Δεν είναι εύκολο να είναι κανείς γονέας

Δεν είναι εύκολο πράγμα να είναι κανείς γονέας. Γι᾿ αυτό απορούμε εμείς πώς τα καταφέρνουν οι γονείς στο έργο που αναλαμβάνουν. Δεν είναι καθόλου εύκολο. Και αυτό, όχι μόνο γιατί πρέπει να δουλέψει κανείς σκληρά, για να φέρει το φαγητό στα παιδιά, να τα ντύσει και να τους εξασφαλίσει μια στέγη, αλλά επίσης και κυρίως, γιατί πρέπει να τα αναθρέψει. Όπως λέει ο ιερός Χρυσόστομος κάπου: «Οι γονείς δεν γίνονται γονείς απλώς διότι γεννούν παιδιά, αλλά διότι ανατρέφουν παιδιά. Τα ανατρέφουν εν Κυρίω».[1] Και αυτό θέλει πολλή υπομονή, θέλει πολύ κόπο, και χρειάζεται, αν θέλετε να πούμε έτσι, να παίρνει και το μυαλό στροφές.

Δεν είναι λοιπόν τόσο εύκολο να είναι κανείς γονέας και να ανατρέφει παιδιά. Γι᾿ αυτό, όταν αποφασίζει κανείς να δημιουργήσει οικογένεια, δεν θα ήταν καθόλου άσχημο να σκέπτεται και αυτό το μεγάλο θέμα της ανατροφής των παιδιών. Να μη σκέπτεται δηλαδή απλώς εάν έχει τα προς το ζην, εάν έχει μια καλή δουλειά, όπως πολλοί νομίζουν ότι αυτά αρκούν: δουλειά έχει, σπίτι έχει, καλή γυναίκα βρήκε, ή καλό άνδρα βρήκε, θα δημιουργήσει επομένως μια καλή οικογένεια. Άραγε όμως είναι έτοιμοι ως γονείς να αναθρέψουν τα παιδιά τους; Είναι έτοιμοι –προσέξτε να δείτε– από την πλευρά, αν θέλουν καθημερινώς και ανά πάσαν στιγμήν να σηκώνουν αυτόν τον σταυρό και να μη θέλουν να ξεγλιτώνουν.

Όσο φτωχό μυαλό κι αν έχει κανείς, και όσο λίγα γράμματα κι αν ξέρει, νομίζω πως, όταν τον τρώει –με την καλή έννοια– αυτός ο καημός, τι να κάνει για το παιδί του, θα μπορέσει να βρει τι να κάνει. Και βέβαια, πρέπει να ενεργεί κανείς με εμπιστοσύνη στον Θεό, χωρίς να χάνει την ψυχραιμία του, χωρίς να καταλαμβάνεται από μια φοβία, από μια ανησυχία. Γιατί είναι ενδεχόμενο, μετά από όσα λέμε εδώ, να κυριευτείτε ορισμένοι, ορισμένες, από ένα φόβο, από μια ανησυχία: «Αν είναι έτσι τα πράγματα, τώρα τι θα γίνει;» και να μπερδευτείτε και να μην ξέρετε τελικά τι να κάνετε. Όχι. Δεν γίνεται έτσι. Χρειάζεται ψυχραιμία, χρειάζεται εμπιστοσύνη στον Θεό. Από την ανθρώπινη όμως πλευρά, να μη θέλει κανείς να ξεγλιτώσει με μια λέξη ή με μια πράξη, αλλά να έχει το κουράγιο να υπομείνει, να κοπιάσει, να συνεργασθεί με τα παιδιά, να τα προσέξει κι από δω, να τα προσέξει κι από κει, να ρωτήσει, να διαβάσει, να προσευχηθεί.

Είναι λοιπόν δύσκολο πράγμα να είναι κανείς γονέας· δεν είναι τόσο εύκολο.

 

Ποτέ δεν «ξεγράφουμε» το παιδί μας

 

Επίσης, ας μου επιτραπεί να πω ότι δεν συμφωνώ με εκείνες τις μητέρες, με εκείνους τους πατέρες, με εκείνους τους δασκάλους ή και τους κληρικούς ακόμη, γενικά με όλους εκείνους οι οποίοι έχουν τη φροντίδα των μικροτέρων, και οι οποίοι, όταν κάποιο παιδί αρχίζει να χαλάει, σταματούν να ενδιαφέρονται γι᾿ αυτό. Ειδικότερα, δεν συμφωνώ με εκείνους τους γονείς οι οποίοι με μια μονοκοντυλιά διαγράφουν τον δεσμό  με το παιδί τους, το αγόρι ή το κορίτσι –και το παιδί σαν να είναι πια ξεγραμμένο– λέγοντας: «Το παιδί μου δεν με ακούει. Το παιδί μου δεν με προσέχει. Το παιδί μου πήρε κακό δρόμο. Το παιδί μου χάλασε», και προσέχουν και φροντίζουν μόνο για τη δική τους τάχα πνευματική ζωή. Δεν νομίζω ότι αυτός είναι ένας σωστός τρόπος αντιμετωπίσεως.

