Ἀληθεύοντες ἐν γλώσσῃ. Ἀπαυδάω-ὤ

Γεωργίου Ι. Βιλλιώτη

φιλολόγου-θεολόγου

Τὸ ρῆμα ἀπαυδάω-ῶ (ἀπό + αὐδή «ὁμιλία»), ποὺ σημαίνει «δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω», «δὲν ἀντέχω ἄλλο», ἐκφέρεται λανθασμένα στὸν παρακείμενο «ἔχω ἀπηυδήσει», ἀντὶ «ἔχω ἀπαυδήσει» ποὺ εἶναι ὁ ὀρθὸς τύπος. Ὁ ἀπαρεμφατικὸς τύπος (ἀπαυδήσει), μὲ τὸν ὁποῖον σχηματίζεται περιφραστικῶς ὁ παρακείμενος, δὲν παίρνει αὔξηση. Αὔξηση παίρνει μόνο ὁ ἀόριστος ἁπηύδησα. Ὁ παρακείμενος σχηματίζεται περιφραστικὰ στὴν ἐνεργητικὴ φωνὴ μὲ τὸν ἐνεστώτα τοῦ βοηθητικοῦ ρήματος ἔχω καὶ τὸ ἀπαρέμφατο ἀορίστου π.χ. ἔχω παίξει, ἔχω διαλέξει.

Ετικέτες - Σχετικά Θέματα