Η μονογονεϊκή οικογένεια

Ἀναστασίας Παπαδοπούλου – Πολυχρονάκη

κοινωνικῆς λειτουργοῦ

Μονογονεϊκὴ οἰκογένεια ὁρίζεται ὡς οἰκογένεια στὴν ὁποία ἕνας γονιὸς χωρὶς σύζυγο, ζεῖ μὲ ἕνα τουλάχιστον ἀνύπαντρο παιδί, ἐξαρτώμενο ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ἴσως μὲ ἄλλα ἄτομα (π.χ. τοὺς γονεῖς της/του). Ἡ μονογονεϊκότητα διακρίνεται σὲ τρεῖς τύπους οἰκογένειας βάσει τῆς συζυγικῆς κατάστασης τῶν μόνων γονέων: χῆροι-ες, μόνιμα χωρισμένοι-ες καὶ ἀνύπαντροι-ες.

Ἐξετάζοντας τὴν κατάσταση τῶν μόνων γονέων στὴν Ἑλλάδα παρατηρεῖ κανεὶς ὅτι ἡ κύρια αἰτία γονεϊκότητας εἶναι ἡ χηρεία, ἐνῷ ὡς σημαντικοὶ παράγοντες παρουσιάζονται ἐπίσης τὸ διαζύγιο, ὁ χωρισμὸς καὶ σὲ μικρότερο βαθμὸ ἡ ἐκτὸς γάμου μητρότητα. Χωρὶς τὴν παρουσία πατέρα-συζύγου, ἡ μόνη μητέρα ἔρχεται ἀντιμέτωπη μὲ συνθῆκες, ποὺ τῆς δημιουργοῦν μεγάλη πίεση καὶ περιορίζουν τὰ ὅρια τῶν ἐπιλογῶν της. Ὅπως τὰ ὡράρια τῶν παιδικῶν σταθμῶν, οἱ σχολικὲς διακοπές, ἡ ἀνάγκη φροντίδας σὲ περίπτωση ἀρρώστιας τῶν παιδιῶν μπορεῖ νὰ μὴν συμπίπτουν μὲ τὸ ὡράριο ἐργασίας τοῦ μόνου γονέα, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ κατάσταση τῆς γονεϊκότητας νὰ ἀποβεῖ πολὺ δεσμευτικὴ γιὰ τὸν ἀρχηγὸ τῆς μονογενεϊκῆς οἰκογένειας.Ὁ ρόλος τῆς ἐκτεταμένης οἰκογένειας στὴν περίπτωση τοῦ μόνου γονέα ἀποκτᾶ ἰδιαίτερη σημασία καὶ βαρύτητα. Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ὅτι ἡ μείω­ση τοῦ μεγέθους τῆς μονάδας ἐξ αἰτίας τῶν δημογραφικῶν μεταβολῶν περιορίζει καὶ τὴν οἰκογενειακὴ μονάδα στὴν ὁποία ἐντάσσεται ἡ μονογονεϊκὴ οἰκογένεια.

Τὰ προβλήματα τῆς μονογονεϊκῆς οἰκογένειας δημιουργοῦνται ἐξ αἰτίας τῆς παρουσίας της σὲ ἕνα κοινωνικὸ πλαίσιο ὀργανωμένο βάσει τοῦ διγονεϊκοῦ μοντέλου οἰκογενειακῆς ὀργάνωσης. Ἡ δὲ κοινωνικὴ ἀντιμετώπιση τῆς μονογονεϊκότητας ὡς μορφὴ οἰκογένειας ποὺ δὲν ἀνήκει στὸ κυρίαρχο οἰκογενειακὸ πρότυπο δημιουργεῖ πάμπολλα προβλήματα στὰ μέλη μονογονεϊκῶν νοικοκυριῶν σὲ ψυχολογικό, οἰκονομικὸ καὶ κοινωνικὸ ἐπίπεδο.

Τὰ συνηθέστερα προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζουν οἱ μονογονεϊκὲς οἰκογένειες μποροῦν νὰ καταταγοῦν σὲ δύο εὐρεῖες κατηγορίες:

1. Οἰκονομικά.

Εἶναι αὐτονόητο ὅτι, ὅταν μόνο ἕνας γονέας καλεῖται νὰ καλύψει τὶς πρακτικές, οἰκονομικὲς καὶ μορφωτικὲς ἀνάγκες τῶν παιδιῶν, τὸ βάρος εἶναι μεγαλύτερο.

2. Κοινωνικά Ψυχολογικά.

Διάφορες κοινωνιολογικὲς μελέτες ἔχουν δείξει ὅτι τὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν σὲ μονογονεϊκὲς οἰκογένειες ἔχουν κάποια «μειονεκτήματα» σὲ σχέση μὲ τὰ παιδιά, ποὺ μεγαλώνουν καὶ μὲ τοὺς δύο γονεῖς (π.χ. διπλάσιες πιθανότητες νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ σχολεῖο, περισσότερες συγκρούσεις μὲ τοὺς γονεῖς, λιγότερη ἐπίβλεψη ἀπὸ τοὺς γονεῖς, συχνότερη ἐμπλοκὴ μὲ ἀλκοὸλ καὶ οὐσίες, παραβατικὴ συμπεριφορά, αὐξημένη αὐτοκτονικότητα καὶ τετραπλάσιες πιθανότητες νὰ χρειαστοῦν ψυχολογικὴ βοήθεια). Ἔτσι ὁδηγοῦνται στὸν «κοινωνικὸ ἀποκλεισμό». Ὡς κοινωνικὸς ἀποκλεισμὸς περιγράφεται ἐκείνη ἡ διαδικασία κατὰ τὴν ὁποία παρατηρεῖται ἀνεπάρκεια εἰσοδήματος, παρεμπόδιση στὴν ἐργασιακὴ ζωὴ καὶ ἀφορᾶ θέματα στέγασης, ἐκπαίδευσης, πρόσβασης σὲ ὑπηρεσίες. Ἡ παρεμπόδιση ἀπὸ τὴν πρόσβαση σὲ τέτοιου εἴδους ἀγαθά, ὁδηγεῖ στὴν οἰκονομικὴ ἀνέχεια καὶ τὴν περιθωριοποίηση. Ὁ ὁρισμὸς «κοινωνικὸς ἀποκλεισμὸς» ἐννοεῖται τόσο ὡς κατάσταση ὅσο καὶ ὡς διαδικασία ἡ ὁποία ἀπειλεῖ ὁμάδες καὶ ἄτομα ποὺ ἔχουν ὑποστεῖ «σοβαρὴ ὀπισθοδρόμηση» καὶ τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀντικείμενο διάκρισης ἢ διαχωρισμοῦ, κοινωνικὴ ἀνισότητα μὲ περιορισμένες προοπτικὲς βελτίωσης τῆς θέσης τους. Βεβαίως, πρέπει νὰ διαχωρίσουμε τὶς δυσκολίες, ποὺ ἀνακύπτουν στὰ διάφορα εἴδη μονογονεϊκῶν οἰκογενειῶν.

Μονογονεϊκὴ οἰκογένεια λόγῳ ἀπώλειας γονέα.

Στὶς μονογονεϊκὲς οἰκογένειες ποὺ ἔχουν προκύψει μετὰ ἀπὸ τὸν θάνατο ἑνὸς γονέα, τόσο τὰ παιδιὰ ὅσο καὶ ὁ/ἡ κηδεμόνας τους καλοῦνται κατ᾿ ἀρχὴν νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν πρόκληση τοῦ πένθους καὶ τὴ διαδικασία τοῦ συμβιβασμοῦ μὲ τὴν ἀπώλεια. Τὰ μικρότερα παιδιὰ (μέχρι περίπου 7 ἐτῶν), μάλιστα, δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἀντιληφθοῦν πλήρως τὸν ἀπαρέγκλιτο χαρακτῆρα τοῦ θανάτου καὶ κατακλύζονται ἀπὸ διάφορες φαντασιώσεις ἐπαναβίωσης τοῦ χαμένου γονέα, ἐνοχῆς κ.λπ. Ἡ ὅλη διαδικασία εἶναι πολὺ ἐπίπονη, δεδομένου ὅτι ὁ γονέας προσπαθεῖ νὰ ἐπιστρατεύσει δυνάμεις, ἐν μέσῳ τοῦ δικοῦ του πένθους, γιὰ νὰ στηρίξει καὶ νὰ καλύψει τὶς ἀνάγκες τῶν παιδιῶν του (ὑλικὲς καὶ ψυχολογικὲς).

Μονογονεϊκὴ οἰκογένεια λόγῳ διαζυγίου.

Στὶς μονογονεϊκὲς οἰκογένειες ποὺ ἔχουν προκύψει μετὰ ἀπὸ διαζύγιο οἱ ἀνακατατάξεις καὶ οἱ διαδικασίες ποὺ  συνοδεύουν τὸν χωρισμὸ τῶν γονέων εἶναι καὶ πάλι ἐπίπονες καὶ δύσκολες, τόσο γιὰ τοὺς γονεῖς ὅσο καὶ γιὰ τὰ παιδιά. Μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν ἐντάσεις καὶ διαφωνίες μεταξὺ τῶν γονέων, θυμός, ἀμφιθυμία καὶ ὀδύνη, συναισθήματα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀφήσουν ἀνεπηρέαστα τὰ παιδιά, τὰ ὁποῖα ἐπίσης μπορεῖ νὰ βιώνουν συναισθήματα θυμοῦ καὶ ὀδύνης. Μπορεῖ τὰ παιδιὰ νὰ ἔχουν ἀπορίες σὲ σχέση μὲ τοὺς λόγους τοῦ διαζυγίου ἢ νὰ δυσκολεύονται μὲ τὴν ἀλλαγὴ κατοικίας, σχολείου, προσώπων φροντίδας, ρουτίνας κ.λπ. Ὡστόσο, ὑπάρχει μία σημαντικὴ διαφορὰ ἀπὸ τὴν προηγούμενη κατηγορία. Ἐδῶ, καὶ οἱ δύο γονεῖς εἶναι ἐν ζωῇ, παρόντες καὶ μποροῦν νὰ διατηρήσουν μία στενὴ καὶ οὐσιαστικὴ σχέση μὲ τὰ παιδιά τους, ἀκόμη καὶ ἂν δὲ ζοῦν ὅλοι μαζὶ κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια «στέγη».

Μονογονεϊκὴ οἰκογένεια μὲ ἕναν ἀνύπαντρο γονέα.

Συνηθέστερα πρόκειται γιὰ μητέρες ποὺ ἀποφασίζουν νὰ μεγαλώσουν μόνες τους τὰ παιδιά τους. Σὲ αὐτὴν τὴν κατηγορία τὰ περισσότερα προβλήματα ἀνακύπτουν ὅταν τὸ παιδί ἀντιληφθεῖ τὴν «διαφορετικότητα» τῆς δικῆς του οἰκογένειας (π.χ. ὅταν θὰ ξεκινήσει νὰ πηγαίνει στὸ σχολεῖο). Ἡ μητέρα καλεῖται τότε νὰ ἐξηγήσει μὲ τρόπο κατανοητὸ τοὺς λόγους γιὰ τὴν ἀνάγκη ἢ τὴν ἐπιλογή της νὰ μεγαλώσει μόνη της τὸ παιδί αὐτό, χωρὶς νὰ τοῦ μεταφέρει ὀδυνηρὰ μηνύματα ἀπόρριψης ἀπὸ τὸν βιολογικὸ πατέρα καὶ τονίζοντας ὅτι ἡ διαφορετικότητα δὲν εἶναι κατ᾿ ἀνάγκην κάτι κακό. Ἄλλωστε, παρότι τὰ παιδιὰ τῶν μονογονεϊκῶν οἰκογενειῶν ἀντιμετωπίζουν συχνὰ περισσότερα οἰκονομικὰ καὶ ψυχολογικὰ προβλήματα, μπορεῖ νὰ μεγαλώσουν μὲ πολὺ πιὸ ὑγιῆ τρόπο καὶ νὰ ἀποκτήσουν καλὴ κοινωνικοποίηση καὶ πρότυπα συμπεριφορᾶς σὲ σχέση μὲ τὰ παιδιὰ ἐκεῖνα ποὺ μεγαλώνουν καὶ μὲ τοὺς δύο γονεῖς, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει δομή, ὀργάνωση καὶ ἰσορροπία στὴν οἰκογένεια, οἱ γονεῖς εἶναι ἀπόντες, ἀδιάφοροι ἢ καὶ κακοποιητικοί.

Οἱ γονεῖς ποὺ μεγαλώνουν μόνοι τους τὰ παιδιά τους καλὸ εἶναι νὰ θυμοῦνται τὰ παρακάτω:

• Νὰ ἐφαρμόζουν κανόνες μὲ ξεκάθαρο τρόπο καὶ μὲ σταθερότητα, σὲ ἕνα περιβάλλον ποὺ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ὀργάνωση.

• Πρέπει νὰ ἐπιτρέψουν στὸ παιδὶ νὰ εἶναι παιδὶ καὶ ὄχι νὰ ἀναλάβει καθήκοντα ἐνήλικα, ἐλλείψει ἑνὸς δεύτερου ἐνήλικα στὴν οἰκογένεια.

• Νὰ ἀπαντοῦν στὶς ἐρωτήσεις τοῦ παιδιοῦ, σὲ σχέση μὲ τὸν ἄλλο γονέα, μὲ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια καὶ μὲ τρόπο εὐαίσθητο καὶ κατανοητὸ ἀπὸ τὸ παιδί.