Σύμφωνα με αυτά που έχουμε πει, και σύμφωνα με αυτό που αναφέρει ο ιερός Χρυσόστομος, οι σωστοί γονείς θα τα μελετήσουν και έτσι τα πράγματα, θα τα μελετήσουν και αλλιώς, θα κουραστούν, θα ξενυχτήσουν, θα ρωτήσουν, θα διαβάσουν, για να γνωρίζουν πώς και πόσο μπορούν να πλησιάσουν το παιδί τους.

Αυτό ισχύει και για τα μικρά παιδιά και για τα μεγάλα παιδιά. Πώς θα πλησιάσει κανείς το παιδί και πόσο μπορεί να το πλησιάσει; Μπορεί να είναι δυνατό λίγο να το πλησιάσει. Έστω αυτό το λίγο. Όχι να περιορίζεται κανείς αυτάρεσκα-αυτάρεσκα στη δική του τάχα καλή πνευματική κατάσταση και να αδιαφορεί για το παιδί του –διαγράφοντάς το με μια μονοκοντυλιά– που τάχα πήρε τον κακό δρόμο.

 

Να μην επιδεικνύουμε την υπεροχή μας

 

Ούτε όμως και να επιδεικνύουμε στα παιδιά μας την υπεροχή μας. Να διαβάσουμε ένα παράδειγμα:

Η Έθελ, πέντε χρόνων, πάλευε όλο χαρά να στρώσει το κρεβάτι της.

Πέντε χρόνων κοριτσάκι προσπαθούσε να στρώσει το κρεβάτι.

Τραβώντας τα σκεπάσματα, μια από δω και μια από κει, τελικά τα έβαλε εκεί που ήθελε. Η μητέρα μπήκε στο δωμάτιο, είδε το όχι τέλεια φτιαγμένο κρεβάτι και είπε: «Θα το φτιάξω εγώ το κρεβάτι, χρυσή μου. Αυτά τα σκεπάσματα είναι πολύ βαριά για σένα».

Με τη στάση της η μητέρα δεν υπονοεί μονάχα πως η Έθελ, η κόρη της, είναι κατώτερη, επειδή είναι μικρή, αλλά καταπιάνεται να αποδείξει τη δική της υπεροχή, φτιάχνοντας με τέχνη τα σκεπάσματα, ενώ η Έθελ στέκει παραμερισμένη.

Να μη φανεί καθόλου παράξενο το ότι δεν είναι λίγες οι μητέρες εκείνες οι οποίες θέλουν να δείξουν στα παιδιά τους, που είναι ακόμη μικρά, την ικανότητά τους, την υπεροχή τους. Όταν οι ίδιες ζουν κάτω από αισθήματα κατωτερότητος και δεν αντέχουν τη ζωή, αλίμονο στα παιδιά εκείνα που πρέπει να σηκώσουν αυτό το βάρος της μητέρας, η οποία θέλει να δείξει, πότε με τον έναν τρόπο, πότε με τον άλλον, την υπεροχή της.

Η ευχαρίστηση από την εκτέλεση της δύσκολης δουλειάς, που ήταν το τράβηγμα των σκεπασμάτων, εξαφανίστηκε μπροστά στην απαίτηση για τελειότητα εκ μέρους της μητέρας. Η Έθελ σύντομα θα κάνει τη σκέψη: «Γιατί να κουράζομαι; Η μητέρα τα καταφέρνει πολύ καλύτερα».

Αν η μητέρα έδειχνε κάποιον ενθουσιασμό για την επιθυμία της Έθελ να στρώσει το κρεβάτι και αν έλεγε κάτι, όπως π.χ.: «Τι καλά που μπορείς να τραβάς τα σκεπάσματα!» ή «Για δέστε ένα μεγάλο κορίτσι που φτιάχνει το κρεβάτι του μοναχό του!», η Έθελ θα ένιωθε τη χαρά της επιτυχίας και την επιθυμία να εξακολουθήσει να στρώνει το κρεβάτι.

Δεν χρειαζόταν να πει ψέμα: «Τι καλά που στρώνεις το κρεβάτι!» Αυτό και το ίδιο το παιδί θα το καταλάβαινε αργότερα, αν όχι τώρα. Θα μπορούσε όμως να πει: «Τι καλά που μπορείς να τραβάς τα σκεπάσματα!» Άλλο τώρα πώς το φτιάχνει το κρεβάτι του. Πάντως, προσπαθεί.

