Η συμβολή των γηγενών Μακεδόνων στους εθνικούς αγώνες

Παπαλαζάρου Ιωάννη

Εκπαιδευτικού

Όταν αναφερόμαστε στην εθνική ταυτότητα ενός τόπου δεν είναι επιτρεπτό να αγνοήσουμε ή να παραβλέψουμε, ότι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που τη διαμορφώνουν και την καθιερώνουν είναι η συμπεριφορά των κατοίκων του.

Έτσι  όταν ομιλούμε για  την  ελληνικότητα της  Μακεδονίας, το πρώτο κριτήριο που θα πρέπει να λάβουμε υπ’  όψιν μας είναι η συμπεριφορά των Μακεδόνων, από την εγκατάστασή  τους στον ελλαδικό χώρο μέχρι σήμερα, η θέση και η στάση τους απέναντι στην πορεία του Ελληνικού Έθνους, η συμμετοχή και η προσφορά τους στους κοινούς αγώνες και στις κοινές εθνικές επιδιώξεις των Ελλήνων.

Από τα αρχαιότατα χρόνια οι Μακεδόνες ένιωθαν ομόγλωσσοι και ομόθρησκοι των Ελλήνων. Στάθηκαν πρόμαχοι του Ελληνισμού όσες φορές χρειάστηκε, θεωρώντας κοινή την τύχη και τα πεπρωμένα τους με αυτά των λοιπών Ελλήνων. Στα χρόνια των μεγάλων βασιλέων Φιλίππου και Αλεξάνδρου έκαναν πράξη την πανελλήνια ιδέα, το ομόθυμον και ομότροπον απέναντι του προαιώνιου κοινού κινδύνου  και δίκαια χαρακτηρίζονται προασπιστές και αμύντορες της ελευθερίας των Ελλήνων και του ελληνικού πολιτισμού.

Στην επανάσταση του Γένους για την απελευθέρωση από την οθωμανική δουλεία δεν έμειναν αμέτοχοι οι Μακεδόνες. Μεταξύ των 7 παλικαριών που συνόδευαν τον Πρωτομάρτυρα της λευτεριάς Ρήγα Φεραίο και θανατώθηκαν μαζί του με τον αγριότερο τρόπο στα υπόγεια του Πύργου Νεμπόϊτσα του Βελιγραδίου, ήταν και τρεις νεαροί Μακεδόνες: ο Θεοχάρης Τουρούντζιας από τη Σιάτιστα και τα αδέλφια Γιάννης και Παναγιώτης Εμμανουήλ από την Καστοριά. Παραδόθηκαν από την αυτοκρατορική αστυνομία της Αυστρίας στις τουρκικές αρχές με αντάλλαγμα την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στο Δούναβη…! Με τέτοιες επονείδιστες συναλλαγές αντιμετώπιζαν κάποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις τη λαχτάρα των υπόδουλων Ελλήνων για λευτεριά…

Και κάτι που είναι ελάχιστα γνωστό: Στο ολοκαύτωμα των Ψαρών, συμμετείχαν  και 1.027 Μακεδόνες εθελοντές πολεμιστές, που έπεσαν στην ολόμαυρη ράχη του νησιού μέχρι και τον τελευταίο.

Από τους πρώτους που μυήθηκαν στη  Φιλική Εταιρεία ήταν ανώτεροι κληρικοί της Μακεδονίας, όπως οι επίσκοποι  Χρύσανθος Σερρών, που καταγόταν από το Γραμματικό της Έδεσσας, Βενιαμίν Κοζάνης και Αρδαμερίου Ιγνάτιος.  Ακολούθησαν διακεκριμένοι Μακεδόνες πρόκριτοι, λόγιοι και οπλαρχηγοί, όπως ο Γ. Λασάνης, ο Ν.Κασομούλης, ο Εμ. Παππάς, ο Γ. Ολύμπιος, ο Γ. Φαρμάκης, ο Καρατάσος, ο Ζαφειράκης και ο συντοπίτης μας πολέμαρχος του 1821 Αγγελής Γάτσος από τους Σαρακηνούς.