• Νὰ ἀποφεύγουν συμπεριφορὲς ποὺ μπορεῖ νὰ προκαλέσουν πίεση στὸ παιδί, ὅπως τὸ νὰ χρειάζεται νὰ «διαλέξει» μὲ ποιὸν γονέα θὰ μείνει μετὰ ἀπὸ ἕνα διαζύγιο. Οἱ πιθανὲς συγκρούσεις μεταξὺ τῶν γονέων πρέπει νὰ παραμένουν μεταξύ τους καὶ νὰ μεταφέρεται στὸ παιδὶ μία ἀτμόσφαιρα σταθερότητα καὶ ἀγάπης, ὅπου καὶ οἱ δύο γονεῖς, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς μεταξύ τους διαφορές, νοιάζονται γιὰ τὸ καλό τοῦ παιδιοῦ τους καὶ δὲν τὸ χρησιμοποιοῦν μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο στὶς μεταξύ τους διαφορές.

• Τὰ παιδιὰ δὲν μένουν συνήθως θλιμμένα γιὰ μεγάλες περιόδους καὶ μπορεῖ νὰ μοιάζουν ὅτι «ξεχνιοῦνται»  κατὰ διαστήματα, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι δὲν δυσκολεύονται.

• Τὰ παιδιὰ συχνὰ κρύβουν τὰ δάκρυα ἢ τὸν θυμό τους, προκειμένου νὰ μὴ στενοχωρήσουν καὶ νὰ προστατεύσουν τοὺς γονεῖς τους ἀπὸ ἐπιπλέον θλίψη.

• Τὸ νὰ τοὺς ἐπιτρέπουν οἱ γονεῖς νὰ τοὺς δοῦν νὰ κλαῖνε τοὺς δίνει κατὰ κάποιον τρόπο τὴν «ἄδεια» νὰ κάνουν τὸ ἴδιο καὶ νὰ μοιραστοῦν μαζί τους τὰ ἐπώδυνα συναισθήματά τους. Ὅπως γνωρίζουν καλὰ οἱ ἐνήλικες, ἡ ζωὴ συνεχίζεται παρὰ τὶς τραγωδίες ποὺ προκύπτουν. Τὰ παιδιὰ μπορεῖ νὰ μὴν κατανοοῦν ὅτι τὰ σχέδια ζωῆς ἀναπροσαρμόζονται ἢ ἀλλάζουν καὶ αὐτὸ εἶναι κομμάτι τοῦ πένθους, ποὺ μπορεῖ νὰ χρειαστεῖ πολὺν καιρὸ καὶ ἀρκετὴ ἐπεξεργασία.

• Τὰ παιδιὰ κάποιες φορὲς ἀνησυχοῦν ὅτι εὐθύνονται τὰ ἴδια γιὰ τὸν θάνατο ἑνὸς γονέα ἢ γιὰ τὸ διαζύγιο. Πρέπει νὰ τοὺς εἰπωθεῖ ὅτι ΔΕΝ ΦΤΑΙΝΕ ΑΥΤΑ.

• Τὰ παιδιὰ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους νὰ εἶναι εἰλικρινεῖς μαζί τους, ὅσο δύσκολο κι ἂν εἶναι αὐτὸ γιὰ τὸν γονέα.

• Τὰ μικρότερα παιδιά, καθὼς ἀκόμα μαθαίνουν πῶς νὰ διαχειρίζονται τὰ συναισθήματά τους, μπορεῖ νὰ ξεσπάσουν μὲ ἐκδηλώσεις ὀργῆς. Πρέπει νὰ τοὺς εἰπωθεῖ ὅτι εἶναι ἀποδεκτὸ νὰ εἶναι θυμωμένα καὶ νὰ βοηθηθοῦν νὰ διοχετεύσουν κάπου τὸν θυμὸ αὐτόν.

• Νὰ μὴ ρωτοῦν συνέχεια τὰ παιδιὰ τους «τί σκέφτονται». Τὰ παιδιὰ δὲν εἶναι πάντα σὲ θέση νὰ ἐκφραστοῦν λεκτικά, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ἐκφράζονται μὲ «ἐξωλεκτικοὺς τρόπους» (συμπεριφορές, ζωγραφική, παιχνίδι).

• Τὰ παιδιὰ ἔχουν ἀνάγκη νὰ μποροῦν νὰ κρατήσουν ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν ἐκλιπόντα γονέα. Χρειάζεται ὁ κηδεμόνας τους νὰ τὰ διευκολύνει σὲ αὐτὴ τὴ διαδικασία.