Ἀπόδημοι Ἕλληνες Αἰγύπτου – Ἀφρικῆς – Μέσης Ἀνατολῆς

Εὐθυμίου Σουλογιάννη
συγγραφέως – ἱστορικοῦ

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΦΡΙΚΗ (1949 ― ΣΗΜΕΡΑ)

Γενικά Εἰσαγωγικά

Ἡ ἵδρυση ἑλληνικῶν παροικιῶν στήν Αἴγυπτο στήν νεώτερη ἱστορία χρονολογεῖται κατά τά πρῶτα χρόνια τοῦ 19ου αἰῶνα. Οἱ παροικίες αὐτές δέν ἔχουν καμμία σχέση μέ τήν παρουσία τῶν Ἑλλήνων ἀπό τήν Μακεδονία, οἱ ὁποῖοι κατά τήν ἑλληνιστική περίοδο τῆς ἱστορίας δημιούργησαν τόν γνωστό ἀξιόλογο πολιτισμό στήν Ἀλεξάνδρεια κυρίως, οὔτε τήν βυζαντινή περίοδο στήν ἱστορία τῆς Αἰγύπτου, παρά μόνο ὡς πρός τήν καταγωγή τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσμοῦ ἐκεῖ. 

Στήν Αἴγυπτο ὁ νεώτερος ἑλληνικός πληθυσμός ἀποτελέσθηκε ἀπό μισθοφόρους, πρῶτα στό πλευρό τῶν Γάλλων καί ὕστερα τῶν Μαμελούκων, ὅταν αὐτοί κυβερνοῦσαν τήν χώρα, ἐμπόρους καί γενικώτερα ἐμπορευομένους πού ἔφθαναν γιά καθαρά ἐπιχειρηματικούς λόγους, μαζί καί κάθε εἴδους μετανάστες πού εἶχαν σκοπό τήν καλυτέρευση τῆς ζωῆς τους. Ὅλοι αὐτοί, Ἕλληνες τό γένος, κατέφευγαν γιά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν τουρκική κατοχή τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου δεχόμενοι ἀκόμη καί τίς στερήσεις πού συνεπαγόταν αὐτή ἡ μετανάστευση τήν ἐποχή τοῦ 19ου. Ὑπῆρχε καί μία τετάρτη κατηγορία Ἑλλήνων πού ἦσαν δοῦλοι τῶν στρατιωτῶν τοῦ Ἰμπραήμ πού ἀπό τήν Πελοπόννησο κυρίως, μεταφέρονταν στά σκλαβοπάζαρα τῆς Ἀνατολῆς. Αὐτοί εἴτε ἐξισλαμίσθηκαν μή δεχόμενοι οἱ ἴδιοι πολλές φορές νά ἐπαναπατρισθοῦν καί κάποιοι ἀπό αὐτούς ἔφθασαν σέ ἀνώτατα ἀξιώματα τῆς χώρας, εἴτε ἐπαναπατρίσθηκαν. Ἄς σημειωθῆ ὅτι πολλές γυναῖκες προσλαμβάνονταν στά χαρέμια.

Μισθοφόροι καί δοῦλοι δέν μπῆκαν στήν πορεία καί στήν διαδικασία ἱδρύσεως συλλογικῶν παροικιακῶν φορέων, οὔτε στήν δημιουργία ἐπιχειρήσεων ὅποιας μορφῆς. Μέ αὐτούς τούς δύο τομεῖς ἀσχολήθηκαν συστηματικά – ὀργανωτικά οἱ ἔμποροι καί οἱ συνεργαζόμενοι μέ αὐτούς μέ σχέση ἐξαρτημένης ἐργασίας, οἱ πολλές χιλιάδες, δηλαδή ἐργαζόμενοι εἴτε σέ ἑλληνική, εἴτε σέ μή ἑλληνική ἐπιχείρηση.

Ἦσαν δέ αὐτοί Ἕλληνες προερχόμενοι ἀπό τόν ἑλλαδικό νησιωτικό καί ἠπειρωτικό χῶρο. Χρονικά ἡ παρουσία Ἑλλήνων στήν Αἴγυπτο διαιρεῖται σέ τέσσερις περιόδους:

α. 1800 περίπου μέχρι 1881, ὁπότε ἱδρύονται Κοινότητες, Ἀδελφότητες, Σύλλογοι καί τίθενται οἱ βάσεις τῆς ὀργανώσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ στήν Αἴγυπτο,

β.1882 μέχρι 1913, ὁπότε γεννιοῦνται οἱ πρῶτες γενιές Ἑλλήνων στήν χώρα, ἐνῶ ἱδρύονται τά πρῶτα Ἱδρύματα καί δημιουργοῦνται οἰκονομικές δυνάμεις Ἑλλήνων,

γ. 1914 μέχρι 1940, ὁπότε συνεχίζεται ἡ ἀκμή τῆς παροικίας, ἐνῶ ταυτόχρονα ἐκδηλώνονται οἱ πρῶτες ἀνησυχίες τῶν Ἑλλήνων γιά τό μέλλον,

δ. 1940 μέχρι σήμερα, ὁπότε μιά φαινομενική ἔστω αἰσιοδοξία ἀκολουθεῖται ἀπό προβλήματα πού ὁδηγοῦν στήν διαρροή Ἑλλήνων πρός τήν Ἑλλάδα καί πρός ἄλλες χῶρες, τελικά δέ, ἡ συρρίκνωση κάθε δραστηριότητος συλλογικῆς καί ἀτομικῆς. Στήν δεκαετία τοῦ 1950 ἐπιτελεῖται ἡ ἀναχώρηση τῶν πρώτων Αἰγυπτιωτῶν γιά τήν Αὐστραλία καί ἀργότερα ὁ ἐπαναπατρισμός τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τῶν Ἑλλήνων τῆς Αἰγύπτου.

Ἡ ἵδρυση φορέων, δηλαδή Κοινοτήτων, Ἀδελφοτήτων καί Συλλόγων – Σωματείων ἀποτέλεσε τήν πεμπτουσία τῆς παροικιακῆς ζωῆς τῶν Ἑλλήνων μέσα στό αἰγυπτιακό περιβάλλον, ὅπως ἄλλωστε συμβαίνει μέ ὁλόκληρο τόν Ἀπόδημο Ἑλληνισμό σέ κάθε γωνιά τῆς γῆς. Ἔχοντας πρότυπο τίς ἱστορικές Ἑλληνικές Κοινότητες τῆς Βενετίας, Τεργέστης, Μασσαλίας, Βιέννης καί ἐκεῖνες τοῦ Βουκουρεστίου, τῆς Φιλιππουπόλεως, τοῦ Πύργου τῆς Βουλγαρίας καί ὄχι ἐκεῖνες τοῦ μικρασιατικοῦ καί ποντιακοῦ χώρου πού εἶχαν ἄλλες δομές καί ἐξηρτῶντο ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀπόλυτα. Ἐκτός ἀπό τήν Ἑλληνορθόδοξη Κοινότητα Καΐρου πού ἱδρύθηκε τό 1856, μέ πρωτοβουλία τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας πού, ὅμως, ἔζησε μέχρι τό 1904 γιά νά τήν διαδεχθῆ ἡ σημερινή μορφή τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητος Καΐρου, ὅλες – καί ἔφτασαν τόν ἀριθμό τῶν 40 περίπου, σέ ὅλη τήν αἰγυπτιακή γῆ – ὑπῆρξαν δημιουργήματα εὐπόρων ἀτόμων πού τίς διοίκησαν, τίς ἐπιχορήγησαν καί εἶναι οἱ Εὐεργέτες τοῦ παροικιακοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς Ἑλλάδος τῆς ἴδιας. Οἱ Κοινότητες ἦσαν νομικά πρόσωπα ἑλληνικά ἀναγνωρισμένα ἀπό τήν Αἴγυπτο καί τήν Ἑλλάδα, ἰδιωτικῆς πρωτοβουλίας, ἀλλά κοινοτικά πρός ὄφελος τοῦ κοινοῦ, δημοσίου χαρακτήρα, ὡς πρός τά δεδομένα στήν Ἑλλάδα (ἀναγνώριση τίτλου σπουδῶν κ.λπ.).

Σημαντική χρονολογία γιά τούς Ἀποδήμους Ἕλληνες τῆς Αἰγύπτου ἀποτέλεσε τό ἔτος 1843. Στίς 2 Ἀπριλίου αὐτοῦ τοῦ ἔτους, συγκεντρώθηκαν κάποιοι Ἕλληνες στήν Ἀλεξάνδρεια σέ συνέλευση καί συνέταξαν Πρακτικό πού προέβλεπε τήν ἵδρυση ὀργανωμένης Κοινότητος μέ φιλανθρωπικό σκοπό. Τό Πρακτικό αὐτό πολυτιμώτερο σήμερα, ἀποτελεῖ τόν πρῶτο Καταστατικό Χάρτη τῆς “Ἑλληνικῆς Κοινότητος Ἀλεξανδρείας”. Ὑπῆρχε ὡστόσο ἤδη μία ὑποτυπώδης ὀργάνωση μέ τήν ὀνομασία “Ἀντιπροσωπεία τῶν Συνδρομητῶν”. Εἶχε ἱδρυθῆ μέ τήν πρωτοβουλία τῶν ἀδελφῶν Τοσίτσα καί τοῦ συγγενῆ του Ν. Στουρνάρη στό “Σχολεῖο τῶν Γραικῶν” καί τό “Νοσοκομεῖο τῶν Γραικῶν” πού χρηματοδοτοῦσαν οἱ ἴδιοι. Ἄλλοι πόροι, συγκεκριμένα τοῦ νοσοκομείου, ἦσαν οἱ φόροι πού πλήρωναν ὅσα ἑλληνικά πλοῖα ἐλλιμενίζονταν στήν Ἀλεξάνδρεια. Τό 1847 ὁ Μ. Τοσίτσας δώρισε οἰκόπεδο γιά νά κτισθῆ ὁ πρῶτος κοινοτικός Ναός, ὁ Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου. Ἦταν ἡ “πρώτη Ἐκκλησία τοῦ κοινοῦ”, ὅπως ἀποκλήθηκε. Θεμελιώθηκε τό ἴδιο ἔτος καί ἐγκαινιάστηκε τό 1854. Τό ἔτος αὐτό ὁ πρῶτος πρόεδρος τῆς ἀλεξανδρεινῆς Κοινότητος καί πρῶτος γενικός Πρόξενος Μ. Τοσίτσας ἐγκατέλειψε τήν Αἴγυπτο, λόγῳ διακοπῆς τῶν ἑλληνοτουρκικῶν σχέσεων, ἐξ αἰτίας τῶν ἑλληνικῶν ἐπαναστάσεων στήν Ἤπειρο, Θεσσαλία καί Μακεδονία καί ἐφ᾿ ὅσον ἡ Αἴγυπτος ἀκόμη ἀποτελοῦσε τμῆμα τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας.

Στήν συνέχεια ἡ Κοινότητα δραστηριοποιήθηκε στόν φιλανθρωπικό τομέα καί στόν ἐκπαιδευτικό κυρίως, καί συνεχίζει νά ζῆ μέ τούς αὐτούς σκοπούς μέχρι σήμερα. Στήν αἰγυπτιακή πρωτεύουσα λειτουργεῖ σήμερα ἡ Ἑλληνική Κοινότητα ἀπό τό 1904, συνέχεια τῆς  προηγουμένης, ὅπως ἀναφέρθηκε. Ἡ ἵδρυσή της ὑπῆρξε πρωτοβουλία τοῦ τότε διπλωματικοῦ πράκτορα στό Κάϊρο Ν. Γεννάδη καί ἐπιχειρηματιῶν τῆς ἐποχῆς, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦσαν ὁ Α. Ρόστοβιτς καί ὁ Ν.Τσανακλῆς, ἀργότερα πρόεδροί της. Στήν ὑπόλοιπη Αἴγυπτο ἀκολούθησε ἡ ἵδρυση καί ἄλλων Κοινοτήτων ἀπό τό 1860 μέχρι καί τήν πρώτη δεκαετία τοῦ 20οῦ αἰῶνα. Ἔτσι λειτούργησαν μέχρι τήν δεκαετία τοῦ 1960 οἱ Κοινότητες Δαμιέτης, Μινίας, Μανσούρας, Πόρτ Σάϊτ, Τάντας, Σουέζ, Σιμπίν ἔλ Κόμ, Κάφρ ἔλ Ζαγιάτ, Κάφρ ἔλ Νταουάρ, Ζίφτα, Μεχάλλα Κεμπίρ, Νταμαγχούρ, Μπέν Σουέφ, Ἀσιούτ, Φαγιούμ, Ἰσμαηλία, Μπέγχα, Ἀσουάν, Φακούς, Μίνετ ἔλ Γκάμχ, Λούξορ, Ντεϊρούτ, Σοχάγκ, Μίτ Γάμρ, Μάρσα Ματρούχ κ.ἄ.

1. Ἡ περίοδος τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου

Τό ἔτος 1949 ἀποτελεῖ γιά τήν ἱστορία τῶν Ἑλλήνων στήν Αἴγυπτο ὁρόσημο ἀποφασιστικῆς σημασίας. Εἶναι τότε πού ἀρχίζει νά ἐφαρμόζεται ἡ συνθήκη τοῦ Montreux κατά γράμμα. Εἶχε ὑπογραφῆ τό 1937 ἀπό τά ἐνδιαφερόμενα μέρη, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν ἡ Ἑλλάδα, ἀλλά λόγῳ τοῦ πολέμου συμφωνήθηκε νά παγώση μέχρι τό 1949. Σπουδαιώτερη διάταξη τῆς συμφωνίας διελάμβανε τήν κατάργηση τῶν Διομολογήσεων πού ὑπῆρχαν στά κράτη ὑπό τό ὀθωμανικό καθεστώς (Προξενικά καί Μεικτά Δικαστήρια κ.ἄ.). Τότε οἱ Ἕλληνες βρέθηκαν πρό ψηφίσεως ἀπό τήν αἰγυπτιακή πολιτεία καί ἐφαρμογῆς πρωτόγνωρων σχεδόν περιοριστικῶν νόμων ἐργασίας, ἄδειας παραμονῆς στήν χώρα κ.λπ. Προφανῶς ἄρχιζε ἡ ἀντίστροφη μέτρηση καί μάλιστα ἐπί βασιλείας καί ἀγγλικῆς ἐπιρροῆς στήν χώρα, ὡς πρός τήν παραμονή τοῦ ξένου στοιχείου, γεγονός πού δέν εἶχε προβληματίσει τήν συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων, ὅπου διαβιοῦσαν σχεδόν καλά μέχρι πολύ καλά, ἀνάλογα μέ τήν οἰκονομική τους δυνατότητα. 

Εἶχε προηγηθῆ ἐκείνη ἡ θυελλώδης πενταετία καί πλέον τοῦ πολέμου κατά τόν ὁποῖο ἡ Αἴγυπτος δέν γνώρισε κατοχικά χρόνια, ὅπως ἡ Εὐρώπη, ἀλλά βρέθηκαν στό ἐπίκεντρο τῶν ἐχθροπραξιῶν τοῦ Ἄξονα μέ τούς Συμμάχους καί ἔβλεπε τό φάσμα τῆς εἰσόδου τοῦ Ρόμελ στό ἐσωτερικό της πού κάποιοι ἐπιθυμοῦσαν, ἀλλά πού δέν πραγματοποιήθηκε. Στήν λαίλαπα αὐτοῦ τοῦ πολέμου σημαντική ὑπῆρξε ἡ συμμετοχή τῶν Ἑλλήνων τῆς Αἰγύπτου στήν στράτευση, στήν ἀεράμυνα, στήν περίθαλψη, ὅσων τήν χρειάστηκαν. Περίπου ὁλόκληρος ὁ νεανικός πληθυσμός μέ ἡλικία ἀπό 10 μέχρι 29 ἐτῶν ἐπιστρατεύθηκε, ἐνισχύοντας τούς λίγους ἑλλαδικούς πού κατέφυγαν στήν Μέση Ἀνατολή, ὅλοι μαζί κάτω ἀπό τίς βρεττανικές διαταγές. Στήν Αἴγυπτο ξεκίνησαν οἱ ἐμφύλιες ἀντιθέσεις μεταξύ τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖες ἀτυχῶς μεταφέρθηκαν στήν Ἑλλάδα μετά τήν ἀπελευθέρωση μέ τά γνωστά ὀλέθρια ἀποτελέσματα. Στήν Αἴγυπτο κατέφυγε ἀρχικά ἡ κυβέρνηση Ἐμ. Τσουδεροῦ καί ἡ τότε βασιλική οἰκογένεια μετά τήν πτώση τῆς Κρήτης, τό 1941. Ἐκεῖ λειτούργησε ἡ διοίκηση καί τά πολεμικά Ὑπουργεῖα, τό ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν καί ὅποια ἄλλα διοικητικά ὄργανα, ἐκεῖ τυπωνόταν ἡ Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως, ἐκεῖ στρατοπέδευσαν καί ἐλλιμενίζονταν οἱ ἑλληνικές Ἔνοπλες Δυνάμεις, ἐκεῖ νοσηλεύονταν οἱ τραυματίες πολέμου τοῦ Ἒλ Ἀλαμέϊν, στά δύο Κοινοτικά Ἑλληνικά Νοσοκομεῖα Ἀλεξανδρείας καί Καΐρου, ἐκεῖ ὁ Γ. Σεφέρης ἐμπνεύστηκε τά ἔργα του γιά τόν Μακρυγιάννη γιά παράδειγμα, τύπωσε τίς “Δοκιμές” του, προλόγισε ἄλλες ἐκδόσεις, κατανόησε, ὅπως ὁμολόγησε, τό καβαφικό ἔργο. Ὡς πρός τήν ἐπιστράτευση Ἑλλήνων τῆς Αἰγύπτου, κάποιοι ἀπό τούς ὁποίους ἔδωσαν τήν ζωή τους, ἔγινε δεκτή ἀπό τούς ταγούς τῆς παροικίας μέ ἐπιφύλαξη καί σχετική ἄρνηση, ἐνῶ ἀπό τούς ἴδιους τούς στρατευσίμους κατά κανόνα μέ ἐνθουσιασμό. Ἀτυχῶς ὁ ἐνθουσιασμός αὐτός ἐξανεμιζόταν, καθώς παρατεινόταν ἡ ἐπιστράτευση τούς μῆνες μετά τήν λήξη τοῦ πολέμου.

2. Ἀρχίζει τό β΄ μισό τοῦ 20οῦ αἰῶνα

Μέ ἐλπίδες μετά τήν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης, οἱ Ἕλληνες τῆς Αἰγύπτου εἰσῆλθαν στό δεύτερο μισό τοῦ 20οῦ αἰῶνα, χωρίς καλούς οἰωνούς ὅμως. Ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα ἐνεῖχε ἀνησυχίες μάλιστα μετά τόν ἀραβοϊσραηλινό πόλεμο πού προκαλοῦσαν λαϊκές ἐξεγέρσεις καί διαδηλώσεις, ὅταν ἀκόμη ἡ βρεττανική παρουσία ἴσχυε στήν χώρα. Ἐναντίον τῆς ἀποικιοκρατίας τῆς τελευταίας ἐστρέφονταν οἱ διαμαρτυρίες, ὅμως ἐθίγοντο καί οἱ Ἕλληνες. Τό 1949 ἐπιχειρεῖται δίχως ἀποτέλεσμα ἡ ὑπογραφή μεταξύ Ἑλλάδος καί Αἰγύπτου συμφωνίας ἐγκαταστάσεως τῶν Ἑλλήνων στήν χώρα. Τό ὅραμα τοῦ ἐπαναπατρισμοῦ ἴσχυε γιά ἐλαχίστους ὅταν μάλιστα ἡ Ἑλλάδα μόλις εἶχε βγῆ τραυματισμένη ἀπό τόν ἐμφύλιο σπαραγμό. Τά πράγματα ἔβαιναν ἤ φαίνονταν ὅτι βαίνουν ὁμαλά γιά τόν Ἑλληνισμό στήν Αἴγυπτο. Δύο, ὡστόσο κοινωνιολογικά φαινόμενα προμήνυαν τά μελλούμενα. Τό πρῶτο ἦταν ὅτι ἕνας, ἔστω καί μικρός ἀριθμός Ἑλλήνων, ἀποφάσισαν νά ἐπαναπατρισθοῦν, φαινόμενο πού εἶχε ἀρχίσει νά παρατηρῆται ἤδη ἀπό τήν δεκαετία τοῦ 1930, τότε πού εἰσέρρεαν εἰσέτι Ἑλλαδῖτες στήν Αἴγυπτο. Τό δεύτερο ἦταν ὅτι οἱ μικρές πληθυσμιακά Κοινότητες τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς χώρας ἔβλεπαν νά φθίνη ὁ ἀριθμός τῶν μελῶν τους. Εἴτε κάποιοι ἐγκατέλειπαν τίς ἑστίες τους καί ἔφευγαν στό ἐξωτερικό (λίγοι ἀκόμη), εἴτε ζητοῦσαν νέα κατοικία στίς πόλεις, ὅπως τό Κάϊρο, ἡ Ἀλεξάνδρεια κ.ἄ. Στίς πόλεις αὐτές καί σέ κάποιες ἄλλες στό Δέλτα τοῦ Νείλου καί στήν Διώρυγα λειτουργοῦσαν ἀκόμη τά ἑλληνικά Ἐκπαιδευτήρια, συνεχιζόταν τό φιλανθρωπικό ἔργο τῶν ἐκεῖ Κοινοτήτων καί ἡ ζωή εἶχε τά χαρακτηριστικά μιᾶς προόδου στήν δραστηριότητα (οἰκονομία, δηλαδή ἐμπόριο, βιοτεχνία, βιομηχανία, τράπεζες).

3. Ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1952

Ὅλα αὐτά μέχρι τό 1952, στίς 23 Ἰουλίου, ὁπότε κηρύχθηκε ἡ Ἐπανάσταση τῶν Ἐλευθέρων Ἀξιωματικῶν πού ὁλοκληρώθηκε στίς 26 Ἰουλίου μέ τήν ἐκθρόνιση τοῦ βασιλιᾶ Φαρούκ τοῦ Α΄, ἀπογόνου τοῦ Μωχάμετ Ἄλι, τοῦ εὐεργετήσαντος καί εὐεργετηθέντος ἀπό τό ἑλληνικό στοιχεῖο. Ἀμέσως ἡ ἱστορία τῆς χώρας ἀλλάζει, ὅπως ἦταν φυσικό. Τίθενται σέ ἐφαρμογή ἀπό τό νέο πολιτειακό καθεστώς περιοριστικοί νόμοι στήν ἐργασία, ἰδίως ἀπό τό 1957, δυσμενέστεροι ὅσων ἤδη ἐφαρμόζονταν, καθώς καί ἐθνικοποιήσεις – αἰγυπτιοποιήσεις περιουσιακῶν στοιχείων, μεσεγγυήσεις αὐτῶν κ.λπ. Μέ βάση τήν φιλοσοφία τῆς Ἐπαναστάσεως ὅτι δημιουργήθηκαν περιουσίες εἰς βάρος τοῦ λαοῦ. Ὁ πανικός μεταξύ τῶν Ἑλλήνων παίρνει διαστάσεις μεγάλες. Ἡ εὐχή “καλή πατρίδα” σχεδόν κυριαρχεῖ στά χείλη τῶν περισσοτέρων Αἰγυπτιωτῶν Ἑλλήνων.

4. Ἡ ἐπίσκεψη Κ. Καραμανλῆ καί ὁ Ἑλληνισμός τῆς Αἰγύπτου τό 1957

Ὁ Ἕλληνας πρωθυπουργός Κ. Καραμανλῆς σπεύδει στήν Αἴγυπτο, ὕστερα ἀπό ἐπίσημη πρόσκληση τοῦ προέδρου Γκαμάλ Ἄμπντελ Νάσερ. Κύρια φροντίδα του εἶναι νά προλάβη τήν συρρίκνωση καί διάλυση τοῦ ὀργανωμένου καί σχεδόν “εὐημεροῦντος”, σέ σύγκριση πάντα μέ τήν ἑλλαδική πραγματικότητα. Φυσικά στήν σκέψη του εἶναι νά ἀποτρέψη τόν ἀθρόο ἐπαναπατρισμό. Εἶναι ὁ Αὔγουστος τοῦ 1957. Οἱ ταγοί τῆς παροικίας στό μεταξύ, μεταξύ τῶν ὁποίων οἱ ἐπιφανέστεροι, δηλαδή οἱ πρόεδροι τῶν δύο Κοινοτήτων Ἀλεξανδρείας καί Καΐρου, Α. Θεοδωράκης καί Ν. Πιερράκος, ἐκ τῶν πλέον σημαντικῶν οἰκονομικῶν παραγόντων τῆς χώρας, ἐκφράζουν πρός τόν Κ. Καραμανλῆ τίς ἀνησυχίες γιά τό μέλλον τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Ὁ Κ. Καραμανλῆς συνοδευόμενος ἀπό τόν ὑπουργό Ἐξωτερικῶν Εὐάγγελο Ἀβέρωφ καί μέ συμπαράσταση τοῦ πρέσβη στό Κάϊρο Αἰγυπτιώτου, Δημητρίου Λάμπρου, προσωπικοῦ φίλου τοῦ Νάσερ, ἐπισκέπτεται τό Κάϊρο καί τήν Ἀλεξάνδρεια καί φυσικά τήν παροικία, συνομιλεῖ μέ τήν αἰγυπτιακή πλευρά, ὑπόσχεται ὑποστήριξη πρός τήν Αἴγυπτο. Ἔχει προηγηθῆ ἡ Γαλλο – Ἀγγλο – Ἰσραηλινή εἰσβολή τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1956, μετά τήν ἐθνικοποίηση τῆς Ἑταιρείας πού διαχειριζόταν τήν Διώρυγα τοῦ Σουέζ. Ἔχει κηρυχθῆ τό 1955 ὁ ἔνοπλος ἀπελευθερωτικός ἀγώνας τῆς ΕΟΚΑ κατά τοῦ Ἄγγλου κατακτητῆ στήν Κύπρο. Ἡ Ἑλλάδα ὑποστηρίζει τό δίκαιο τῆς Αἰγύπτου στόν Ὀργανισμό Ἡνωμένων Ἐθνῶν καί ἡ Αἴγυπτος μέ ἄλλες ἀδέσμευτες χῶρες θά στηρίξη τό δίκαιο τῆς Κύπρου στόν ἴδιο Ὀργανισμό.

5. Σύννεφα γιά τόν Ἑλληνισμό τῆς Αἰγύπτου. Ἐθνικοποιήσεις – Αἰγυπτιοποιήσεις

Ἡ ἐξαίρεση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου τῆς Αἰγύπτου ἀπό τούς περιοριστικούς νόμους δέν μπορεῖ νά ἐξασφαλιστῆ, διότι ὅπως ἀνακοινώνεται πρός τήν ἑλληνική πλευρά, τά μέτρα ἀφοροῦν καί κάθε Ἄραβα Αἰγύπτιο ὑπήκοο κεφαλαιοῦχο. Ἔτσι ἡ πενταετία 1957 – 1962 θά μείνη στήν ἱστορία τῶν Ἑλλήνων τῆς Αἰγύπτου ὡς ἡ πλέον ἀρνητική γιά τό μέλλον τῶν παροικιῶν, πού ἔτσι θά ἀναγκαστοῦν νά συρρικνωθοῦν δραματικά. Ἀπό πληθυσμό στήν χώρα 200.000 Ἑλλήνων κατά τήν δεκαετία τοῦ 1930 (100.000 στήν Ἀλεξάνδρεια καί τό Δέλτα καί 100.000 στήν ὑπόλοιπη Αἴγυπτο), θά παραμείνουν μετά τό 1962 περίπου 28.000. Ὅλοι οἱ ἄλλοι θά ἐπαναπατρισθοῦν στήν μεγάλη πλειοψηφία τους καί στήν Αὐστραλία, Νότιο Ἀφρική, λοιπή Βόρειο Ἀφρική, Κεντρική Ἀφρική, Καναδᾶ, Ἡνωμένες Πολιτεῖες, Βραζιλία καί λίγοι σέ χῶρες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης (Ἰταλία, Γαλλία κ.λπ.). Σπουδαῖο γεγονός, καθόλου εὐχάριστο, ἀποτελεῖ τό 1966 ἡ πώληση ἀπό τήν διαχειρίστρια Ἑλληνική Κοινότητα Ἀλεξανδρείας ἐκ μέρους τοῦ ἑλληνικοῦ Δημοσίου στό ὁποῖο ἀνῆκε, τό Ἑλληνικό Νοσοκομεῖο Ἀλεξανδρείας “Θεοχάρης Κότσικας”, Ἵδρυμα πού ἐξυπηρέτησε ὄχι μόνο τήν παροικία, ἀλλά καί νοσήλευσε κατά τήν πολεμική περίοδο τοῦ 1941 – 1945 τούς Ἕλληνες καί συμμάχους στρατευσίμους.

6. Διαρροή τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου. Συρρίκνωση κάθε δραστηριότητος

Καθώς λήγει ἡ δεκαετία τοῦ 1960 καί κατά τήν δεκαετία τοῦ 1970 παρατηρεῖται συνεχής μείωση τῆς δραστηριότητος τῶν Ἑλλήνων σέ κάθε τομέα. Εἶναι ἐμφανής πλέον ἡ συρρίκνωση στήν οἰκονομία. Ὅσες ἐπιχειρήσεις, καί ἦσαν πάμπολλες, εὑρίσκονταν σέ ἑλληνικά χέρια στούς τομεῖς τοῦ ἐμπορίου, τῆς βιομηχανίας, τῆς βιοτεχνίας καί τοῦ τραπεζικοῦ συστήματος, διαλύονται. Ἰδιοκτῆτες τῶν ἐπιχειρήσεων καί ἐργαζόμενοι Ἕλληνες σέ αὐτές ἐγκαταλείπουν τήν χώρα. Ὁ φιλανθρωπικός καί κοινωνικός τομέας τῶν Κοινοτήτων, Ἀδελφοτήτων καί κάθε εἴδους Συλλόγων δέχεται πλῆγμα, λόγῳ αὐτῆς τῆς ἀποχωρήσεως τῶν Ἑλλήνων. Τά Ἐκπαιδευτήρια κλείνουν στήν πλειοψηφία τους, λόγῳ ἐλλείψεως μαθητῶν, ὅπως ἦταν φυσικό, μετά τήν πραγματικότητα πού δημιουργήθηκε καί ὅλα συγκεντρώνονται καί συμμαζεύονται στίς Κοινότητες Καΐρου, Ἀλεξανδρείας, Μανσούρας καί Πόρτ Σάϊτ καί Ἰμπραημίας (στό ὁμώνυμο προάστειο τῆς Ἀλεξανδρείας). Ἀλλά στήν δεκαετία τοῦ 1980 νέος περιορισμός τῶν δραστηριοτήτων βρίσκει τόν Ἑλληνισμό τῆς Αἰγύπτου. Θά παραμείνουν πλέον μόνο οἱ Κοινότητες Καΐρου καί Ἀλεξανδρείας μέ οὐσιαστικό ἔργο τῆς ἐκπαιδεύσεως καί τῆς φιλανθρωπίας μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 21ου αἰῶνα, ὁπότε λειτουργοῦν τά ἑξῆς σχολεῖα: Πρόκειται γιά τά σχολεῖα πρωτοβάθμιας ἐκπαιδεύσεως, στό Κάϊρο ἡ Ἀχιλλοπούλειος Σχολή καί στήν Ἀλεξάνδρεια ἡ Τοσιτσαία – Πρατσίκειος, καθώς καί γιά τήν δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση, στό Κάϊρο ἡ Ἀμπέτειος Σχολή καί στήν Ἀλεξάνδρεια τό Ἀβερώφειο Γυμνάσιο – Λύκειο.

Ἡ ὑπόλοιπη Ἑλληνική παρουσία συνίσταται στό μέν Κάϊρο στό Νοσοκομεῖο καί Γηροκομεῖο τῆς ἐκεῖ Κοινότητος, στό Ἑλληνικό Κέντρο, στόν Ναυτικό Ὅμιλο, στήν Στέγη Ἡλιουπόλεως καί σέ κάποιους φιλανθρωπικούς Συλλόγους, στήν δέ Ἀλεξάνδρεια στό Ἀντωνιάδειο – Κανισκέρειο Γηροκομεῖο, στήν Ἕνωση Ἑλλήνων καί στόν Ναυτικό Ὅμιλο. Κτιριακῶς ἡ Ἑλληνική Κοινότητα Καΐρου ὑπάρχει στά γραφεῖα της στό κέντρο τῆς πόλεως καί στήν περιοχή τῆς Ἡλιουπόλεως, ὅπου τά Ἐκπαιδευτήρια, καί στήν Ἀλεξάνδρεια στό οἰκοδομικό τετράγωνο τῆς περιοχῆς Σάτμπυ, ὅπου ἡ διοίκηση, τά σχολεῖα καί τό ἐκεῖ Γενικό Προξενεῖο τῆς Ἑλλάδος. Ὅλα εἶναι ἐγκατεστημένα σέ κτιριακά συγκροτήματα πού κάποτε ἵδρυσαν οἱ Εὐεργέτες καί χρησίμευσαν κυρίως γιά ἐκπαιδευτήρια. Ἡ Ἑλλάδα ἐκπροσωπεῖται διπλωματικῶς ἀπό τήν πρεσβεία στό Κάϊρο καί δύο Γενικά Προξενεῖα στήν πρωτεύουσα καί στήν Ἀλεξάνδρεια.

7. Τό Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας

Βάση καί συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ στήν Αἴγυπτο ἀποτελεῖ ἀναμφισβήτητα τό Ἑλληνορθόδοξο Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας μέ δικαιοδοσία στόν ἀφρικανικό χῶρο. Μέ μικρό ἑλληνικό ποίμνιο στήν Αἴγυπτο, στό ὁποῖο περιλαμβάνονται καί κάποιες χιλιάδες ἀραβοφώνων ὀρθοδόξων χριστιανῶν, διατηρεῖ τήν Ἐπιτροπεία Ἀλεξανδρείας, τήν Ἐπιτροπεία Καΐρου καί τίς Μητροπόλεις Πηλουσίου (ἕδρα Πόρτ Σάϊτ), Ἑρμουπόλεως (ἕδρα Τάντα), Λεοντοπόλεως (ἕδρα Σουέζ), τήν Ἐπισκοπή Βαβυλῶνος (Κάϊρο), δηλαδή κάποιες “πάλαι ποτέ διαλάμψασες” Μητροπόλεις. Σήμερα, Πατριάρχης εἶναι ὁ Μακαριώτατος Θεόδωρος Β΄ Χορευτάκης ἀπό τήν Κρήτη (2004 -). 

Ἱδρυμένο τό Πατριαρχεῖο τόν πρῶτο αἰῶνα μ.Χ. ἀπό τόν Εὐαγγελιστῆ Μᾶρκο, ἔχει διανύσει ὅλους τούς 20 αἰῶνες ἀνάμεσα σέ δυσκολίες, χωρίς νά λείψη ἀπό τό ἱεραποστολικό του ἔργο πού μέχρι σήμερα ἐπιτελεῖ στήν Ἀφρική διά τῶν Μητροπόλεων Καρθαγένης καί Τριπόλεως στήν Βόρειο Ἀφρική, Ἀξώμης στήν Αἰθιοπία, Σουδάν, Καμερούν, Νιγηρίας, Κεντρώας Ἀφρικῆς, Κένυας, Ζιμπάμπουε, Ἰωαννουπόλεως καί Καλῆς Ἐλπίδος στίς πόλεις Γιοχάνεσμπουργκ καί Κέϊπ Τάουν, καί τῶν Ἐπισκοπῶν Ζάμπιας, Γκάνας, Μαδαγασκάρης κ.ἄ. Διατηρεῖ Ἱερατική Σχολή ― Ἱεροδιδασκαλεῖο μέ τήν ἐπωνυμία “Μακάριος Γ΄ ” στό Ναϊρόμπι. Μετόχια στήν Ἀθήνα καί στήν Ὀδησσό, στίς δύο ἀρχαῖες Μονές τοῦ Ἁγίου Σάββα στήν Ἀλεξάνδρεια καί τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στό παλαιό Κάϊρο, πλῆθος παλαιῶν καί νεωτέρων Ναῶν ἀνά τήν Ἀφρική, Βιβλιοθήκη καί χειροτονεῖ κληρικούς πού σπουδάζουν στήν Ἱερατική Σχολή τοῦ Ναϊρόμπι.

8. Σχέσεις τῶν Ἑλλήνων μέ τήν αἰγυπτιακή πραγματικότητα

Ὁ Ἕλληνας τῆς Αἰγύπτου κατά κανόνα, θεώρησε μέχρι τήν στιγμή πού ἐγκατέλειψε τήν χώρα δεύτερη πατρίδα του. Ὁ ἁπλός πολίτης δέθηκε κυρίως στό ἐσωτερικό μέ τόν Ἄραβα συνάνθρωπο. Ἀκόμη συνταυτίσθηκε μέ τούς ἀλλοεθνεῖς τῆς Αἰγύπτου, Ἰταλούς, Ἀρμενίους, τούς Κόπτες καί φυσικά τούς Μουσουλμάνους. Κατά τήν δύσκολη περίοδο 1956 ― 1957 παρατηρήθηκε συμπαράσταση τῶν Αἰγυπτιωτῶν Ἑλλήνων πού ἐκφράσθηκε μέ τήν παροχή ἐθελοντικῶν ὑπηρεσιῶν στίς αἰγυπτιακές Ἔνοπλες Δυνάμεις, στήν ἀεράμυνα, στήν περίθαλψη τραυματιῶν κ.λπ. Γιά τόν τελευταῖο αὐτόν τομέα οἱ Κοινότητες Ἀλεξανδρείας καί Καΐρου ἔθεσαν σέ λειτουργία Κέντρο Πρώτων Βοηθειῶν στά ἑλληνικά Νοσοκομεῖα ὑπό τό ἐπιστημονικό καί νοσηλευτικό προσωπικό, τότε. Ἂν μάλιστα ληφθῆ ὑπ᾿ ὄψη ἡ γενναία συμμετοχή τῶν Ἑλλήνων πλοηγῶν τῆς Διώρυγος τοῦ Σουέζ πού δέν ἀποχώρησαν ἀπό τήν Αἴγυπτο, ἀλλά παρέμειναν στό ἔργο τους κατά τήν εἰσβολή τοῦ 1956, ἔχει τότε ὁ ἀναγνώστης πλήρη εἰκόνα αὐτῆς τῆς ἑλληνικῆς βοηθείας. Ἐν τούτοις οἱ Ἕλληνες Εὐεργέτες στήν Αἴγυπτο πού πρόσφεραν πολλά στίς ἑλληνικές παροικίες, στήν Ἑλλάδα καί τίς ἰδιαίτερές τους πατρίδες, δέν ἔδειξαν ἀνάλογο πνεῦμα εὐεργεσίας πρός τήν χώρα τῆς Αἰγύπτου καί τόν αἰγυπτιακό λαό. Ἐλάχιστες ὑπῆρξαν οἱ ἐξαιρέσεις, ὅπως γιά παράδειγμα, ἡ δωρεά τοῦ Γ. Ζαρβουδάκη γιά τήν ἵδρυση “Πολυτεχνικῆς Σχολῆς” τῆς Αἰγύπτου καί αὐτό  στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνα. Σημάδια φαίνονται ἀργότερα στίς πρόσφατες δεκαετίες μέχρι σήμερα (2005), κυρίως στόν πολιτιστικό τομέα. Τοποθετήθηκε στήν Ἀλεξάνδρεια ἄγαλμα, μέ ἔφιππο τόν Μέγα Ἀλέξανδρο. Ἐνισχύθηκαν τομεῖς, ὅπως ἡ ἀναβίωση τῆς Βιβλιοθήκης Ἀλεξανδρείας, ἐνῶ ἔγιναν ἐπενδύσεις στήν οἰκονομία τῆς Αἰγύπτου, μέ πρῶτο παράδειγμα τήν πρωτοβουλία γιά βιομηχανία χαρτιοῦ τοῦ Ὁμίλου Ζερίτη κ.ἄ. Ἀλλά καί πρός τήν Ἑλλάδα συνεχίσθηκαν μειωμένες βέβαια ἀλλά μέ πολύ πατριωτικό συναίσθημα εὐεργεσίας Αἰγυπτιωτῶν Ἑλλήνων. Μεταξύ ἄλλων συγκαταλέγονται οἱ δωρεές πού ἔγιναν ἀπό τόν Ἀλεξανδρινό ἐπιχειρηματία Παναγιώτη Σούλου στήν γενέτειρά του Λέρο, καί τῶν Καϊρινῶν Λαμπρίδη, Μάκκου καί Βίττη στήν γενέτειρά τους Ἤπειρο.

9. Τό σήμερα τῶν Ἑλλήνων σέ Αἴγυπτο καί Ἀφρική

Ἡ μικρή πλέον ἑλληνική παροικία στό Κάϊρο καί στήν Ἀλεξάνδρεια καθώς καί τῆς ἐλαχίστης πληθυσμιακά πάντοτε, στίς πόλεις Πόρτ Σάϊτ καί Ἰσμαηλία, ἀριθμεῖ χίλια περίπου ἄτομα. Στήν ὑπόλοιπη Ἀφρική ζοῦν σήμερα 40.000 Ἕλληνες στήν Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία, 1.500 στήν Ζιμπάμπουε καί λίγοι ἀκόμη ἐγκατεσπαρμένοι Ἕλληνες σέ χῶρες τῆς Κεντρικῆς, Δυτικῆς καί Ἀνατολικῆς Ἀφρικῆς πού ἀποτελοῦν, ὅπως ἀναφέρθηκε, μαζί μέ τούς Ἀφρικανούς τό ποίμνιο τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας καί πάσης Ἀφρικῆς, τό δεύτερο τῇ τάξει Ὀρθόδοξο Πατριαρχεῖο. Οἱ Ἕλληνες τῆς Ἀφρικῆς σήμερα ἀσχολοῦνται ἐπαγγελματικά μέ ἐπιχειρήσεις, κυρίως ἐμπορίου καί βιοτεχνίας καί μέ κάποια ἄλλα πρακτικά ἐπαγγέλματα (καταστήματα τροφίμων, ἑστιατόρια καί ἄλλα παρόμοια). Εἶναι ὀργανωμένοι σέ Κοινότητες, Ἀδελφότητες καί Συλλόγους στίς πόλεις Γιοχάνεσμπουργκ, Πρετόρια, Κέϊπ Τάουν, στό Χαράρε, στήν Ἀντίς Ἀμπέμπα καί σέ ἄλλες τῆς Κεντρικῆς καί λίγοι στήν Βόρειο Ἀφρική, ἐκτός Αἰγύπτου.

Πολιτιστικά καί ἄλλα νεώτερα καί σύγχρονα

Ἡ πνευματική ζωή τῶν Ἑλλήνων τῆς Αἰγύπτου στήν περίοδο 1949 μέχρι τά πρῶτα χρόνια τῆς δεκαετίας 1970 παρουσίασε τίς τελευταῖες ἀναλαμπές. Ἐκδηλώσεις σέ καθημερινή σχεδόν βάση, ἔκδοση βιβλίων, ἐφημερίδες, περιοδικά, ἔδειχναν ποιά ἀξιόλογη παράδοση εἶχε προηγηθῆ. Ἀτυχῶς κατέληξαν τόν βίον τους οἱ τελευταῖες ἐφημερίδες τῆς παροικίας “Ταχυδρόμος” στήν Ἀλεξάνδρεια καί “Φῶς” στό Κάϊρο. Ἔκλεισαν τά πολλά ἑλληνικά τυπογραφεῖα, σταμάτησαν κάποιες θεατρικές παραστάσεις, ἀκόμη καί θιάσων ἀπό τήν Ἑλλάδα πού ἐνθουσίαζαν τό ἑλληνικό κοινό στήν Αἴγυπτο. Πῶς ἀναπληρώνονται ὅλα αὐτά σήμερα;

Ἀπό τήν δεκαετία τοῦ 1980 παρουσιάσθηκε μία εἰκόνα ἀρκετά σημαντική στόν τομέα αὐτό μέ πρωτοβουλία κυρίως τῶν διπλωματικῶν ὑπηρεσιῶν τῆς Ἑλλάδος στίς ἀφρικανικές χῶρες, καθώς καί μέ ἔμπνευση καί ἐκτέλεση ἐκ μέρους ἀτόμων καί Συλλόγων Αἰγυπτιωτῶν τῆς Ἑλλάδος. Ἐνίοτε ἀναλαμβάνεται πρωτοβουλία, κυρίως τῶν διπλωματικῶν ὑπηρεσιῶν τῆς Ἑλλάδος στίς ἀφρικανικές χῶρες, καθώς καί μέ ἔμπνευση καί ἐκτέλεση ἐκ μέρους ἀτόμων καί Συλλόγων Αἰγυπτιωτῶν τῆς Ἑλλάδος. Ἐνίοτε ἀναλαμβάνεται πρωτοβουλία ἐκ μέρους τοῦ Συμβουλίου Ἀποδήμου Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἑλλάδος. Ἔτσι διοργανώθηκαν καί διοργανώνονται σημαντικά γεγονότα, ὅπως ἐκθέσεις, συναυλίες, συμπόσια καί ἄλλα γεγονότα πού σκοπό ἔχουν νά ὑπογραμμίσουν τήν σημασία τῆς ἑλληνικῆς παρουσίας ἄλλοτε καί τώρα στόν ἀφρικανικό χῶρο. Στήν Ἑλλάδα ἐρευνᾶται ἡ Ἱστορία τοῦ Ἑλληνισμοῦ στήν Αἴγυπτο καί στήν λοιπή Ἀφρική, ἐνῶ τυπώνονται πλῆθος διατριβῶν, μελετῶν, καί λογοτεχνικῶν βιβλίων κατά πρωτοφανῆ τρόπο.

Ὡστόσο συνεχίζεται μία ἀξιόλογη ἐκδοτική δραστηριότητα ἐκ μέρους τοῦ Πατριαρχείου πού ἀφορᾶ τό σύνολο τῆς Ἀφρικῆς ἄλλοτε καί τώρα. Σήμερα ἡ τρέχουσα πραγματικότητα τῶν Μητροπόλεων ἀποτυπώνεται στό παλιό περιοδικό τοῦ Πατριαρχείου στόν “Πάνταινο”, ἡ ἐκκλησιολογική καί θρησκειολογική Ἱστορία στό ἐπίσης παλιό περιοδικό “Ἀνάλλεκτα”, ὅλα πατριαρχικῆς φροντίδος καί ἐκτυπώσεως. Ἐπίσης στά ἴδια πλαίσια ἐκδίδεται στό ἐτήσιο “Ἡμερολόγιο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀλεξανδρείας”, ὅπου ἀποτυπώνεται ἡ σύγχρονη ζωή τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀφρικῆς κατά Μητροπόλεις, μέ χρήσιμα στοιχεῖα τῶν ἑλληνικῶν παροικιῶν, φορέων, καθώς καί τῶν διπλωματικῶν ἑλληνικῶν ἀρχῶν πού ὑφίστανται στίς μέρες μας.

10. Οἱ Ἕλληνες στήν Μέση Ἀνατολή. Ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή καί Μονή Ἁγίας Αἰκατερίνης Σινᾶ 

Πυρῆνα τοῦ Ἑλληνισμοῦ στήν περιοχή τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, Μεσόγειο μέχρι τό Ἰράν, ἀποτέλεσαν τά παλαίφατα Πατριαρχεῖα Ἀντιοχείας, Ἱεροσολύμων καί ἡ ἀνεξάρτητος Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή καί Μονή τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης Σινᾶ. Πρόκειται γιά ὅσους Ἕλληνες περιστοίχιζαν αὐτές τίς χριστιανικές ὀρθόδοξες ἑστίες ἐκτός Ἑλλάδος, στίς χῶρες Συρία, Λίβανο, Ἰορδανία, Παλαιστίνη, Ἰράκ, Ἰράν, Περσικό Κόλπο, Σαουδική Ἀραβία

α. ΣΥΡΙΑ:

Ὁ νεώτερος ἑλληνισμός στήν χώρα αὐτή φθίνει συνεχῶς, καί σημερα δέν ὑπάρχει ὀργανωμένη ἑλληνική παρουσία. Οἱ Ἕλληνες στόν χῶρο αὐτό μετέβησαν ἀπό τήν Μ. Ἀσία μετά τήν καταστροφή τοῦ ἐκεῖ ἑλληνισμοῦ. Ἐπίσης ἔζησαν ἐκεῖ καί ζοῦν Ἕλληνες ἀπό τήν Κρήτη. Κάποτε οἱ ἑλληνικές Κοινότητες Δαμασκοῦ καί Χαλεπίου γνώρισαν ἄνθηση. Μετά τούς μεικτούς γάμους καί τήν στροφή τοῦ Πατριαρχείου μοιραῖα πρός τό ἀραβικό ὀρθόδοξο ποίμνιο, δέν ὑφίσταται ἑλληνικό στοιχεῖο.

β. ΛΙΒΑΝΟΣ:

Στόν Λίβανο οἱ Ἕλληνες διέλυσαν τήν δραστηριότητά τους διαρκοῦντος τοῦ ἐμφυλίου πολέμου. Ἐτράπησαν στήν Ἑλλάδα, τήν Κύπρο καί ἄλλες χῶρες. Ἡ ἄλλοτε ἀνθοῦσα Κοινότητα τῆς Βηρυττοῦ δέν ὑπάρχει, σχεδόν καθόλου, ἐνῶ στήν Τρίπολη λίγοι Ἕλληνες εἶναι συσπειρωμένοι γύρω ἀπό τήν Μητρόπολη Τριπόλεως πού ὑπάγεται, ὅπως καί ἡ Μητρόπολη Χαλεπίου, στό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας.

γ. ΣΑΟΥΔΙΚΗ ΑΡΑΒΙΑ: 

Στήν χώρα αὐτή ἀπό τήν δεκαετία 1950 – 1960 ἐγκαταστάθηκε μετακινούμενος ἑλληνικός πληθυσμός πού ἐργάσθηκε σέ ἑλληνικές καί ἄλλων ἑταιρεῖες (οἰκοδομικές – ναυτιλιακές). Ἡ παρουσία τους βρισκόταν στό Ριάντ, στό Νταχράν, στήν Τζέντα καί στό Ράμπαχ. Ὑφίσταται ἐπίσης καί μικρός ἀριθμός Ἑλλήνων ναυτικῶν πού ἐργάζονται, τό πλήρωμα πλοίων πού ἀνήκουν σέ ναυτιλιακές Ἑταιρεῖες. Τό κράτος δέν δέχεται ἀλλοδαπούς, μή μουσουλμάνους, γιά μόνιμη ἐγκατάσταση στήν χώρα.

δ. ΙΣΡΑΗΛ – ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ:

Στό Ἰσραήλ – Παλαιστίνη, ὡς γνωστόν, διαβιοῖ μεγάλος ἀριθμός ἀτόμων ἑλληνικῆς καταγωγῆς, ὡς Ἕλληνες τοῦ Ἰουδαϊκοῦ κράτους ἤ ἐπίσης Ὀρθόδοξοι τοῦ χριστιανικοῦ θρησκεύματος, μερικοί τῶν ὁποίων εἶναι ἐγγεγραμμένοι στά Μητρῶα τῆς Ἑλληνικῆς Πρεσβείας στό Ἰσραήλ. Ἡ Ἑλληνική Κοινότητα Χάϊφας, λίγο μοιάζει μέ ἐκείνη τῆς δεκαετίας τοῦ 1910 – 1920. Στό Τέλ Ἀβίβ λειτουργοῦν ὁ Σύνδεσμος Φιλίας μέ τήν Ἑλλάδα καί ὁ Σύνδεσμος Μεταναστῶν ἐξ Ἑλλάδος (Ἰσραηλινῶν), μέ κάποια κοινωνική ἑλληνική δραστηριότητα. 

Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί Ἰσραήλ καί Παλαιστίνης κάθε ἐθνικότητος, ὑπάγονται στήν ἐκκλησιαστική δικαιοδοσία τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων. Ἡ δικαιοδοσία αὐτοῦ καλύπτει τήν Παλαιστίνη, τό Ἰσραήλ καί τήν Ἰορδανία, περιλαμβάνει δέ τήν Ἁγιοταφική Ἀδελφότητα τῶν μοναχῶν στήν Ἱερουσαλήμ, τόν ἐφημέριο κλῆρο, μοναχούς καί μοναχές διαφόρων Μονῶν καί Προσκυνημάτων καί μικρό ἀριθμό λαϊκῶν, στήν πλειοψηφία ἀραβοφώνων γενικά. Πνευματικά καί μόνο, καθ᾿ ὅτι εἶναι αὐτοκέφαλη, ὑπάγεται στό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἡ Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή καί Μονή τῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης στήν χερσόνησο τοῦ Σινᾶ, καθώς καί κάποιες μικρότερες Μονές μέ ἀρχαιοτάτη παράδοση (Φαράν, Ραϊθώ) καί μερικά λεγόμενα Καθίσματα, Ἱεροσόλυμα καί Σινᾶ, διατηροῦν τήν ἀρχαία Ὀρθόδοξη Ἑλληνική παράδοση μέ ἀρκετές ἀντιξοότητες. Διοικεῖται ἀπό τόν Ἡγούμενο πού εἶναι καί ὁ Ἀρχιεπίσκοπος σήμερα, ὁ Σεβασμιώτατος Δαμιανός Σαμαρτζῆς, καί ἔχει μικρό ἀριθμό μοναχῶν.

Στήν παλιά πόλη τῶν Ἱεροσολύμων ζοῦν ἐλάχιστοι Ἕλληνες καταστηματάρχες, καθώς καί στήν νέα πόλη μέ Ἰορδανική κυρίως ὑπηκοότητα. Τό ἴδιο συμβαίνει στήν πόλη τῆς Γάζας, στήν Ραμάλα, στήν Ναμπλούς (Νεάπολη), χωρίς ὅμως δραστηριότητα μέ σκοπό τήν ἐξυπηρέτηση τοῦ κοινοῦ. Ἀτυχῶς βρίσκονται στήν καρδιά τῆς καταστροφικῆς πολεμικῆς συγκρούσεως τῶν τελευταίων δεκαετιῶν μέ ἄκρως ἀβέβαιο τό μέλλον. Γιά τό ἑλληνικό Προξενεῖο τῶν Ἱεροσολύμων ἀξίζει νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι ἔχει μεγάλη παράδοση καί στήν δικαιοδοσία του ἀνήκουν ὅλα τά ἐδάφη τῶν Ἁγίων Τόπων, ἡ Δυτική Ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου καί ἡ Γάζα.

ε. ΙΟΡΔΑΝΙΑ:

Τήν πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἰορδανίας ἀποτελοῦν Ἑλληνίδες πού ἐνυμφεύθησαν Ἰορδανούς ὑπηκόους, ἀποφοίτους ἑλληνικῶν Πανεπιστημίων, κυρίως στίς ἰατρικές ἐπιστῆμες. Οἱ Ἕλληνες τῆς Ἰορδανίας ἔχουν ἐγκατασταθῆ στό Ἀμάν, στό Ἰρμπίντ καί στήν Ζάρκα, ἀσχολοῦνται δέ μέ τό ἐμπόριο. Στό Ἀμάν λειτουργοῦν τρεῖς Σύλλογοι ἑλληνικοῦ ἐνδιαφέροντος, ὁ Ἑλληνο – Ἰορδανικός Σύνδεσμος Φιλίας, ἡ Λέσχη Ἀποφοίτων Ἑλληνικῶν Πανεπιστημίων καί ὁ Σύλλογος Ἑλληνίδων Ἰορδανίας

στ. ΚΡΑΤΗ ΤΟΥ ΠΕΡΣΙΚΟΥ ΚΟΛΠΟΥ:

Στά Ἡνωμένα Ἀραβικά Ἐμιράτα ἡ εἰκόνα τῆς ἑλληνικῆς παρουσίας εἶναι γενικά ἡ ἀκόλουθη: Στήν πρωτεύουσα Ἀμπού Ντάμπι διαβιοῦν μερικοί Ἕλληνες, ἐνῶ στίς πόλεις Σαρζάχ καί Φουζάϊραχ οἱ Ἕλληνες εἶναι εἴτε ἐπιχειρηματίες, εἴτε ἐργαζόμενοι σέ ναυτιλιακές Ἑταιρεῖες. Ἐκκλησιαστικά ὑπάγονται στήν Μητρόπολη Βαγδάτης τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας. Στά κράτη Κατάρ, Κουβέϊτ καί Μπαχρέϊν, δέν ἔχουμε σαφῆ εἰκόνα τῆς ἑλληνικῆς παρουσίας ἰδίως μετά τόν Πόλεμο τοῦ Κόλπου (1990 – 1991). Στήν Ὑεμένη ζοῦν μεμονωμένοι Ἕλληνες, στό Ἄντεν καί στήν Χοντέϊντα. Τέλος, στό Ὀμάν ζοῦν λίγοι, κυρίως Ἑλληνοκύπριοι.

ζ. ΙΡΑΚ:

Καί ἐδῶ ἡ νομοθεσία τῆς χώρας δέν δίνει εὐκαιρίες γιά ξένη δραστηριότητα. Ὑπάρχουν γόνοι μεικτῶν γάμων Ἑλλήνων μέ Ἰρακινές. Δέν ὑπάρχουν ἑλληνικές Ἑταιρεῖες πού εἶχαν κάποτε δραστηριοποιηθῆ ἐκεῖ (π.χ. Δοξιάδης). Τό ποίμνιο ἑπομένως τῆς Μητροπόλεως Βαγδάτης εἶναι στήν συντριπτική του πλειονότητα ἀραβόφωνο.

η. ΙΡΑΝ:

Ὅπως στό Ἰράκ ἔτσι καί στό Ἰράν δέν ὑπάρχουν περιθώρια ἑλληνικῆς δραστηριοποιήσεως. Ἰδίως μετά τήν ἰσλαμική ἐπανάσταση τοῦ 1979 καί τόν Ἰρακινο – Ἰρανικό πόλεμο τοῦ 1980 – 1988, οἱ Ἕλληνες συρρικνώθηκαν καί οἱ ἐλάχιστοι ἐναπομείναντες διατηροῦν τήν Ἰρανική ὑπηκοότητα. Ἡ Ἑλληνική Κοινότητα Τεχεράνης πού ἄλλοτε συντηροῦσε Σχολεῖο καί Ναό, σήμερα ἀποτελεῖται ἀπό μερικές Ἑλληνο – Ἀρμενικές καί Ἑλληνο – Ἰρανικές οἰκογένειες.

Βιβλιογραφία

Ι. Κ. Χασιώτης, Ἐπισκόπηση τῆς Ἱστορίας τῆς Νεοελληνικῆς Διασπορᾶς, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1993.

Π. Καζάκος ― Ε. Μάντζαρης ― Ρένα Ἀνδροπούλου ― Κυριακή Γεωργαντῆ, Ὁ Ἀπόδημος Ἑλληνισμός στίς χῶρες τῆς Ἀφρικῆς, ἐκδ. Γενικῆς Γραμματείας Ἀπόδημου Ἑλληνισμοῦ τοῦ Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1998.

Ἐθνικό Κέντρο Κοινωνικῶν Ἐρευνῶν (ΕΚΚΕ), Ἀπόδημοι Ἕλληνες ― Greeks Abroad, Ἀθήνα 1972, κ. ἑξ.

Ἔκδοση Ὑπουργείου Ἐξωτερικῶν τῆς Ἑλλάδος, Ἑλληνισμός τοῦ Ἐξωτερικοῦ, Ἀθήνα 1987, κ. ἑξ.

Μανόλης Γιαλουράκης, Ἡ Αἴγυπτος τῶν Ἑλλήνων, Ἀθήνα 1967.

Ε. Θ. Σουλογιάννης, Ἡ θέση τῶν Ἑλλήνων στήν Αἴγυπτο. Α΄ ἔκδ. Ἀθήνα 1999, Β΄ ἔκδ. Ἀθήνα 2005.

Ε. Θ. Σουλογιάννης, Ἑλληνική Κοινότητα Καΐρου, Ἀθήνα 2001.