Οι  περισσότεροι απ’αυτούς, αφού αγωνίστηκαν στις εξεγέρσεις της Νάουσας, της Χαλκιδικής και του Ολύμπου, μετά από την αποτυχία των κινημάτων αυτών, κατέφυγαν με τους άνδρες τους στη Νότια Ελλάδα όπου συνέχισαν να αγωνίζονται στο πλευρό των υπόλοιπων Ελλήνων, με τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη και τον Υψηλάντη.  Κανείς δεν τους το ζήτησε, κανείς δεν τους το επέβαλε.  Το ένιωσαν ως καθήκον και ως υποχρέωση προς τους λοιπούς Έλληνες αδελφούς.

Ο Αγγελής Γάτσος έχασε στο ολοκαύτωμα της Νάουσας τη γυναίκα του και 4 κόρες του που πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, το μικρό γιο του στις φυλακές των Σερβίων τον αδελφό του Πέτρο στη μάχη της Πλάκας και ο ίδιος, αφού έλαβε μέρος σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις της Στερεάς και της Πελοποννήσου, πέθανε αγνοημένος και παραμελημένος το 1839 στην Αταλάντη, όπου είχαν εγκατασταθεί και άλλοι Μακεδόνες στη συνοικία που μέχρι σήμερα λέγεται Νέα Πέλλα. Ο Γάτσος και οι 300 περίπου άντρες του σώματός του, από Σαρακηνούς, Όρμα, Κορυφή, Καρυδιά κ.α. δε γνώριζαν λέξη ελληνικά, μιλούσαν μόνο το ντόπιο γλωσσικό ιδίωμα και όμως πολέμησαν στη Νότια Ελλάδα με τέτοιο πάθος και αυταπάρνηση που λίγοι νότιοι Έλληνες διέθεταν.

Το  ιδίωμα αυτό που σήμερα ομιλείται μόνο από ηλικιωμένους πλέον και ελάχιστα από νεότερους, σε χωριά κυρίως της Κ. και Δ. Μακεδονίας, αποτέλεσε αντικείμενο εκμετάλλευσης, παρερμηνειών και διωγμών από τα μέσα του 19ου μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα περίπου.

Κατά καιρούς το κατηγόρησαν και το εμφάνισαν με ποικιλώνυμους επιθετικούς προσδιορισμούς, που του αποδόθηκαν κάτω από διάφορα προσχήματα, σκοπιμότητες και σημαίες ευκαιρίας. Το χαρακτήρισαν ως ιδίωμα σλαβομακεδονικό, βουλγαρικό, μακεδονικό, σλαβόφωνο, σλαβοφανές, σλαβογενές, σλαβόηχο, σλαβωνικό, μιξόγλωσσο και άλλα τέτοια περισπούδαστα περιτυλίγματα, όπου περιτύλιγαν κι αυτούς που το μιλούσαν και τους χαρακτήριζαν, κατά το δοκούν, ή κατά περίσταση, ως Σλαβομακεδόνες, ως Σλαβόφωνους, ως Βουλγαρόφωνους, ως Νεζνάμηδες ή πιο συχνά ως Βουλγάρους.

Για τους γηγενείς Μακεδόνες, τους εντόπιους, όλα αυτά αποτελούσαν ανοησίες και κατασκευάσματα εκ του πονηρού.  Για μας, η γλώσσα που μιλούσαμε, ήταν μόνο τα «ντόπια» ή τα «ντόπικα» ή «τα δικά μας».  Ελάχιστα μας επηρέαζαν η οποιαδήποτε ηχητική ομοιότης, γλωσσική συγγένεια ή εθνοτικοί συσχετισμοί με γειτονικούς λαούς. Ήταν λίγα και δυσδιάκριτα τα κοινά στοιχεία της ντοπιολαλιάς μας με τις αντίστοιχες των βαλκανικών χωρών. Το διαπιστώναμε αν τύχαινε να μιλήσουμε με πραγματικούς Βουλγάρους ή Σέρβους, όπου η συνεννόηση, ειδικά με τους δεύτερους, ήταν σχεδόν αδύνατη. Με τους Μπιτολιάνους  τα πράγματα ήταν πιο εύκολα. Η γειτνίαση, η συχνή αλληλοεπικοινωνία από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, η ελληνική παιδεία που υπήρχε εκεί παλιότερα, οι σχέσεις αμοιβαιότητας, εμπορίου και κουλτούρας, δημιούργησαν και τη σχετική γλωσσική ομοιότητα και συγγένεια.

Βίαια προσπάθησαν να εκριζώσουν το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα κάποιοι ανεγκέφαλοι παράγοντες του Κράτους των Αθηνών κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά ή ακόμα και κατά τη δεκαετία του ’50, όταν το αναθεμάτισαν ως προπατορικό αμάρτημα, το αφόρισαν ως μίασμα και το έθεσαν υπό απηνή διωγμόν με μεθόδους ανεπίτρεπτες.

Ο Σαράντος Καργάκος, συγγραφέας και βέρος Νοτιοελλαδίτης Λάκωνας ο ίδιος, χαρακτηρίζοντας τη στάση του ελληνικού κράτους προς τους αλλόγλωσσους  γηγενείς Μακεδόνες, ειδικά κατά τη γερμανο-βουλγαρική κατοχή, γράφει σχετικά: «Η συμπεριφορά των ελληνικών αρχών έναντι του ντόπιου πληθυσμού υπήρξε αυταρχική, μειωτική, ληστρική».

Και δεν ήταν το μόνο ατόπημα της Ελληνικής Πολιτείας απέναντι σε πληθυσμικές ομάδες της Μακεδονίας. Είναι γνωστό ότι οι Βλαχομογλενίτες της Καρατζόβας και οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας, που υπέστησαν βίαιο και υποχρεωτικό εξισλαμισμό, στα μέσα του 18ου αιώνα, ενώ δεν ήταν τουρκογενείς πληθυσμοί, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, να ανταλλαγούν και να χαθούν στα βάθη της Μ. Ασίας ως κρυπτοχριστιανοί.

Για την επικράτηση και διάδοση του  ιδιώματος, ο Ν. Ανδριώτης, καθηγητής  γλωσσολογίας, ισχυρίζεται τα εξής: «…Άρχισε να διαδίδεται σιγά σιγά και στη βόρεια Μακεδονία: 1) από Σλάβους δούλους και αγρότες, που οι Βυζαντινοί γαιοκτήμονες εγκαθιστούσαν για να καλλιεργούν τα κτήματά τους. 2) Από Έλληνες αιχμαλώτους των Βουλγάρων, που ύστερα από πολύχρονη αιχμαλωσία εξαγοράζονταν και γύριζαν στην πατρίδα τους, αφού είχαν πια μάθει στον τόπο αιχμαλωσίας τα σλαβικά. 3) Από το γεγονός ότι και οι Έλληνες της Μακεδονίας που συναλλάσσονταν με σλαβόφωνους μάθαιναν σλαβικά, που είναι γλώσσα ευκολομάθητη, ενώ οι Σλάβοι δεν μάθαιναν ελληνικά, γιατί είναι γλώσσα δύσκολη».

Τα Βαλκάνια, ως γνωστόν, από  τα χρόνια του Βυζαντίου  και  στη  διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χαρακτηρίζονται ως σταυροδρόμι λαών, γλωσσών, θρησκειών και πολιτισμών. Δεν υπάρχει προηγούμενο στην Ευρώπη ενός τόσο μικρού τόπου με τόσο μεγάλη πολιτιστική διαστρωμάτωση, με τέτοια ποικιλία κουλτούρας και γλωσσικού μωσαϊκού. Τα ελληνικά, τα σλάβικα, τα βουλγάρικα, τα βλάχικα, τα τούρκικα, τα αρβανίτικα και τα εβραίικα, συνυπήρχαν και συμβίωναν ασφυκτικά και αλληλοεπηρεάζονταν με πολύ φυσικό τρόπο. Η διακίνηση, η ανταλλαγή και η πρόσμιξη όλων αυτών των γλωσσικών στοιχείων ήταν ελεύθερη, αβίαστη και αέναη. Γι’ αυτό και στο ντόπιο ιδίωμα συναντάμε πολύ συχνά αυτό το γλωσσικό σφιχταγκάλιασμα, με παράδοξους συμφυρμούς και  απίστευτους συνδυασμούς  ελληνικών, τουρκικών, σλαβικών και λατινικών λέξεων.

Σχετικά με την  πολιτογράφηση  του  γλωσσικού  ιδιώματος  των γηγενών Μακεδόνων, αν δηλαδή είναι περισσότερο βουλγαρικό, σλαβικό, σερβικό, ελληνικό ή κάτι ανάμικτο, θα δώσουμε το λόγο και πάλι σε έγκυρους γλωσσολόγους και ιστορικούς, που έχουν μελετήσει το φαινόμενο σε βάθος και η γνώμη τους έχει ιδιαίτερη σημασία:

Α) Ο Κων/νος Τσιούλκας, Γυμνασιάρχης στο Μοναστήρι (Bitola) στις αρχές του 20ου αιώνα, πιστεύει ακράδαντα ότι: «Η σλαβοφανής μακεδονική είναι η παλαιά μακεδονική γλώσσα. Φέρει στίγματα ολίγιστα βαρβαρικών επιδρομών, αλλά δεν φέρει φιλολογικά προϊόντα, αληθές όμως ότι δεν είναι ούτε σλαβωνική ούτε βουλγαρική… Εν τη μακεδονική γλώσση υπάρχουσι και νυν έτι 1260 λέξεις ομηρικαί, ενώ εν τη γλώσση του ελληνικού λαού μόλις 650 εκ του πλούτου τούτου διασώζονται».

Β) Ο Γ. Μπουκουβάλας, εκπαιδευτικός (1864-1908), συμπεραίνει ότι: «Το ιδίωμα τούτο είναι συνονθύλευμα λέξεων ειλημμένων εκ ποικίλων άλλων γλωσσών, ελαχίστων δε εκ της βουλγαρικής. Αλλά το κυριώτατον πάντων των γλωσσικών στοιχείων, το επικρατούν εν τη λεγομένη ταύτη  βουλγαρική, είναι το ελληνικόν».

Γ) Ο Γ. Μπαμπινιώτης, ο γνωστός γλωσσολόγος, Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, θεωρεί το ιδίωμα ως: «παλιά και γνήσια διάλεκτο της αρχαίας Ελληνικής, τη Μακεδονική, που μιλήθηκε και μιλιέται στην εξέλιξή της από ένα γνήσιο και εκλεκτό κομμάτι του Ελληνισμού τους Έλληνες της Μακεδονίας».

Δ) Ο Γ. Γεωργιάδης, Εδεσσαίος δάσκαλος και ερευνητής, βεβαιώνει ότι: «Η τοπική αύτη γλώσσα δεν είναι ούτε σλαβική, ούτε ελληνική, ούτε λατινική, ούτε τουρκική, αλλά σύνθετος εκ πολλών γλωσσών, ένα σωστό κράμα γλωσσών. …Η πολιτογράφησις του ιδιώματος και δη προς τας σλαβικάς γλώσσας είναι αδύνατος».

Το γλωσσικό ιδίωμα προέβαλαν το ως κύριο όπλο και επιχείρημά τους οι Βούλγαροι και το Πανσλαβιστικό κίνημα στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα (1870-1908), στην προσπάθειά τους να αλλοιώσουν την  εθνική συνείδηση, να πετύχουν τη μεταστροφή προς την Εξαρχία και τον εκβουλγαρισμό των κατοίκων της Μακεδονίας για τη μελλοντική προσάρτησή της στη Μεγάλη Βουλγαρία, εκμεταλλευόμενοι και την επιφυλακτική έως παθητική στάση της Ελλάδας, της οποίας η κοντόφθαλμη πολιτική, τα εσωτερικά της προβλήματα και οι πολιτικές έριδες, δεν επέτρεπαν να εκτιμήσει την κρισιμότητα της κατάστασης στη Μακεδονία

Κινούνταν νύχτα και μέρα στα χωριά, με ελκυστικά και κραυγαλέα συνθήματα όπως «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες», στρατολογούσαν νέους που δεν άντεχαν την καταπίεση και δημιουργούσαν μικροκινήματα και επεισόδια εις βάρος Τούρκων και Χριστιανών Πατριαρχικών, που μόνο σύγχυση και αντίποινα προκαλούσαν εκ μέρους των Τούρκων.

Τη  συγκεχυμένη κατάσταση αποτυπώνει πολύ χαρακτηριστικά ο Έλληνας Πρόξενος στο Μοναστήρι, στις αρχές του 1901, που γράφει σε επίσημη έκθεσή του: « Και Κινέζοι πράκτορες εάν ενεφανίζοντο σήμερον εν Μακεδονία, υπισχνούμενοι ελευθερίαν εις τους χριστιανούς, θα προσείλκυαν τας συμπαθείας αυτών». 

Κατάφεραν πάντως οι βουλγαρικές οργανώσεις να προσελκύσουν στις τάξεις τους πολλούς νέους και μαχητικούς Μακεδόνες, που δεν άντεχαν την καταπίεση και τους εξευτελισμούς των Τούρκων και τους δινόταν έτσι η μοναδική ευκαιρία να πολεμήσουν για την ελευθερία τους.

Στη Δυτική Μακεδονία ο Καπ. Κώτας, ο Βαγγέλης Στρεμπενιώτης, ο Ναούμης, ο Νταλίπης, ο Κύρου, και πολλοί άλλοι, στην περιοχή μας ο Γκόνος Γιώτας, το στοιχειό και πρωτοπαλίκαρο του Βάλτου των Γιαννιτσών, ο Γκρέκος από τη Στρώμνιτσα, τα 4 ηρωικά αδέλφια Δουγιάμα (Λάζος, Μήτρος, Γκόνος και Τράιος) από την Μπαροβίτσα (Καστανερή) είναι από τους πρώτους που συντάχθηκαν με τις βουλγαρικές οργανώσεις εναντίον των Τούρκων.

Δεν άργησαν  βέβαια να αντιληφθούν  τις  πραγματικές  προθέσεις και  επιδιώξεις των οργανώσεων αυτών  και  να τις εγκαταλείψουν αγανακτισμένοι, για να συνενωθούν με ελληνικά σώματα της περιοχής ή για να δράσουν αυτόνομα εναντίον διπλού πλέον μετώπου: των Τούρκων από τη μια και του βουλγαρικού κομιτάτου από την άλλη.

Ως εθνικό κριτήριο και πολιτικό επιχείρημα θεώρησε το γλωσσικό ιδίωμα και ο Στρατάρχης Τίτο, καταστρώνοντας την επεκτατική του πολιτική για τον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας, μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν στις 31 Ιανουαρίου του 1946 μετονόμαζε σκόπιμα το νότιο τμήμα της Γιουγκοσλαβίας από VARDARSKA BANOVINA (Επαρχία Βαρδαρίου) σε ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ.

Αυτό που είναι παγκοσμίως και επιστημονικά και ιστορικά αποδεκτό είναι ότι η γλώσσα αποτελεί μόνο μέσον επικοινωνίας και όργανο συνεννόησης των ανθρώπων. Ποτέ και πουθενά δεν εκλαμβάνεται και δεν προσμετράται ως στοιχείο ή ως χαρακτηριστικό γνώρισμα που προδικάζει το φρόνημα και προσδιορίζει την εθνική ταυτότητα. Φαντάζεστε τι θα γινόταν π.χ. στο Βέλγιο με την επίσημη διγλωσσία ή στην Ελβετία με την επίσημη τριγλωσσία; 

Σε κάθε περίπτωση ο πατριωτισμός και η προσφορά  των αλλόγλωσσων Μακεδόνων στους εθνικούς αγώνες υπήρξε αναμφισβήτητη και πολύτιμη. Οι θεωρούμενοι σλαβόφωνοι της Φλώρινας και της Καστοριάς, της Έδεσσας, των Γιαννιτσών και της Αλμωπίας, οι βλαχόφωνοι του Νυμφαίου, της Βλάστης της Κλεισούρας, και των Μεγάλων Λειβαδιών οι αρβανιτόφωνοι του Λεχόβου και του Φλάμπουρου, στη συντριπτική τους πλειονότητα, έδωσαν δείγματα ελληνοπρεπούς συμπεριφοράς. Η παντελής άγνοια της ελληνικής γλώσσας δεν τους εμπόδιζε να δηλώνουν γραικομάνοι και να διακινδυνεύουν τα πάντα για την ελληνικότητα της Μακεδονίας.

Θεωρούσαν υποχρέωσή και αυτονόητο καθήκον τους να αγωνίζονται για τον Πατριάρχη και για μια πατρίδα που δε γνώριζαν καλά-καλά και δεν τους αναγνώριζε και η ίδια όσο έπρεπε και ως όφειλε, χωρίς να αποβλέπουν σε ανταποδοτικά οφέλη, χωρίς να επιδιώκουν διακρίσεις, ή να προσδοκούν εύσημα της προσφοράς τους. Η ένοπλη έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα στη Δυτική Μακεδονία εκδηλώθηκε το 1903 από τον Καπετάν Κώτα, που πείσθηκε από τον Μητροπολίτη Γερμανό Καραβαγγέλη ότι ήταν Έλληνας Μακεδόνας και όφειλε να αγωνιστεί γι’αυτό. Και τά’δωσε όλα ο Κώτας στον αγώνα και την ίδια τη ζωή του. Όταν δύο χρόνια αργότερα οδηγήθηκε στην αγχόνη από του Τούρκους, φώναξε με όση δύναμη του απόμενε, αυτό που πίστευε και με τον μόνο τρόπο που μπορούσε να το πει: Ντα ζίβε Γκάρτσια (Να ζήσει η Ελλάδα).

Ο αγώνας στον Βάλτο των Γιαννιτσών ήταν ιδιαίτερα σκληρός και ύπουλος. Λόγω της ιδιομορφίας των συνθηκών και των κινδύνων του το Ελληνικό Προξενείο Θεσσαλονίκης άλλαζε τους αρχηγούς κάθε 4-5 μήνες. Ο μόνος που παρέμεινε εκεί 4 χρόνια, όσο κράτησε ο αγώνας στον Βάλτο, ήταν ο ντόπιος οπλαρχηγός Γκόνος Γιώτας και δεν τον κατέβαλε ούτε η ελονοσία ούτε οι κομιτατζήδες. Χωρίς την τόλμη και την πείρα του καμιά από τις πολεμικές επιχειρήσεις, κανένας από τους αρχηγούς του Βάλτου δεν ένιωθε σιγουριά.

Στην Καρατζόβα έδρασαν οι αρχηγοί Κατσίγαρης, Καραπάνος, Γαρέφης, Βολάνης και ο Αρχιμανδρίτης Παπα-Νίκανδρος. Οι ομάδες τους αποτελούνταν κυρίως από εντόπιους εθελοντές από όλα τα χωριά της περιοχής. Τους καπετάν Βέσκο, Παπανικολάου, Πρώσιο, Σούδη και δεκάδες άλλους από το Μπάχοβο, τους Πετρίδη, Αβραμίδη, Μάρκου από την Όρμα, τον Ευαγγελίδη από τη Σωσάνδρα, τα αδέλφια Μιλτιάδη από το Γαρέφι, τον Παπα-Νώε από τη Λαγκαδιά, τους Στόγιο και Καραδάκη από τους Σαρακηνούς, τον Θάνο από το Θεοδωράκι, τον Μίνο από τη Δωροθέα, τον Αδραμάνη από το Λουτράκι κι ο ενδεικτικός κατάλογος  θα μπορούσε να συνεχίσει ατέλειωτος.

Πολύ  εύστοχα τους περιγράφει ο Κων/νος Μαζαράκης, ο γνωστός καπετάν Ακρίτας του Βερμίου, όταν, στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, πήγαν να καταταγούν στο σώμα του 4 εντόπιοι Μπαχοβίτες: «…Εἶναι ἄνθρωποι ἄξιοι μελέτης…ἄνευ γνώσεως τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, ἄνευ κατηχήσεως ἐθνικῆς, ἔρχονται μή ζητοῦντες τίποτε. Οὖτε χρήματα, οὖτε ἐνδύματα, οὖτε ὅπλον ἀν δέν τούς δώσεις. Πειθαρχικότατοι καί ἀνθεκτικοί….Ἡ ἐγκαρτέρησις καί ἡ στωικότης των εἶναι ἄξιαι μνείας.  Ὅταν ἀκοῦν ὅτι ἑλληνικόν σῶμα θά μεταβεῖ εἰς τό χωρίον τους τά μάτια τους ἀστράπτουν καί μειδιοῦν. …Τί εἶναι αὐτό πού τούς ὑποκινεῖ… Ποίαν δύναμιν ἔχει ὁ Ἑλληνισμός καί ἡ Ὀρθοδοξία, ἥν ἐπί τόσα ἔτη ἀφήσαμεν ἀνεκμετάλλευτον!…».

Αγνοί και ανιδιοτελείς, ενεργοί συμπορευτές στη μοίρα του Ελληνισμού, οι γηγενείς Μακεδόνες, στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Αν και γνώριζαν μετά βίας ή και καθόλου την ελληνική γλώσσα, αν και είχαν ελάχιστα εφόδια στη διάθεσή τους, υποτυπώδη οργάνωση και ελλιπέστατη εθνική ενίσχυση, χωρίς τη συμμετοχή τους η ελευθερία της Μακεδονίας θα ήταν χαμένη υπόθεση, γιατί διέθεταν περίσσευμα ψυχής και πλεόνασμα ελληνικού φρονήματος, γιατί ταύτιζαν την Ορθοδοξία με τον Ελληνισμό, τη Μακεδονία με την Ελλάδα. Η στάση τους αποτελεί διαχρονική απάντηση στους γείτονές μας που εξακολουθούν, με άκρατο φανατισμό και αδιαλλαξία, με απίστευτο θράσος και αναίδεια, να μας θεωρούν υπό κατοχήν και αλύτρωτους αδελφούς των, να παραχαράσσουν και να οικειοποιούνται αυθαίρετα σύμβολα που δεν τους ανήκουν και να μονοπωλούν την ιστορική κληρονομιά της μιας και μόνης, της αδιαίρετης και αδιαπραγμάτευτης ελληνικής Μακεδονίας.

Έχουμε χρέος να τους θυμόμαστε, να τους τιμούμε και να τους ευγνωμονούμε, γιατί χάρη στους αγώνες και τις θυσίες τους σήμερα εμείς απολαμβάνουμε το υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας μας. 

  *Ομιλία κατά την ημερίδα με θέμα: «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ΤΟΠΟΣ ΑΓΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ» που οργανώθηκε στην Αριδαία Πέλλας στις 15-10-2011 από τον Δήμο Αριδαίας και την Ενωμένη Ρωμηοσύνη».

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα