐκεῖ τὰ νομικὰ κείμενα. Ἄλλο πεδίο βυζαντινῆς ἐπίδρασης ὑπῆρξε ἡ Τέχνη. Πέραν τῆς ὀρθόδοξης ἀνατολικῆς Εὐρώπης, ἕνα πολὺ μεγάλο τμῆμα τῆς Ἰταλίας ἔχει χαρακτηρισθῆ ἀπὸ τοὺς ἱστορικούς της Τέχνης ὡς πολιτιστικὴ ἐπαρχία τοῦ Βυζαντίου. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὶς περιοχὲς αὐτὲς δὲν κτίζονται ναοὶ γοτθικοῦ ρυθμοῦ, ἀλλὰ ἀκολουθοῦνται οἱ βυζαντινοὶ ρυθμοί, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρκου τῆς Βενετίας, ὁ ὁποῖος ἀποτέλεσε ἀπομίμηση τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων τῆς Κωνσταντινούπολης, ὅπου θάβονταν οἱ βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες, καὶ ὁ ὁποῖος καταστράφηκε ἀπὸ τὸν Μωάμεθ τὸν Πορθητή. Ἀλλὰ θὰ πρέπη νὰ σημειώσωμε ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ γοτθικὸς ρυθμός, ὁ τυπικὸς ἀρχιτεκτονικὸς ρυθμὸς τοῦ δυτικοῦ μεσαίωνα, μὲ τὰ ὀξυκόρυφα τόξα καὶ τὰ πανύψηλα καμπαναριά, ἀποτελεῖ, ὅσο καὶ ἂν μᾶς φαίνεται περίεργο, ἔμμεσο ἀποτέλεσμα τῆς βυζαντινῆς ἐπίδρασης. Ἔχει διαπιστωθῆ ἀπὸ τὴν μεσαιωνολογικὴ ἔρευνα ὅτι μέσα ἀπὸ τὴν μελέτη τῶν συγγραμμάτων τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου κατέληξαν οἱ ἐμπνευστὲς τοῦ ρυθμοῦ αὐτοῦ μοναχοί, τὸν 11ο αἰ., στὴν ἀναγκαιότητα τῆς δημιουργίας ἑνὸς ναοῦ, ὁ ὁποῖος νὰ ἀποτελῆ ἀπομίμηση τοῦ σύμπαντος, ἔτσι ὅπως αὐτὸ περιγραφόταν, μὲ νεοπλατωνίζοντα τρόπο, ἀπὸ τὸν Ἀρεοπαγίτη. Αὐτὸ ἀποτελεῖ ἴσως ἕνα ἱστορικὸ παράδοξο, δείχνει ὅμως τὴ δυναμικότητα τῆς βυζαντινῆς ἐπίδρασης καὶ τοὺς ποικίλους διαύλους διαμέσου τῶν ὁποίων αὐτὴ ἐξασκοῦνταν στὴ Δύση. Πολὺ περισσότερο γνωστὴ καὶ παραδεδεγμένη εἶναι ἡ συνεισφορὰ τῶν Βυζαντινῶν στὴν Ἀναγέννηση. Ἀποτελεῖ θέμα πρὸς συζήτηση τὸ ποὺ ἀπαντᾶται ἀρχικῶς τὸ φαινόμενο αὐτό, ἰδίως σὲ ὅτι ἀφορᾶ στὸν τομέα τῆς Τέχνης.

Βέβαια, ἡ προφανὴς ἀπάντηση εἶναι ὅτι αὐτὸ συνέβη στὴν Ἰταλία, ἐντούτοις δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι συγχρόνως μὲ τὴν ἰταλικὴ ἀναγεννησιακὴ ζωγραφικὴ ἢ ἴσως καὶ λίγο πρὶν ἀπ’ αὐτήν, ἐμφανίζεται στὸ Βυζάντιο ἡ λεγόμενη Μακεδονικὴ Σχολή, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἀναγεννησιακὴ τεχνοτροπία. Παράδειγμα τῆς σχολῆς αὐτῆς ἀντικρίζει ὁ ἐπισκέπτης στὴν Μονὴ τῆς Χώρας, στὴν Κωνσταντινούπολη. Τὰ γενικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας εἶναι ὅμως ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα κατὰ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων ἄσκησαν τὴν ἐπιρροὴ μὲ τὴν μεγαλύτερη σημασία. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀποκομίζει κανεὶς ἀπὸ τὴν μελέτη τῆς ἱστορίας της εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ ἑνιαίου συγκεντρωτικοῦ κράτους. Ὁ συγκεντρωτισμὸς χαρακτηρίζει τὴν νεώτερη εὐρωπαϊκὴ ἱστορία, ἐνῷ ἡ ἐπιδίωξη τῆς δημιουργίας συγκεντρωτικῶν δομῶν διοίκησης ἀπετέλεσε μόνιμη πολιτικὴ τῶν εὐρωπαϊκῶν αὐλῶν ἤδη ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα, περίοδο κατὰ τὴν ὁποία κυριαρχεῖ στὴν Εὐρώπη ἡ Φεουδαρχία, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν πολυδιάσπαση τῆς ἐξουσίας καὶ τὸν ἀποκεντρωτισμό. Ἡ φάση αὐτὴ ξεπεράστηκε ἀπὸ μία ἀργὴ ἐξέλιξη ποὺ διήρκεσε αἰῶνες. Τὸ Βυζάντιο βρισκόταν σὲ ἕνα πολὺ περισσότερο προηγμένο ἐπίπεδο ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτή.

Γιὰ πολλοὺς αἰῶνες ὑπῆρξε ἡ μοναδικὴ χριστιανικὴ δύναμη, ἡ ὁποία μποροῦσε νὰ ἀντιταχθεῖ στὶς προβαλλόμενες κατὰ τῆς Εὐρώπης ἀπειλὲς καὶ κυρίως στὴν ἀπειλὴ τοῦ ἀραβικοῦ χαλιφάτου. Ἡ διοικητικὴ καὶ στρατιωτική του ὀργάνωση βρισκὸταν σὲ ἕνα ἐπίπεδο ἀπλησίαστο γιὰ τὶς εὐρωπαϊκὲς χῶρες γιὰ πολλοὺς αἰῶνες καὶ ἀποτελοῦσε ὁπωσδήποτε ἕνα πρότυπο γιὰ τοὺς βασιλεῖς τῆς Εὐρώπης κατὰ τὴν ἐπιδίωξή τους νὰ ἐνισχύσουν τὴν κυριαρχία τους καὶ τελικῶς τὰ κράτη τους. Σύμφωνα μὲ κάποιους ἱστορικούς, ἡ βυζαντινὴ διοίκηση ὑπῆρξε, ὡς ἐκ τῆς χρονικῆς της διάρκειας, τῆς συνέχειάς της, τῆς ἰσχύος της, τῆς ἔκτασης στὴν ὁποία ἄσκησε τὴν ἐξουσία της, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀκτινοβολίας της πρὸς τὸ ἐξωτερικό, τὸ ἰσχυρότερο πρότυπο διοίκησης δυτικῶς τῆς Κινεζικῆς Αὐτοκρατορίας. Τὸ Βυζάντιο συγκέντρωνε φόρους μὲ ἑνιαῖο σύστημα ἀπὸ ὅλη τὴν ἐπικράτεια καὶ ἐξάπλωνε ἕνα δίκτυο ὑπηρεσιῶν σὲ ὅλες τὶς ἐπαρχίες. Ἂν καὶ αὐτὲς δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὶς σημερινές, ἀφοροῦσαν ἐντούτοις σὲ ἕνα ποικίλλο πλέγμα δραστηριοτήτων, μεταξὺ ἄλλων στὴν συντήρηση νοσοκομείων, εἴτε μὲ ἄμεσο τρόπο εἴτε μὲ ἔμμεσο, μέσω τῶν μονῶν. Τὸ Βυζάντιο ὑπῆρξε τὸ πρῶτο εὐρωπαϊκὸ κράτος, τὸ ὁποῖο ἔθεσε ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς στόχους του τὴν περίθαλψη τῶν ἀναξιοπαθούντων, ἀπόρων, ἀσθενῶν κ.τ.τ. Συντηροῦσε ὀρφανοτροφεῖα, τὰ ὁποῖα ἐπιβλέπονταν ἀπὸ ἀξιωματοῦχο, ὁ ὁποῖος ἔφερε τὸν τίτλο τοῦ μεγάλου ὀρφανοτρόφου. Εἶχε ὀργανωμένη ὑπηρεσία ἀγορανομίας, ἡ ὁποία ἤλεγχε τὰ περιθώρια κέρδους τῶν ἐμπόρων καὶ τῶν βιοτεχνῶν, προκειμένου αὐτὰ νὰ μὴν ὑπερβαίνουν κάποια καθωρισμένα ὅρια. Διατηροῦσε ἐπίσης ὑγειονομικὴ ὑπηρεσία, ἡ ὁποία διευθύνονταν ἀπὸ γιατρούς. Ἀπὸ τὴν πρώιμη βυζαντινὴ περίοδο ἐμφανίζονται στὴν νομοθεσία, σὲ συνέχεια τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ δικαίου, πολεοδομικὲς διατάξεις.

Ὅλα τὰ παραπάνω προϋπέθεταν μία ἐκτεταμένη καὶ ἀποτελεσματικὴ κρατικὴ ὀργάνωση καὶ ἕνα ὁμοιόμορφο δίκαιο, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πληθώρα τῶν δικαίων καὶ τῶν διατάξεων, ἐθνικῶν, τοπικῶν κ. ἄ. ποὺ ὑπῆρχε στὴ Δύση, ὅπου ἄλλοι νόμοι καθώριζαν τὶς νομικὲς ὑποχρεώσεις τῶν εὐγενῶν, ἄλλες τῶν κληρικῶν κ.ο.κ. Θὰ πρέπει νὰ τονίσουμε ἐδῶ τὴν σημασία τῆς ὕπαρξης τῆς Κωνσταντινούπολης, ἡ ὁποία ἦταν ἡ μεγαλύτερη πόλη τῆς Εὐρώπης, μὲ μεγάλη διαφορὰ ἀπὸ τὶς ἑπόμενες, ἐφόσον, σύμφωνα μὲ μέτριους ὑπολογισμούς, εἶχε περὶ τὶς ἑξακόσιες χιλιάδες, κατ’ ἄλλους ἴσως καὶ ἕνα ἑκατομμύριο κατοίκους, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ μεγαλύτερες πόλεις τῆς Εὐρώπης, τὸ Παρίσι καὶ ἡ Βενετία δὲν ξεπέρασαν τὶς ἑκατὸ χιλιάδες κατοίκους κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Μεσαίωνα. Ἐπρόκειτο γιὰ μία μεγαλούπολη ἡ ὁποία ἐξέπληττε τὸν ἐπισκέπτη ὄχι μόνο μὲ τὸν πλοῦτο της ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν τάξη ποῦ ἐπικρατοῦσε σ΄ αὐτήν. Ὅλα ἐκεῖ ἐπεδίωκαν νὰ μεταδίδουν τὴν αἴσθηση τῆς εὐταξίας καὶ τῆς ἁρμονίας. Ἡ Κωνσταντινούπολη ἐξὲφραζε τὶς ἀντιλήψεις τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ καὶ τοῦ κράτους γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς κοινωνίας καὶ ἀποτελοῦσε τὸ πρότυπο τῆς πόλης ἐκείνης τῆς ἐποχῆς γιὰ ὁλόκληρη τὴν Εὐρώπη.

Ἔχουν διασωθῆ διηγήσεις περιηγητῶν, Δυτικῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκφράζουν τὸν θαυμασμό τους, Ρώσων, οἱ ὁποῖοι συγκρίνουν τὴν Κωνσταντινούπολη μὲ τὴν Βαγδάτη καὶ καταλήγουν ὑπὲρ τῆς πρώτης ἀλλὰ καὶ Ἀράβων. Συμπερασματικά, καταλήγομε ὅτι τὸ Βυζάντιο ὑπῆρξε γιὰ ἐννέα περίπου αἰῶνες ἡ ἰσχυρότερη ἢ μία ἀπὸ τὶς ἰσχυρότερες δυνάμεις τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Κατόρθωσε νὰ ἀνασχέσει ἀπειλὲς ποὺ πραγματικὰ ἢ δυνητικὰ ἔθεταν σὲ κίνδυνο τὴν ἐξέλιξη τῆς Εὐρώπης (Περσία καὶ κυρίως Ἰσλὰμ) καὶ νὰ καταπολεμήσει ἄλλες ποὺ συνιστοῦσαν σοβαρὴ ἐνόχληση (Οὗννοι, Ἄβαροι). Ἐκχριστιάνισε καὶ εἰσήγαγε στὸν πολιτισμὸ σημαντικὸ τμῆμα τῆς εὐρωπαϊκῆς ἠπείρου (Σλάβοι τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Χερσονήσου τοῦ Αἵμου, Ρωσία). Μετέδωσε στοὺς λαοὺς τῆς Δύσης τὴν ἀρχαιοελληνικὴ κληρονομία, κυρίως ὡς πρὸς τὰ κείμενα. Ἀκτινοβόλησε μὲ τὴ θεολογικὴ γραμματεία καὶ τὴν Τέχνη του, μὲ τὴ δεύτερη ἰδίως στὴ χώρα ἐκείνη ποὺ ὑπῆρξε τὸ λίκνο τῆς Ἀναγέννησης, τὴν Ἰταλία. Τέλος, ἐξαιρετικὰ σημαντικὴ ὑπῆρξε ἡ ἐπιρροὴ ποὺ ἄσκησε τὸ Βυζάντιο ὡς πρότυπο κοινωνικῆς καὶ κρατικῆς ὀργάνωσης στὶς χῶρες τῆς Εὐρώπης. Αὐτὲς εἶχαν βέβαια ὡς ἀφετηρία τὶς δικές τους ἰδιαίτερες προϋποθέσεις, ἀποτελῶντας τὴν ὁδηγὸ παράσταση πρὸς τὴν ὁποία, ἀργὰ ἀλλὰ σταθερά, προσανατολίσθηκαν οἱ γενικότερες εὐρωπαϊκὲς ἐξελίξεις.

1. Εὐ. Χρυσός, «Τὸ Βυζάντιο καὶ ἡ διαμόρφωση τῆς Μεσαιωνικῆς Εὐρώπης. Ἕνα ἐρευνητικὸ πρόγραμμα», ἐν: Βυζάντιο καὶ Εὐρώπη. Α΄ Διεθνής Βυζαντινολογική Συνάντηση, (Δελφοί, Ἰούλιος 1985), Ἀθῆνα 1987, 75-84. Ζάκ Λέ Γκόφ, «Ἡ Δύση μπροστὰ στὸ Βυζάντιο, ἕλλειψη κατανόησης καὶ παρεξηγήσεις», ἐν: Βυζάντιο καὶ Εὐρώπη. Συμπόσιο, (Παρίσι, Maison De l’ Europe, Ἀπρίλιος 1994), 93-105, Ἀθῆνα 1996, 93.

2. Χρυσός, ὅπ. π., 75.

3. Ὅπ. π., 76.