Η Έθελ λοιπόν, αν η μητέρα μιλούσε όπως έπρεπε, «θα ένιωθε τη χαρά της επιτυχίας και την επιθυμία να εξακολουθήσει να στρώνει το κρεβάτι».

Μη λησμονείτε αυτό που έχουμε πει, ότι ένα παιδάκι μεγαλώνει μέσα στο άγνωστο, μέσα στον κόσμο στον οποίο έχει έλθει, και θέλει να επιβεβαιώσει την ύπαρξή του. Και έτσι, πότε τραβάει από δω, πότε τραβάει από κει, για να δει: μπορεί να σταθεί σ᾿ αυτόν τον κόσμο; Τι γίνεται; Να μην πηγαίνει το μυαλό μας ότι πρόκειται περί εγωισμού, ότι κάτι τέτοιες εκδηλώσεις είναι του εγωισμού. Εγωισμός είναι καμιά φορά τα αντίθετα πράγματα, και εγωισμός είναι επίσης αυτά που κάνουν οι μητέρες.

Όσο τσαλακωμένα κι αν ήταν τα σεντόνια, η μητέρα θα έπρεπε να αντισταθεί στον πειρασμό να δείξει στην κόρη της πόσο καλύτερα τα καταφέρνει εκείνη, και να διορθώσει το κρεβάτι αργότερα, όταν το παιδί δεν θα ήταν μπροστά.

Ποτέ δεν θα έπρεπε η προσοχή της Έθελ να στραφεί στα τσαλακώματα που έχει αφήσει πάνω στα σεντόνια. Αφού η Έθελ θα είχε στρώσει το κρεβάτι της αρκετές φορές μοναχή της, η μητέρα θα μπορούσε να την ενθαρρύνει να το στρώνει πιο καλά, κάνοντας προσεκτικά ορισμένες υποδείξεις, όπως, π.χ.: «Τι θα έλεγες, να τύλιγες όλα μαζί τα σκεπάσματα και ύστερα να τα τραβούσες πάλι όλα μαζί προς τα επάνωΉ «Τι θα γινόταν, αν τα τραβούσες λίγο από δω;»

Αντί να της πει αυτό που της είπε: «Δεν τα έστρωσες καλά. Στάσου να τα φτιάξω εγώ», έπρεπε να της πει: «Για πιάσε λίγο, παιδί μου, από κει. Για, να τα τραβήξουμε λίγο έτσι· για, να τα τραβήξουμε λίγο αλλιώς».

Αυτό όμως θέλει υπομονή. Θέλει να νιώθει κανείς ότι είναι γονέας. Με συγχωρείτε. Είμαι έξω από τον χορό, και μήπως τα παραλέω καμιά φορά. Με συγχωρείτε πάρα πολύ. Δεν θα ήθελα να λεχθεί καμιά λέξη, που δεν θα θέλατε να την ακούσετε, που δεν θα θέλατε να τη δεχθείτε. Μπορείτε να τη γυρίσετε πίσω. Απλώς, προσπαθούμε να πούμε μερικά πράγματα. Θέλει λοιπόν κόπο, θέλει υπομονή, θέλει στοργή, αγάπη, θέλει σεβασμό, και όχι να θεωρούμε ότι το παιδί είναι ένα άψυχο πράγμα, ένα αντικείμενο.

Όταν θα ερχόταν η μέρα που θα έπρεπε να αλλάξουν τα σεντόνια, η μητέρα θα μπορούσε να προτείνει στην Έθελ να στρώσουν το κρεβάτι μαζί, και έτσι να αρχίσουν ένα παιγνίδι, αποφεύγοντας η μητέρα την κριτική και κάνοντας πάντοτε εποικοδομητικές υποδείξεις στο παιδί: «Τώρα θα σηκώσουμε και οι δυό μια άκρη από το στρώμα και θα βάλουμε από κάτω μια άκρη του σεντονιού. Τώρα θα τραβήξουμε μαζί, ώστε το επάνω μέρος του σεντονιού να φθάσει το προσκέφαλο…» Έτσι, η εξάσκηση γίνεται ένα ευχάριστο παιγνίδι –κανένας υπαινιγμός ότι η Έθελ δεν ξέρει να το κάνει– και μητέρα και κόρη διασκεδάζουν κάνοντας κάτι μαζί.

 Αποσπάσματα από το βιβλίο του π. Συμεών Κραγιoπούλου Γονείς και παιδιά, τόμος Α’, β΄ έκδ., σσ. 336-338, 361-362 και 371-374.

[1]. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Έργα, εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», τομ. 28, Θεσσαλονίκη 1978, σσ. 548-550.

 

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα